Είναι τρομερό», έλεγε μια νέα κοπέλα στο κινητό της τηλέφωνο, ενώ περιμέναμε στην ουρά της ΔΕΗ για λογαριασμούς που είχαν λήξει. «Δεν μπορείς να φανταστείς τι κάνω αυτήν τη στιγμή! Περιμένω στην ουρά να πληρώσω τον λογαριασμό της ΔΕΗ!
Όχι, όχι, δεν είναι δικός μου παιδάκι μου, εγώ έχω βάλει να εξοφλείται από την τράπεζα, θα μου το είχαν κόψει σαράντα φορές, αφού ξέρεις ότι πάντα τον ξεχνάω! Μιας γειτόνισσας, ναι, όχι, δεν είναι φίλη μου, αυτό θέλω να σου πω (γκριμάτσα στο κενό), κάθε άλλο παρά φίλη μου, δεν το πιστεύω αυτό που κάνω. Είναι μία, τι να πω (σκύψιμο κεφαλιού), μια απαίσια γριά, φωνακλού, αντιπαθητική, α-πε-ρίγρα-πτη (γέλια) κι εγώ τώρα περιμένω στην ουρά για χάρη της! Μα, μήπως είμαι τρελή; Γιατί το κάνω; Δεν ξέρω. Με έχει βρίσει επανειλημμένως όλα αυτά τα χρόνια που μένω εδώ, πότε στάζουν οι γλάστρες στο κεφάλι της, πότε την ξυπνά η μουσική, μια γκρινιάρα, ναι, και άκου τι έγινε χτες βράδυ: είχε την πόρτα ανοιχτή, μένει στο ισόγειο, και καθώς έμπαινα στο ασανσέρ βάζει μια φωνή. Λέω μέσα μου, ωχ, τι θα ακούσω πάλι; Πάω να φύγω, δυναμώνει τη φωνή, και να, λέει «σε παρακαλώ, άντε να μου πληρώσεις τη ΔΕΗ, θα μου κόψουν το φως, δεν μπορώ να περπατήσω!». Τι να έκανα; Τη λυπήθηκα, λυπήθηκα το τέρας! Ολομόναχη στον κόσμο, να μην μπορεί να κουνηθεί, να παρακαλά εμένα που με έβριζε, κατάντια! Και όχι τίποτε άλλο, σκέφτηκα αν βρεθώ ποτέ στη θέση της γερνώντας, εμένα ποιος θα βρεθεί να με βοηθήσει, που δεν τα βάζω με κανέναν; Μήπως αυτό είναι η περίφημη αλληλεγγύη των γειτόνων; Να ξεκινήσω να τσακώνομαι στη γειτονιά, να αρχίσουν να με προσέχουν;
Όχι, όχι, δεν είναι δικός μου παιδάκι μου, εγώ έχω βάλει να εξοφλείται από την τράπεζα, θα μου το είχαν κόψει σαράντα φορές, αφού ξέρεις ότι πάντα τον ξεχνάω! Μιας γειτόνισσας, ναι, όχι, δεν είναι φίλη μου, αυτό θέλω να σου πω (γκριμάτσα στο κενό), κάθε άλλο παρά φίλη μου, δεν το πιστεύω αυτό που κάνω. Είναι μία, τι να πω (σκύψιμο κεφαλιού), μια απαίσια γριά, φωνακλού, αντιπαθητική, α-πε-ρίγρα-πτη (γέλια) κι εγώ τώρα περιμένω στην ουρά για χάρη της! Μα, μήπως είμαι τρελή; Γιατί το κάνω; Δεν ξέρω. Με έχει βρίσει επανειλημμένως όλα αυτά τα χρόνια που μένω εδώ, πότε στάζουν οι γλάστρες στο κεφάλι της, πότε την ξυπνά η μουσική, μια γκρινιάρα, ναι, και άκου τι έγινε χτες βράδυ: είχε την πόρτα ανοιχτή, μένει στο ισόγειο, και καθώς έμπαινα στο ασανσέρ βάζει μια φωνή. Λέω μέσα μου, ωχ, τι θα ακούσω πάλι; Πάω να φύγω, δυναμώνει τη φωνή, και να, λέει «σε παρακαλώ, άντε να μου πληρώσεις τη ΔΕΗ, θα μου κόψουν το φως, δεν μπορώ να περπατήσω!». Τι να έκανα; Τη λυπήθηκα, λυπήθηκα το τέρας! Ολομόναχη στον κόσμο, να μην μπορεί να κουνηθεί, να παρακαλά εμένα που με έβριζε, κατάντια! Και όχι τίποτε άλλο, σκέφτηκα αν βρεθώ ποτέ στη θέση της γερνώντας, εμένα ποιος θα βρεθεί να με βοηθήσει, που δεν τα βάζω με κανέναν; Μήπως αυτό είναι η περίφημη αλληλεγγύη των γειτόνων; Να ξεκινήσω να τσακώνομαι στη γειτονιά, να αρχίσουν να με προσέχουν;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου