Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2003

Oι νύχτες μεγαλώνουν

 Άλλο τίποτα δεν μας έμεινε από τον χειμώνα, εκτός από τις νύχτες τις μεγάλες

να θυμίζουν πως οι άνθρωποι ένιωθαν πάντα την ανάγκη να μαζεύονται τα
Χριστούγεννα, πολύ πριν από τον Χριστό μάλιστα, να ανάβουν φώτα και φωτιές, να
τραγουδάνε για να ξορκίσουν τη νύχτα, να φιλιούνται.

 A, ναι και η ταινία «Αγάπη είναι», που υποπτεύομαι ότι την πλήρωσε η ένωση ξενοδόχων Λονδίνου,
καταλαβαίνοντας ότι δεν πάει άλλο με τις τιμές των δωματίων τους. Σίγουρα θα
κερδίσουν πολλά φέτος τα Χριστούγεννα, χάρις στον Κόλιν Φερθ και τον Χιου
Γκραντ, την Έμα Τόμσον και τους άλλους θαυμάσιους ηθοποιούς τους. Χαράχτηκαν
στις καρδιές του κόσμου τα τοπία του Λονδίνου. Μαγεύτηκαν όλοι με τα
γενναιόδωρα ντεκόρ της βρετανικής πρωτεύουσας.

Δεν θα μπορούσε να γυριστεί και στην Αθήνα μια τέτοια υπέροχη, αγαπησιάρα, οικογενειακή και αστεία ταινία; Τόσο δύσκολο είναι; Ας κλέψουμε την ιδέα κανονικά, ας μαζέψει ένας κεφάτος
σκηνοθέτης μερικούς καλούς ηθοποιούς, ας τους ανακατέψει λίγο με φόντο την
Αθήνα. Αν δεν γίνει φέτος με τους Ολυμπιακούς, τώρα που τη φτιάχνουν, την
ασπρίζουν και την ευπρεπίζουν, πότε θα γίνει;

Δεν φτάνουν τα ψώνια και τα μαγαζιά για να μικρύνουν οι νύχτες, δεν φτάνουν οι οικογενειακές βραδιές και τα τραπέζια, δεν φτάνει το δώρο και τα ταξίδια, δεν φτάνει τίποτα από μόνο
του. Χρειάζεται και ο ποιητής να τα υμνήσει όλ' αυτά, να τα εξωραΐσει και να
τους δώσει αξία, να τα κεντήσει και να τα εμφανίσει στους βιαστικούς και
αμήχανους κατοίκους της πόλης, που τρέχουν όλη μέρα  και δεν προλαβαίνουν από μόνοι τους να δουν την ομορφιά τους.


https://www.tanea.gr/2003/12/08/opinions/analwsima-oi-nyxtes-megalwnoyn

Δευτέρα 3 Νοεμβρίου 2003

Πονοκέφαλοι

Επιδημία ανεξήγητων πονοκεφάλων εκδηλώθηκε στη Βρετανία από παιδιά που
διάβαζαν τον πέμπτο Χάρι Πότερ. Τα τρέξανε οι γονείς τα παιδιά στους γιατρούς,
αλλά το μυστήριο δεν λύθηκε. Και δεν μπορεί να λυθεί.

Αυτή η νέα γενιά είναι τόσο αλλιώτικη από τις προηγούμενες, ώστε θα χρειαστεί τη δική της Ιατρική για
να την καταλάβουμε. Κάποτε. Όταν μεγαλώσει. Μέχρι τώρα οι γιατροί φοβούνταν
ότι τα παιδιά θα αρρώσταιναν από την πολλή τηλεόραση που έβλεπαν, από το πολύ
κομπιούτερ που έπαιζαν και από τις πολλές ώρες που περνούσαν μπροστά σε οθόνες
γενικώς. Μετρούσαν και ξαναμετρούσαν τις συνέπειες, ονόμασαν και ξαναονόμασαν
τις εγκεφαλικές βλάβες που θα πάθαιναν όλα τα πιτσιρίκια κι ύστερα έπιασαν να
ετοιμάζουν τις θεραπείες. Περίμεναν πανέτοιμοι οι επιστήμονες τα πλήθη των
ασθενών, από οθόνες, παιδιών που δεν ήρθαν ποτέ. Τίποτε δεν έπαθαν τα παιδιά,
ας καρφώνονταν κι ας πωρώνονταν με τις εικόνες. Είναι άλλου είδους κατασκευή,
απρόβλεπτη και άγνωστη στους παλιούς εν τέλει. Μόνο με τις επτακόσιες σελίδες
του αγαπημένου τους βιβλίου αρρώστησαν ομαδόν. Δεν τους είχε ξανασυμβεί τέτοιο
πράγμα, τόση ανάγνωση μαζεμένη. Δεν το είχαν χρειαστεί ποτέ, ό,τι ήθελαν να
δουν από λογοτεχνία υπήρχε σε ταινία, μόνο στις ιστορίες του μικρού μάγου η
συγγραφή προηγείται στη μαζική κατανάλωση. Πόσο γρήγορα πια να τις γυρίσουν
και τις ταινίες; Πήρε φόρα και η Ρόουλινγκς, διπλασίασε τις σελίδες. Τα ξέκανε
τα παιδιά. Αυτά που δεν ζαλίζονται σε πλέι στέσον, ούτε σε ψηφιακά
τρισδιάστατα θεάματα, αυτά που δεν φοβούνται την ταχύτητα, προσομοιωτική ή
όχι, πέσανε κάτω σαν κοτόπουλα από την ανάγνωση. Είναι άλλου είδους
οργανισμοί, σας λέω.

https://www.tanea.gr/2003/11/03/opinions/analwsima-ponokefaloi

Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2003

Κάποια χαλάρωση

Μέχρι να φτάσω στο σταθμό της Βικτώριας περνώντας από το πάρκο, το βαλιτσάκι με τα ροδάκια διαλύθηκε. Είναι κάπως θρασύ να κυκλοφορείς με τέτοιο πράγμα στην Αθήνα του σήμερα την ανασκαμμένη εκ βάθρων, αλλά καμιά φορά ξεχνιέται κανείς. Μπήκα στο Χόντο της Ομόνοιας κι αγόρασα ένα καινούργιο βαλιτσάκι, πάλι με ρόδες. Η  πατρίδα οφείλει να παρέχει τη δυνατότητα σε τέκνα της με μειωμένες μυϊκές δυνάμεις να τσουλάνε τις αποσκευές  τους. Πώς να μεταφέρω όμως τα ρούχα από τη μία βαλίτσα στην άλλη; Ο σεκιουριτάς της εισόδου κοιτούσε καχύποπτα.  Ντράπηκα να εκθέσω το ρουχισμό μου στο εξεταστικό του βλέμμα. Τις κατέβασα και τις δύο στο μετρό. Εκεί ο σεκιουριτάς είχε και όπλο. Άσε, σκέφτηκα, θα πάω στον Πειραιά. Στην αποβάθρα των πλοίων δεν έχει και τόσο σεκιούριτυ, επικρατεί κάποια χαλάρωση. Οι λιμενικοί επιτρέπουν σε ταξιδιώτες ακόμα και να κοιμούνται στα παγκάκια. Ίσως στους Ολυμπιακούς Αγώνες να στήσουν εδώ ένα σταθμό ελέγχου αλλοδαπών για μεταδοτικές ασθένειες, όπως προτείνουν οι αμερικανικές εκθέσεις ειδικών. Προς το παρόν μπορείς να ανοίξεις άνετα μια σακβουαγιάζ και να μεταφέρεις το περιεχόμενο της σε μιαν άλλη, χωρίς κανείς να σε ενοχλήσει ούτε καν με το βλέμμα. Μπορείς επίσης να εγκαταλείψεις την παλιά σου σακβουαγιάζ σε ένα παγκάκι, πράγμα που δεν μπορείς να κάνεις στους σιδηροδρομικούς σταθμούς της Αγγλίας π.χ. όπου δεν υπάρχει ούτε καλαθάκι σκουπιδιών, από το φόβο τοποθέτησης βόμβας. Ίσως για τελευταία φορά να έμεινε ανενόχλητη μια χαλασμένη τσάντα στο λιμάνι, δίπλα σε ανθρώπους που κοιμούνταν σε παγκάκια, χωρίς να τρέξουν ειδικοί της Ασφαλείας να ελέγξουν αν περιέχει μέσα εκρηκτικά. 

 https://www.tanea.gr/2003/10/29/opinions/analwsima-kapoia-xalarwsi

Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου 2003

Aνάσα της οικονομίας

Παρακαλούμε  να μην παρκαρετε, θα γίνει κατεδάφιση στις 29. Το έγραψαν πάνω στον τοίχο του τελευταίου μικρού σπιτιού που είχε απομείνει στο δρόμο. Όχι ότι είναι τίποτα σπουδαίο δηλαδή, μια πόρτα και δυό παράθυρα να την πλαισιώνουν, όλο κι όλο. Στυλ νεοκλασσικής προσαρμογής. αΈνας όροφος και στη στέγη μια σειρά από ακροκέραμα. Πράσινα παραθυρόφυλλα, ξύλινα. Τα λένε περσίδες, ίσως γαλλίδες, κάποιες ξένες τελοσπάντων που πέρασαν για λίγες δεκαετίες από τη γειτονιά πριν την παραδώσουν οριστικά στη γνήσια ελληνική εφευρετικότητα. Ο μηχανικός έβαλε κι όλας την ταμπέλα του μπροστά, θα χτιστεί μια πολυκατοικία με ποιος ξέρει πόσους ορόφους. Θα το πάει λίγο πίσω, το μάθαμε τώρα το σύστημα, θα χαρίσει λίγα μέτρα πεζοδρόμιο, άχρηστα τελείως, γιατί όλες οι άλλες πολυκατοικίες γύρω του είναι παλιές και δεν πρόκειται να αλλάξουν. Έτσι θα αποκτήσει δικαίωμα να υψώσει δέκα ορόφους που θα πνίξουν τον ακάλυπτο των υπολοίπων, αλλά το Πολεοδομικό δεν ασχολείται με λεπτομέρειες, εφαρμόζει το νόμο και πολύ μας πάει. Είναι κρίμα που οι πτυχιούχοι υπάλληλοι του δεν βρίσκουν όρεξη και ενδιαφέρον να μελετήσουν επί τόπου κάθε περίπτωση, ενώ έχουν μάθει τόσα πράγματα, έχουν ειδικευτεί και σπουδάσει.  Έχουμε σχέδιο πόλεως εδώ, όχι αυθαίρετα. Αν και με τέτοιο σχέδιο μπορείς να δείξεις κατανόηση στους αυθαίρετους οικιστές, ελπίζουν ότι θα προλάβουν να το διαμορφώσουν στα μέτρα τους πριν τους διαμορφώσει εκείνο. Εδώ πάντως εχουμε οργασμό οικοδομής κι ως γνωστόν η οικοδομή είναι ο πνεύμονας της οικονομίας. Η οικονομία λοιπόν ανασαίνει, καθώς εμείς ασφυκτιούμε και είναι σαφές ποιο είδος ανάσας έχουμε προτιμήσει. 

Δευτέρα 1 Σεπτεμβρίου 2003

Αντικόμπλεξ

Δεν ξέρω τι λένε οι Αυστραλοί. Στην Αγγλία πάντως, μια μέρα με τη ζέστη που βλέπαμε αράδα τηλεόραση, πέσαμε σε μια εκπομπή για την Αθήνα που μας απογείωσε. Έδειχνε κυρίως τα έργα για την Ολυμπιάδα από ψηλά, κι ενώ εμείς ως γνώστες παραπονιόμασταν που δεν υπήρχε πουθενά πρασινάδα, εκείνη, η δημοσιογράφος που τα παρουσίαζε, άφηνε κάτι   σαν πίστη στο ελληνικό θαύμα να διαχέεται στην ατμόσφαιρα. Επηρεασμένη ίσως από μαθήματα που παρακολούθησε  σε κλασσικό Πανεπιστήμιο; Η κατάσταση ήταν εμφανώς δυσανάγνωστη, αν μη τι άλλο. Λακκούβες, λάσπη, ασπροκόκκινο πλαστικό δίχτυ και κίτρινα κράνη βασίλευαν παντού αλλά η αισιοδοξία του ρεπορτάζ ξεπερνούσε κάθε προπαγάνδα. Στις ερωτήσεις και στις απορίες υπήρχαν απαντήσεις, εξηγήσεις και πεποίθηση. Βλέποντας την Αθήνα από ψηλά, με τα μάτια των ξένων που θέλουν να πιστέψουν σ' αυτήν, που θέλουν  να τη θαυμάσουν, όπως έχουν μάθει να κάνουν στο σχολείο από μικρά παιδιά, την είδαμε κι εμείς αλλιώτικα, τουλάχιστον για λίγο. Ξεχάσαμε τους φόβους που μας κατατρέχουν σχετικά με την Ολυμπιάδα γενικώς, πιστέψαμε κι εμείς, εγώ προσωπικά για πρώτη φορά το πίστεψα βαθιά, ότι θα τα καταφέρουμε στο τέλος. Κι όχι με τον χειρότερο τρόπο.  Ήταν ένα πολύ βαρετό απόγευμα, οι Βρετανοί ήταν εμφανώς κατάπληκτοι με τη ζέστη που είχε παραλύσει τα πάντα κι ίσως ο σεβασμός απέναντι σε ανθρώπους που εργάζονται σε μόνιμο καύσωνα για να στήσουν δεκάδες γήπεδα και τσιμεντοχωριά σε μια πόλη πνιγμένη ήδη στο τσιμέντο, να ήταν κάπως διογκωμένος. Αλλά ήταν τόσο ξεκάθαρο και φανερό ότι οι περισσότεροι άνθρωποι στον κόσμο επιθυμούν να γοητευτούν από την Ελλάδα. 'Οσο κι αν εμάς συχνά μας απογοητεύει.

Τρίτη 19 Αυγούστου 2003

Ανάμεσα στα κύματα

Έφυγα για διακοπές πάνω στο κύμα του καύσωνα, γύρισα πάνω στο κύμα του άλλου καύσωνα. Με τόσα κύματα είναι κρίμα να ξοδεύει κανείς ενέργεια για να ταξιδεύει, θα έπρεπε κανονικά να μας μεταφέρουν αυτά στις κορυφές τους. Το καλύτερο κύμα όμως το συνάντησα στο δρόμο, στις κρύες χώρες που νόμιζα ότι είχα επισκεφτεί, κουβαλώντας μαζί μου πουλόβερ και καμπαρτίνες. Εκεί να δείτε καύσωνα, στα τόσο χαριτωμένα λονδρέζικα λεωφορεία, με τα παράθυρα που δεν ανοίγουν παρά έναν πόντο στο πλάι, να στάζεις ιδρώτα και να ονειρεύεσαι τα κλιματιζόμενα τρόλεϊ Κυψέλη- Παγκράτι και τις παραλίες της Αττικής. Φυσικά τιμωρήθηκα που αρνήθηκα την πόλη μου στις δύσκολες στιγμές της, ζητώντας δροσιά σε άλλες πρωτεύουσες, αλλά τουλάχιστον ένοιωσα για πρώτη φορά τόσο πολύ βαθιά Ευρωπαία και μάλιστα στην πρωτοπορία της Ευρώπης. Στην Αθήνα αν μη τι άλλο γνωριζόμαστε με αυτό που ίσως θα είναι το κοινό ευρωπαϊκό μας μέλλον, ένα διαρκές κύμα καύσωνα που δεν σε πάει πουθενά και καλό είναι να μένεις κι εσύ όσο το δυνατόν ακίνητος μέχρι να διαβεί και να περάσει. Μ' αυτή τη νότια σοφία της απάθειας που μιμείται τις σαύρες και άλλα αθόρυβα είδη στα θερμά κλίματα, μπόρεσα να δω κι από μακριά όλα τα γνωστά ελληνικά δεινά που σχετίζονται με την αδράνεια και τη διστακτικότητα, υπό το φως και τη θέρμη ανανεωμένης κατανόησης και επιείκειας. Το καλύτερο θα ήταν να με περιμένει κι η πατρίδα με λίγη δροσούλα, μελτεμάκι αυγουστιάτικο που θα στάλαζε για πάντα  αίσθημα ανωτερότητας απέναντι σε κάθε εταίρο. Αλλά δεν έφτασε η τύχη μου ως εκεί.

Πέμπτη 17 Ιουλίου 2003

Αμμος


Η άμμος μπαίνει ανάμεσα στις σελίδες και τρίζει. Ποιος την είχε την ιδέα να παίρνουμε μαζί στην πλαζ βιβλία; Στη δεύτερη σελίδα ήδη πιάνεται κανείς, πώς να βολευτεί στην άμμο; Και το φως είναι παραπάνω από όσο χρειάζεται, θαμπώνει και κουράζει. Ωστόσο συμβαίνει και κάτι καλό, κάτι παράξενο, καθώς σηκώνεις τα μάτια από το βιβλίο και αντικρίζεις στη θέση της τη θάλασσα. Είναι σαν να την πέρασαν ένα δεύτερο χέρι γαλάζιο την ώρα που δεν κοίταζες. Όσο παιδευόσουν να αφομοιώσεις τις ανύποπτες φράσεις, εκείνη σα να την σήκωσαν και να την αέρισαν, σα να αφράτεψε, και να ανανεώθηκε. Οι λέξεις και οι παράγραφοι από περιγραφές που δεν είχαν καμία σχέση μαζί της, αναδεικνύουν τώρα τους κυματισμούς και τις αποχρώσεις που διαρκώς εναλλάσσονται στην επιφάνεια, αλλά επιπλέον φέρνουν επάνω τις αντανακλάσεις του βυθού που ίσως προηγουμένως δεν είχες προσέξει αρκετά. Εκεί στο βιβλίο δεν υπήρχε τίποτα γραμμένο σχετικά με τη θάλασσα, ένα χειμερινό βόρειο τοπίο περνούσε κάποια στιγμή στην πλοκή, ή ίσως και να μην υπήρχε καν πλοκή, να ήταν ένα δοκίμιο οικονομίας ή οδηγίες για το μάρκετινγκ, ωστόσο το αποτέλεσμα είναι το ίδιο. Η γαλάζια, καλοκαιρινή, εξημερωμένη θάλασσα εκλαμπρύνεται. Οπότε δύο τινά μπορεί να συμβαίνουν. Ή οι λευκές σελίδες ξεκουράζουν το μάτι και το προετοιμάζουν να δεχτεί ευχάριστα τη γαλάζια έκταση, ή η διανοητική προσπάθεια ακονίζει τις αισθήσεις και τις ανοίγει για να χαρούν τις λεπτομέρειες 

Τετάρτη 25 Ιουνίου 2003

Αλέξανδρος και Μπους


Ας μην το πάρουμε πατριωτικά. Μια ομάδα επιστημόνων στο Μπέρκλεϊ, προσπαθεί να αλλάξει την διαδεδομένη ιδέα, ότι ο Μέγας Αλέξανδρος με τους πολέμους του εξελλήνισε την Ανατολή, αφού την κατέκτησε. Δεν υποστηρίζουν ότι δεν είχε εξελληνιστεί η Ανατολή οι επιστήμονες, δεν αμφισβητούν κάτι τέτοιο. Απλώς λένε ότι αυτό είχε γίνει σιγά σιγά, με το εμπόριο, πολύ καιρό πριν ο Αλέξανδρος υποτάξει τις χώρες στο δικό του κράτος. Μελέτησαν αρχαιολογικά ευρήματα οι καθηγητές, σκεύη κυρίως και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η γοητεία της ελληνική τεχνολογίας είχε περάσει πολύ πριν το στρατό στην Ασία. Αλλά ας μην το πάρουμε πατριωτικά και ξεσηκωθούμε υπέρ του τρυφερού προσώπου του Αλεξάνδρου, που πολύ καλλιεργήσαμε τη λατρεία του τα τελευταία χρόνια. Ο στόχος τους την σήμερον ημέρα, δεν είναι να θίξουν τις νεοελληνικές ιδέες περί  μεγαλειώδους παρελθόντος. Για τον Μπους τα λένε οι άνθρωποι προφανώς, για να συγκρατήσουν τη μανία του να επεκτείνει τη στρατιωτική του δράση βαθύτερα προς Ανατολάς. Να μην πιστέψει και να μην υποστηρίζει επίσημα ότι πολεμώντας και νικώντας και ελέγχοντας στρατιωτικά περιοχές, μπορεί να διαδώσει τη δημοκρατία και άλλα σπουδαία δυτικά αγαθά, που τα παίρνει όμως και τα χαίρεται μόνο όποιος στ' αληθεια το επιθυμεί. Ας άφηνε να κάνουν τη δουλειά οι έμποροι, αργά και ακαταμάχητα με την κόκα κόλα τους και το σινεμά τους. Ας άφηνε να κατακτήσουν γλυκά και ανεπαίσθητα, τους δύσκολους αυτούς λαούς οι προαιώνιοι στρατηλάτες, οι πραματευτάδες. Πολύ χρήσιμη ιδέα και πρωτότυπη. Έστω κι αν ο Μπους δεν συνηθίζει να ακούει διανοουμένους, το πρόσωπο του Αλεξάνδρου σίγουρα θα τον συγκινήσει.

Πέμπτη 12 Ιουνίου 2003

Εφευρέτες στην Κόλαση


Περνούν από της Ακαδημίας φορτηγά, περνούν απορριματοφόρα, περνούν ψυγεία και καμιόνια που κουβαλούν χημικές τουαλέτες. Θαλαμίσκους τσίγκινους σε χρώμα βεραμάν, στριμωγμένους όρθιους σαν παράξενα ζωντανά που τρέμουν. Ευτυχώς δεν έχουμε αυριο λαϊκή και δεν έρχονται σε μας. Όλα μαρσάρουν στην ανηφόρα και μας ρίχνουν στο πρόσωπο το καυτό τους καυσαέριο. Θυμάμαι τον Γούντυ Άλλεν σε μια ταινία που επισκέπτεται την Κόλαση και συναντάει κάτω κάτω, στο όγδοο υπόγειο, αυτόν που εφηύρε τα αλουμινένια κουφώματα, να βασανίζεται στα καυτά καζάνια. Αν είχε ζήσει καλοκαίρι στην Αθήνα θα έβαζε στον πάτο άλλον εφευρέτη. Για να δούμε. Αυτόν που έκανε τις διορθώσεις πάνω στο πρώτο πολεοδομκό σχέδιο; Αυτόν που εφηύρε το ασανσέρ; Αυτόν που επινόησε την αντιπαροχή; Αυτόν που σχεδίασε το πρώτο αυτοκίνητο; Αυτόν που έφτιαξε τα απορριματοφόρα; Αυτόν που σκέφτηκε τους πελώριους κάδους απορριμάτων; Όποιον εισήγαγε το σύστημα του πράσινου για πεζούς που αναβοσβήνει στα φανάρι; Και τον άλλον που κατάφερε να κατασκευάσει φτηνή άσφαλτο για δρόμους της Νοτιοανατολικής Ευρώπης και κράτη με ακριβούς εργολάβους; Συνωστισμός θα γινόταν στην κόλαση, αν έριχνες μέσα τους υπεύθυνους για το χάλι της Αθήνας. Αλλά στο χειρότερο καζάνι θα έβραζε σίγουρα αυτός που εφηύρε τις χημικές τουαλέτες.  Κάθε πόλη βέβαια θα είχε δικαίωμα στη δική της αποστολή στην Κόλαση και πολλές θα έστελναν αυτόν τον εφευρέτη, αλλά θα προλαβαίναμε με τη γνωστή μας μαχητικότητα και ένα μεγαλειώδες συλλαλλητήριο στην Αμερικανική Πρεσβεία θα διατρανώναμε την απόφαση μας. Πρώτος λοιπόν στην κόλαση ο εφευρέτης της χημικής τουαλέτας και με τα χρώματα της Αθήνας στο καζάνι του, θα θυμίζει αιωνίως την τρομερή μας ευγνωμοσύνη. 

Κυριακή 25 Μαΐου 2003

Οι Έλληνες με τα μαύρα

Μπορεί να είναι σαχλή και να να μην είναι του επιπέδου μας. Μπορεί να είναι κιτς καρακίτς και να πρέπει να απέχουμε ως χώρα, όπως λέει ο Σταύρος Ξαρχάκος, αφού εμείς ζούμε ολημερίς με αυστηρά καλλιτεχικά κριτήρια και δεν έχουμε σχέση με το κιτς ως λαός, δεν ξέρουμε καν περί τίνος πρόκειται. Μπορεί να μην καταφέρνει να βγάζει τραγούδια που αγαπήσαμε, αλλά το βλέπουμε ανελλιπώς. Για το Φεστιβάλ της Γιουροβίζιον λέω βέβαια. Αφού όλο το χρόνο το βρίσουμε καλά καλά, στηνόμαστε και ξενυχτάμε στο τέλος, να το παρακολουθήσουμε μέχρι την τελική ψηφοφορία. Μαζοχιστές είμαστε, κι αυτό πλέον έχει αρχίσει να βγαίνει και ενδυματολογικά. Πέρσι ήταν ο Ρακιντζής με τις μαύρες δερμάτινες φόρμες και τη μιλιταριστική χορογραφία, φέτος πάλι μαύρο δέρμα κολλητό σαν πανοπλία με το λευκό κορμί της Μαντώς από μεσα να φαίνεται ότι υποφέρει από τα σφιχτά κορδόνια κι ένα σταυρό του μαρτυρίου στο λαιμό. Κοψοχρονιά το πήρανε το μαύρο το δερμάτινο ή είπανε να το ανακυκλωσουν να μην πηγαίνουν τα λεφτά χαμένα; Εκτός πια κι αν συμβολίζει τα βασανιστήρια που περνούν όσοι έλληνες τραγουδιστές αποφασίσουν να πάρουν μέρος, αρχίζοντας από το προκαταρκτικό σνομπάρισμα και φτάνοντας στο τελικό φτύσιμο, σαν αυτό που υπέστησαν πρόπερσι οι Αντικ επειδή τόλμησαν να φτάσουν στην τρίτη θέση. Αφού κέρδισαν φορώντας άσπρα οι ξενόφερτοι, έκτοτε το ρίξαμε στη μαυρίλα, πενθώντας τη χαμένη μας αθωότητα. Κι αυτοί οι Κύπριοι δεν μας λυπούνται τέλος πάντων μια φορά, να μην το δώσουν το δωδεκάρι, να αποκλειστούμε να ησυχάσουμε.  Άντε άλλη μια χρονιά ν' ακούμε περισπούδαστους μύδρους και να βάφουμε τα επόμενα μαύρα.

Τετάρτη 23 Απριλίου 2003

Ομόνοια

Θα τη συνηθίσουμε την Ομόνοια, πράγματι. Δεν υπάρχει περίπτωση αλλαγής, ό,τι
έγινε έγινε και μόνο λίγες ζαρντινιέρες ενδέχεται να μπουν. Πώς θα στέκονται
στην επικλινή επιφάνεια δεν ξέρουμε, αλλά αν τα φυτά γέρνουν από την
υπερυψωμένη πλευρά της 3ης Σεπτεμβρίου ίσως κάπως να διορθωθεί εκείνος ο
τοίχος που υψώνεται αίφνης και κλείνει την πλατεία. Κατά τα άλλα, ας
προσπαθήσουμε να τη συνηθίσουμε. Ίσως να έχουν δίκιο αυτοί που υποστηρίζουν
ότι είναι μία πρωτοποριακή πρόταση κι εμείς οι Αθηναίοι, επειδή είμαστε τόσο
στερημένοι από όμορφα πράγματα στην πόλη μας, δεν έχουμε την ωριμότητα να τη
δεχθούμε. Δεν αποκλείεται. Θυμάστε τον Φοίβο και την Αθηνά, τις μασκότ των
Ολυμπιακών Αγώνων, όταν πρωτοβγήκαν τι σοκ είχαμε πάθει; Και όχι μόνο τα
συνηθίσαμε τα προϊστορικά κουκλιά, αλλά τα έχουμε αγαπήσει όλως ιδιαιτέρως.
Ήταν όντως μια τολμηρή πρόταση που μας ξένισε και χρειάστηκε χρόνος να την
αποδεχθούμε, ας υποθέσουμε λοιπόν ότι μπορεί να συμβαίνει το ίδιο με την
Ομόνοια. Να τη συνηθίσουμε, αλλά ως πρωτοποριακή πρόταση. Όχι ως πλατεία
δευτέρας διαλογής, όπου τα σχέδια γίνονται μισά για οικονομία και κόβονται τα
καλύτερα κομμάτια, αφού έτσι κι αλλιώς μόνο μετανάστες συχνάζουν. Να τη
δεχθούμε όπως είναι αυτή τη στιγμή, με τους ξένους να ψάχνονται ακολουθώντας
τη γνωστή σε όλες τις πόλεις αναζήτηση του κέντρου και να δούμε αν μπορέσουν
σ' αυτό το μοντέρνο χάος να ανοίξουν δρόμους. Να μη συνηθίσουμε τη βρώμα και
την εγκατάλειψη, που ίσως αντέχαμε ως προσωρινή τόσα χρόνια, αλλά τώρα, με
τόσους γρανίτες και τόσα μάρμαρα, δεν πρέπει να αντέξουμε. Να απαιτήσουμε την
πρόταση ολόκληρη, να μη δεχθούμε τη μουντζούρα.
https://www.tanea.gr/2003/04/23/opinions/analwsima-omonoia/

Κυριακή 13 Απριλίου 2003

Επίπλωση Βαγδάτης


Η πόλη που ο φακός και το βλέμμα μας δεν μπορεί να εγκαταλείψει, η Βαγδάτη που συνεχίζει να είναι ενωμένη με τους εσωτερικούς μας χώρους με έναν παράξενο ομφάλιο λώρο, γέμισε καρέκλες γραφείου. Καρέκλες μοντέρνες, με ρυθμιζόμενη πλάτη και ύψος, αγκαλιά στα χέρια γυναικών με καλυμμένα πρόσωπα,  που τις μετέφεραν σε άγνωστη κατεύθυνση.  Μερικές βρίσκονταν παρατημένες στο δρόμο, να στριφογυρίζουν και να τσουλάνε, σύμβολα εξουσίας που καταλύθηκε, οι κουρελιασμένοι θρόνοι των γραφειοκρατών. Τι θέση θα πάρουν στα σπιτικά που τις μετέφεραν; Μαζί με χαμηλά μαξιλάρια θα τις ταιριάξουν; Οι πεζοναύτες προσπερνούσαν αδιάφοροι, αρχάγγελοι μιας πειθαρχίας καταπληκτικής, δικής τους όμως και αθώρητης από τους ιθαγενείς, μέσα στην καρδιά του χάους. Ανώτεροι εκείνοι. Ντουλάπια τραπέζια, βάζα, μεταφέρθηκαν κι αυτά προχείρως, οι εικόνες τους είχαν κάτι το προσβλητικό, το άσεμνο. Ας ήταν πράγματα της κυβέρνησης του Σαντάμ. Δεν είναι δυνατόν να λεηλατείς σε απ' ευθείας μετάδοση. Δεν είναι τυχαίο που ο Ράμσφελντ βρήκε την ευκαιρία να κάνει εκείνη την μειωτική παρατήρηση για τα βάζα. Ένα είδος ρατσισμού, μια βαθιά περιφρόνηση φιδοσερνόταν στην εικόνα, ανάμεσα στους πάνοπλους πεζοναύτες και στους ντόπιους με τις παντόφλες που ρήμαζαν ότι έβρισκαν. Ακόμα και το μουσείο, σωροί από πήλινες πινακίδες φάνηκαν να θρυμματίζονται στο πάτωμα. Αν ήταν χρυσαφικά ίσως θα είχαμε σοκαριστεί, ίσως να είχαν βάλει και φρουρά οι πεζοναύτες. Αλλά για τα πήλινα θραύσματα; Ήταν τα πρώτα δείγματα γραφής της ανθρωπότητας απλώς, μερικά ακόμα αδιάβαστα ίσως, μερικά μυστηριώδη. Ίσως όμως και να είχε σκοτωθεί προηγουμένως, σε παιδική ηλικία, και ο αρχαιολόγος που θα τα αποκρυπτογραφούσε κάποτε. 

Πέμπτη 10 Απριλίου 2003

Τι τους κινεί;

Πώς μπορούν οι στρατιώτες και πολεμούν στο Ιράκ; Πώς την βολεύουν μέσα στο
μυαλό και τη συνείδησή τους οι πεζοναύτες αυτή την καθημερινή δουλειά; Από πού
αντλούν κουράγιο και δύναμη και πεποίθηση να συνεχίζουν; Είναι τόσο πολύ
πεισμένοι ότι επιτελούν έργο θεάρεστο ή απλώς ακολουθούν τη στρατιωτική
πειθαρχία; Μέσα τους τι σκέφτονται, άραγε; Τους κρατά η πεποίθηση ότι εκτελούν
το σωστό ή το ότι έχουν εξασκηθεί να υπακούουν; Το αίσθημα ανωτερότητας;
Αισθάνονται, άραγε, ανώτεροι χάρη στην υπεροπλία τους; Τους παρασύρει απλώς το
πλάνο της ημέρας; Χρειάζεται να μισούν για να πολεμούν και, αν χρειάζεται, πώς
κατάφεραν να μισήσουν; Και πώς διατηρούν το απόθεμα του μίσους; Μήπως απλώς
βρήκαν μέσα τους τα όχι και τόσο βαθιά θαμμένα ένστικτα της επίθεσης, της
καταστροφής, της αρπαγής, του φόνου; Και πώς είναι να τα ξαμολάς αυτά τα
ένστικτα; Τι απαντάς μετά στο πολιτισμένο κομμάτι του εαυτού σου, στη γυναίκα
σου, στην αδελφή σου; Και αν αλήθεια νόμισαν ότι βλέπουν πολυβόλα στο
ξενοδοχείο των δημοσιογράφων; Αν είναι πραγματικά τόσο φοβισμένοι που να μην
ξέρουν τι κάνουν, να πυροβολούν λεωφορείο με παιδιά από φόβο, πάνοπλοι αυτοί,
να ρίχνουν με τανκς σε ξενοδοχείο με δημοσιογράφους, να επιτίθενται ακόμα και
σε δικούς τους από σκέτο φόβο; Τι μύθους έχουν στο κεφάλι τους και φοβούνται
τα γυναικόπαιδα; Μήπως είναι ο φόβος που τους διατηρεί σε εγρήγορση; Ο φόβος
τούς κάνει θηρία; Τι αποκομίζουν οι ψυχές απ' αυτή την ιστορία; Αναρωτιέμαι,
καθώς οι ημέρες που περνούν αλλοιώνουν σ' εμάς, που μόνο παρακολουθούμε τον
πόλεμο, τόσα πράγματα, τόσες ιδέες, τόσες πεποιθήσεις. Σ' αυτούς άραγε τι γίνεται;

https://www.tanea.gr/2003/04/10/opinions/analwsima-ti-toys-kinei/

Κυριακή 30 Μαρτίου 2003

Μεταμοντέρνος αιώνας

Από το 1864, την εποχή του Αμερικανικού Εμφύλιου, είχε να γίνει αυτό. Να καλέσει ο πρόεδρος το λαό σε ημέρα νηστεία και προσευχής με σκοπό τη νίκη κατά της τρομοκρατίας και ευόδωση της εκστρατείας. Η Γερουσία και η Βουλή των Αντιπροσώπων καλούν τον πρόεδρο Μπους να ορίσει μια τέτοια εθνική ημέρα για να προσευχηθεί ο λαός και μάλλον θα τους κάνει τη χάρη, αφού κι αυτός είναι θρήσκος κι αφοσιωμένος. Κι έτσι θα επιστρέψει η Αμερική στον προπερασμένο αιώνα και θα πληρεί ακόμα πιο ξεκάθαρα την εικόνα των Σταυροφόρων που εισβάλλουν στην Ανατολή. Θα διευκολύνει την αντίληψη μας για τον πόλεμο που ξεκίνησε, γιατί αυτή η ιστορία με το πετρέλαιο δεν είναι πειστική. Απευθύνεται σε ανθρώπους που τους έχει καταστρέψει η λογική και η πεποίθηση ότι όλα τα κυβερνά το χρήμα, ενώ υπάρχουν αξίες μεγαλύτερες, η εξουσία ας πούμε, η αίσθηση του μεγαλείου, της ηγεμονίας, της εκδίκησης. Πόσες αυτοκρατορίες δεν καταστράφηκαν επειδή δεν θέλησαν να κοιτάξουν τα οικονομικά συμφέροντα τους; Ο πόλεμος του Μπους έχει αρχίσει να κοστίζει περισσότερο από όλα τα κοιτάσματα πετρελαίου της γης. Καιρός λοιπόν να καταλάβουμε όλοι ότι πολεμά για κάτι σημαντικότερο από τα πετρέλαια, για ένα πάθος, για μια επιβεβαίωση. Θα πρέπει να διαβάσουμε ξανά μεσαιωνική Ιστορία, θρησκευτικούς πολέμους, Εκατονταετή και Τριακονταετή, δεν αρκεί  η μελέτη του σύγχρονου κόσμου, του εικοστού αιώνα. Κι αυτό που θα προκύψει, σύνθεση εγωισμών, θρησκειών και εξελιγμένων τεχνολογιών, θα είναι κάτι που δεν έχουμε ξαναδεί ποτέ όπως είπε ο Ράμσφελντ, κάτι πασίγνωστο και πανάρχαιο σαν το μίσος και το θάνατο, που αιώνες οι άνθρωποι προσπαθούν να ξεπεράσουν.

Τρίτη 25 Μαρτίου 2003

Δώρα για τους αριστούχους


Θυμάστε τον Ρομπέρτο Μπενίνι στην απονομή των Όσκαρ; Είχε ευχαριστήσει τους γονείς του για "το δώρο της φτώχειας" που του είχαν κάνει. Μόνο οι πολύ στερημένοι μπορούν να αγωνιστούν αρκετά σκληρά, για να φτάσουν ψηλά, εννοούσε. Τα παιδιά των μεταναστών πολύ συχνά διαπρέπουν στα σχολειά μας, επειδή τους χάρισαν κι οι δικοί τους γονείς τη φτώχεια. Αγωνίζονται σκληρά για να ξεφύγουν, να σπουδάσουν, να γνωρίσουν καλύτερη ζωή.  Κι έτσι κάθε χρόνο έχουμε την ίδια ιστορία, να είναι αριστούχοι και να δικαιούνται να κρατήσουν τη σημαία στην παρέλαση, αλλά να αντιδρούν κάποιοι γονείς άλλων παιδιών,  που δεν τα θεωρούν Έλληνες, κι ας μετέχουν της ημετέρας παιδείας. Πώς να χάσουν οι άνθρωποι την ευκαιρία να κάνουν κι αυτοί ένα ακόμα δώρο στα προνομιούχα παιδιά; Γιατί η φτώχεια από μόνη της δεν αρκεί. Μερικά ψυχικά τραύματα είναι ότι χρειάζεται για να πλουτίσει και να βαθύνει η γνώση και η καλλιέργεια μιας παιδικής ψυχής. Έτσι διδάσκονται για τα καλά την ανελέητη πλευρά της ελληνικής πραγματικότητας αυτά τα παιδιά, που δεν καταλαβαίνει από προσόντα, βαθμούς και επιδόσεις, έχει άλλα κριτήρια, άσχετα τελείως με την αξιοκρατία. Η προσγείωση που περιμένει τους άλλους καλούς μαθητές μόλις πάρουν το πτυχίο τους, εδώ προσφέρεται εγκαίρως για να βαθύνει τη γνώση του κόσμου και να ενισχύσει τις άμυνες ή τις ευαισθησίες. Τα παιδιά αυτά θα μεγαλώσουν με διπλά δώρα, από τη μία η φτώχεια που τους προσέφεραν οι γονείς, από την άλλη η αδικία που τους προσφέρουν οι γονείς των συμμαθητών τους. Όσα καταφέρουν λοιπόν  να επιβιώσουν, θα διαπρέψουν σίγουρα, αφού θα είναι προικισμένα πολλαπλώς. 

Πέμπτη 20 Μαρτίου 2003

Aπευθείας μετάδοση

 Στο σπίτι μας έχουμε δύο νέες αφίξεις. Ένα κουτάβι που μαζέψαμε σπ' το δρόμο και τον πόλεμο στο Ιράκ. Το κουτάβι στις εφημερίδες και ο πόλεμος στην τηλεόραση. Όλη τη μέρα ανοιχτή πλέον, καθότι μας παρέχει την αυταπάτη ότι παρακολουθούμε από κοντά τα γεγονότα. Φωνές βραχνιασμένες, που ενίοτε ακούγονται σα να μιλάνε ξένη γλώσσα, συνοδεύουν εικόνες εντελώς άσχετες που επαναλαμβάνονται ξανά και ξανά χωρίς λεζάντα, το περίγραμμα ενός θόλου στο νυχτερινό ορίζοντα, αστέρια κινούμενα, ύστερα γκρο πλαν από πιλότους που ετοιμάζονται να μπουν στους θαλαμίσκους. Από το πρωί ανοίγει το κουμπί κι η φωνή ξεχύνει την αγωνία της στην καθημερινότητα μας. Δεν μπορούμε να πλύνουμε ένα φρούτο και να μην ακούσουμε ένα διάγγελμα, ή να απαντήσουμε στο τηλέφωνο και να μην απαντάει μαζί μας και ο ανταποκριτής στη Βαγδάτη. Παρόλο που ξέρουμε πόσο καλά ελέγχεται στρατιωτικά και κεντρικά η ροή των πληροφοριών, παρόλο που με δυσκολία ακούμε, κι ούτε μπορούμε να βγάλουμε συμπέρασμα από όσα μας λένε οι ανταποκριτές, αφήνουμε αυτή τη φασαρία ανεξέλεγκτη, σε ένδειξη συμπαράστασης ίσως στον άμαχο πληθυσμό του Ιρακ, που δεν θα ξέρει πώς να φυλαχτεί από τις βόμβες. Η ρουτίνα μας πάσχει από κατάθλιψη, μοιάζουν χωρίς νόημα οι συνήθειες μας. Τα παιδιά μου ζηλεύουν τους μεγάλους του Γυμνασίου, που βγήκαν στους δρόμους και χοροπηδούν σαν αγαναχτισμένα πιθηκάκια. Ο ανθρώπινος πολιτισμός, που θάπρεπε να μαθαίνουν, τους φαίνεται ανούσιος. Ευτυχώς μας βάζει το κουτάβι σε σειρά, θέλει συνεχώς φροντίδα. Αν ήταν αρσενικό θα κινδύνευε να ονομαστεί Σαντάμ ή Μπους, αλλά τη γλύτωσε, είναι θηλυκό και έχει εξασφαλίσει την αμνησία

Τρίτη 18 Μαρτίου 2003

Η Ραχήλ

Μαζί με έναν ηγέτη της Τζιχάντ, ένα αγόρι δεκατριών χρόνων κι ένα μωρό κοριτσάκι, σκοτώθηκε και η Ραχήλ στη Γάζα. Ακτιβίστρια Αμερικάνα, είκοσι τριών χρόνων, που το παράκανε στον ακτιβισμό. Έφτασε στο σημείο να πάει να ξαπλώσει μπροστά σε μια μπουλντόζα που ετοιμαζόταν να γκρεμίσει το σπίτι του ηγέτη της Χαμάς, ή του γείτονα του ηγέτη της Χαμάς, ή της θείας του γείτονα, δεν έχει μεγάλη σημασία. Η Ραχήλ, με το εβραϊκό όνομα λοιπόν, διότι στην Αμερική όπως ξέρετε δίνουν συχνά εβραϊκά ονόματα στα παιδιά τους, κι έχουν αδυναμία στο όμορφο όνομα Ραχήλ, που μεταφράζουμε Ρέιτσελ, σα να μην το έχουμε ξαναδεί, η Ραχήλ δεν το φανταζόταν ότι η μπουλντόζα δεν θα σταματούσε. Δεν είχε καταλάβει πως οι οδηγοί αυτών των οχημάτων που γκρεμίζουν σπίτια στους καταυλισμούς, έχουν ξεπεράσει πολλά πράγματα και όρια και δεν καταλαβαίνουν τι θα πει Αμερικανός υπήκοος που δεν πρέπει να σκοτωθεί με τους ντόπιους. Κι έτσι τους έμπλεξε άσχημα τους ανθρώπους και τώρα θα πρέπει να ζητάνε συγγνώμη από τους γονείς της και την κυβέρνησή της και να λένε ότι επρόκειτο για ατύχημα. Και στην πατρίδα της θα προβληματιστούν πολλοί για το πού σταματά η αξία της ζωής ενός Αμερικανού υπηκόου και πού αρχίζει η ευκολία με την οποία μια μπουλντόζα μπορεί να συνθλίψει άνθρωπο, ακόμα κι αν είναι Αμερικανός υπήκοος με όνομα εβραϊκό. Σα να τους βλέπω τώρα, αυτούς που την κατηγορούν ότι πήγε και μπλέχτηκε σε ιστορίες που δεν την αφορούσαν, και άλλους που σωπαίνουν, γιατί κάτι δεν κολλάει με όσα πιστεύουν για ελευθερίες και δημοκρατίες και άξονες του κακού.

Κυριακή 9 Μαρτίου 2003

Γλέντησε η Αθήνα;


 Θα γλέντησε. Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι πατημένες σερπαντίνες χτες το βράδυ. Από πού είχε περάσει το γλέντι; Το Σάββατο τα ψάχναμε στο Κολωνάκι με το πρόγραμμα στο χέρι. Φυσούσε γνήσιος βοριάς κι είχε ένα κάποιο νόημα αντίστασης να επιμένεις. "Πού είναι βρε παιδιά ο Σαββόπουλος, πού τραγουδά;" Τέλειωσε πριν καταφέρουμε να φτάσουμε. Δεν θάπρεπε να αργούν όλα λιγάκι; Την Κυριακή γλύκανε ο ουρανός, κυνηγούσαμε το αερόστατο στον πεζόδρομο της Αεροπαγίτου. Το είδαμε κάποια στιγμή από μακριά, φούσκωσε, μεγάλωσε, αλλά μέχρι να φτάσουμε είχε μαραγκιάσει πάνω στο πλακόστρωτο. Ώσπου να το αποφασίσουμε ότι δεν θα πετάξει, είχαν πετάξει οι πολύτιμες στιγμές που χόρεψε το γαϊτανάκι κι έπαιξε η φιλαρμονική. Προλάβαμε να τους δούμε, με τα ωραία τους καπέλα, να μπαίνουνε στα πούλμαν και ν' απομακρύνονται. Βιαστικά βιαστικά, ίσως τους περιμέναν για φαί. Τρεις ωραιότατοι νέοι σε ξυλοπόδαρα πέρασαν  ανάμεσα στο πλήθος. Σαν θυμωμένοι ήταν, ποιος ξέρει για ποιο λόγο. Ο κόσμος συνέχισε να μαζεύεται και να σκορπίζει, πρώτη φορά μαζεύτηκαν τόσοι άνθρωποι στην περιοχή, ντόπιοι μάλιστα, Αθηναίοι που δεν ξεκουνάνε από τα σπίτια τους να βρεθούνε σε δημόσιο χώρο εύκολα, κι είχαν μείνει με την προσδοκία μετέωρη. Η γιορτή το είχε σκάσει πριν την δουν καλά καλά, αλλά κι αυτοί με τα σκούρα ρούχα, σοβαροί, επιφυλαχτικοί, σφιγμένοι, πού πήγαιναν στην Αποκριά; Μόνο κάτι πιτσιρίκια είχαν ντύσει με πολύχρωμα σατέν και προσπαθούσαν να τα εμποδίσουν να λερωθούν. Πόσο μακριά είναι η Πάτρα, η τέχνη που έχουν να γλεντάνε, να σε κάνουν να  ανοίγεσαι, να συμμετέχεις.  Μεσημέριασε κι ήρθε σωτήρια η πείνα να μας βάλει στη γνωστή κατεύθυνση. 

Σάββατο 15 Φεβρουαρίου 2003

Εγιναν αλλού αυτά;


Περπατούσαμε στην ηλιόλουστη Βασιλίσσης Σοφίας με το υπέροχο αίσθημα ότι διαδηλώναμε ταυτόχρονα σε εκατοντάδες πόλεις στον κόσμο εναντίον στην απόφαση των ΗΠΑ να επιτεθούν στο Ιράκ. Δίπλα μας  νεαρές Ολλανδέζες γελούσαν, μια κοπέλα χόρευε σε ξυλοπόδαρα, παιδάκια χοροπηδούσαν, γιαγιάδες χαίρονταν τη μεγάλη συντροφιά, παππούδες φλέρταραν και το πλήθος ανακάλυπτε το καλύτερο του πρόσωπο. Δεν είναι μικρό πράγμα, να νοιώθεις πολιτικά ότι ανήκεις σε μια κίνηση που αγκαλιάζει όλον τον πλανήτη. Μέσα σ' αυτή την ευφορία, ήρθε εντελώς απρόσμενο ένα βίαιο σπρώξιμο προς τα πεζοδρόμια, φωνές τρομαγμένες και πέτρες που εκσφενδονίζονταν πάνω από τα κεφάλια μας στο αστυνομικό άγημα που βρισκόταν στη γωνία του Μεγάρου Μουσικής. Το ωραίο πλήθος έγινε τρομαγμένο κοπάδι, που χτυπούσε στα κάγκελα του πεζοδρομίου και σκόρπιζε στα στενά, μέσα σε πανικό, πονόλαιμο βήχα και κλάμα. Έγιναν αυτά πουθενά αλλού στον κόσμο; Τα παιδιά έκλαιγαν, μας κοιτούσαν κατηγορώντας μας βουβά ότι τα ξεγελάσαμε, βάζοντας τα να συμμετέχουν σε κάτι επικίνδυνο. Γυρίσαμε σπίτι πικραμένοι. Το βράδυ, φορτωμένοι ήδη ενοχές, βάλαμε να δούμε  ειδήσεις στα δύο μεγάλα κανάλια, προσπαθώντας να καταλάβουμε τι είχε γίνει, και βλέπαμε επί μισή ώρα τον τέως στην Αθήνα. Ύστερα παίχτηκε το ρεπορτάζ με κουκουλοφόρους που έβαλαν φωτιά στη Χρήστου Λαδά, κι έπαιξαν ξύλο κοντά στην πρεσβεία με αστυνομικούς. Αυτή ήταν η συμμετοχή της Αθήνας στην παγκόσμια διαδήλωση; Χρειάστηκε να περιμένουμε τις ειδήσεις της ΝΕΤ για να πειστούμε ότι είχαμε  πάρει μέρος σε ένα παγκόσμιο ειρηνικό συλλαλητήριο, ότι συμμετείχαμε σε κάτι σπουδαίο, ότι δεν είμασταν απλώς το κοινό σε μια διαμάχη ΜΑΤ με  χούλιγκαν. Αλλά γιατί; Γιατί πρέπει σε όλα τα πράγματα να υπάρχει μια τέτοιου είδους "ελληνική εξαίρεση"; 

Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου 2003

Τροχονόμος

Στέκεται στη γωνία Αιγίνης και Παξών, φορώντας ένα γιλέκο κίτρινο που γράφει
«τροχονόμος». Είναι νεαρή, είναι όμορφη και φορά ένα γυάλινο κρεμαστό
σκουλαρίκι. Είναι στενός εκεί ο δρόμος και το οδόστρωμα, χρόνια πριν ανοιχτεί
η εθνική της Καλαμάτας ή δοθεί στην κυκλοφορία η περιφερειακή της Πάτρας,
είναι τόσο γεμάτο λακκούβες και λοφάκια που αξίζει να γίνει αξιοθέατο, να
έρχονται οι τουρίστες να το επισκέπτονται και να τους κόβουν εισιτήριο.
Απίστευτης ποικιλίας λοφάκια και λακκούβες σε ελάχιστα τετραγωνικά, και πάντα,
μα πάντα, ακόμα και το καλοκαίρι, νερά και λάσπες που κυλάνε σε μικρά ρυάκια.
Στο μεταξύ κυλάν και τ' αυτοκίνητα σε διαρκή ροή, χτυπολογώντας ρόδες και
πιτσιλώντας πεζούς, κυλά κι ο χρόνος και χτυπά το κουδούνι του Σχολείου στην
Αιγίνης, διότι υπάρχει και Σχολείο μέσα σ' αυτό το στρίμωγμα, σχολείο -
πολυκατοικία, μοναδικό στο είδος του, αξιοθέατο κι αυτό. Τότε εμφανίζεται η
τροχονόμος, με τα σγουρά μαλλάκια της κι ένα κασκόλ πολύχρωμο, χαμογελά στα
παιδιά που τρέχουν και στις μαμάδες που τα κυνηγούν ακροβατώντας στα στενά
περάσματα που αφήνουν τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα. Κρατά μια σφυρίχτρα, αλλά
δεν την χρησιμοποιεί, τα αυτοκίνητα κόβουν ταχύτητα από μόνα τους, κάτι οι
λακκούβες, κάτι το πορτοκαλί γιλέκο και τα σγουρά μαλλιά, το χρωματιστό κασκόλ
και το σκουλαρίκι. Ξαφνιάζονται οι περαστικοί, για λίγο μέσα στην ένταση που
χρειάζεται το περπάτημα στον άθλιο δρόμο, την αίσθηση του χάους που κυριαρχεί,
νιώθουν πως κάτι ακόμα υπάρχει κοινωνικό σ' αυτή τη γειτονιά, δεν είναι
τελείως ζούγκλα πια η κατάσταση, κάτι έχει απομείνει ή κάτι περίσσεψε από αυτό
που στ' αλήθεια αξίζαμε, δεν χάθηκαν όλα.
https://www.tanea.gr/2003/02/14/opinions/analwsima-troxonomos/

Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2003

Πλακοστρώσεις

Φτιάχνουν πυρετωδώς τον σταθμό του ηλεκτρικού στην Ομόνοια, ξοδεύονται σε
πλακοστρώσεις και φωτισμό. Αλλά η διαδρομή δεν αλλάζει. Μόλις βγεις στο φως,
από το Θησείο και κάτω, σε χαστουκίζει ακατάπαυστα η ασχήμια και η
τσαπατσουλιά. Πώς να το πλακοστρώσεις όλο αυτό το τοπίο; Στην πάνω πλευρά της
διαδρομής, Αττική - Κηφισιά, τα πράγματα είναι κάπως καλύτερα, αλλά εκεί, για
εξισορρόπηση ίσως, εμφανίζονται οι πιο παραμορφωμένοι επαίτες της χώρας, που
ζητούν τραγουδιστά οικονομική ενίσχυση για να κάνουν πλαστική εγχείρηση. Είναι
τόσο ακραία παραμορφωμένοι που ελάχιστοι αντέχουν να βάλουν το χέρι στην τσέπη
και να τους ενισχύσουν. Αν συναντούσαν τουλάχιστον έναν Φελίνι σ' αυτή την
καθημερινή τους διαδρομή, ίσως σώζονταν με μια λυρική υπέρβαση, ίσως
σωζόμασταν κι εμείς που τους αντικρύζουμε σαν αρχέγονη τύψη στις πιο
ανυποψίαστες ώρες. Όταν λείπουν πάλι, βλέπεις άλλους, ηπιότερες περιπτώσεις,
πάντα τραγουδιστά να ζητιανεύουν, αυτό έχει γίνει καθεστώς. Ίσως είναι πιο
εύκολο να τα λες σαν τραγούδι, τα ίδια και τα ίδια λόγια συνεχώς, γίνεσαι κάτι
σαν καλλιτέχνης, ερμηνεύεις τον ρόλο σου, βγάζεις το μεροκάματό σου.

Στο καινούργιο κομμάτι του Μετρό όλα αστραφτερά, αποστειρωμένα, με τους
φρουρούς να κρατάνε αγκαλιά τα πολυβόλα, λες και χρειαζόμαστε πολυβόλο για
καθαριότητα και τάξη, στο παλιό κρατάμε εμείς αγκαλιά τις τσάντες και
σφίγγουμε την καρδιά και τα μάτια να μη μας ξεφεύγει το έλεος χύμα στους
επαγγελματίες της ελεημοσύνης. Δύο σύμπαντα παράλληλα τα δύο Μετρό και η
Ομόνοια η πύλη συνάντησης. Την τρίβουνε, την πλακοστρώνουνε, την ψεκάζουνε,
αλλά πώς να καθαρίσει; Από τα βάθη της ψυχής της εκλύεται η συσσωρευμένη
αθλιότητα και ξαναλερώνει τα πλακάκια
https://www.tanea.gr/2003/02/11/opinions/analwsima-plakostrwseis/

Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2003

Την Ευρωσύνη μην την κλαις



Βαρέθηκα να διαβάζω επικήδειους της Ευρώπης, από ανθρώπους που ουδέποτε την πίστεψαν, δεν την θέλησαν, δέν την αναγνώρισαν και δεν την είδαν ακόμα να γεννιέται. Η Ευρώπη έχει μεγάλη δύναμη αλλά δεν το γνωρίζει, Έτσι είναι σα να μην την έχει. Θα μπορούσε να κάνει πολλά, αλλά δεν τα επιχειρεί, γιατί δεν πιστεύει στον εαυτό της. Ίσως να μην καταφέρει ποτέ να υπάρξει, αλλά αυτό θα οφείλεται περισσότερο στους ρεαλιστές όλων των χωρών της που δεν καταλαβαίνουν ότι μόνο με ρομαντισμό και έλλειψη ρεαλισμού αλλάζεις καταστάσεις. Εδώ στην Ελλάδα θα μπορούσαμε να είμαστε λιγότερο ρεαλιστές τέτοιου είδους τουλάχιστον. Στο κάτω κάτω υπάρχουμε επειδή πριν διακόσια χρόνια μερικοί ρομαντικοί έμποροι αποφάσισαν να μην είναι ρεαλιστές. Θα μπορούσαμε, ρομαντικά ξανά, να επενδύσουμε στην ύπαρξη της Ευρώπης περισσότερο από ότι στους εγωισμούς και τα κόμπλεξ μας. Ίσως να είναι η Ευρώπη τόσο γηραιά όσο λένε και να μην αντέχει άλλες αλλαγές. Δεν είναι η κίνηση των οκτώ που την υπονομεύει, αλλά οι φόβοι, οι δισταγμοί,οι εγωισμοί και τα κόμπλεξ των πολιτικών, οι εδραιωμένες νοοτροπίες, η αμοιβαία καχυποψία. Τα συνασθήματα των πολιτών της έχουν σημασία. Πιο πολύ μετράνε κι από όσο θα μετρήσει ένας δικός της στρατό. Κι ο στρατός θα έχει σημασία επειδή ίσως αλλάξει αυτά τα συναισθήματα. Ίσως και να μην είναι τόσο γηραιά η Ευρώπη, όσο λένε όσοι ελπίζουν ότι θα εξαφανιστεί με την πρώτη σταγόνα της βροχής -του πολέμου- στο Ιράκ. Ίσως μπορεί να φτιάξει έναν κλώνο, καλύτερο από τον εαυτό της, για το μέλλον, με μνήμη και συνείδηση

Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2003

Αφετε τα παιδία

"Κλείστε την τηλεόραση να μη βλέπουν τα παιδιά εικόνες πολέμου και προπαντός μη συζητάτε μπροστά τους για το Ιράκ", συνιστά ο παιδαγωγός Τζέρι Όλντριτζ στους αμερικάνους γονείς (μήπως και στους Ιρακινούς;) Ε, ναι τα παιδιά  πληγώνονται βαθύτατα με τον πόλεμο τον αληθινό, έστω κι αν τον βλέπουν στην οθόνη. Άσχετα αν τους αρέσουν τα πολεμικά παιχνίδια. Άλλο τα παιχνίδια κι άλλο εντελώς ο πόλεμος, αλλά δεν μπορείς να τα κρατήσεις κλεισμένα ασφαλή στην ασφάλεια του σπιτιού τους. Αφού ο πρόεδρος (και συμβολικά πατέρας) Μπους δεν φαίνεται να προβληματίζεται από τέτοια, ίσως θα ήταν καλό να αφήνουν τα παιδιά να τον δουν τον πόλεμο, εάν και όταν αρχίσει. Τα παιδιά έχουν το δώρο της αφέλειας και θα μπορούσαν να διατυπώσουν δυνατά και καθαρά την απορία που εμείς οι μεγάλοι θεωρούμε απλοϊκή και δεν την διατυπώνουμε. Π.χ. να ρωτήσουν: Μπαμπά, αφού ο Μπιν Λάντεν που μας επιτέθηκε, είναι Σαουδάραβας και ισλαμιστής, εμείς γιατί πολεμάμε τον Σαντάμ, που είναι Ιρακινός και δεν έχει θεοκρατία; Τότε θα απαντούσε ίσως ο Μπους διάφορα τρομερά περί του Σαντάμ που είναι η προσωποποίηση του κακού, αλλά υπάρχουν παιδιά επίμονα και πεισματάρικα, που δεν σ΄αφήνουν ήσυχο αν δεν πάρουν ικανοποιητική απάντηση κι εκεί θα ήταν δύσκολα τα πράγματα για τον απαντητή. Θα είναι δύσκολα τα πράγματα για απαντήσεις. Διότι εμείς μπορεί να αναλύουμε και να λέμε για πετρέλαια, ή πως η Αμερικη έχει καταντήσει η ίδια θεοκρατική και αναζητεί την προσωποποίηση του κακού για να βγάλει το άχτι της, αλλά αυτά είναι αναλύσεις για μεγάλους. Δεν αρκούν να ικανοποιήσουν τα παιδικά "γιατί".

Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2003

Δύσκολα βράδια


Τι μελαγχολική η Αθήνα την Κυριακή με το κρύο. Κλειστά τα μαγαζιά, ερημιά στο δρόμο. Στην Εθνική Βιβλιοθήκη μπροστά ένα κοριτσάκι τσιρίζει ταίζοντας τα περιστέρια, γυρίζουν οι λιγοστοί διαβάτες φρικαρισμένοι, κοιτάζονται ανήσυχοι, σα να άκουσαν κραυγή δαιμονική από τον άλλο κόσμο, φοβούνται τα μύρια όσα ακούγοντας μια παιδική φωνή. Σαν λάθος υπάρξεις νοιώθουν όσοι ξέμειναν στο δρόμο τέτοια μέρα, να μην είναι σε μια ζεστή γωνιά, να μη χαίρονται τη θαλπωρή, ή έστω το φασαριόζικο μπελά μιας οικογένειας. Πολύ ανέτοιμοι υλικά και ψυχολογικά  είμαστε στο κρύο, που είναι και καιρός για δύο. Δεν φτάνει η μοναξιά, έχουμε και τις παροιμίες. Παραδοσιακοί, κολλημένοι στις αναγνωρισμένες σχέσεις και ανοργάνωτοι για κάθε περίοδο ελλείψεων, είτε πετρελαίου για τον καυστήρα, είτε μιας φιλικής ψυχής για την αποψίλωση της Κυριακής. Να περνούσε κανένα λεωφορείο τουλάχιστον, να μπεις μέσα να πεις κάτι για το κρύο στο συνεπιβάτη. Εξαφανίζεται αυτό το είδος τις μέρες της σχόλης. Μόνο τα φαστφουντάδικα είναι ανοιχτά, φωτεινά και σφουγγαρισμένα όπως πάντα, εκκλησίες κοινωνικότητας. Και τα ίντερνετ καφέ, μεγάλη παρηγοριά. Προσηλωμένοι στις οθόνες οι νεαροί, με όπλα τα πλήκτρα και το ποντίκι, αγνοούν την έχθρα της νύχτας που έρχεται βιαστική και με λιγότερα ακόμα λεωφορεία, καφενεία και μαγαζιά. Παρόντες με αιτία στην παράλογη ερημία. Λένε ότι το ίντερνετ απομονώνει, αλλά δεν σκέφτονται τους απομονωμένους ή τους ντροπαλούς, αυτούς που δεν έχουν το χάρισμα να πιάνουν κουβέντες ή να φτιάχνουν φιλίες, αυτούς που δεν εκπαιδεύτηκαν καν για να μπορέσουν να το κάνουν. Επικοινωνούν τουλάχιστον με το πληκτρολόγιο και την οθόνη, στο ρυθμό των λέξεων που γράφονται. Διαπλέουν σώοι τη δύσκολη στιγμή. 

Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 2003

Ο φόβος του κενού

Ο κ. Στεφανής είναι ψυχίατρος και ξέρει για τι πράγμα μιλάει. Η ζωή μας απειλείται από ένα μεγάλο κενό, κι όσο την απλοποιούμε τόσο νιώθουμε στον σβέρκο την καυτή του ανάσα. Του κενού. Τουλάχιστον αυτό έχουμε πιστέψει, με βάση αυτή τη φιλοσοφία πορευόμαστε. Κάνουμε τη ζωή μας δύσκολη από το πρωί μέχρι το βράδυ, γινόμαστε ακοινώνητοι προσπαθώντας να τη διευκολύνουμε εις βάρος των άλλων και πιστεύουμε ότι έτσι μπορούμε να σωθούμε, με αποτέλεσμα να γίνεται για όλους μας όλο και πιο δυσάρεστη και καταθλιπτική. Και βαθιά μέσα μας εκτρέφουμε τη σιγουριά ότι έτσι πνιγμένοι καθημερινά από τα ασήμαντα, δεν κινδυνεύουμε να συναντήσουμε τα σημαντικά, τα υπαρξιακά, τα σοβαρά, που θα μας πιάσουν από τον γιακά και θα μας ταρακουνήσουν. Κολυμπάμε, παλεύουμε, αγωνιζόμαστε με νύχια, δόντια, θράσος, μούτρα και βρισιές και δεν αυτοκτονούμε σαν τους Σουηδούς που τα έχουν όλα λυμένα και σπάνε τα μούτρα τους στα υπαρξιακά ερωτήματα. Έτσι νομίζουμε. Αυτή είναι η εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας. Και δεν ζητάμε δυνατά και αποφασιστικά αυτή την περίφημη καλυτέρευση των συνθηκών, για την οποία γίνεται τόσος λόγος. Υποσυνείδητα φοβόμαστε το κενό που θα προκύψει όταν στ' αλήθεια λυθούν τα καθημερινά.
Μήπως δεν είμαστε άξιοι για τόση άνεση; Μήπως δεν έχουμε την κατάλληλη παιδεία; Ή μήπως κάποιοι άλλοι επωφεληθούν περισσότερο από μας - αυτός ο φόβος προπάντων.
Δεν έχουμε μετρήσει ακόμα πόσο βαραίνει η ταπείνωση από τα καθημερινά, δήθεν ασήμαντα, πάνω στον καθένα, τι χάνουμε σε ενέργεια και ευτυχία από το ποσοστό ταλαιπωρίας που μας αναλογεί, πόσο καθηλωμένοι μένουμε με αυτή τη νοοτροπία.

Τρίτη 14 Ιανουαρίου 2003

Αδέσποτα πεζοδρόμια


Υπάρχει κάτι πιο αδέσποτο από τα αδέσποτα κι αυτό είναι τα πεζοδρόμια. Τα πεζοδρόμια δεν ανήκουν σε κανέναν, απ' ότι φαίνεται, και κανείς δεν διαμαρτύρεται για τη θανάτωση τους. Τα αδεσποτα πεζοδρόμια δεν είναι θύματα των αδέσποτων σκύλων, διότι οι αδέσποτοι σκύλοι έχουν συνήθειες ξεπερασμένες όπως το να αποφεύγουν να ρυπαίνουν πεζοδρόμια. Τα υπό δεσπότη σκυλιά όμως, αυτά του δίνουν και καταλαβαίνει. Προφανώς κατόπιν δεσποτικής προτροπής. Και παρόλο που έγιναν τόσα και τόσα τις τελευταίες μέρες για τα αδέσποτα ζώα και τα δεσποζόμενα μέχρι και πορεία στη Βουλή με ζώα και δεσπότες, κουβέντα δεν ακούστηκε για τα πεζοδρόμια. Και παρόλο που ψηφίστηκε και νομοσχέδιο και συζητήθηκε και τέλος κατοχής και δεσποτείας ζώου και ένα σωρό άλλα χαριτωμένα και κοινωνικά, ουδείς αναφέρθηκε σ' αυτή τη λεπτομέρεια. Προφανώς οι φιλόζωοι θεωρούν ότι είμαστε τόσο σκληροί με τα ζώα γενικώς, ώστε υπάρχει χώρος και ανοχή ανάμεσα στο πόσο σκληροί είμαστε και στο πόσο καλοί οφείλουμε να γίνουμε, χώρος κι ανοχή και περιθώριο για τις ακαθαρσίες των αγαπημένων τους σκυλιών και τη δική τους τεμπελιά, να τις μαζεύουν. Ποιος θα έχει μούτρα να διαμαρτυρηθεί για τα πεζοδρόμια σε μια κοινωνία που θα έπρεπε να ντρέπεται για τη μη φιλοζωία της; Ουδείς, ούτε καν οι νομοθέτες, που προβλέπουν διάφορα για τα αδέσποτα, αλλά δεν τολμούν να πουν κουβέντα για τα μη αδέσποτα, τώρα μάλιστα που έδειξαν τα δόντια τους. Τα σκυλιά που τρέφονται για να προκαλούν φόβο, είναι χαρακτηριστική όψη της φιλοζωικής μόδας. Πράγμα που δεν μπορεί να πει κανείς για τα πεζοδρόμια. Ούτε φόβο ούτε σεβασμό προκαλούν.

Τετάρτη 8 Ιανουαρίου 2003

Αδηφάγος Γαλαξίας


Ο γαλαξίας μας, αυτό ασύλληπτο σύνολο αστεριών που περιφέρεται νωχελικά στο Σύμπαν, δεν είναι αυτός που νομίζουμε. Στα νιάτα του έφαγε το γείτονα του, το δίδυμο γαλαξία που αναπτυσσόταν δίπλα του. Κι ακόμα τα αποφάγια περιφέρονται γύρω του με τη μορφή εκατομμυρίων αστεριών. Επιστημονικές ανακαλύψεις, που μόλις χτες ανακοινώθηκαν, μας φέρνουν αντιμέτωπους μ' αυτή τη φοβερή αλήθεια. Ο γαλαξίας μας είναι μια μαύρη τρύπα, ένας καταπιώνας αστεριών και πλανητών, μεταμφιεσμένη σε γαλαξία. Ο δικός μας γαλαξίας, ο οποίος περιέχει τον κόσμο μας, τη Γη, τον ήλιο, την οδό Δουκίσσης Πλακεντίας και την οδό Πανεπιστημίου, καθώς  και τη Νέα Υόρκη με τις τρύπες της 11ης Σεπτεμβρίου, είναι ένα τέρας αδηφάγο.Κατόπιν αυτού, τι να σου κάνει το μετρό, που καταπίνει πότε πότε περίπτερα ή αυτοκίνητα; Και γιατί να παραπονιόμαστε, αφού ως τώρα φτύνει σαν κουκούτσια ζωντανούς τους ανθρώπους έξω; Ολα εξηγούνται όταν ζουμε μέσα σ' ένα τόσο αχόρταγο αστρικό σύμπλεγμα. Δίπλα στην τρύπα της ασφάλτου ποζάρουν τα σπίτια που ταρακουνήθηκαν από την καθίζηση. Εντελώς κολλητά στο δρόμο, τα οικόπεδα είχαν φάει τα πεζοδρόμια, όπως γίνεται συνήθως στη σχεδίαση της ένδοξης πόλης των Αθηνών και των περιχώρων της. Αν μη τι άλλο εμείς οι κατοικοι της  έχουμε επίγνωση της απληστίας που χαρακτηρίζει την ανθρώπινη φύση. Ενδίδουμε σ' αυτήν όπως ο καημένος ο δίδυμος γαλαξίας που περιφέρει ακόμα  τα συντρίμμια του. Είμαστε γνήσια τέκνα του γαλαξία μας και της πειναλέας του συμπεριφοράς. Τι να σου κάνει και η ανθρώπινη φύση σε τετοιο γαλαξία που μεγάλωσε; Δεν έχει πολλές οδούς διαφυγής, παρά μόνον υπογείως.

Τρίτη 7 Ιανουαρίου 2003

Aνοιξη στο χωριό


Η αληθινή μας ζωή, ποιος θα το πίστευε, είναι εντελώς διαφορετική από αυτό που φαίνεται. Στην αληθινή μας ζωή μένουμε σε ωραία σπίτια, αληθινά σπίτια, με σκεπές, με σοφίτες, με κήπους και αυλές. Δεν χρειάζεται να στριμώχνουμε να ποδήλατα μας στο χωλ, μαζί με το νεφροειδές τραπεζάκι που έχει επάνω τις ασημένιες κορνίζες, Δε χρειάζεται να ψάχνουμε μισή ώρα για να παρκάρουμε το αυτοκίνητο μας. Έχουμε γκαράζ και το χωράει μαζί με τα εργαλεία και τα ξύλα του τζακιού. Έχουμε στην αυλή γατούλες που λιάζονται και σκύλους που κουνάνε την ουρά όταν μας υποδέχονται και δεν τους πάμε βόλτα να λερώσουν το πεζοδρόμιο. Δεν υπάρχει καν πεζοδρόμιο στην αληθινή μας ζωή. Δεν χρειάζεται. Στην αληθινή μας ζωή τρώμε χόρτα μαζεμένα στο βουνό και πίττες με φύλλο ανοιγμένο από τα χεράκια της γιαγιάς. Γνωρίζουμε τους γείτονες και τους χαμογελάμε το πρωί πάνω από το φράχτη. Το μεσημέρι όταν τρώμε στη σκιά, σηκώνουμε το ποτήρι και πίνουμε στην υγιά τους, καθώς τρώνε κι εκείνοι στη δική τους σκιά. Τους στέλνουμε κι ένα πιάτο από τη σπεσιαλιτε μας κι εκείνοι μας στέλνουν τη δική τους. Δεν τους προσπερνάμε ποτέ μουτρωμένοι. Η αληθινή μας ζωή είναι γεμάτη δέντρα, ελιές για την ακρίβεια και πεύκα και σκίνα και αρμυρίκια κι είναι ν' απορείς πως καταλήγουμε να συμβιώνουμε με φίκους μπέντζαμιν σε τούτη εδώ που ξαναρχίζουμε να ζούμε μόλις οι διακοπές τελειώνουν. Την αληθινή μας ζωή μόνο οι διαφημιστές την καταλαβαίνουν και την προβάλουν στην τηλεόραση να τη χαζεύουμε τις ατέλειωτες μέρες που ζούμε εδώ στις άσχημες πόλεις, όπου δεν  ξέρουμε πώς βρεθήκαμε. 

Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2003

Δύσκολες επιστροφές


Απρόθυμο τεράστιο ερπετό, να σέρνεται η ουρά των αυτοκινήτων προς Αθήνα. Παρ' όλες τις αναγγελίες θυέλλης και χιονοπτώσεων, το χιόνι δεν έπεσε έγκαιρα, να αποκλειστούν μερικοί στα χωριά τους, να αραιώσει η κίνηση, να γίνει σταδιακά η επάνοδος. Και κάθε βράδυ τα καλοκαιρινά χρώματα  απομάκρυναν τις τελευταίες ελπίδες κακοκαιρίας. Τι ωραία που ήταν πέρσι, εκείνη η τριήμερη παράταση, όταν τα σχολεία έμειναν κλειστά λόγω χιονιού και δεν μπορούσε τίποτα να κυκλοφορήσει στην πόλη. Τότε όλοι γκρίνιαζαν βέβαια, για το κράτος που δεν δούλευε σωστά, που είχε αποδιοργανωθεί και τα τοιαύτα. Σα να μην δικαιούται κανείς λίγη χαλάρωση. Κανένας δεν κάθισε να μετρήσει τα κέρδη από αυτή την κατάσταση, την παραπάνω ξεκούραση των εργαζομένων ας πούμε, ή των μαθητών, που έχει θετικά αποτελέσματα στην υγεία τους και πόσο ωφελήθηκε ο προϋπολογισμός του ΕΣΥ από αυτά. Ή τις σπάνιες εικόνες που χαρήκαμε όλοι και πόσο πλούτισε η μέση φαντασία του καταναλωτή έργων τέχνης από τις χιονισμένες εμπειρίες, και πού διοχετεύθηκε ο πλούτος αυτός, σε βιβλία, εισιτήρια θεάτρου, μπογιές ζωγραφικής κι άλλους τομείς οικονομικούς που άπτονται της τέχνης και πάντα τους περιφρονούμε.  Όλα αυτά δεν αποτιμήθηκαν και δεν εκτιμήθηκαν όσο έπρεπε, πέρσι που τα είχαμε και φέτος τα νοσταλγούμε, αλλά είναι αργά για να γίνουν οι θετικοί απολογισμοί της έκτακτης εκείνης κατάστασης. Από κάθε άποψη έκτακτης. Αχ να χιόνιζε ξανά, να αναγκαζόμασταν πάλι να μείνουμε ακίνητοι για τρεις ακόμα μέρες. Θα ξανάρχιζαν όλοι τη γκρίνια ή θα ήταν μια θαυμάσια ευκαιρία να ιδρύσουμε ινστιτούτα μέτρησης ωφελειών από απροσδόκητες καταστάσεις και να εντρυφήσουμε στην αξία τους με μεγαλύτερη σοφία;  

Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2003

Κλώνοι και κλωνιά

Οι γυμνοί κλώνοι του χειμώνα που συναντάς στα ορεινά χωριά όταν πηγαίνεις εκδρομές, αυτοί είναι οι αγαπημένοι μου κλώνοι. Υπομονετικά υψωμένοι, χωρίς σεμνοτυφία για τη γύμνια τους, περιμένουν την άνοιξη γεμάτοι σφιχτά ματάκια, που θα γίνουν καινούργια φύλλα. Οι κατά κυριολεξία κλώνοι δηλαδή, σε δέντρα επί τούτου φυτεμένα, για να αφήνουν το λιγοστό φως του χειμώνα να περνάει και να παρέχουν δροσιά το καλοκαίρι. Τα επί τούτου φυτεμένα παιδιά ωστόσο είναι άλλο πράγμα. Μεγαλώνουμε δένδρα, εκτρέφουμε ζώα, παρεμβαίνουμε στη φύση, την καταπιέζουμε, αλλά διατηρούσαμε αυτό το ταμπού με το ανθρώπινο είδος, να επιτρέπουμε σε κάθε νέο άτομο ένα ποσοστό τού τυχαίου στον σχηματισμό του. Κι ήταν αυτό ίσως η αυταπάτη της ελευθερίας που είχαμε αποφασίσει ότι αξίζουμε ως άνθρωποι. Πέρα από ράτσες και οικογένειες και εισοδήματα, πέρα από χώρες και καταστάσεις όπου κάθε παιδί γεννιόταν, τουλάχιστον είχε τη δυνατότητα να εκπλήξει τους γεννήτορές του. Το αυτονόητο δικαίωμα να είναι κάτι καινούργιο, κάτι αναπάντεχο εν τέλει, όσο κι αν τους μοιάζει. Και κάθε νεογέννητο να έχει μαζί του τους τρεις μάγους με τα δώρα, κλειστά πακέτα τα δώρα, να μην ξέρει κανείς τι περιέχουν. Τώρα που η μικρή Εύα στερείται την ελευθερία αυτή, καταλαβαίνουμε πόσο σπουδαίο πράγμα είναι. Και γεννιέται μαζί της μια υποψία: μήπως δεν την αξίζουμε; Ίσως, αφού έχουμε υποτάξει τη φύση, αφού έχουμε υποδουλώσει τα ζώα, να μην έχουμε δικαίωμα σ' αυτή την πολυτέλεια. Ίσως να μας αξίζει ως είδος αυτή η εξέλιξη, από τη μεγάλη αλαζονεία, να παρακμάσουμε έτσι, βυθιζόμενοι στα ίδια μας τα γονίδια. Φριχτό. Εν αντιθέσει με τα υπέροχα κλωνιά των δένδρων.

Πόσο δύσκολο να γίνει το προσωπικό, πολιτικό.

Τη νύχτα που έφτασε ο Καραμανλής στο Ελληνικό να αναλάβει τα ηνία της χώρας που είχε βρεθεί στο χείλος του γκρεμού, πενήντα χρόνια πριν, δεν...