Αναγνωρίζω τη Βάσα Σολωμού Ξανθάκη στη φωτογραφία που δημοσιεύεται στο facebook μαζί με την αναγγελία του θανάτου της. Έχουν περάσει τόσα χρόνια αλλά δεν άλλαξε, που λέει ο λόγος, και θα το επιβεβαιώσω βρίσκοντας τις παλιές φωτογραφίες από το σχολείο. Την είχαμε καθηγήτρια φιλόλογο στην Αηδονοπούλου για λίγα χρόνια, η χούντα μας στέρησε τα πολλά. Είχε αναγκάσει τη διεύθυνση του σχολείου να τη διώξει, μαζί με τον φυσικό μας, τον Βασίλη Νικολόπουλο, και χρειάστηκε να περάσουν δυο τρία χρόνια για να μπορέσουν να δουλέψουν ξανά και να τους έχουμε, εκείνους τους εξαιρετικούς, τους αγαπημένους καθηγητές μας.
Αδειάζω μια κούτα με φωτογραφίες, και δεν βρίσκω παρά
ελάχιστα πράγματα, κυρίως από εκδρομές, και μερικές στην αυλή του σχολείου μια
και μόνη μέρα που κάποια θα είχε φέρει μαζί της φωτογραφική μηχανή. Ασπρόμαυρες
όλες, όπως ήμασταν τότε ντυμένες για το σχολείο, φούστα μπλούζα σε δυο
αποχρώσεις του γκρίζου. Υπάρχει μια που συζητούν οι δυο τους, η Βάσα Σολωμού-
Ξανθάκη με την Κάτια Παπαϊωάνου- Μόζερ, άλλη αγαπημένη φιλόλογο, σε μια άκρη
της αυλής. Η κυρία Σολωμού, έτσι τη λέγαμε, στέκεται προφίλ, δεν φαίνεται καλά
το πρόσωπο της. Ωστόσο μπορώ να τη βλέπω πεντακάθαρα μέσα στις εικόνες του
μυαλού μου, το λεπτό της δέρμα, το ανοιγοκλείσιμο των ματιών πάνω από τα βιβλία
της έδρας, μπορώ ακόμα να ακούω και τη φωνή της, χαμηλή φωνή, ποτέ δεν την ύψωνε,
ήταν σα να μην μπορούσε να την υψώσει, μπορώ να βλέπω νοερά την έκταση και τη
χροιά της σε διαγράμματα που δεν έχουν ακόμα επινοηθεί.
Βρίσκω και μερικές φωτογραφίες από την εκδρομή που μας είχε
πάει η κυρία Σολωμού στ’ Αμπελάκια, ένα σπέσιαλ δώρο για την επιτροπή Αλληλοβοήθειας,
στην οποία δεν ανήκα και δεν θυμάμαι πώς κατάφερα να τρυπώσω στην ομάδα. Είχαμε
και τον αδερφό της Μαριάννας μαζί μας, οπότε θα πρέπει να ήταν κάτι πολύ
ελεύθερο, γιατί αγόρια δεν υπήρχαν στο σχολείο μας, το Παρθεναγωγείο μας. Στη
μια είμαστε όλη η ‘επιτροπή’ στην πλατεία της Λάρισας, έχουμε στηθεί κατά ύψος,
με την πιο ψηλή καθιστή στα γόνατά της. Στην άλλη είμαι μόνο εγώ, ανεβαίνω ή
κατεβαίνω μια σκάλα στο σπίτι του Σβαρτς όπου μας είχε πάει η καθηγήτρια μας,
και γυρίζω να κοιτάξω το φακό. Ανάδυση
στο μέλλον ή κατάδυση στο παρελθόν. Είμαι δεκαοχτώ χρονών και τα κάνω και τα
δυο, από τότε μέχρι τώρα, αλλά κυρίως ζω το παρόν με τέτοια ένταση που ακόμα
θυμάμαι τον ήχο από το πικάπ που ακούστηκε την πρώτη νύχτα της άφιξης μας στο
δικό της σπίτι, της κυρίας Σολωμού, όταν έβαλε το δίσκο με το «Ματωμένο γάμο»
του Χατζιδάκι να παίξει. Ήταν απόλυτη ησυχία στο χωριό, κι ήταν σκοτεινά, ίσως
δεν είχαμε ηλεκτρικό, μπορεί να ήταν το πικάπ με μπαταρίες. Δεν είμαι σίγουρη
γι αυτό. Κι όταν ακούστηκαν οι πρώτες νότες και η βραχνή φωνή του Λάκη Παππά,
«Τώρα νυφούλα μου χρυσή, που βγαίνεις απ’ το σπίτι σου…» ήταν σα να άνοιξε για
μας ένας νέος κόσμος ομορφιάς, σα να βγήκαμε εμείς σε έναν ορίζοντα ανοιχτό,
τέχνης και κατανόησης, συγκινήσεων και αλήθειας, σα να γλιτώσαμε επιτόπου από
τη χούντα και τα βάσανα της. Έσταζαν οι νότες μέσα μας σαν ακριβά και
θεραπευτικά μυστικά, καταλαβαίναμε ότι ο κόσμος ήταν πλούσιος και μας περίμενε,
και τίποτε δεν θα μας εμπόδιζε να τον γευτούμε. Βάλαμε ξανά και ξανά το δίσκο,
μιλούσε για μια ιστορία παράξενη, δεν μας αφορούσε η ιστορία, ο ματωμένος γάμος,
κι όμως η συγκίνηση ήταν βαθιά και η στιγμή αξέχαστη. Είχαμε ήδη περάσει μια
μέρα τρελή, όταν το πουλμανάκι που μας μετέφερε είχε χαλάσει κάπου στη μέση του
ταξιδιού κι είχαμε βρεθεί με κάποιο τρόπο να ταξιδεύουμε με αστικό λεωφορείο,
γελώντας ακατάπαυστα καθώς σαν τρελές, σαν παιδιά μάλλον, τρέχαμε πέρα δώθε
μέσα. Πόση ψυχραιμία κι εμπιστοσύνη είχε δείξει η καθηγήτρια μας…
Την επόμενη μέρα, περπατώντας στα Αμπελάκια δεν πιστεύαμε
στα μάτια μας αντικρύζοντας εκείνη την αρχιτεκτονική για πρώτη φορά. Πώς να
καταλάβεις την εξέλιξη ενός τέτοιου χωριού, στο οποίο εμείς πηγαίναμε για
‘Αλληλοβοήθεια’, μεταφέροντας κουτιά με γραφική ύλη για τα παιδιά του σχολείου,
και ρούχα και παπούτσια και τέτοια πράγματα, πώς να αντιληφθείς ότι είχε
υπάρξει τόπος πλούσιος επί δεκαετίες κι είχαν χτίσει οι κάτοικοι του τέτοια
αρχοντικά, όταν μάθαινες την Ιστορία στο σχολείο με τρομερές παραλείψεις για την
αληθινή ανάπτυξη των Ελλήνων στα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας; Πώς να
συνδυάσεις την αρχοντιά των παλιών σπιτιών με τα φτωχοντυμένα παιδιά του
σχολείου που μας υποδέχτηκαν σε μια γιορτή κατά την οποία σηκώνονταν ένα -ένα
επάνω κι απάγγελαν ποιήματα αφού πρώτα χαιρετούσαν στρατιωτικά και στήνονταν
κλαρίνο, παιδιά με πρόσωπα ηλιοκαμένα που σίγουρα θα δούλευαν έξω στις
υποτίθεται ελεύθερες ώρες τους;
Τι όμορφα πράγματα ζήσαμε, λέει η Κατερίνα στο τηλέφωνο, η
πιο παλιά κι αγαπημένη φίλη. Τι χρωστάμε
στην κυρία Σολωμού, που ποτέ δεν ξοφλήσαμε. Θυμόμαστε τη βραδιά της γιορτής που
κάναμε για αποχαιρετισμό στην Έκτη Γυμνασίου. Κάθε χρόνο η Πέμπτη αποχαιρετούσε
την Έκτη. Είχαμε γράψει δικό μας έργο και το είχαμε παίξει, την κωμωδία
Φιλοθέτιδαι, κι είχε έρθει η άντρας της κυρίας Σολωμού, ο κύριος Ξανθάκης, και
μας είχε χορέψει. Τον είχαμε κι αυτόν λατρέψει, την ευγένεια, το χιούμορ του,
τον τρόπο που μας έκανε να νιώθουμε άνθρωποι. Αυτός και οι καθηγητές μας από
άντρες στη γιορτή, και ο Νίκος Μπελογιάννης. Ο γιος του Μπελογιάννη δηλαδή, που
ζούσε με το ζεύγος Σωτηρίου, τον κύριο Πλάτωνα και τη Διδώ, αυτός ήταν ο
μοναδικός έφηβος που βλέπαμε καμιά φορά, και ψιθυριστά, μετά φόβου χαφιέδων και
άλλων δαιμόνων, μαθαίναμε την ιστορία του. Στο ιδιωτικό μας σχολείο έβρισκαν
καταφύγιο οι αριστεροί και πριν τη χούντα, που θα έμεναν χωρίς δουλειά λόγω
‘κοινωνικών φρονημάτων’.
Ο κύριος Σωτηρίου, ο άντρας της Διδώς (κι όχι Διδούς, όπως
γράφουν τώρα διάφοροι ελληνοπαθείς) ήταν ο γυμνασιάρχης μας. Τον λατρεύαμε και
αυτόν, και πιστεύαμε ότι μας λάτρευε κι εκείνος, αφού είχε δηλώσει ότι δεν θα
βγει στη σύνταξη παρά όταν βγάζαμε κι εμείς, η δική μας τάξη, το Γυμνάσιο,
δηλαδή και τις έξι τάξεις. Ήταν υπέροχος άνθρωπος, κρεμόμασταν από τα χείλη του
κάθε φορά που μας μιλούσε, κι αμέσως οι ατάκες τους διαδίδονταν σαν χρησμοί,
σαν ξόρκια προφύλαξης από κάθε κακό και κάθε βλακεία. Και η Διδώ είχε έρθει μια
φορά να μας μιλήσει, δεν κυκλοφορούσαν τα βιβλία της τότε, ή δεν τα ξέραμε,
πάντως μας είχε απογοητεύσει ως σύζυγος του κυρίου Σωτηρίου, που τον θεωρούσαμε
θεό, επειδή δεν ήταν όμορφη σαν εκείνον.
Αν και ακούγοντας την καταλάβαμε ότι δεν υπάρχει μόνο η ομορφιά που ελκύει σε
μια γυναίκα, πληροφορία απείρως σημαντική για τη φάση που περνούσαμε τότε.
Θα ήθελα να έχω γίνει φιλόλογος, όπως σκόπευα τότε, και να
είμαι σε θέση να ζυγίσω και να αποτιμήσω δίκαια και σωστά την αξία της Βάσας
Σολωμού- Ξανθάκη ως λογοτέχνη, αλλά δεν έγινα. Αγόραζα τα βιβλία της όταν τα
έβρισκα, δεν τα διαφήμιζε, δεν έκανε παρουσιάσεις και τέτοια, και ξέρω ότι
πάντα υπήρξε περιθωριακή ως συγγραφέας, κι ότι δεν σταμάτησε ποτέ να γράφει. Το
βιβλίο της «Ο γάμος» το είχε ανεβάσει στο θέατρο η Άννα Βαγενά και το είχα δει,
ήταν για μένα συγκλονιστικό και πιστεύω ότι η ηθοποιός δημιούργησε κάτι πολύ
σημαντικό με αυτό τον ρόλο. Κάποτε θα πρέπει να αποτιμηθεί το έργο συγγραφέων
που θεωρούνται ελάσσονες, να εξεταστεί η σημασία τους και η συνεισφορά τους. Η
κυρία Παπαϊωάννου, ας πούμε, είχε κι εκείνη γράψει ένα βιβλίο για τον άντρα
της, που με είχε μαγέψει για τον τρόπο που εξέθετε την καθημερινότητα τους, κι
ακόμα θυμάμαι φράσεις του. Ως τότε και για όσο ζω, για μένα οι δάσκαλοι εκείνοι
λογαριάζονται στις πολύτιμες γνωριμίες της ζωής μου. Μας έμαθαν όχι μόνο
ελληνικά και Φυσική, και διάφορα άλλα που η ύλη απαιτούσε και τα μάθαμε τόσο
καλά που μπορώ να πω ότι πουθενά αλλού δεν συγκέντρωσα τέτοιον όγκο γνώσης όσο
στο σχολείο, αλλά και ευγένεια, και στάση ζωής, και γενναιοδωρία που ήταν
ακριβώς αυτό που χρειαζόμασταν στα χρόνια εκείνα τα σκυφτά και μουγγά. Ζήσαμε
δίπλα σε ανθρώπους εξαίσιους. Έπρεπε να τους βλέπουμε περισσότερο και τα
επόμενα χρόνια, μια φορά ή δυο μόνο πήγαμε στο σπίτι της κυρίας Σολωμού και των
άλλων, μια φορά ή δυο μιλήσαμε μετά στο τηλέφωνο. Λάθος μας και μεγάλη
παράλειψη, μια από τις πολλές στη ζωή μας. Κι όμως είναι σα να τους είχαμε
πάντα μαζί μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου