Ένα μεγάλο σκυλί τραβάει από το λουρί το αφεντικό του, μια
μικρόσωμη γυναίκα που δεν τα βγάζει πέρα. Αναγκαστικά το περιμένει να πλησιάσει
το κλειστό παράθυρο ενός ημιυπόγειου
χώρου. Ένα βυθισμένο διαμέρισμα ανθρώπων ανοίγεται στη μύτη του, αδύνατον να
ξεκολλήσει. Κατάκλειστο το παντζούρι ενός αληθινού παραθύρου, απ’ όπου ο
ένοικος θα παίρνει υποτίθεται αέρα ατενίζοντας τα πόδια των περαστικών, μοιάζει
ακατοίκητο, αλλά το σκυλί έχει άλλη γνώμη. Μυρίζει αχόρταγα γύρω γύρω, τελικά
πείθεται να ακολουθήσει την κυρά του αφού σημαδέψει τη γωνιά, πάει παρακάτω.
Σταματά σε δυο μέτρα. Πάλι υπάρχει κάτι, ένα πεταμένο χαρτί από παγωτό, χώνει
τη μύτη μέσα, το σπρώχνει μέχρι την τρύπα του δέντρου. Εκεί το εγκαταλείπει,
δεν ξέρει τι να πρωτομυρίσει. Πεταμένες γόπες, ξεραμένα περιττώματα του είδους
του, βρεμένο χώμα, άλλα δυσδιάκριτα σκουπίδια; Για κείνον προφανώς τίποτε δεν
είναι σκουπίδι, τίποτε δεν είναι βρωμιά, όλα πλουτίζουν την ατέλειωτη οσφρητική
γκάμα της γειτονιάς του. Μόλις κατορθώνει η αφεντικίνα (αλλά πια δεν είμαι
σίγουρη ποιος είναι το αφεντικό από τους δυο) να τον απομακρύνει λίγο από κει,
ανακαλύπτει μια χαραμάδα ανάμεσα στο πεζοδρόμιο και το δρόμο, κι εκεί πια
καρφώνει τη μουσούδα και δεν τον ξεκολλάς με τίποτε.
Τι να μυρίζει άραγε κει κάτω; Να είναι κάποιος κρυμμένος χώρος,
κενό της κατασκευής, άνοιγμα που οδηγεί σε ξεχασμένο ρέμα, σε πηγάδι, σε
τούνελ; Η μυστική δίοδος στον κάτω κόσμο; Οσφραίνεται θησαυρό, απειλή, σαπίλα;
Δεν θα μάθουμε ποτέ, δεν θα μας πουν τα σκυλιά τι καταπληκτικά πράγματα
βρίσκουν στην Αθήνα. Πολύ ενδιαφέρουσα πόλη για σκυλιά είναι τούτη, γεμάτη
πράματα και θάματα. Όλο ζωηράδα, όλο περιέργεια, τα βλέπεις να εξερευνούν το
πλούσιο σε μυρωδιές, οι οποίες συνήθως που βρίσκονται εν εξελίξει, οδόστρωμα,
και τα ζηλεύεις. Ανεξάντλητη πηγή γνώσεων για τους σκύλους, οι οποίοι ίσως
επικοινωνούν μεταξύ τους και χαρτογραφούν την ελληνική πρωτεύουσα με τρόπο που
δεν θα μάθουμε ποτέ. Ένας κόσμος παράλληλος στα πόδια μας, κι εμείς οι έρμοι οι
δίποδοι το μόνο που κάνουμε είναι να σκοντάφτουμε πάνω του, να γλιστράμε
ενίοτε, να σωριαζόμαστε κάτω και να σπάμε χέρια, πόδια, λεκάνες και άλλα μέλη,
ή να αναγουλιάζουμε από αηδία. Τι πτωχό είδος είμαστε, κρίμα. Ευτυχείς οι
σκύλοι στην πόλη αυτή, τέλος δεν έχουν οι απολαύσεις τους.
Ενδιαφέρουσα πόλη
Ένα μεγάλο σκυλί τραβάει από το λουρί το αφεντικό του, μια
μικρόσωμη γυναίκα που δεν τα βγάζει πέρα. Αναγκαστικά το περιμένει να πλησιάσει
το κλειστό παράθυρο ενός ημιυπόγειου
χώρου. Ένα βυθισμένο διαμέρισμα ανθρώπων ανοίγεται στη μύτη του, αδύνατον να
ξεκολλήσει. Κατάκλειστο το παντζούρι ενός αληθινού παραθύρου, απ’ όπου ο
ένοικος θα παίρνει υποτίθεται αέρα ατενίζοντας τα πόδια των περαστικών, μοιάζει
ακατοίκητο, αλλά το σκυλί έχει άλλη γνώμη. Μυρίζει αχόρταγα γύρω γύρω, τελικά
πείθεται να ακολουθήσει την κυρά του αφού σημαδέψει τη γωνιά, πάει παρακάτω.
Σταματά σε δυο μέτρα. Πάλι υπάρχει κάτι, ένα πεταμένο χαρτί από παγωτό, χώνει
τη μύτη μέσα, το σπρώχνει μέχρι την τρύπα του δέντρου. Εκεί το εγκαταλείπει,
δεν ξέρει τι να πρωτομυρίσει. Πεταμένες γόπες, ξεραμένα περιττώματα του είδους
του, βρεμένο χώμα, άλλα δυσδιάκριτα σκουπίδια; Για κείνον προφανώς τίποτε δεν
είναι σκουπίδι, τίποτε δεν είναι βρωμιά, όλα πλουτίζουν την ατέλειωτη οσφρητική
γκάμα της γειτονιάς του. Μόλις κατορθώνει η αφεντικίνα (αλλά πια δεν είμαι
σίγουρη ποιος είναι το αφεντικό από τους δυο) να τον απομακρύνει λίγο από κει,
ανακαλύπτει μια χαραμάδα ανάμεσα στο πεζοδρόμιο και το δρόμο, κι εκεί πια
καρφώνει τη μουσούδα και δεν τον ξεκολλάς με τίποτε.
Τι να μυρίζει άραγε κει κάτω; Να είναι κάποιος κρυμμένος χώρος,
κενό της κατασκευής, άνοιγμα που οδηγεί σε ξεχασμένο ρέμα, σε πηγάδι, σε
τούνελ; Η μυστική δίοδος στον κάτω κόσμο; Οσφραίνεται θησαυρό, απειλή, σαπίλα;
Δεν θα μάθουμε ποτέ, δεν θα μας πουν τα σκυλιά τι καταπληκτικά πράγματα
βρίσκουν στην Αθήνα. Πολύ ενδιαφέρουσα πόλη για σκυλιά είναι τούτη, γεμάτη
πράματα και θάματα. Όλο ζωηράδα, όλο περιέργεια, τα βλέπεις να εξερευνούν το
πλούσιο σε μυρωδιές, οι οποίες συνήθως που βρίσκονται εν εξελίξει, οδόστρωμα,
και τα ζηλεύεις. Ανεξάντλητη πηγή γνώσεων για τους σκύλους, οι οποίοι ίσως
επικοινωνούν μεταξύ τους και χαρτογραφούν την ελληνική πρωτεύουσα με τρόπο που
δεν θα μάθουμε ποτέ. Ένας κόσμος παράλληλος στα πόδια μας, κι εμείς οι έρμοι οι
δίποδοι το μόνο που κάνουμε είναι να σκοντάφτουμε πάνω του, να γλιστράμε
ενίοτε, να σωριαζόμαστε κάτω και να σπάμε χέρια, πόδια, λεκάνες και άλλα μέλη,
ή να αναγουλιάζουμε από αηδία. Τι πτωχό είδος είμαστε, κρίμα. Ευτυχείς οι
σκύλοι στην πόλη αυτή, τέλος δεν έχουν οι απολαύσεις τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου