Ιδέα μου είναι, πως ήταν γκρίζα η Θεσσαλονίκη όταν έμενα εγώ
εκεί για να σπουδάσω, ή φταίνε οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες που βγάζαμε τότε;
Υπήρχε η μουντάδα στους δρόμους και τις πλατείες, ή στο ύφος των ανθρώπων που
προτιμούσαν να μην εκδηλώνονται, καθότι ήταν χούντα και μπορούσες να βρεις το
μπελά σου για ψύλλου πήδημα; Με ξαναφέρνω στο νου μου δεκαοχτάχρονη κι
ευτυχισμένη που είχα επιτέλους βρεθεί μακριά από το πατρικό, να λέω κάνοντας
βόλτες στην παραλία, τι παράξενη πόλη είν’ αυτή;
Κοντά στη λεωφόρο Όλγας, που μέναμε, έβλεπες αρχοντικά με
κήπους ανάμεσα σε απέραντες πολυκατοικίες, άλλα να ερειπώνονται, άλλα έτοιμα να
γκρεμιστούν. Δίπλα μας ήταν το Αρχαιολογικό Μουσείο, ένα πρώην τζαμί. Στο
κέντρο της πόλης, μεγαλόπρεπα μέγαρα παράξενων ρυθμών, όχι νεοκλασικά απλώς
όπως στην Αθήνα, συνόρευαν ενίοτε με μυστηριώδη, σκεπασμένα από ταμπέλες και
βιτρίνες κτίσματα. Ένα λεγόταν Αλκαζάρ, σινεμά νομίζω ήταν, κι είχε στην κορφή
έναν παλιό θόλο από τούβλα. Απεδείχθη πως ήταν το τζαμί της κόρης του
Σουλτάνου, εκτός αν ήταν τα λουτρά, οι Σαλονικιοί θα ξέρουν καλύτερα.
Και τότε θα ήξεραν, αλλά δεν έλεγαν. Το γκρίζο χρώμα ήταν
αυτή η σιωπή. Πόλη ερωτική η Σαλονίκη, πράγματι, ήταν, αφού δεν είχαμε άλλο να
κάνουμε από το να ερωτοτροπούμε. Στραμμένοι προς τα μέσα, τους συμπατριώτες
φοιτητές, το περιβάλλον δεν μας ήθελε. Τώρα
η Θεσσαλονίκη είναι πολύχρωμη, δεν έγινε πιο γκρίζα κι ομοιόμορφη, όπως είχα
φοβηθεί ότι θα συνέβαινε μετά το σεισμό, όταν μια μικρή γειτονιά, με σπιτάκια
χαμηλά και ωραίες πόρτες, κοντά στη Ροτόντα, εξαφανίστηκε. Ωστόσο η γκριζάδα
χανόταν, η πόλη αποκτούσε το πρόσωπο της. Πολλά ωραία σπίτια γκρεμίστηκαν, αλλά
αυτά που έμειναν βρήκαν την ιστορία τους, ή είναι καθ’ οδόν να την αποκτήσουν.
Οι ταμπέλες κι οι βιτρίνες παραμέρισαν, εμφανίστηκαν ολόκληρα τα κτίσματα με
τους τρούλους, τζαμιά, χαμάμ, κλειστές αγορές. Αποθήκες λιμανιών έγιναν μπαρ κι
αίθουσες προβολής, η νέα παραλία τόπος περιπάτου, κάποιες βίλες σώθηκαν στη
βασιλίσσης Όλγας ως μουσεία. Τέλειωσε και η ανακαίνιση της Ροτόντας, του
μοναδικού μάλλον ρωμαϊκού μνημείου στην Ελλάδα που στέκεται στη θέση του
ολόκληρο.
Όμορφες είναι οι πόλεις που έχουν παρελθόν και το
αναγνωρίζουν. Με πάθος τριγυρίζουν οι νέοι στα παλιά σοκάκια, είναι σχεδόν
ανεξήγητη η επιμονή τους για συνάφεια με το παλιό, αλλά είναι ακαταμάχητη. Τα
στενά της αγοράς με παμπάλαια μαγαζιά που κράτησαν λίγη λιθοδομή, μερικά
παράθυρα μεσοροφής, παραστάδες, ξύλινα πλαίσια, πλημμυρίζουν τα βράδια φώτα και
νεαρόκοσμο. Σε κάθε ταξίδι μου βρίσκω τα Λαδάδικα, τόπο απαγορευμένο και
σκοτεινό στην εποχή μου, να έχει απλωθεί λίγο ακόμα, να καμαρώνει μια νέα
ανακαίνιση. Υπάρχει ακόμα δρόμος για την πλήρη ανάγνωση της πόλης, πολλά να
γίνουν, περισσότερα που θέλουν φροντίδα διαρκή. Ελπίζω να μπορώ για καιρό ακόμα
να ταξιδεύω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου