Με ξάφνιασε το πάθος της αντίδρασης στο άρθρο του Καλύβα,
περισσότερο από τις ίδιες τις απόψεις του, οι οποίες δεν θα φανταζόμουν, εγώ
προσωπικά, ότι θα μπορούσαν να ξεσηκώσουν τόση φρίκη. Το να λες ότι η χούντα
επιτάχυνε τον εκδημοκρατισμό, εξ αντιδράσεως, είναι μια υπόθεση που στηρίζεται
στη μέθοδο σκέψης του τι θα γινόταν αν… Μπορεί κανείς να πει τα πάντα με το
‘αν’, και να είναι όλα σωστά και ταυτοχρόνως λάθος. Το αν η χούντα επιτάχυνε
τον εκδημοκρατισμό, είναι μια σκέψη που μπορεί να κάνει κάποιος, με έχει
απασχολήσει κι εμένα, που ακόμα προσπαθώ να ξεχωρίσω στο μυαλό μου πώς με
καθόρισε η χούντα, η οποία με βρήκε στη βράση μιας έντονα πολιτικοποιημένης
εφηβείας.
Η γενική μου εντύπωση είναι ότι ο εκδημοκρατισμός ερχόταν
σιγά- σιγά, στη δεκαετία του 60, παρόλες τις πολιτικές συγκρούσεις, κι ότι θα
συνέχιζε έτσι μέχρι την τελική εθνική συμφιλίωση. Ίσως επειδή ζούσα τη
μεταρρύθμιση του Παπανούτσου, σα μαθήτρια, που ήταν μεγάλη πνοή εκσυγχρονισμού.
Πιστεύω πως η κοινωνία ήθελε διακαώς να ξεφύγει από το κλίμα ασφυξίας των
μετεμφυλιακών απαγορεύσεων και διώξεων, να ξεχάσει τις συγκρούσεις, να ηρεμήσει
και να απολαύσει την ευημερία, να συναντήσει το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, αλλά η
χούντα μας έδωσε μια σκουντιά και κατρακυλήσαμε πίσω στο παρελθόν, στις παλιές
διαμάχες. Όμως ήταν όντως το τελευταίο στρατιωτικό πραξικόπημα, σ’ αυτό έχει
δίκιο ο Καλύβας, και επιπλέον ανάγκασε τους δεξιούς να αρνηθούν την εκτροπή
άπαξ και δια παντός. Αυτή τη στάση την έζησα, τους φίλους και συγγενείς που
μέχρι την προηγούμενη μέρα τσακώνονταν για τα πολιτικά, να ομονοούν, νικητές
και νικημένοι στον εμφύλιο, και να παραδέχονται ότι τα στρατιωτικά
πραξικοπήματα δεν είναι λύση. Δεν ήμουν ακόμα σε θέση να γνωρίζω τη βαρύτητα
της στροφή εκείνης, διότι δεν ήξερα λεπτομέρειες περί του εμφυλίου, αλλά ήταν
κάτι σημαντικό, κι αυτό το καταλάβαινα, και τότε και τώρα.
Αυτά μοιάζουν αντιφατικά εκ πρώτης όψεως, πώς δηλαδή αφού
συμφώνησαν σε κάτι δεξιοί κι αριστεροί, ξαναγυρίσαμε στις παλιές διαμάχες; Μα
επειδή έγειρε πολύ η ζυγαριά, ασύμμετρα, προς το αριστερό δίκαιο, αφού πάλι οι
αριστεροί τιμωρήθηκαν για την ήττα που είχαν ήδη πληρώσει. Η αντίθεση
αναζωπυρώθηκε και ξαναβγήκε φρέσκια και αδικαίωτη λίγο μετά τη μεταπολίτευση,
να ζητά τα ρέστα. Είναι αντιφατικό και περίπλοκο, και γι αυτό δεν μπορεί να συζητηθεί
με τόση εμπάθεια. Για παράδειγμα, πιστεύω ότι αν δεν είχαμε χούντα το 71, που
έδινα εισαγωγικές εξετάσεις, θα είχα τη δύναμη να διαλέξω το δρόμο της ζωής μου
πιο ελεύθερα, και δεν θα ένοιωθα υποχρεωμένη να υπακούσω στον πατέρα μου, που
ήταν αριστερός και είχε υποφέρει απ’ αυτό. Μπορεί να μοιάζει άσχετο, αλλά το
αναφέρω εδώ επειδή δεν είναι. Δεθήκαμε με τα λάθη των γονιών μας για λόγους
συναισθηματικούς, πεισμώσαμε, ήμασταν έτοιμοι να τα επαναλάβουμε, να
ξανακάνουμε κάτι σαν εμφύλιο, ενώ εκείνοι ήθελαν να τα ξεπεράσουν.
Όμως το να λέμε τι θα γινόταν αν… και πώς θα ήμασταν αν…
μοιάζει με το ‘αν η γιαγιά μου είχε καρούλια θα ήταν σιδηρόδρομος’. Η
παρομοίωση με το έπιπλο που μας εμποδίζει να κουνηθούμε μέσα στο σπίτι, που
έκανε στο άρθρο του ο Καλύβας, είναι πολύ πετυχημένη, αλλά νομίζω ότι το έπιπλο
που έχουμε συνηθίσει δεν είναι η χούντα. Είναι ο εθνικισμός, αυτός ο αυτονόητος
μπουφές που πάνω του σκοντάφτουμε διαρκώς, και ουσιαστικά μας κλείνει και τη
μπαλκονόπορτα, δεν μπορούμε να βγούμε έξω να πάρουμε ανάσα.
Έχουμε όντως ακόμα πολλά να πούμε για τη χούντα. Έχουμε να
πούμε τα βασικά για το πώς έπεσε, παραδείγματος χάριν. Λέμε, το Πολυτεχνείο την
έρριξε, και σταματάμε εκεί. Άντε να πούμε και ότι την έρριξε το πραξικόπημα
στην Κύπρο. Όμως τι ακριβώς ήθελε η χούντα με κείνο το πραξικόπημα; Γιατί το
έκανε λίγους μήνες μετά το Πολυτεχνείο, θέλοντας να κερδίσει πίσω το χαμένο
λαϊκό έρεισμα; Το οποίο υπήρχε, ή όχι; Και τι θα γινόταν αν πετύχαινε αυτό το
πραξικόπημα; Θα ξανακέρδιζε το έρεισμα; Για πόσον καιρό; Να μερικά ακόμα ‘αν’
για να τσακωθούμε, πιο ενδιαφέροντα νομίζω, διότι περιέχουν σημεία της ιστορίας
που αφήνουμε στο σκοτάδι.
Είναι πολύ βολικό να τα ρίχνουμε όλα στους Αμερικανούς, στις
‘ξένες υπηρεσίες’. Φυσικά, υπήρχε ψυχρός πόλεμος, κάποιοι θα είχαν στηρίξει
τους πραξικοπηματίες, αλλά πόση ευθύνη είχαν εκείνοι και πόση ευθύνη ετούτοι;
Και πόση ευθύνη οι σιωπηλοί κάτοικοι της χώρας; Από το «Ελλάς Ελλήνων
Χριστιανών» πώς βρεθήκαμε στο «Όλη η Ελλάδα στους Έλληνες» και τι ακριβώς νόημα
είχε και το πρώτο και το δεύτερο;
Είναι πολλά που δεν λέμε. Ποιος τολμάει να σπάσει τα μούτρα
του σ’ αυτό το βαρύ έπιπλο που είναι επιπλέον και γεμάτο καλικάντζαρους, σαν τα
έπιπλα στα παραμύθια του Άντερσεν, και θα βγουν να μας φάνε έτσι και τολμήσουμε
να το κουνήσουμε λιγάκι; Κι αν κρίνω από την υποδοχή και την αντίδραση του
άρθρου του Καλύβα, μάλλον πρέπει να το βουλώσουμε για λόγους αυτοσυντήρησης. Το να γράφει
κάποιος μια άποψη και να τον λένε μέχρι και χρυσαυγίτη, νομίζω ότι είναι άκρως
ανησυχητικό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου