Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2019

Άυλη κληρονομιά

Μικρούτσικος, Σπανός, Μαχαιρίτσας. Τρεις συνθέτες πέθαναν τη χρονιά που φεύγει, μάλιστα στο δεύτερο μισό της. Και η Τερψιχόρη Παπαστεφάνου σε μεγάλη ηλικία, δεν ήταν μόνο διευθύντρια της Χορωδίας Τρικάλων, αλλά και συνθέτρια. Πιο πολιτικοποιημένος ο Μικρούτσικος, με επικό στιλ συχνά, με ορχήστρες και διευθυντικές θέσεις, πιο πολύ στραμμένοι στο άτομο και στο πιάνο τους ή την παρτιτούρα οι άλλοι δύο, ο καθένας με διαφορετικό τρόπο. Και η Παπαστεφάνου να δίνει στους Χατζιδάκι - Θεοδωράκη το ύφος δυτικών χορωδιακών ύμνων.
Αγαπήσαμε τα τραγούδια τους, τα τραγουδήσαμε, μας ευεργέτησαν με το δώρο της μουσικής που εύκολα τρυπώνει στην καθημερινότητα, μας ακολουθεί και τη δεχόμαστε κάθε στιγμή, το τραγούδι. Στην οικογενειακή γιορτή αποχαιρετισμού της χρονιάς, τα παιδιά έπαιξαν γνωστά κομμάτια τους, τα είχαν στο μυαλό, στην άκρη της γλώσσας. Τι προνόμιο, τι ευτυχία, τι μεγάλη χάρη τα τραγούδια, να τα γράφεις, να τα μαθαίνεις, να τα τραγουδάς!
Αλλά πριν από Μαχαιρίτσα, Σπανό και Μικρούτσικο, πριν κι από τους απαραίτητους Χατζιδάκι, Θεοδωράκη και Σαββόπουλο που ανοίγουν τη βραδιά, παίξανε επιτυχίες προπολεμικές, Σουγιούλ, Γιαννίδη, Μωράκη και Αττίκ, αυτά που έπαιζε η μαμά μας στο πιάνο και άκουγαν και τα εγγόνια της σε κάθε γιορτή. Ευτυχισμένα παιδιά, μεγάλωσαν με μουσική γιαγιά, τα κάθισε και τα τέσσερα στο πιάνο και τους έβαλε τα δάχτυλα στα πλήκτρα, και δεν κουράστηκε χρόνια και χρόνια να τα κυνηγάει για να διαβάσουν. Δεν το έχει ο καθένας αυτό, δεν υπάγεται στη διδακτέα ύλη του σχολείου, ήταν η δική της νεανική αγάπη που μπόρεσε να την ξαναπιάσει όταν πήρε σύνταξη κι απέκτησε εγγόνια. Ετσι μεγαλώσαμε όλοι μαζί της, με νότες και στίχους. Ο χρόνος μπορούσε να κάνει κύκλους, να φεύγει και να επιστρέφει με την ανανεωτική δύναμη των τραγουδιών, που δεν γερνούν, που ανακαλούν, που διώχνουν τις ρυτίδες και μας διατηρούν φρέσκους.
Τη χάσαμε κι εκείνη ετούτη τη χρονιά, τη μαμά και γιαγιά, την πιανίστριά μας. Είχε γεράσει, ξεχνούσε, μας μπέρδευε, μόνο τις νότες θυμόταν, εκεί κανένας δεν μπορούσε να της παίξει παιχνίδια άσχημα, στο πιάνο της μπροστά. Μας έδωσε την αρχή του μίτου και τον κρατάμε πάντα, και τραγουδάμε διαρκώς, και σε κάθε δυσκολία, σε κάθε άγρια στιγμή, ένας στίχος σκάει στο μυαλό μας χορεύοντας και μας τραβάει ψηλά, μας ξαλαφρώνει, μας δίνει κουράγιο.

Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2019

Προτάσεις δώρων

Μια μόνο πρόταση έχω, για ένα δώρο που έκανα στον εαυτό μου πριν πολλά χρόνια, όταν κατάλαβα ότι δεν μπορούσα να κλίνω τον μυ, το ποντίκι δηλαδή, που είναι πολύ ανώμαλο, χειρότερα δεν γίνεται.
Δεν υπήρχε τότε Ιντερνετ και τέτοια, οπότε αγόρασα μια Γραμματική της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, ένα μπλε βιβλιαράκι που προοριζόταν για μαθητές, πάμφθηνο. Κι αφού βρήκα τον περί ου ο λόγος ποντικό, διαπίστωσα ότι είχα αποκτήσει ένα χρησιμότατο εγχειρίδιο, διά πάσα νόσο και πάσα ανοησία που παραμόνευε τις φράσεις και τις λεκτικές μου κατασκευές.
Διότι και για μερικά τριτόκλιτα είχα αμφιβολίες, και αργότερα που απέκτησα παιδιά μπορούσα να ανατρέχω στο τυπωμένο χαρτί, να δείχνω σε διάφορες δύσκολες στιγμές πως δεν υπάρχουν αδιέξοδα στη δημοκρατία, ούτε και στη γλώσσα.
Ολα είναι εκεί, έχουν καταχωρηθεί επίσημα, έστω με μερικές διαφωνίες μεταξύ ειδικών, αλλά τι σημασία έχει, αν σκεφτείτε πως είναι μια γλώσσα που ξεκίνησε να υπάρχει συστηματικά εδώ και δύο αιώνες μόνο;
Εχει γίνει σπουδαία δουλειά. Γι' αυτό κι αξίζει τον κόπο να την υπηρετούμε, να την αφήνουμε να μας προσφέρει τις δυνατότητές της, όπως τη λέξη «δωρεάν» ας πούμε, που κοντεύουν να την καταργήσουν οι οπαδοί της άμεσης μετάφρασης αγγλισμών και απαιτούν με μεγάλες επιγραφές «Ελεύθερες μετακινήσεις» και «ελεύθερο πάρκινγκ για συνοδούς ασθενών» στον Ευαγγελισμό, για παράδειγμα, εννοώντας δωρεάν, σας το λέω για να μην παιδεύεστε.
Το βιβλίο υπάρχει ακόμα και το συστήνω ανεπιφύλακτα. Βεβαίως, βρίσκεις πια τα πάντα στο Ιντερνετ, αλλά θα σας ξαφνιάσει η απλότητα του συστήματος, αν το ξεφυλλίσετε και του επιτρέψετε να σας φωτίσει. Και είναι τόσο ανεβαστικό να ελέγχεις τα παράξενα και απίστευτα της ορθογραφίας και να μην αφήνεις καμία ξινή μαντάμ του Φιλολογικού να σουφρώνει τη μύτη της όταν ξεφουρνίζεις λάθη και κανέναν γερασμένο δικηγόρο να γελά εις βάρος σου όταν διαβάζει ανορθογραφίες στις αναρτήσεις σου.
Υπάρχει ακόμα ταξική αξία στην άψογη διατύπωση πτώσεων και καταλήξεων, στην ορθογραφημένη απόδοση των ρημαδορημάτων του πρώτου και του δεύτερου πληθυντικού, σε κατατάσσουν διάφοροι τύποι σιωπηλά, μη βλέπετε που δεν μιλάνε πια, κυκλοφορούν ανάμεσά μας.
Και λέγοντας «μιλάνε», θα σας χαρίσω για τα Χριστούγεννα ένα στιχάκι που βοηθάει να αποφεύγεται (και να αποφεύγετε) το άλφα - γιώτα εκεί που δεν χρειάζεται: «Στο εμείς και στο εσείς, πάντα έψιλον θα βρεις!»
Πάντα όμως; Πάντα! Δεν είναι καταπληκτικό;
https://www.efsyn.gr/stiles/triti-matia/224517_protaseis-doron

Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2019

Ωραίος καιρός για εκθήλυνση



Το σαββατοκύριακο τα είχε όλα, αρσενικό- θηλυκό και την Άννα Καρίνα να μας αποχαιρετά με τα μάτια πνιγμένα σε μαύρη σκιά. Το αρσενικό ήταν Σάββατο, όμως όλοι μιλούσαν ήδη για την εκθήλυνση που μας έχει καταλάβει και σκάβει τα θεμέλια του πολιτισμού μας. Αλλά τι τα θες, κάθε πολιτισμός όσο πιο πολιτισμένος γίνεται, αυτά παθαίνει. Δεν υπάρχει διαφυγή. Ανεβαίνει το επίπεδο, όλοι θέλουν σχόλη, τέχνη, ευαισθησίες, δεύτερες σκέψεις, διάλογο, συνύπαρξη, αγάπη και στοργή.
 Αγριεμένο το αρσενικό Σάββατο έκανε ό,τι μπορούσε για να μας πνίξει, το έλεγαν μάλιστα Ετεοκλή, ο Πολυνείκης ήταν που είχε μείνει άταφος, και δεν κατόρθωνε η Αντιγόνη να τον θάψει. Ή μήπως Εμπεδοκλή; Όχι, δεν είναι αρκετά φρικ αυτό για τόσες φραγμένες σχάρες. Ο επιτυχώς ταφείς Ετεοκλής, μάλιστα. Αλλά ήδη με μπόλικη υγρασία στην ατμόσφαιρα, που αν δεν είναι η υγρασία εκθήλυνση δεν ξέρω τι είναι.
Σα να μην έφταναν όλ’ αυτά ήρθε η Κυριακή απολύτως εκθηλυσμένη, ηλιόλουστη, με αγιοβασίληδες να τρέχουν στο Σύνταγμα, πόση πια ευτέλεια της πατρικής φιγούρας; Πού ο καιρός που έζευαν ταράνδους και χτυπούσαν το καμτσίκι; Πάνε αυτά, τα έφαγε η φιλοζωική ορθότης, και μη νομίζετε πως είναι από τις ηπιότερες. Θεέ μου που γεννιέσαι σε λίγες μέρες, σώσε κάτι από τις δυνατές γεύσεις και τις σωστές αξίες, θα πίνουμε τη μπύρα ζεστή σε λίγο. Γλιστράμε στη νωχέλεια, στη μαλθακότητα, στην παρακμή. Και το απολαμβάνουμε κιόλας, ακόμα χειρότερα. Συνειρμοί εφηβικοί ορμούν από τα ανεξερεύνητα βάθη του υποσυνείδητου. Εκθήλυνση, λέξη που τη μαθαίναμε στο σχολείο ακριβώς τη στιγμή που μας καπέλωνε η φύση με την αναπόφευκτη θηλυκότητά μας. Πώς να γλιτώσεις; Πώς να κρυφτείς απ’ τα παιδιά; Κυρίως από τα κορίτσια;
Εκθήλυνση και μαλθακότητα είχαν καταστρέψει τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, όρμησαν οι βάρβαροι και την κατέλυσαν, όμως μετά από τόση φασαρία έφτιαξαν πάλι τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία του Γερμανικού έθνους. Άβυσσος η ψυχή των βαρβάρων. Τους περιμέναμε κι εμείς στην Αγορά συναθροισμένοι, κι ως γνωστόν δεν ήρθαν, μπας και βγάλουμε άκρη με την ψυχολογία τους. Τόσος ντόρος, τόση καταστροφή του εκλεπτυσμένου εκείνου πολιτισμού, και να μη παίρνουν εξουσία χωρίς την ευλογία του πάπα; Της Ρώμης; Μας μπέρδεψε κι ο Καβάφης, γιατί να περιμένουμε τους Βαρβάρους; Και δεν εκβαρβαριζόμαστε μόνοι μας; Είναι καλύτερος ο εκβαρβαρισμός ή η εκθήλυνση;
Άντε, πάλι στο αρσενικό- θηλυκό πέσαμε.

Τρίτη 10 Δεκεμβρίου 2019

Μπλε γραμμές



Ούτε και μέτρησα πόσα άρθρα είδα για το στολισμό με μπλε γραμμές της Βασιλίσσης Σοφίας. Στο μεταξύ, αν και βασιλικής κοψιάς ελόγου μου, αδιαμφισβητήτως, ομολογώ ότι άλλες μπλε γραμμές σκεφτόμουν καθώς έβλεπα όλη αυτή την αναστάτωση, και δεν εννοώ της σημαίας τις ρίγες, ούτε την αιγιαλίτιδα ζώνη, αλλά κάτι πολύ πιο πεζό και πολύ πιο βαθύ μπλε με την αμερικανομουσική έννοια, μελαγχολικό δηλαδή, κάτι απευθυνόμενο σε πεζούς κυριολεκτικά, άσχετα αν στο βάθος αν απευθύνεται εντέλει σε κάτι άλλο.
Κάτι μπλε γραμμές λεωφορείων, τις θυμάστε; Ή, έστω, γραμμές μπλε λεωφορείων; Άνθρωποι του λόγου, των λέξεων και των παραγράφων, συνάδελφοι των στηλών και των στυλών, είμαι άραγε η τελευταία των Μοϊκανών που χρησιμοποιεί αυτό το μέσο; Εσείς πώς κυκλοφορείτε στην ένδοξη πρωτεύουσα,  με γιωταχί, μηχανάκια, ελικόπτερα; Δεν αναγκεύεστε ποτέ να μπείτε στα μυστηριώδη και μελαγχολικά μπλε λεωφορεία;
Καθώς λοιπόν το πανελλήνιο παθιαζόταν με τις μπλε γραμμές των φώτων της βασιλίσσης, δυο μπλε γραμμές μειώνονταν και συγχωνεύονταν σιωπηλά και σε γενική αδιαφορία, μήνες μετά που είχαν τα δρομολόγια τους αραιώσει έως αχρηστεύσεως. Είναι αυτή η πολιτική κατάργησης τους; Πρώτα αραιώνουν, ύστερα κονταίνουν, ύστερα καταργούνται διότι, πράγματι, κανείς δεν τα χρειάζεται όταν περνούν κάθε μια ώρα, κανείς δεν τα περιμένει, οπότε δεν στριμώχνονται οι επιβάτες, ως οφείλουν. Ήταν το 022 και το 060 που παρακούοντας στην αναρχική προτροπή «Όποιος θέλει να κάνει την Κυψέλη Κολωνάκι, να πάει στο Κολωνάκι»,  ένωναν  Κυψέλη με Κολωνάκι, οποίον θράσος! Και τώρα πάει η μία ως Ακαδημία, κι ή άλλη ξεκινά από την Ακαδημία, χωρίσαμε τα τσανάκια μας. Παίρνεις το ένα που περνάει κάθε μισή ώρα, φτάνεις στην Ακαδημία, περιμένεις το άλλο που περνάει κάθε μια ώρα, και πας στο Κολωνάκι. Τέλεια.
Τι άνθρωποι είμαστε εμείς που χρησιμοποιούμε λεωφορεία; Εξωγήινοι επισκέπτες; Γιατί κανέναν δεν συγκινούν τα πάθη μας; Γιατί κάθε μέρα βασανιζόμαστε σιωπηλά κι ουδείς ποτέ εμπνέεται να γράψει, να φωνάξει, να ρωτήσει, να κάνει ρεπορτάζ, να πει μια γνώμη; Σε ποια σφαίρα ζούμε; Σε ποιο παράλληλο σύμπαν; Πότε θα γίνει θέμα και συζήτηση, πότε θα ανάψει η κουβέντα για το χάλι των συγκοινωνιών;
Κοιτώ το όνομα του υπουργού, Κώστας Καραμανλής του Αχιλλέα, τον ατέλειωτο έχουν τα ξαδέρφια, ίσως λοιπόν ως διακύβευμα της πολιτικής του καρριέρας να καταδεχτεί κάποιος κάπου κάποτε να μιλήσει για συγκοινωνίες! Η ελπίδα ποτέ δεν πεθαίνει!

Τρίτη 3 Δεκεμβρίου 2019

Η κυρία με τα τετράδια



Γνώρισα πριν λίγο καιρό μια κυρία, συνταξιούχο δασκάλα, η οποία περνά τον ελεύθερο χρόνο της διαβάζοντας. Μου έδειξε τη βιβλιοθήκη της. Κλασική λογοτεχνία σε παλιές και καινούργιες εκδόσεις, Ντοστογέφσκι και Τολστόι, Ουγκό και Ντίκενς, επίσης Έλληνες, οι παλιότεροι κυρίως. Και μερικά ιστορικά. Στο γραφείο της ανοιγμένος ένας τόμος του Παπαδιαμάντη και δίπλα ένα τετράδιο.
Διαβάζω κρατώντας σημειώσεις, μου εξήγησε. Κάνω περίληψη μόλις τελειώνω κάθε μυθιστόρημα, οπότε καταλαβαίνεις, με τον Παπαδιαμάντη και τα διηγήματα πρέπει  να έχω δίπλα το τετράδιο. Βοηθάει τη μνήμη και τη συγκέντρωση, δεν θέλω να ξεχνώ αυτά που διαβάζω και άλλος τρόπος δεν υπάρχει. Τα μαζεύω όλα εδώ. Για να μην ξεχάσω να σκέφτομαι.
Δυο ολόκληρα ράφια στη βιβλιοθήκη της πιάνουν τα τετράδια αυτά, με τους τίτλους των βιβλίων γραμμένους στη στενή ράχη με μπλάνκο. Τόση δουλειά, τόση επιμέλεια, με ποιο σκοπό; Τι τα κάνεις όλ’ αυτά τα τετράδια που κανείς δεν περιμένει να διαβάσει, που μάλλον κανενός το ενδιαφέρον δεν θα προκαλέσουν; Και πώς βρίσκεις ενέργεια να μην αφήνεις βιβλίο χωρίς περίληψη, σκέψεις, σημειώσεις, συμπεράσματα, ηθικόν δίδαγμα, που λέγαμε κάποτε; Λες και μαζεύτηκε από τα χρόνια της διδασκαλίας, τότε που ήταν αναγκασμένη να διαβάζει τις περιλήψεις των μαθητών, και ήρθε πια η στιγμή να γράψει τις δικές της, αλλά είναι δυνατόν να γράφει κανείς έτσι απλά, μόνο για τον εαυτό του; Να μη χρειάζεται κάπου να δείξει αυτό που κάνει; Ούτε καν να το διαβάσει σε λέσχη ανάγνωσης, να το συζητήσει, κάτι που θα θύμιζε την τάξη του σχολείου;  Είναι η ωριμότητα της ηλικίας, ή της δουλειάς; Τέτοια εκτίμηση στη διδασκαλία που την κάνει να αποφασίζει ότι αρκεί να συνεχίσει να διδάσκει τον εαυτό της, αν κανείς άλλος πια δεν τη χρειάζεται, να παράγει αυτές τις σημειώσεις από τα διαβάσματά της με σύστημα και επιμονή, σαν θεραπεία, σαν άσκηση που  συντηρεί τους νευρώνες;
Μου δίνει να ξεφυλλίσω ένα τετράδιο. Στρογγυλά γράμματα, σαν καλή μαθήτρια του Δημοτικού που ποτέ δεν ξέφυγε από βαρεμάρα να τα τεντώσει, να τα κάνει βιαστικά, να τα κάνει λοξά και άσχημα. Θα μπορούσε να είναι ένα έργο μοντέρνας τέχνης άραγε τα ράφια ολόκληρα, εκπαιδευτικό μνημείο για έκθεση κάπου, θα μπορούσε με κάποιο τρόπο να τα δει μια άλλη δασκάλα, να βάλει ένα καλό βαθμό με πολλά θαυμαστικά;

Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2019

Εξευγενισμός



Μερικοί καλοί μου γείτονες φοβούνται μήπως εξευγενιστεί η Κυψέλη. Η λέξη αυτή, εξευγενισμός, είναι μετάφραση του gentrification, και μεταφέρει φόβους και καταστάσεις που δεν μπορούν να συμβούν εδώ. Η καημένη η Κυψέλη υπήρξε κάποτε ευγενής, ως προσδοκία και ιδέα,  επί της ουσίας δεν το πρόλαβε. Εθεωρείτο καλή γειτονιά στη δεκαετία του 60, και τόσο πολύ είχε εξαπλωθεί εκείνη η ευγενική φήμη που έτρεχαν όλοι να αποκτήσουν διαμέρισμα και να εξασφαλίσουν μια θέση στην ευγένεια, στη ζωή και τις ανέσεις της πόλης, σε σχετικά προσιτές τιμές και με ευκολίες πληρωμής. Το βάθος όμως της πολεοδομικής της κατάστασης δεν ήταν τόσο ευγενικό, μικρά τα οικόπεδα, στενά τα πεζοδρόμια κι οι δρόμοι, πλατείες δεν είχαν σχεδιάσει οι πρώτοι πωλητές, τι να τις κάνουν; και σε λίγο καιρό τα διαμερίσματα των πολυκατοικιών που χτίστηκαν αποδείχτηκαν ασφυκτικά. Οπότε οι πιο ευγενείς σηκώθηκαν κι έφυγαν για μέρη πιο ευάερα, ευήλια, κι ευγενικά, διότι ουκ εν τω πολλώ το ευ, όπως ξέρουμε από αρχαιοτάτων χρόνων. Κι αυτό ενώ συνεχιζόταν η παραγωγή μικρών διαμερισμάτων με το ίδιο πολεοδομικό, που κι όταν άλλαζε ήταν προς το χειρότερο για τις δεδομένες συνθήκες.
Κι όμως, να που όταν κανείς δεν το περίμενε, η μοναδική μικρή πλατεία της Κυψέλης, η πλατεία Αγίου Γεωργίου, έγινε της μόδας χάρις σε μια πεζοδρόμηση και μικρούλα ανάπλαση, και χάθηκαν γρήγορα τα χιλιάδες ενοικιαστήρια και πωλητήρια από τις εξώπορτες των πολυκατοικιών. Στους τοίχους άρχισαν τα αντι-εξευγενιστικά συνθήματα, και στις συζητήσεις άρχισε να κυκλοφορεί ο φόβος μην τυχόν εξευγενιστούμε στον ύπνο μας και ξυπνήσουμε εξευγενισμένοι. Κι οι δρόμοι έπηξαν ξανά, δεν βρίσκεις να παρκάρεις, σχεδόν όπως πριν την κρίση, τα νοίκια άρχισαν να ακριβαίνουν. Οι δρόμοι παραμένουν τη νύχτα σκοτεινοί και τη μέρα κάμποσο βρωμεροί, αν και όχι όσο πριν την κρίση. Στα πεζοδρόμια δυσκολεύεται να περάσει κάθε είδους καρότσι και η πλακόστρωση τους είναι μάλλον πλακοξέστρωση.  Τα μικρά ασφυκτικά διαμερίσματα παραμένουν μικρά κι ασφυκτικά, δεν έχουν αποθήκες, δεν έχουν μπαλκόνια, δεν έχουν μέρος να απλώσεις τα ρούχα σου, ή να φυλάξεις το ποδήλατό σου. Αλλά ίσως αρκεί μια ιδέα, μια φήμη, κι ένας φόβος μαζί για να νιώσει κανείς ότι ο εξευγενισμός παραμονεύει. Ας κλείσουμε τα μάτια, ας κατέβουμε να περπατήσουμε στο δρόμο ελπίζοντας ότι οι οδηγοί θα μας προσέχουν περισσότερο από τους εργολάβους του δημοσίου, κι ας απολαύσουμε την ψευδαίσθηση.

Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2019

O αληθινός μου εαυτός


Δεν είμαι εδώ, κράζουν βουβά τα νεανικά πρόσωπα στο δρόμο. Τα αυτιά βουλωμένα από ακουστικά, το βλέμμα στραμμένο στην οθόνη. Είμαι κάπου αλλού, από κοντά τους κι εγώ, στη συνεχή προσπάθεια αναβάθμισης, βγάζω το τηλέφωνο από την τσάντα, τα ακουστικά δεν μου στέκονται, τα αυτιά μου είναι παλιάς κατασκευής, δεν πειράζει, υπάρχουν τα μάτια. Κοιτάζω στη μικρή οθόνη το χάρτη της περιοχής που περπατώ. Σα να με κρατάει κάποιος από μια κλωστή, ο δορυφόρος ας πούμε, δεν χάνομαι στα ομοιόμορφα στενά, στις αραδιασμένες προσόψεις. Με οδηγεί ακούραστα ο δορυφόρος, μουτζουρωμένες επιφάνειες κτιρίων, ξεκοιλιασμένα πλακάκια, στραβά καλύμματα φρεατίων, σπασμένα μάρμαρα πεζοδρομίων, λοφάκια και κοιλάδες ασφάλτου, όλα περνάνε σαν ψεύτικα στην περιφερειακή όραση. Το κέντρο των ματιών προσηλώνεται  στην οθόνη, όπου όλα είναι καλύτερα, κι όπου με περιμένει ο αληθινός μου εαυτός, η αληθινή μου ζωή, ο υψηλός προορισμός μου, αυτά που στ’ αλήθεια κάνω, αυτό που στ’ αλήθεια είμαι. Δεν θα πέσω πάνω σας γιατί δεν  βρίσκομαι εδώ που με βλέπετε, είμαι αντικατοπτρισμός, μια ατυχής στιγμή πραγματικότητας, η αλήθεια μου είναι ψηφιακή και είναι αλλού. Δεν ξέρω πώς ξέμεινα, το βαρύ ανθρώπινο σώμα δεν μπορεί ακόμα να παρακολουθήσει τις μεγάλες προσδοκίες, τις αισθητικές επιλογές. Οι προτεραιότητες μπερδεύτηκαν, μπλέχτηκε η μια στα πόδια της άλλης, έβαλαν τρικλοποδιά,  βλέπετε  όντως το γήινο σώμα μου, αλλά υπάρχει και το αστρικό. Κάπου εκεί στο δορυφόρο που με οδηγεί, κάπου υπάρχει η αγάπη μου μα δεν ξέρω ποια’ ναι. Και δεν την γυρεύω διότι την κατέχω οριστικά και χωρά στη χούφτα μου, μικρή γυαλιστερή και πλήρης. Στο τυροπιτάδικο ζητάω σπανακόπιτα από τον καημένο τον πωλητή που δεν μπορεί εκείνη τη στιγμή να ανοίξει το δικό του μικρό σύμπαν, να καταφύγει εκεί για να γλιτώσει από την ασχήμια και την κούραση,  χρειάζομαι τροφή και ρούχα,  μιλώ τη γλώσσα αλλά είμαι αλλού, ψηλά, καλύτερα, ωραιότερα, πιο ταιριαστά στις αρχές μου. Και ο πωλητής της σπανακόπιτας που μπορεί και να μου χαμογελάσει, αλλά μάλλον όχι, αμέσως μόλις χαλαρώσει λίγο η δουλειά, απλώνει το χεράκι του και πιάνει το δικό του smartphone, αμέσως βρίσκει τον δικό του κόσμο και εκεί χαμογελά οπωσδήποτε και χωρίς λόγο. Επιβιώνουμε θαυμάσια.

Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 2019

Το κοινό σημείο



Αγανακτούν πολλοί με τις αναφορές στις περιπέτειες των γονιών μας ως προσφύγων από τη Μικρασία στην Ελλάδα. Τι σχέση έχει η ιστορία των προσφύγων που ήρθαν το 1922, με τους σημερινούς πρόσφυγες και μετανάστες που καταφτάνουν στο Αιγαίο; Εκείνοι ήταν  χριστιανοί ορθόδοξοι, έρχονταν σε χώρα που θεωρούσαν πατρίδα, και δεν το είχαν επιλέξει. Είχαν αναγκαστεί να ξεριζωθούν εξαιτίας της ήττας και της καταστροφής που είχε προκαλέσει αυτή η ίδια η χώρα υποδοχής—πατρίδα, άρα είχε υποχρέωση να τους δεχτεί.
Έχουν δίκιο σε γενικές γραμμές οι αγανακτισμένοι, αν και τα πράγματα υπήρξαν πιο πολύπλοκα. Πάντα είναι. Σίγουρα οι άνθρωποι τότε δεν είχαν άλλη επιλογή από το να έρθουν εδώ, έτσι που τα είχε καταφέρει η πατρίδα,  να δεχτούν τη δική της εκδοχή ζωής και αφομοίωσης, σίγουρα θα έπρεπε να υπάρχει κοινό έδαφος με τον ντόπιο πληθυσμό, κοινή συνείδηση ταυτότητας, αν και τους κυνήγησαν δεόντως οι ντόπιοι, παρόλ’ αυτά. Οπότε εκεί βρίσκουμε το κοινό σημείο με τους σημερινούς, την καταδίωξη. Ναι, οι σημερινοί είναι πολλαπλώς ξένοι, δεν έρχονται επειδή είναι Έλληνες αλλά επειδή βρισκόμαστε στο σύνορο της Ευρώπης, όμως υφίστανται την ίδια υποδοχή, είναι το ίδιο ανεπιθύμητοι. Και πολύ περισσότερο, βεβαίως, εννοείται.
Αλλά ξέρετε, δεν έχει το κάθε παιδί κι ο κάθε άνθρωπος που υφίσταται τέτοια μεταχείριση το ανεπιθυμόμετρο να μετρά πόσο ανεπιθύμητος είναι. Ο πατέρας μου, παιδί δέκα χρονών μισο-ασυνόδευτο στην Αθήνα το 1922, έφερε σε όλη του τη ζωή το ψυχικό τραύμα της προσφυγιάς χωρίς να έχει κάτσει να σκεφτεί ότι αν ήταν Σύριος εκατό χρόνια αργότερα θα περνούσε ακόμα χειρότερα. Το τραύμα του, το τραύμα όλων τους, άφησε σημάδια, άφησε ουλές, πέρασε στη δεύτερη γενιά, στην τρίτη. Οι ψυχολόγοι βγάζουν συμπεράσματα για απίστευτες συνέπειες τέτοιων τραυμάτων στα παιδιά των ανθρώπων που υφίστανται τη δίωξη και στα εγγόνια τους ακόμα.
Βλέπουμε συγκλονιστικές ταινίες για τις συνέπειες της βίας στην παιδική ηλικία, αλλά δεν τις συνδυάζουμε με τους ανθρώπους που υποφέρουν δίπλα μας, με τα παιδιά που υφίστανται αυτά τα ανεξήγητα βάσανα σε μια χώρα πλούσια, προνομιούχα, υψηλού επιπέδου. Ποιος ξέρει τι τραύματα δημιουργεί η διαμονή σε στρατόπεδα, η αφασία της υποχρεωτικής απραξίας, η καταδίωξη, οι ταπεινώσεις, τι θα υποφέρουν οι επόμενες γενιές εδώ που θα είναι και θα ζουν με τους δικούς μας απογόνους;
Το μόνο σίγουρο είναι πως το μέλλον χρειάζεται πολλούς ψυχολόγους.

https://www.efsyn.gr/stiles/triti-matia/218644_koino-simeio

Πέμπτη 7 Νοεμβρίου 2019

Ρωμαϊκά ερείπια στο μετρό της Βουδαπέστης


Οι συζητήσεις για τα αρχαία στο μετρό της Θεσσαλονίκης μου θύμισαν μια βόλτα που είχα κάνει το καλοκαίρι στη Βουδαπέστη, στα ρωμαϊκά της ερείπια μάλιστα, που κι εκεί τριγυρίζουν ένα σταθμό του μετρό και μπορεί να τα δει κανείς σαν ανοιχτό μουσείο. Είναι στο βορινό κομμάτι της πόλης, σε λαϊκές γειτονιές, και την ημέρα που εγώ τουλάχιστον είχα πάει να τα δω, δεν υπήρχε κανένας άλλος τουρίστας. Κόσμος πήγαινε κι ερχόταν, βιαστικοί εργαζόμενοι, στέκονταν πολλοί στην ουρά να πάρουν λάνγκος, τηγανίτες με πατάτα, να φάνε πρόχειρα, και τα ρωμαϊκά ερείπια, θέρμες, βίλες, ίσως και ιερά, προτομές και επιτύμβιες στήλες, ήταν παρατημένες στα γκράφιτι και στις κουτσουλιές. Τα λυπήθηκα τόσο που έπιασα να τα φωτογραφίζω ένα- ένα, ύστερα ξέχασα τις φωτογραφίες μέσα στο σωρό που είχα βγάλει. Σίγουρα παρουσίαζα περίεργο θέαμα, να τριγυρίζω ολομόναχη στις θέρμες που βούιζαν άδειες δίπλα στους διαδρόμους της υπόγειας διάβασης και στα ψηλά χορτάρια που πνίγουν τις κολώνες, αλλά οι Ούγγροι δεν δίνουν σημασία στους εκκεντρικούς περιηγητές.
Τα ερείπια του αρχαίου Άκουινκουμ δεν είναι στο κέντρο της πόλης, και θα ήταν εύκολο να τα αφήσουν έτσι ανοιχτά γύρω από το σταθμό του μετρό. Ούτε ήταν και καμιά σπουδαία πόλη στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Οχυρό λεγεωνάριων στην αρχή, όπως και το Λονδίνιουμ, χτίστηκε σταδιακά από τον δεύτερο αιώνα και εγκαταλείφθηκε τον 5ο στα χέρια των Μαγυάρων. Ωστόσο οι Ρωμαίοι έχτιζαν, είναι νομίζω το χαρακτηριστικό τους, κι αν έχει κάποιος κέφι να αναζητά ερείπια, μπορεί να βρει παντού στην Ευρώπη. Σε πολλές πόλεις είναι περιφρονημένα, ελάχιστοι επισκέπτονται τις αρένες της Λουτεκίας στο Παρίσι πχ, ακόμα και την πόλη Τρεβήρα, σημερινό Τρίερ, που ήταν και πρωτεύουσα της δυτικής αυτοκρατορίας όταν είχε χωριστεί, έδρα του Κωνσταντίνου. Για ρωμαϊκά οι τουρίστες πάνε στη Ρώμη, τέλος. Ακόμα και η Πομπήια μπερδεύει λίγο, μήπως δεν είναι απολύτως ρωμαϊκή; Πράγματι, είναι και λίγο ετρουσκική, και λίγο ελληνική. Αλλά ήταν πάντα μπερδεμένη η ιστορία στην Ευρώπη, ούτως ή άλλως.
Κι όμως έχει ενδιαφέρον να συνειδητοποιεί κανείς πόσο πολύ κοινό είναι το παρελθόν της Ευρώπης, πόσο ίδια ερείπια, αντικείμενα, έργα τέχνης, μπορείς να βρεις παντού. Μαρμάρινες αναθηματικές στήλες, ανάγλυφα ίδιας τεχνοτροπίας, κολώνες ναών ή εξοχικών κατοικιών, αμφιθέατρα, υδραγωγεία, δεξαμενές, επιγραφές. Δεν ξέρω αν έχει καταγραφεί ο χάρτης των ευρωπαϊκών ρωμαϊκών ερειπίων, ας πούμε ότι φτιάχνω τον δικό μου σε κάθε ευκαιρία. Να μαθαίνεις το μακρινό παρελθόν κάθε πόλης σου δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι την καταλαβαίνεις σε βάθος, δεν θα τη χάσεις όταν φύγεις, θα έχεις εικόνα πληρέστερη.
Τη λόξα με τους Ρωμαίους  την απέκτησα την εποχή που προσπαθούσα να διδάξω ιστορία το γιό μου για τις εισαγωγικές με το σύστημα Αρσένη. Ήταν τότε που έδινες όλα τα μαθήματα, αν θυμάστε, κι ο υποψήφιος μου για την Αρχιτεκτονική (πέρασε Αθήνα) είχε ένα είδος εσωτερικής και σταθερής άρνησης για τα θεωρητικά μαθήματα. Διάβαζα λοιπόν ξανά την ευρωπαϊκή Ιστορία για να βρω κάποιο συναρπαστικό τρόπο, κάποια τιπς τέλος πάντων, να του την αγκιστρώσω στη μνήμη, κι είχα βρει ένα εσωτερικό νήμα, τη νοσταλγία για τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία: Ας πούμε, η Αγία Ρωμαϊκή αυτοκρατορία του Γερμανικού έθνους, οι διάφοροι ηγεμόνες Γάλλων, Ισπανών, Γερμανών, ή ο Ναπολέων, ακόμα κι ο Μουσολίνι με τις ρωμαϊκές του fasces εξού και φασισμός, ήθελαν να ξαναγίνουν αυτοκράτορες ενώνοντας την Ευρώπη στη δική τους εξουσία. Πίστευα ότι αυτή η οπτική θα βοηθούσε το μπερδεμένο κουβάρι που ήταν το μάθημα εκείνο για τις εισαγωγικές. Δεν ξέρω αν βοήθησε το γιο μου τότε, εμένα πάντως με βοηθά έκτοτε να καταλαβαίνω πολλά πράγματα που ακόμα μας συμβαίνουν, ακόμα κι αυτή τη μεγάλη αλλαγή, την Ευρώπη που θέλει να ενωθεί χωρίς αυτοκράτορες πια και πολέμους, αλλά με τη βούληση των πολιτών της.
Πολύ πιο πλούσια τα ευρήματα της Θεσσαλονίκης, απλώνονται σε πολύ μεγαλύτερο βάθος χρόνου, βρίσκονται στο κέντρο της πόλης, δύσκολη η ανάδειξη και η συντήρηση και η διατήρηση, και το μετρό, και όλα. Ονειρεύομαι τη μέρα που θα γίνουν επισκέψιμα, είτε επιτόπου, είτε παραδίπλα, και θα μπουν στην αδιάλειπτη, την ασύλληπτη συνέχεια αυτής της πόλης που ακόμα την εξερευνούμε, τη συνέχεια, και την πόλη. Μάλλον θα περνάμε δίπλα τους πολύ βιαστικοί, αλλά τι πολυτέλεια η σκέψη ότι κάποτε θα βρούμε το χρόνο να σταθούμε να κοιτάξουμε και να τα καταλάβουμε όλα.












https://www.athensvoice.gr/life/urban-culture/cities/592393_romaika-ereipia-sto-metro-tis-voydapestis?fbclid=IwAR2beCWPVoysHycG8uDudYEs2Wru2iXeAZfsSWWzN8nTz53PCVxI2hC92Kk

Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2019

Για να περάσω απέναντι

Βρέθηκα στην Πανεπιστημίου από τη λάθος μεριά χθες το πρωί, μόλις άρχιζε η μαθητική παρέλαση. Αδύνατον να περάσω απέναντι, είχαν κλείσει με κορδόνι τα πάντα. Ανέβηκα ώς το Σύνταγμα, χρειάστηκε να κάνω τον γύρο του Εθνικού Κήπου, κλειστός κι αυτός, και να γυρίσω από Ζάππειο για να βγω Αμαλίας. Τρία τέταρτα της ώρας περπάτημα για διάσχιση δρόμου που κρατά έντεκα δευτερόλεπτα.
Θυμόμουν και τον εαυτό μου ως μάνα, είχα πάει κι εγώ να δω παρελάσεις, να χειροκροτήσω τα βλαστάρια μου, δεν είχα πει κουβέντα αμφισβήτησης, μόνο εκείνο το «εσύ κι η Ιταλία η πατρίδα σου η γελοία» είχα προσπαθήσω να αποδομήσω, στο νηπιαγωγείο δε, αλλά γενικά έκανα γαργάρα την κριτική του μιλιταρισμού για να μην πικράνω τα παιδιά στα τρυφερά τους χρόνια. Πόσο καιρό συζητάμε για κατάργηση των παρελάσεων και παθιαζόμαστε για τη σημαία και ποιος την κρατά, κι όλο τα ίδια μάς απασχολούν μέχρι τελικής πτώσεως από πλήξη.
Περνάνε τα χρόνια και δεν αλλάζει τίποτε. Το πιο χαρούμενο πράγμα ήταν η λιακάδα και οι οικογένειες των μεταναστών που καμάρωναν τα παιδάκια τους ντυμένα τα καλά τους, πολλά παιδάκια ξένων γονιών, παιδάκια σε μετάβαση ταυτότητας, σε φροντιστήριο ελληνικότητας, με τους γονείς ανέμελους ωστόσο και μάλλον χαρούμενους για τη συμμετοχή τους. Αθήνα γαρ, κέντρο της πόλης, και στα σχολεία πάνε παιδιά Αφρικανών και Ασιατών και Βαλκανίων, σε ποσοστά που θα ξάφνιαζαν κατοίκους προαστίων, βορείων και νοτίων.
Ισως κάτι να αλλάζει, μπορεί φέτος να μη γίνει φασαρία που θα κρατά Αλβανός τη σημαία ή Ινδός ή Πακιστανός, έχει και λίγο μπερδευτεί το πράγμα, η κλήρωση, η αριστεία, πού το καλό, πού το κακό και πού τ’ ανάμεσό τους. Βγάζει λίγη αγριάδα και πρόκληση το ηχηρό μπράβο του γονιού στο παιδί του καθώς περνά μπροστά μας, αλλά βγάζει και μπόλικη ημεράδα το χαμόγελο των γονιών από τις Φιλιππίνες, από το Πακιστάν, από την Ινδία, από τη Σενεγάλη, από το Μάλι, από την Αλβανία, από τη Γεωργία, από την Ουκρανία, από τη Σρι Λάνκα, που κρατάν αγκαλιά το σημαιοφόρο νήπιό τους, Ελληνάκι πλέον, με ό,τι αυτό σημαίνει για μας και για κείνους, και γυρίζουν σπίτι τους καθώς εγώ περνώ επιτέλους τον δρόμο, αισθανόμενοι, ελπίζω, πρόσθετη συμπάθεια για την κοινή μας πόλη.
https://www.efsyn.gr/stiles/triti-matia/216712_gia-na-peraso-apenanti

Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2019

Παρελάσεις

Αν τουλάχιστον στις πρόβες παρελάσεων μάθαιναν στα κορίτσια να περπατούν σωστά και με χάρη πάνω στις τακουναρες, να αντιμετωπίζουν με ψυχραιμία τις άπειρες λακούβες και τα λοφάκια του οδοστρώματος, να μη χάνουν ποτέ την ισορροπία τους, τότε θα έλεγα ότι σε κάτι χρησιμεύουν

Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2019

Βαπτίσεις



Το παιδί της Αλβανίδας γειτόνισσας βαφτίστηκε ορθόδοξος χριστιανός στα έντεκα. Ήταν δική του απόφαση, λέει, την είχε πάρει από τα τρία, όταν γύρισε από τον παιδικό σταθμό και δήλωσε στους  γονείς του «Με λένε Κώστα!» κι όχι Ρομπέρτο, όπως έγραφαν τα χαρτιά του και τον φώναζαν στο σπίτι του. Λίγα χρόνια μετά, στο Δημοτικό, όλη η τάξη πήγε στην εκκλησία. Συζητάμε πολύ αν οι βουλευτές ορκίζονται στο Ευαγγέλιο, δεν μας απασχολεί τι περνάνε τα παιδιά. Εκεί ο παπάς δήλωσε ότι θα μπούνε μόνο τα βαφτισμένα παιδιά. Ο δάσκαλος δεν επέτρεψε την είσοδο στον Κώστα που δεν ήταν βαφτισμένος. Γύρισε μούσκεμα στο κλάμα σπίτι του, βαφτίστηκε αλά ελληνικά με την πρώτη ευκαιρία. Με το βρακάκι του βεβαίως και όλο το απαραίτητο σπρώξιμο, αλλά οικειοθελώς. Με πάθος.
Πόσο να βαφτιστεί κανείς και σε τι κολυμπήθρα, αν είναι Αλβανός και φοβίζει τους Γάλλους; Ο φιλελεύθερος Μακρόν σηκώνει τη σημαία του βέτο στην Αλβανία και τη Βόρεια Μακεδονία, που τόσο θέλουν να γίνουν μέλη της Ένωσης, ή που ήθελαν. Πρέπει να φανεί αδιάλλακτος στους εθνικιστές του. Να προλάβει την κακία της ΛεΠέν με μια δική του. Ας βαφτίζεται όσο θέλει ο Κωστάκης πρώην Ρομπέρτο, ας βαφτίζεται όσο θέλει και η Βόρεια Μακεδονία, πρώτη ΠΓΔΜ, πρώην Σκόπια για τους φίλους, κοιτάζει στα δόντια ο Μακρόν και βλέπει τη βαλκανική τερηδόνα πίσω από τον αγώνα των μικρών και αδυνάτων για συμβιβασμό και συμμόρφωση, πίσω από τις προσπάθειες των πολιτικών να ανατρέψουν λαϊκιστικές κατακτήσεις και δεκαετιών ορχήσεις.
Κι έτσι έχεις τους Βρετανούς που σέρνοντας μπήκαν στην ομάδα και μετά από μερικές δεκαετίες γκρίνιας αποφάσισαν να βγουν, κι έχεις και τους δικούς μας γείτονες που προσπαθούν χρόνια να μπουν και τους κλείνουν την πόρτα. Δεν φοβούνται οι ισχυροί να ταπεινώσουν τους λιγότερο ισχυρούς, δεν τους περνά από το μυαλό να σεβαστούν τη δύσκολη στιγμή που βάζει ο αιτών συμπερίληψη τον εγωισμό στην άκρη, κι είτε με πειθώ, είτε με χίλιες τσιριμόνιες, σκύβει το κεφάλι. Ο Βαλκάνιος με τη φήμη του σκληρού. Ο ατίθασος Αλβανός, ο πεισματάρης Βορειομακεδόνας. Λόγια μεγάλα όλ’ αυτά, αλλού ήταν οι τσαμπουκάδες.
Δεν βγάζουν το καπέλο οι ηγέτες της ΕΕ στην ιερή αυτή στιγμή της υποχώρησης, έχουν μούτρα για βέτο. Ντρέπομαι πολύ ως Ευρωπαία.

Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2019

Γεμίσαμε...

Τρόλεϊ τίγκα, αλλά εγώ καθιστή σε κείνα τα ψηλά καθίσματα, με την πανοραμική θέα. Ξαφνικά φωνές, "Το πορτοφόλι μου!" Σταματά ο οδηγός, προσπαθεί να συνενοηθεί, δεν βγάζει άκρη. Ξένες γυναίκες, δεν καταλαβαίνει. Εμφανίζεται μια ελληνίδα, "μιλάτε αραβικά;" τους λέει, αρχίζει η μετάφραση. Κι ενώ παρακολουθούμε πάντα αφ'υψηλού τη σκηνή η διπλανή μου κι εγώ, που έχουμε ήδη κοιταχτεί και χαμογελάσει, οι μπροστινοί, υπέρβαροι μάνα και γιος που έχουν κλείσει το διάδρομο με τον όγκο τους, αν και καθιστοί, αρχίζουν τη γκρίνια δυνατά: "Πω πω, γεμίσαμε από δαύτους! Κάθε καρυδιάς καρύδι εδώ πέρα! Μας έχουν μπασταρδέψει!"
Θέλεις να είσαι πολιτικά κορέκτ και δεν σε αφήνουν. Γυρίζει η διπλανή μου, σχεδόν κλαίει απο κρατημένα γέλια, "Μπασταρδεύτηκαν και μπορεί να αδυνατίσουν" μου λέει.

(Αν τα δεις στο σινεμά αυτά, λες ότι είναι υπερβολές.) 

Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2019

Μήπως φταίνε οι Καρυάτιδες;


Πριν λίγες μέρες πήρα το παραλιακό τραμ από τον τερματικό σταθμό «Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας ΣΕΦ» και  στα πλαίσια του εσωτερικού τουρισμού με στοιχεία πατριδογνωσίας που προσπαθώ συχνά να κάνω, έφτασα ως το άλλο τέρμα, το «Ασκληπείο Βούλας». Aνακάλυψα την πλαζ Α Βούλας, φτηνή είσοδος, ωραία θάλασσα, αρκετές ξαπλώστρες, κάποια  παρατημένα κτίρια στο βάθος, ατμόσφαιρα δεκαετίας του 60, που ακούγεται ρομαντικό μέχρι να πιαστεί το ρούχο σου σε κάποιο ξεκολλημένο σύρτη. Κόσμο πολύ δεν είχε,  προφανώς δεν την ξέρουν πολλοί. Θα μπορούσε στο τραμ να υπάρχει χάρτης με τις δημόσιες παραλίες, αλλά όχι, και εδώ όπως και σε όλη την πόλη, αν δεν ξέρεις ή δεν είσαι αποφασισμένος να μπεις στην περιπέτεια να μάθεις, απλούστατα δεν έρχεσαι ποτέ. Η περίφημη Αθηναϊκή Ριβιέρα είναι υπόθεση μυημένων.
Η διαδρομή διαρκεί 45 λεπτά, και μπορεί κανείς να απολαύσει πραγματικά με άλλους ρυθμούς το τοπίο της παραλιακής, να το δει όπως δεν το βλέπει όταν είναι σε αυτοκίνητο, ακόμα και σε λεωφορείο. Θα δει ανάμεσα σε κομμάτια προσεγμένα, πράσινα, καθαρά και ελκυστικά, άλλα παρατημένα, χορταριασμένα, μουτζουρωμένα, βρωμερά κι ελεεινά, με κάτι μυστήρια μισοτελειωμένα γιαπιά που δεν καταλαβαίνεις τι θέλησαν να γίνουν, κάτι ξεκοιλιασμένες κατασκευές, τιμωρημένα ίχνη λαμπρών σχεδίων. Καλά, τουλάχιστον το Ελληνικό θα φτιαχτεί, σκεφτόμουν καθώς το διασχίζαμε με το εξωτικό διαστημικό όχημα που λέγεται τραμ. Την άλλη μέρα είδα τα σχέδια για το Καζίνο, εμπνευσμένα λέει από τις Καρυάτιδες, και με όλη μου την εκσυγχρονιστική διάθεση και το θετικό μου πνεύμα, ένα ψιλοσόκ το έπαθα. Απ’ όλους τους ουρανοξύστες που μπορεί κανείς να σχεδιάσει, με όλη την ελευθερία που έχουμε συνηθίσει να θαυμάζουμε σε τέτοιου είδους κτίρια, που μπορούν να είναι τολμηρά, ευφάνταστα, να υψώνουν το βλέμμα και την ανθρώπινη αντίληψη μαζί τους, για την έρμη την «Αθηναϊκή Ριβιέρα» προτείναν αυτό το άχαρο πράγμα; Μήπως φταίνε οι Καρυάτιδες τελικά, η καταπίεση καλά και σώνει να ξεκινάς από κάτι αρχαίο; Δεν το έχουν όλοι, χρόνια και χρόνια τόσο κιτς, μόνο η Σοφία Κοκοσαλάκη, η ταλαντούχα σχεδιάστρια που πέθανε τόσο νέα μπόρεσε να το αποφύγει.
Φαίνεται ότι σε ουρανοξύστη δεν κολλάει η κορμοστασιά των κοριτσιών που στηρίζουν στέγη. Ίσως είναι κι η εποχή μας τέτοια, το κιονόκρανο στο γυναικείο κεφάλι χαλά το τοπίο γενικότερα.

Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2019

Βόρειες παραλίες


Νοτιάς επίμονος, φθινοπωρινός. Πήγα σε παραλία βορινή για να αποφύγω το κύμα, κι ήταν πραγματικά γαλήνια, με το χάδι του ανάποδου αέρα ίσα να τη ρυτιδώνει. Θαύμα. Ολομόναχη κολύμπησα σε διάφανα ήσυχα νερά, κι ύστερα βγήκα να στεγνώσω σιγομουρμουρίζοντας το στίχο «σε παραλίες σκουπιδοτόπους με κασετόφωνα κι εγώ…» Κασετόφωνο δεν είχα, αλλά όπως σε όλες τις βόρειες παραλίες είχε μαζευτεί στην αμμουδιά περιφερειακά το σκουπίδι που βγάζει ο βοριάς από τη θάλασσα. Γύρισα την πλάτη μου αποφασισμένη να κοιτάζω το μακρινό γαλάζιο, έκλεισα τα μάτια, κι αμέσως τινάχτηκα, σαν κάποιος να ερχόταν πίσω μου και να ετοιμάζεται να με πιάσει από τους ώμους. Όχι, δεν ήταν τίποτε, ο νοτιάς κουνούσε τρυφερά τα πλαστικά ράκη ανάμεσα σε ξύλινα απομεινάρια κατασκευών ποιος ξέρει τι, και ακουγόταν έτσι. Ξανάκλεισα τα μάτια, άκουσα πλήθη να πλησιάζουν, ήταν άλλος συνδυασμός ήχων από τα πλαστικά που σάλευαν και σκουντιόνταν αναμεταξύ τους.
Πώς να τα αποφύγω; Κεσέδες γιαουρτιού κατρακυλούσαν ως τα πόδια μου, σαν παραπονεμένα πλάσματα που ζητούν δικαίωση, διαφανή ποτήρια καφέ με το καπάκι τους μου έκαναν νόημα ανάμεσα σε καφάσια και σακούλες φθαρμένες που έμοιαζαν ήδη με μέδουσες στη στεριά. Αδύνατον να ηρεμήσει άνθρωπος εκεί. Δεν τραγουδούσαν Σαββόπουλο πια, σφυροκοπούσαν αφορισμούς, κάθε πλαστικό μιας χρήσης μένει για πάντα μαζί μας, τέτοια. Και πώς να πιω καφέ ρε παιδιά, πώς να πάρω χυμό, πώς να αγοράσω φρούτα; Τι νόημα έχει να ενοχοποιείς τον καταναλωτή όταν δεν έχει άλλες επιλογές; Άντε, κουβαλάω μια τσάντα για ψώνια μαζί μου, αλλά τα λαχανικά πού να τα βάλω για ζύγισμα; Άσε κι εκείνα που τα πουλάνε τυλιγμένα, πώς να ζήσει το μπρόκολο γυμνό από το μποστάνι στον πάγκο;
Τα μάζεψα κι έφυγα σαν κυνηγημένη. Μέχρι να λυθεί το μέγα θέμα παραγωγής ενέργειας για όλο και μεγαλύτερες ανάγκες, εμείς δεν θα έχουμε λύσει καν το μικρούτσικο των απορριμμάτων μας, κι όσο κουβεντιάζουμε για τα μεγάλα τόσο τα μικρά θα παίρνουν το δικό τους δρόμο ανέμελα για βόρειες παραλίες να παίζουν με τους ήχους και να μη μας αφήνουν σε ησυχία. Γιατί όταν συζητάμε για τη σωτηρία του πλανήτη, είμαστε πολύ σοβαρά απασχολημένοι, σιγά μην καθόμαστε να μαζεύουμε τα σκουπίδια μας.

Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2019

Οικολογικό σχολικό φθινόπωρο

Μεσημεράκι στις 12 Σεπτεμβρίου, δεύτερη μέρα που είχαν ανοίξει τα σχολεία, ένας δάσκαλος έφτασε για μπάνιο στην παραλία. «Δεν ξεκινήσατε μαθήματα;», ρώτησαν οι γνωστοί του. «Οχι, μοιράσαμε απλώς βιβλία κι ύστερα τα διώξαμε τα παιδιά». Την προηγούμενη μέρα είχαν κάνει αγιασμό, ύστερα έδιωξαν τα παιδιά.
Δυο μέρες κέρδισε για μπάνια, καταλάβαινα την ικανοποίησή του. Τι πιο δελεαστικό από τα φθινοπωρινά μπάνια στην αττική θαλασσίτσα; Θα ήταν καλή ιδέα να καθιερώνονταν και στο σχολείο. Πρώτη μέρα: αγιασμός κι ύστερα μπάνιο. Δεύτερη μέρα: αγιασμός κι ύστερα μπάνιο.
Επίσης για τις Παρασκευές, που στο εξής θα γίνονται διαδηλώσεις για οικολογική διαμαρτυρία, θα μπορούσε να καθιερωθεί για Σεπτέμβριο και Οκτώβριο διαμαρτυρία με μπάνιο ως εξής: συγκέντρωση στο Σύνταγμα και πορεία ώς το Φάληρο όπου και το μπάνιο. Εννοείται χωρίς αυτοκίνητα, άντε κανένα τραμ, αλλιώς τι οικολογία κάνουμε;
Αναρωτιέμαι αν θα διατηρηθεί αυτή η οικολογική Παρασκευή αργότερα, όταν ο καιρός θα κρυώσει, να προτείνω βόλτες στα βουνά. Εκτός από τα μπάνια υπάρχει και το περπάτημα στη φύση, εξίσου απολαυστικό και χρήσιμο.
Καλύτερες και πιο τακτικές οι οικολογικές Παρασκευές από το να χάνονται μαθήματα μόνο με τις γενικές συνελεύσεις των δασκάλων. Ξέρετε ότι οι γενικές συνελεύσεις γίνονται σχολικές ώρες και κλείνουν τα σχολεία όπως σταματούν τα τρόλεϊ και τα λεωφορεία; Ω ναι, αλλά δεν αφορά παρά τους μαθητές των δημόσιων σχολείων, οπότε δεν χάλασε ο κόσμος. Οι οποίοι αυτή την εποχή χάνουν και κάμποσα μαθήματα για τις πρόβες της παρέλασης, ύστερα έχουν τη 17 Νοέμβρη και ούτω καθεξής.
Εχουμε ξεπεράσει την εποχή που αγχώνονταν μαθητές και δάσκαλοι για τη σχολική ύλη που δεν προλάβαινε να παραδοθεί. Ζούμε στην εποχή των θεμάτων SOS. Ισα που προλαβαίνουν τα παιδιά να αρπάζουν λίγη εθνική συνείδηση, λίγη ταξική συνείδηση, λίγη ελληνορθόδοξη κατήχηση, τα βασικά δηλαδή που χρειάζονται για να πορευτούν στον ευλογημένο τόπο, για να μπορούν να ανήκουν κάπου, να γίνονται πιστοί οπαδοί. Σαν πιόνια ριγμένα στα ταλέντα των ηγετών, όποιος τα κερδίσει, πατρίς, θρησκεία, ιδεολογία, τώρα πλέον και Οικολογία.
Κανείς δεν πήγε χαμένος επειδή δεν ήξερε Φυσική ή Κοσμογραφία ή Γραμματική. Ενώ αν μάθεις να μαθαίνεις, να σκέφτεσαι, να ερευνάς, να δημιουργείς, να αλλάζεις, κάνεις τη ζωή σου δύσκολη, και στο ελληνικό σύστημα κινδυνεύεις να χάσεις τις υπέροχες αναμνήσεις οικολογικών, ταξικών, εθνικών, θρησκευτικών και δεν ξέρω τι άλλων ενθουσιασμών.

Αποφάσεις του Φθινοπώρου

Η καινούργια χρονιά αρχίζει τώρα, έστω κι αν τυπικά είμαστε στον μήνα τον ένατο που λέγεται έβδομος. Ως ένατος εγκυμονεί πάντα τη νέα αρχή, τώρα που ανοίγουν τα σχολεία ξεκινάμε κι οι μεγάλοι τα νέα μας προγράμματα, τις νέες αποφάσεις μας για περισσότερη γυμναστική, πιο υγιεινή διατροφή, εργατικότητα, λιγότερες αναβολές, τάξη και πειθαρχία και στόχους για δημιουργία. Ή αλλαγές στην καθημερινότητα, αντιμετώπιση αναγκών, υποσχέσεις αναζήτησης, οργάνωση κι αγώνα.
Υποσχέσεις: Θα κάνουμε συζητήσεις πρωτότυπες, δεν θα μας παρασύρουν τα δολώματα της επανάληψης στην εύκολη ηδονή των αντιπαραθέσεων για τα ίδια και τα ίδια. Δεν θα τσακωθούμε για τον ευρωπαϊκό τρόπο ζωής και αν χρειάζεται υπεράσπιση, εξάλλου τι σχέση έχουμε εμείς με δαύτον;
Δεν θα τσακωθούμε για το αν έπρεπε να αναγράφεται το θρήσκευμα στα απολυτήρια, ούτε καν με τον ταξιτζή που ήθελε τόσο πολύ να τσακωθεί και έμεινε με την όρεξη. Οχι κύριε, δεν θα αθετήσω εγώ τις υποσχέσεις στον εαυτό μου επειδή εσύ πλήττεις όλη μέρα στο τιμόνι και ξύνεις τα νυχάκια σου.
Ούτε στην αλλαγή ονόματος των σταθμών μετρό που δεν θα γίνει θα τσιμπήσουμε, ούτε στη εθνική συνείδηση που πρέπει να διαμορφώνει το μάθημα της Ιστορίας, ήμουνα νια και γέρασα, προώρως μπορώ να σου πω, σαν τις ελεύθερες ρίζες αυτές οι συζητήσεις, φθείρουν τους ιστούς. Οχι, είναι ανθυγιεινά θέματα και θα τα αποφεύγουμε όπως τα ζωικά λίπη.
Φέτος όλα θ’ αλλάξουν. Φέτος θα εμβαθύνουμε, θα πρωτοτυπήσουμε και θα ξεκινήσουμε μια καινούργια ξένη γλώσσα. Δεν θα ασχοληθούμε με το μάθημα των Θρησκευτικών κι αν το Συμβούλιο της Επικρατείας είπε ότι πρέπει να γίνει κατήχηση, ξέρουμε ότι αν δεν σε κατηχεί το σπίτι σου ας χτυπιέται το σχολείο, δεν κατηχείσαι με τίποτε, αλλά ας αποφύγουμε για λίγο ακόμα να συνειδητοποιήσουμε πόσο βαρετές είναι όλες οι συζητήσεις γύρω μας και με πόση ευκολία ετοιμαζόμαστε να παθιαστούμε να τις ξανακάνουμε ενώ στέγνωσε πια κι η λιμνούλα με το πάθος, η λίστα με τα επιχειρήματα, η δεξαμενή με τις λέξεις.
Ξηρασία απειλεί τον δημόσιο λόγο, κάθε συζήτηση σαν τελετή επιβεβαίωσης ίδιων και παμπάλαιων θέσεων, σαν χορός χωρίς κινήσεις, από γέρους χορευτές με λουμπάγκο.
Οχι, κύριοι. Θα γραφτούμε σε μαθήματα αληθινού χορού και θα διατηρήσουμε το καλοκαιρινό μαύρισμα με κάθε θυσία.

Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου 2019

Πόσο αντέχουν οι σύγχρονοι τοίχοι



Πριν μερικά χρόνια είχαμε δει ένα πολύ εντυπωσιακό ρεπορτάζ: οι παλιοί κάτοικοι της Αμμοχώστου πήγαν επίσκεψη στα σπίτια τους. Άνοιγε το συρματόπλεγμα που έχει ζώσει την πόλη όπως το αγκαθωπό δάσος του παραμυθιού τον στοιχειωμένο πύργο της βασιλοπούλας, και φαινόταν μια πόλη άδεια, με τους δρόμους και τις προσόψεις των κτιρίων, παγωμένη στο χρόνο, σαν σύγχρονη Πομπήια, μια πόλη που έμεινε πίσω σχεδόν ολόκληρη κι ανέγγιχτη- τα ακίνητά της τουλάχιστον- για σαράντα χρόνια. 
Έμοιαζε με σύγχρονο παραμύθι, υπήρχε βέβαια η ελπίδα πίσω απ’ όλη αυτή την τελετή, ότι κάτι θα άλλαζε, κάτι θα γινόταν για να ζωντανέψει η πόλη ξανά, να ξαναβρούν τα σπίτια τους οι άνθρωποι που τα εγκατέλειψαν βίαια τότε, στην εισβολή του 1974. Φαινόταν ότι θα μπορούσε να βρεθεί ο τρόπος, γίνονταν κάποιες κινήσεις καλής θέλησης από την τουρκοκυπριακή πλευρά, και είχαμε σκεφτεί ότι η ιστορία που ξεκίνησε τόσο άγρια επί ελληνικής χούντας θα ξεπερνιόταν επιτέλους, θα βρισκόταν η λύση, είχε ρίξει και ο ΟΗΕ τα ταλέντα του στην προσπάθεια, άδικα αν κρίνουμε εκ του αποτελέσματος, και στον αιώνα μας θα βλέπαμε αυτά που είχαν γίνει στο παρελθόν να διορθώνονται. Θα ήταν κάτι πρωτοφανές, ή όχι και τόσο, δεν ξέρω, δεν έχω στραγγίσει την παγκόσμια Ιστορία, κάτι τόσο σύγχρονο πάντως, κάτι διαφορετικό, όχι επαναλήψεις μεγαλύτερων βαρβαροτήτων με χαμένες πατρίδες.
Πέρασε  ο καιρός και οι τελετές έμειναν τελετές. Η πόλη παραμένει παγωμένη, σα να χτίζει στους σαθρούς της πια τοίχους όλη την παγωμάρα του ΟΗΕ μπροστά στα περιπλεγμένα ζητήματα. Περιπλεγμένα γιατί πάντα συνάπτονται με τους εγωισμούς των ηγετών, τους φόβους των πολιτικών, την προκατάληψη που συνοδεύει την έννοια των συμβιβασμών.
 Φαντάζεται κανείς τα άδεια σπίτια να τρίζουν από τον αέρα τις νύχτες, τέτοιες μέρες, τέτοιον αέρα, τις εικόνες της ακμής τους στα μυαλά των ανθρώπων που την πρόλαβαν ζωντανή, που την παρακολουθούν τόσο καιρό μαρμαρωμένη, την ψυχολογία τους που θα άξιζε κάποτε να ερευνηθεί, να αναδειχθεί, κάπως να γίνει κατανοητή. Πράγματα που γίνονται όταν οι καταστροφές έχουν συντελεστεί πια και δεν μένει παρά η σοφία των ερευνών πάνω στα ερείπια. 
 Ας μην αποφασίσουμε ότι αυτό μόνο, τέτοιες έρευνες, τέτοιες καλλιτεχνικές απεικονίσεις, είναι που μπορεί να περιμένει κανείς από τις πολιτικές εξελίξεις. Περιμένουμε ακόμα.
 Το να επιστρέψουν κάποτε οι άνθρωποι στα σπίτια τους, να το δούμε αυτό, να το ζήσουν εκείνοι, να το ζήσει ο κόσμος, θα είναι πιο σημαντικό για όλες τις πλευρές, θα έχει περισσότερο ενδιαφέρον.

Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου 2019

Το εξοχικό ως κάψουλα του χρόνου



Στο εξοχικό είμαστε παιδιά όσο οι γονείς μας ζουν. Μας υποδέχονται εκεί όπως μας υποδέχονταν στο σπίτι που μεγαλώσαμε, μας φροντίζουν με την ίδια επιμονή, ίσως και λίγο παραπάνω τώρα, έχουν περισσότερο χρόνο. Τους πηγαίνουμε ψώνια από την πόλη όπως κάποτε τους πηγαίναμε τους ελέγχους του σχολείου, περιμένουμε επιδοκιμασία όπως τότε, κι είναι δύσκολοι, όπως ήταν τότε.
Στο εξοχικό ζούμε σε κάψουλα του χρόνου, μένουμε στο παιδικό δωμάτιο. Όταν φέρνουμε μαζί μας τα παιδιά, τα εγγόνια τους, τότε η κάψουλα του χρόνου μετατίθεται στην εποχή που ζούσε μαζί η ευρύτερη οικογένεια, σε κάποιο χωριό κάποτε, σε κάποιο μέγαρο με παράσπιτα. Χαλαρώνουμε σα να μη χρειάστηκε ποτέ ν’ ανοίξουμε τα φτερά μας, να βρούμε δουλειά που θα συντηρούσε δικό μας διαμέρισμα, να αποδείξουμε ότι κάτι αξίζουμε τέλος πάντων, να ικανοποιήσουμε τα στάνταρ για το μισθό, για το σύντροφο, για τους φίλους, για τα παιδιά. Χαλαρώνουμε σα να ήταν πάντα στοργικοί γονείς χωρίς απαιτήσεις, μπορούμε να απλώνουμε τα πόδια στην απέναντι καρέκλα σα να είμαστε φίλοι, σα να ήμασταν λέει πάντα φίλοι. Αποδεκτές οι ανάγκες για σπορ και βόλτες και ξεκούραση και εξόδους, επιτέλους, όλα αυτά που υπήρξαν κάποτε τόσο δύσκολα. Μέχρι και να κουτσομπολέψουμε χωρίς άγχος, κρατά, λέει, γερά η βασική συμμαχία, η οικογένεια, δεν αμφισβητείται η προσωπικότητα, οι βασικές επιλογές. Πάνε αυτά, ξεπεράστηκαν, κι εν πάση περιπτώσει είναι γλυκός ο αέρας, είναι δροσερή η θάλασσα, είναι σωστά αλατισμένο το ψαράκι, κι όλα καλά κι αγαπημένα. Τρεις γενιές, ενίοτε τέσσερεις, χωρίς εντάσεις, χωρίς ανταγωνισμούς, σα να πέρασε η ζωή ολόκληρη βαρκούλα απαλή στο κυματάκι.
Κάποια στιγμή φεύγουν οι γονείς και μένει το σπίτι πολύ παράξενο στα μάτια των παιδιών που είναι ήδη γονείς κι αυτοί, που είναι ήδη παππούδες. Πόσα πράγματα έχουν συσσωρευτεί, αρχίζοντας από τα πρώτα έπιπλα, τις παλιατσαρίες που ήρθαν εδώ από το διαμέρισμα αντί για άλλα έπιπλα όταν δεν υπήρχε το ΙΚΕΑ και τα άλλα φτηνά καταστήματα. Ντιβάνια μεταλλικά, αν είναι δυνατόν, με σωμιέδες. Δεν υπάρχει μουσείο να τα δώσουμε; Γουδί και γαβάνι για την παρασκευή σαλτσών και γλυκών, με αναμνήσεις πίσω στη δεκαετία του 60, πριν εφευρεθούν τα μίξερ. Τα πρώτα τάπερ που τα πουλούσαν σε πάρτι, τόσο συνταρακτική καινοτομία, σε σχήματα απολύτως άβολα, που ήρθαν εδώ μήπως και βρουν προορισμό, γιατί εδώ θα γίνονταν πράγματα πρωτάκουστα, όπως πρωτάκουστο ήταν το ιδιόκτητο σπίτι κοντά στη θάλασσα για τις διακοπές. Μετά τα δωμάτια με τσιμεντένιο πάτωμα και άβαφες πόρτες όπου κοιμόμασταν κι οι τέσσερεις μαζί, τις βρυσούλες που κρέμονταν στο δέντρο με όσο νερό χωρούσε μισός ντενεκές, ξαφνικά ένα σπίτι αληθινό, μετά τις στρωματσάδες και το ξέπλυμα με λάστιχο, ξαφνικά ένα διαμέρισμα με κανονικό νιπτήρα και μπανιέρα, και κουζίνα, και τζάκι, και όλα τα κομφόρ.
Δεν είχε γεμίσει βίλες η ελληνική ύπαιθρος ακόμα και τα νησιά, τα δε παραθεριστικά συγκροτήματα ήταν καινούργια ιδέα. Ίσως ήμασταν η πρώτη γενιά που έζησε την εξοχή σαν περιβάλλον ανάπαυσης και απόλαυσης, όχι μόχθου, τόσο μαζικά, αλλά έβαλε και μια πιατοθήκη στον τοίχο να θυμάται την ωραία πλευρά των στερήσεων. Ύστερα, όλα έπρεπε να επινοηθούν, η άνετη ζωή, οι διακοπές, η ρουτίνα του μπάνιου στη θάλασσα ως τρόπος ζωής. Κι επινοήθηκε η επιστροφή στα παλιά, η διευρυμένη οικογένεια χωρίς τους εξαναγκασμούς και τις εντάσεις της, σαν ντεκόρ πια γενναιοδωρίας και κατανόησης.
Πρώτο καλοκαίρι χωρίς τη μαμά μου, μαζεύω πράγματα στο σπίτι που μας περίμενε και που πάντα πηγαίναμε να τη βρούμε, να συναντηθούμε, νιώθω το βλέμμα της πάνω μου, περιμένω ακόμα την έγκριση της.
Αγαπούσαμε κι οι δυο τη θάλασσα, με έμαθε να κολυμπώ από νήπιο, κι ως τον προηγούμενο Αύγουστο την ξαναβρίσκαμε μαζί.  Ωραία περάσαμε μανούλα. Κι αν καταφέρω να πετάξω παλιά πράγματα από το εξοχικό, τη θάλασσα θα την βρίσκω πάντα καινούργια.

Τετάρτη 4 Σεπτεμβρίου 2019

Mυστικά για τα παιδιά



              Όπως κάθε χρόνο έτσι και φέτος γέμισαν ειρωνεία τα κοινωνικά δίκτυα για τα παιδιά που πέρασαν με χαμηλούς βαθμούς στα Πανεπιστήμια. Ειρωνεία κι ένα ψέμα, ότι περνούν με «κάτω από τη βάση», ενώ όλα έχουν Απολυτήριο, αλλιώς δεν θα περνούσαν. Είναι τόσο απλό, αλλά οι απελπισμένοι με το επίπεδο βαθμολογίας δεν θέλουν να το ξέρουν, κι έχω βαρεθεί τόσα χρόνια να το γράφω και να το ξαναγράφω. Άλλο θέλω να πω σήμερα, έστω κι αν δεν ξέρω αν θα βρεθεί ενδιαφερόμενος να το διαβάσει.
Θα ήθελα να πω στα παιδιά που μπήκαν, έστω κι όχι ακριβώς στη σχολή που ήθελαν, έστω και με βαθμούς που κάνει τους γνωστούς τους να σηκώνουν το φρύδι, αυτό που λέω κατ’ ιδίαν σε όσα παιδιά γνωρίζω, όλων των ηλικιών, για το παρόν τους και για το μέλλον τους. Πρώτον, μπράβο τους και δεύτερον, να μην ξεχνούν ότι είναι πολύ τυχερά.
Είναι πολύ τυχερά διότι δεν μπαίνουν απλώς σε μια σχολή, αλλά σε ένα σύστημα το οποίο τους ανοίγει ορίζοντες που δεν φαντάζονται. Ίσως αυτό δεν είναι τόσο φανερό στην Ελλάδα όπου τα τμήματα είναι κλεισμένα αεροστεγώς, όμως ας μην περιμένουν την εκπαιδευτική επανάσταση, ας τα πάρουν έτσι όπως είναι. Υπάρχει το αντικείμενο που τα περιμένει, υπάρχουν τα κτίρια, η υποδομή, έστω μουτζουρωμένη και βανδαλισμένη, ας μην ασχοληθούν με τη γκρίνια. Καλό θα ήταν να έβρισκαν τελειόφοιτους στην είσοδο να τους ξεναγήσουν, όπως γίνεται σε μερικά ευρωπαϊκά Πανεπιστήμια, αλλά αφού δεν θα βρουν, ας ψάξουν μόνοι τους ανθρώπους που θα απαντήσουν στις ερωτήσεις τους, όχι απαραίτητα από τα κομματικά τραπεζάκια. Αλλά ακόμα κι αυτά, αν υπάρχουν ακόμα, γιατί όχι;
Σημασία έχει ότι κέρδισαν τον κόσμο της διδασκαλίας, πιο πλατύ, πιο ανοιχτό, πιο προνομιακό από ποτέ, και μαζί το χρόνο της και τους ανθρώπους της. Στη σχολή θα βρουν τους δασκάλους, αν θελήσουν να τους δεχτούν για δασκάλους, τους αυριανούς συναδέλφους ή συνεργάτες, τους φίλους και τους εχθρούς. Κι αν δεν είναι αυτή που διάλεξαν, ας δουν τι μπορούν να πάρουν και πού να οδηγηθούν, γιατί δεν είναι μόνο η πόρτα των Πανεπιστημίων της Ελλάδας που τους άνοιξε με το Απολυτήριο τους, αλλά όλου του κόσμου. Κι αν πήραν χαμηλό βαθμό σε κάποιο μάθημα κι οι σοφοί σχολιαστές τους κάνουν να ντρέπονται, δεν έχει καμία σημασία.

Τετάρτη 28 Αυγούστου 2019

Η κουζίνα της μανούλας μου

Πιάνω να ξεκαθαρίσω κάπως την αποθήκη στο εξοχικό, πράγματα χρόνια αχρησιμοποίητα στα ράφια. Παλιά κουτιά από τσάι που σκούριασαν, αλουμινένιες φόρμες για γλυκά, το ξύλινο γουδί. Η κουζίνα της μαμάς μου είναι μάλλον κληρονομιά της από την κουζίνα της γιαγιάς, αυτά τα πράγματα ήταν παλιά αφότου ήμουν παιδί. Στο γουδί έχει γίνει συγκόλληση του ξύλου, ένα τέτοιο κομμάτι δεν πετιέται φυσικά, αλλά πρέπει να το γυαλίσουμε και να το στολίσουμε κάπου στο σαλόνι, και δεν είμαι σίγουρη αν έχουμε σαλόνι.
Στο εξοχικό αυτό που έφτιαξαν οι γονείς μου τη δεκαετία του 70, έφεραν τις παλιτσαρίες του αθηναϊκού διαμερίσματος για να το εξοπλίσουν, αυτό το γουδί ας πούμε έχει να χρησιμοποιηθεί από τότε που βγήκαν τα μίξερ. Έφτιαχναν σ' αυτό τη μαγιονέζα, θυμάμαι να προσπαθώ πολύ μικρή να βοηθήσω τη μαμά μου στάζοντας το λάδι σαν κλωστή, δεν έπρεπε να πέσει παραπάνω ούτε λιγότερο. Πώς το κατάφερνα κι εγώ δεν ξέρω, αλλά το έκανα, με χαρά με ενθουσιασμό, και είχαμε φτιάξει μαγιονέζα, εκείνη χτυπούσε το γουδοχέρι με το σωστό ρυθμό. Πόσες φορές έγινε αυτό; Ελάχιστες, η μαμά μας δεν ήταν της μαγειρικης, όπως φρόντιζε να μας τονίζει ακόμα κι όταν δεν της είχε μείνει άλλη ασχολία από το να μαγειρεύει για μας θέλαμε δεν θελαμε.
Τότε, την εποχή του γουδιού, η δουλειά της δεν της άφηνε χρόνο ν' ασχοληθεί. Λίγες φορές μόνο είχε γίνει αυτό, ίσως μετρημένες στα δάχτυλα. Είχαμε κάποτε πλάσει κουλουράκια σε μια ανοιχτή πήλινη λεκάνη. Με είχε αφήσει να φτιάξω κι εγώ μερικά, και τα είχε ψήσει δίπλα στα δικά της. Ύστερα είχε εκνευριστεί για κάποιο λόγο, θα είχα πασαλείψει μάλλον παραπάνω απ' όσο χρειαζόταν την κουζίνα. Δεν είχε χρόνο για τέτοια, δούλευε στην Τράπεζα το πρωί, και συχνά ξαναπήγαινε το απόγευμα για υπερωρίες, να εξοφληθεί το σπίτι. Λίγες ακριβές αναμνήσεις έχω μαζί της στην κουζίνα.  Είχαμε φτιάξει αυτή τη μαγιονέζα, και στο άλλο γουδί, το γαβάνι, (ή μήπως αυτό είναι το γαβάνι;) με είχε βάλει να κοπανήσω καρύδια για το χαλβά της Ρήνας. Έφτιαχνε στις γιορτές αυτό τον χαλβά για πολλά χρόνια, μέχρι πριν μια πενταετία νομίζω, ένα γλυκό εξαιρετικό, δεν έχω φάει καλύτερο και δεν με συγκίνησε ποτέ κανένα άλλο τέτοιου είδους, ραβανί, πορτοκαλόπιτες, καρυδόπιτες κλπ. Τίποτε, πάντα από ευγένεια τα έτρωγα όλα τούτα. Τώρα που το σκέφτομαι, μπορώ άνετα και να τα κόψω. Ο οποίος χαλβάς έμπαινε σ' αυτή τη φόρμα με το μάνταλο, για να γίνεται σφιχτός, πολύ περίπλοκη διαδικασία που ποτέ δεν συμμετείχα αφότου το μπλέντερ αντικατέστησε το γαβάνι. Ή το γουδί. Μάλλον, και τα δυο.
Ποτέ της δεν μαγείρεψε αργά και περιγραφικά, όπως ο μπαμπάς μας που ανέλυε τα υλικά και τη διαδικασία χαμογελώντας, σα να μας παρουσίαζε κάποιο θίασο ποικιλιών. Όχι ότι έμαθα τίποτε κι απ' αυτόν, τα εξωτικά του φαγητά χάθηκαν δια παντός μαζί του. Η μαμά πάντα βιαζόταν, όλο κάτι καλύτερο είχε να κάνει, ουσιαστικά ασχολήθηκε με τη μαγειρική ως γιαγιά. Τότε καθιέρωσε τη στολισμένη σφυρίδα με μαγιονέζα που έκανε πάταγο σε κάθε της εμφάνιση.
Πρέπει να πετάξω τα σκουριασμένα κουτιά με τις Κινέζες. Θα ήθελα να έχω ένα παραπάνω διαμέρισμα για μουσείο της οικογένειας, θα άρεσε πολύ στα παιδιά μου, θυμώνουν όταν πετάω το παραμικρό. Ελπίζω να συμβιβαστούν με τη φωτογραφία. Το ξύλινο γαβάνι ή γουδί, θα το κρατήσω μάλλον.

Τρίτη 20 Αυγούστου 2019

Κατι που μου άρεσε



Υπήρχαν ακόμα στη δεκαετία του 70 στην Αθήνα ένα σωρό παλιά μεγάλα σπίτια, όπου η ζωή θα έπρεπε να είναι εντελώς διαφορετική από ό,τι στα διαμερίσματα.  Μερικά είχαν εκτός από την κυρίως τους είσοδο, πάνω στο δρόμο, μια ακόμα δίπλα, απ’ όπου έμπαινες στην αυλή και τον πίσω κήπο τους. Αυτή η εξωτερική διαρρύθμιση ήταν αδιανόητη για κάποιον που ζούσε σε διαμέρισμα, άσε δε και την εσωτερική διαρρύθμιση με την εσωτερική σκάλα και την κουζίνα που είχε ίσως κάποια άλλη δική της σκάλα η οποία έβγαζε στο υπόγειο. Κάποια μέρα λοιπόν ο Γιώργος Μπράμος που ήταν καινούργιος φίλος, τον είχα γνωρίσει από μια παλιά φίλη, αλλά με κάποιο τρόπο δημιουργούσε ευχάριστη οικειότητα αμέσως μόλις τον γνώριζες, μου πρότεινε να κάνουμε βόλτα στα Εξάρχεια, στις παρυφές του Λυκαβηττού, θα σου δείξω κάτι που θα σου αρέσει, είπε. Τι, τι, ρωτούσα εγώ καθώς πηγαίναμε, κι εκείνος έλεγε, μα περίμενε λίγο! Ήμουνα πολύ περίεργη τι είχε σκεφτεί ότι θα μου άρεσε, ακόμα και για την ίδια την ιδέα να μου το δείξει, ποιος νοιαζόταν με τέτοια τη στιγμή που είχαμε πάντα πολύ μεγάλα, τεράστια και σοβαρά θέματα να μας απασχολούν; Το τι αρέσει στον καθένα και να του το δείξουμε κιόλας; Γι αυτό τον αγάπησα νομίζω, από εκείνη την πρόταση και μόνο, πολλά χρόνια πριν. Κάτι που μου άρεσε πράγματι, ήταν ένα παλιό σπίτι στο οποίο δεν μπήκαμε από την κυρίως πόρτα αλλά από την πλαϊνή, εκείνη της αυλής, και στο πίσω μέρος υπήρχε ένα άλλο μικρό σπιτάκι               όπου έμεναν ίσως κάποτε οι υπηρέτες του μεγάλου σπιτιού, ποιος ξέρει, και μας υποδέχτηκε εκεί χαμογελαστή μια φίλη του, μια γοητευτική κοπέλα η οποία έγινε αμέσως δική μου, από τις πιο αγαπημένες μου. Το ήξερα, έλεγε μετά, χαμογελώντας ευχαριστημένος. Μα τι ήξερες, ότι θα μου άρεσε το σπιτάκι, ότι θα μου άρεσε η Αλίκη; Είναι δυνατόν να ήταν δημιουργία σου δηλαδή η φιλία μας, επειδή μας σκέφτηκες μαζί, να ήσουν κάτι σαν τους μάγους του Μπόρχες ξέρω γω για μας, να μας φαντάστηκες και να υπήρξαμε; Όπως το σούπερ μάρκετ που έλεγε ότι διαλέγει πριν από μας για μας, αλλά κάτι πολύ πιο δύσκολο και ειδικό;
Τον πίστεψα πάντως, εξάλλου το επιβεβαίωσε κι άλλες φορές αργότερα.  Φανταζόμουν ως πριν λίγες μέρες που πέθανε ο Γιώργος ξαφνικά, ότι πάντα ήξερε κάτι που θα μου άρεσε κι εγώ ακόμα δεν υποπτευόμουν καν ότι υπάρχει, και θα μου το αποκάλυπτε κάποια στιγμή για να  χαμογελάσει.




Σάββατο 17 Αυγούστου 2019

Μνήμη Γιώργου Μπράμου

 Θυμάμαι βόλτες με τον Γιώργο Μπράμο.

Τι δουλειά είχαμε εμείς να κυνηγάμε τους καημούς των πατεράδων μας, να ζητάμε τα ρέστα; Να ζητάμε να βγάλουμε άκρη και θετικό συμπέρασμα από τα αποτυχημενα ήδη συστήματα, να τα επενδύουμε με όλη την ανατρεπτική διάθεση της νιότης μας;
Λάθος όλα, παρεξήγηση από την αρχή, όμως τουλάχιστον συναντηθήκαμε στη συλλογική αυτή αυταπάτη, κι αν την κρίνεις εκ των υστέρων με μετρο τη συγκίνηση της επαφής μας, τις προσπάθειες να ξεπεράσουμε τους εαυτούς μας, την αποκάλυψη της προσωπικότητας μερικών από τους παλιούς φίλους, αυτή την πάντα τόσο δυνατή, τόσο απρόσμενη, τόσο ολόσωμη να το πω έτσι, συγκίνηση, αυτή η συγκίνηση, η κοινή πίστη στον ουτοπικό στόχο υπό το φως των συναντήσεων μαζί τους αξίζει όσο κάθε άλλη.

Toυρίστας αμετανόητος

 Αδειοι είμαστε φέτος –γκρινιάζει ο φούρναρης στο μαγαζί που μπήκαμε για μια τυρόπιτα–, όλος ο κόσμος πάει στην Τουρκία! Εδώ έρχονται και παίρνουνε πακέτο ημιδιατροφή στα ξενοδοχεία, δεν βγαίνουν καθόλου να πάνε στα μαγαζιά!

Κουνάω το κεφάλι με κατανόηση. Οσο θυμάμαι τους εμπόρους πάσης φύσεως, γκρινιάζουν για πτώση στις δουλειές. Ομως για να παρκάρω στο «άδειο» θέρετρο, έπρεπε να περιμένω να φύγει κάποιος, να ελευθερωθεί θέση στο πάρκινγκ. Μπορεί και να έχει δίκιο.

Ποιος ξέρει; Μέχρι να βρει χαρτοσακούλα και να κόψει απόδειξη έχει αποφανθεί ότι με το ζόρι γέμισαν για μια βδομάδα μόνο τα καταλύματα, και πάει, είμαστε χαμένοι, δεν έχει μέλλον η χώρα. Είχα σκοπό να φύγω μετά, αλλά σχεδόν ενοχικά πήγα και κάθισα στο καφενείο της πλατείας. Είχε κόσμο, είχε δροσιά, ήταν ωραία, πήρα ένα χυμό, πήγα και στην τουαλέτα.

Αυτό το τελευταίο απεδείχθη κακή ιδέα. Οχι ότι πρώτη φορά έβλεπα τουαλέτα βρόμικη, γεμάτη χαρτιά, με καζανάκι που δεν έβρισκες πώς δουλεύει και μυρωδιά απλυσιάς ημερών, αλλά μετά τις δυσοίωνες προβλέψεις του φούρναρη, κάπως μου κακοφάνηκε. Το είδα κι εγώ γενικά, και πατριωτικά.

Εχει μέλλον η χώρα; Σίγουρα, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να έχει καθαρές τουαλέτες. Ακόμα κι αν δεν έχει μέλλον, όμως, πες ότι τελειώνει σε λίγους αιώνες, σε λίγες δεκαετίες, σε λίγα χρόνια έστω, τι πειράζει αν ώς την έσχατη στιγμή έχει τουλάχιστον καθαρές τουαλέτες;

Βγαίνοντας και παίρνοντας βαθιές ανάσες του ωραίου ελληνικού αέρα, παρατηρώ τη διαφορά του έξω από το μέσα, το πιο μέσα, αυτά τα μικρά δωμάτια που παριστάνουν τις τουαλέτες. Απ’ έξω δροσοστόλιστη ομορφιά, γλυκιάς σκιάς χειροπιαστό το χάδι, και μέσα στην ολόκλειστη μεριά, την τρύπα αυτή που παίρνει κάθε μέρα την όψη τουαλέτας, με χαλασμένο φως πολύ συχνά, τρεμάμενα ψάχνεις το πόμολο να κλείσεις, λίγο χαρτί γυρεύεις και δεν βρίσκεις… κ.λπ. κ.λπ.

Παράπονο δεν έχω, τόσα χρόνια που τριγυρίζω στην Ελλάδα δεν έπαθα τίποτε από ημιακάθαρτες τουαλέτες. Εξαιρείται ένα είδος ενοχής που πάντα με πλημμυρίζει. Τι δουλειά έχεις εδώ; σα να σου λέει η παραμέληση. Γιατί δεν είσαι σπίτι σου, σουρτουκεύεις, αλητεύεις, βάζεις σε κόπο τους ανθρώπους, είσαι εκτός τόπου, ίσως κι εκτός χρόνου; Βγαίνω με την περιηγητική μου διάθεση ψαλιδισμένη, αλλά όποιος νομίζει ότι το βάζουμε κάτω οι τουρίστες με κάτι τέτοια, κάνει λάθος. Εκτός αν δεν κάνει.

Δευτέρα 12 Αυγούστου 2019

Ο κρυμμένος θησαυρός του Πηλίου

H Δράκια, το χωριό της γιαγιάς μου, είναι το καλύτερα κρυμμένο μυστικό του Πηλίου. Δεν υπάρχει ταμπέλα στην Αγριά να σε οδηγεί να στρίψεις, να βρεις το δρόμο της. Και φυσικά δεν αναφέρεται πουθενά ότι μπορείς να πας εύκολα από εκεί στο Χάνια και στο χιονοδρομικό στις Αγριόλευκες, κι απο τα Χάνια σε όλο το ανατολικό Πήλιο. Ούτε στο χωριό επάνω υπάρχει τέτοια ταμπέλα, ούτε όμως και στα Χάνια ο δρόμος δείχνει από πού να στρίψεις για Δράκια. Λες και γίνεται κάποια συνωμοσία για να μείνει κρυμμένη, άγνωστο για ποιους λόγους.
Όταν φτάσεις τελικώς, και θέλεις να δεις το αρχοντικό της που ανακαινίστηκε με επιδότηση του ΥΠΠΟ, δεν μπορείς διότι οι ιδιοκτήτες λείπουν κι όταν είναι εκεί δεν έχουν όρεξη να το δείχνουν. Κάποια στιγμή εγώ το είδα, όταν γινόταν η ανακαίνιση, και θέλω να σκανάρω τις πολύ πρόχειρες φωτογραφίες που έβγαλα.

Επιπλέον, δεν ήξερα ότι ο Αγιος Σπυρίδωνας, μια εκκλησία πέρα από το ρέμα της, είναι έτσι τοιχογραφημένη. ¨Εβγαλα αυτές τις φωτογραφίες χτες, στο πανηγύρι. Δεν καταφέραμε να μάθουμε χρονολογία, ή ποιος ήταν ο καλλιτέχνης. Σαράντα χρόνια έρχομαι εδώ, κι ακόμα ανακαλύπτω μυστικούς θησαυρούς. 


Πέμπτη 8 Αυγούστου 2019

Παράταση ζωής


Μέρες στο μαγευτικό χωριό, στο σπιτάκι που έφτιαξαν εδώ οι γονείς μας πριν τέσσερεις δεκαετίες αναζητώντας ρίζες, γνήσιες και υιοθετημένες. Κι όπως κάθε καλοκαίρι, εργασίες αναστήλωσης, να κρατηθεί στο δύσκολο βουνό ένα σπίτι που καλά θα ήταν να είναι απλή ξύλινη καλύβα, όπως κάνουν  οι Σουηδοί τα εξοχικά τους, όμως όχι, εμείς εδώ φτιάχνουμε σπίτια αληθινά, όπως ήταν κάποτε στο χωριό, αλλά με όλα τα κομφόρ.
Στο μεταξύ το χωριό φυτοζωεί, πώς να ξαναβρεί τη ζωντάνια που το έχτισε πέτρα πέτρα, εφαρμοστό εργόχειρο στην πλαγιά, με την παράξενη οικονομική ανάπτυξη του 19ου αιώνα; Όταν αγόρασαν πολλοί Αθηναίοι σπίτια, λέγαμε θα ξαναζωντανέψει, αλλά δεν βρίσκονταν εργάτες για τη συντήρηση τους. Ύστερα ήρθαν μετανάστες, πάνω που μερικοί άρχισαν να τα εγκαταλείπουν κουρασμένοι. Δόθηκε γενική παράταση ζωής, μερικοί μάλιστα εγκαταστάθηκαν εδώ, συνέχισε να λειτουργεί το Δημοτικό σχολείο, άνοιξαν ταβέρνες, τα περβόλια κάρπισαν, κάτι κινήθηκε από τουρισμό. Τα σπίτια βέβαια κοστίζουν ακριβά, και στην κρίση επάνω μερικά ακόμα κόντεψαν να εγκαταλειφθούν, ανάμεσα και το δικό μας. Το έβαλα στο  Airbnb πρώτη και καλύτερη, με κοίταζαν με μισό μάτι οι γείτονες, μα θα βάζεις ξένους στο σπίτι σου; Σε λίγα χρόνια οι περισσότεροι είχαν υιοθετήσει την ίδια μέθοδο σωτηρίας. Τα παιδιά των πρώτων ιδιοκτητών έχουμε γίνει ξενοδόχοι, μαθαίνουμε τρόπους υποδοχής και εξυπηρέτησης, κι εκτός από σαπουνάκια και πετσέτες, μαθαίνουμε επιτέλους να υποδεικνύουμε τις ομορφιές του τόπου. Οπότε μπορεί να τις ανακαλύψουμε κι εμείς, ντόπιοι, μετανάστες και παραθεριστές. Πήραμε νέα παράταση ζωής. Αν και η παράξενη αντίσταση των παλιών του κατοίκων επιβιώνει με αυτοκαταστροφική επιμονή απέναντι σε κάθε τι καινούργιο, ίσως αυτή τη φορά τα καταφέρει.
Βέβαια ο τουρισμός δεν αρκεί αν δεν στεριώσει για τα καλά, να δημιουργήσει δουλειές με βάθος χρόνου, να κρατήσει τα παιδιά των μεταναστών και όσων ακόμα ζουν εδώ σε μια ισορροπημένη καθημερινότητα, με λίγη παραγωγή πρωτογενή, κανα μήλο, κανα ροδάκινο, κανα σύκο, λίγο λάδι, και εργαστήριο ξύλου θα μπορούσε, λέμε τώρα. Αλλά ας μην παρασυρόμαστε.
Οι μετανάστες, που τους κατηγορούν για μύρια όσα οι δεξιοί, η μίσθωση κατοικιών, που την κατηγορούν για μύρια όσα οι αριστεροί, έσωσαν προς το παρόν τον όμορφο τόπο. Να δούμε αν θα τα καταφέρουν στο μέλλον, ή θα τους τσακίσουν ένθεν και ένθεν, δεξιοσύνη,  αριστεροσύνη και συντηρητισμός που δεν συντηρεί τίποτε.

Τρίτη 30 Ιουλίου 2019

Παλιά μου τέχνη




Όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, στην Ελλάδα μιλάμε για δημογραφικό ζήτημα. Βέβαια, γιατί οι Τούρκοι είναι δεκάδες εκατομμύρια κι αν παλαίψουμε σώμα με σώμα, θα αναλογούν δέκα στον καθένα μας, οπότε πρέπει να είμαστε διαρκώς σε εγρήγορση, ο καθένας μας ένας Διγενής Ακρίτας. Στο μεταξύ οι άνθρωποι πάνω στη Γη έχουν ξεπεράσει τα εφτά δισεκατομμύρια και το μεγάλο ερώτημα πια είναι αν θα φτάνει ο πλανήτης να τους τρέφει, να τους ντύνει, να τους δικτυώνει, κι όλα τα υπόλοιπα που χρειάζονται πλέον όλο και περισσότεροι, όμως εμείς εδώ τα ίδια, το δημογραφικό μας. Πριν τριάντα χρόνια έδιναν πάλι επίδομα τρίτου παιδιού, θυμάμαι, αλλά το πρόβλημα δεν λύθηκε, όλο και λιγοστεύουν τα παιδιά, όλο και ζουν περισσότερο οι γέροι. Εμένα ας πούμε, τα δικά μου παιδιά, έχουν φύγει και τα τρία από την Ελλάδα, όπου γεννήθηκαν, μεγάλωσαν, μορφώθηκαν, βρήκαν την πρώτη τους δουλειά, έκαναν τις πρώτες τους φιλίες, κι όπου θα μπορούσαν να απολαμβάνουν διάφορες ευκολίες όπως κάποιο ιδιόκτητο διαμερισματάκι, κάποιο διαρκώς γεμάτο ταπεράκι, ένα πατρικό αυτοκίνητο, ένα πατρογονικό εξοχικό, κλπ. κλπ. Προτιμούν να ζουν σε δωμάτια μεγάλων σπιτιών όπου μοιράζονται μπάνια και κουζίνες με άλλους πέντε, πληρώνοντας πανάκριβο νοίκι, να δουλεύουν καθημερινά ατελείωτες ώρες, να μην έχουν αυτοκίνητο, να βιώνουν υγρά καλοκαίρια και ατελείωτους συννεφιασμένους χειμώνες. Δεν δίνουν βέβαια μάχες για τα αυτονόητα, όπως εμείς εδώ, από το αν θα τους πάρουν την ουρά στην τράπεζα, την εφορία και τη στάση, μέχρι αν θα μπορέσουν να πάνε μια βόλτα από το πεζοδρόμιο στην πόλη, αλλά αξίζει κάτι τέτοιο τόσες στερήσεις; Σίγουρα όχι, μάλλον μετράει και η ψυχολογία των νέων να θέλουν οπωσδήποτε να σταθούν στα πόδια τους, να ανακαλύψουν τις δυνατότητες τους, να αναμετρηθούν  με όλες τις δυνάμεις τους στον επαγγελματικό στίβο, να μη βολευτούν σε κάτι εύκολο που θα τους αποβλακώσει.
Καθόμαστε και συζητάμε για υπογεννητικότητα και άλλα ανύπαρκτα προβλήματα, ανύπαρκτα σε έναν κόσμο πλημμυρισμένο ανθρώπους, και δεν βλέπουμε ότι η ζωή εδώ δεν είναι ελκυστική ούτε για όσους γεννιούνται ούτε και για όσους έρχονται από φτωχές χώρες. Δεν μπορούμε να τους κρατήσουμε τους ανθρώπους, μορφωμένους κι ανειδίκευτους, οπότε τι να κάνουμε; Επιδιδόμαστε στην αγαπητή μας τέχνη, που τόσο έχουμε καλλιεργήσει, να κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας.

Σάββατο 27 Ιουλίου 2019

Τα κομμένα μπατζάκια

Πριν την Κατοχή, η οικογένεια με τον πατέρα Σπύρο,
 πρώτον αριστερά


Η μητέρα μου πρωτόδε το χωριό της δικής της μητέρας όταν ήταν σαράντα χρονών, κι εντελώς τυχαία, επειδή περνούσαν από κει κοντά, από την Πορταριά του Πηλίου. Το «δικό» της χωριό ήταν η Δράκεια, λίγο πιο κάτω από τα Χάνια, λίγο πιο πάνω από την Αγριά, και δεν το ήξερε κανένας τη δεκαετία του 70. Τότε συνάντησε για πρώτη φορά τα ξαδέρφια που ήξερε ότι είχε, πρώτα ξαδέρφια μάλιστα. Την κάλεσαν για Πάσχα, έτσι την επόμενη χρονιά πήγαμε οικογενειακώς. Θυμάμαι ακόμα το κρύο κάτω από τα βαριά παπλώματα, μέχρι να τα ζεστάνουμε με το κορμί μας. Όμως η φύση ήταν μαγευτική, περπατήσαμε σ’ ένα πετρόχτιστο μονοπάτι ως το απέναντι χωριό, τον Άγιο Λαυρέντη, και μαγευτήκαμε όλοι, μέχρι που άρχισαν οι γονείς μου να ψάχνουν ν’ αγοράσουν σπίτι, πράγμα που έκαναν λίγα χρόνια μετά. Αποκτήσαμε κι εμείς χωριό, έστω με καθυστέρηση.
Τα ξαδέρφια εκείνα είχαν ορφανέψει από πατέρα μικρά, και με τρόπο φριχτό. Τον είχαν μαζέψει οι Γερμανοί στην Κατοχή, το ’43, είχαν εκτελέσει 120 Δρακειώτες, αντίποινα, για δυο Γερμανούς μοτοσυκλετιστές που είχαν σκοτώσει οι αντάρτες στο δρόμο προς τα Χάνια. Είχαν πάρει μαζί και το μεγάλο του γιο. Πόσο χρονών ήταν τότε, δεκαπέντε, δεκαεφτά; Δεν διευκρινίστηκε ποτέ. Έφηβος πάντως, και φορούσε μακρύ παντελόνι όπως οι μεγάλοι, κι εκεί που περίμεναν στο καφενείο την εκτέλεση είχε ο πατέρας την ιδέα να κόψει τα μπατζάκια, να φανεί μικρό το παιδί. Τότε φορούσαν κοντά παντελόνια τ’ αγόρια, και το σήμα ότι είχαν μεγαλώσει ήταν τα μακριά παντελόνια. Κι έτσι γλύτωσε ο Γιάννης, τον πέρασαν για μικρό και τον τράβηξαν στην άκρη. Είδε όμως να σκοτώνουν όλους τους υπόλοιπους, και τον πατέρα του μαζί.
Πώς ζει κάποιος που γλίτωσε το θάνατο παρά τρίχα; Χορεύοντας κάθε μέρα από χαρά, δημιουργώντας, γλεντώντας, στίβοντας την πέτρα; Θα έπρεπε. Ο Γιάννης πέρασε την υπόλοιπη ζωή του ήσυχα, όσο πιο ήσυχα γινόταν, στο πατρικό του σπίτι, καλλιεργώντας τα πατρικά χτήματα, μιλώντας ελάχιστα, τρώγοντας ακόμα πιο ελάχιστα, χαμογελώντας σαν παιδί, πιάνοντας λίγο χώρο με την παρουσία του, σα να ντρεπόταν που είχε επιζήσει από τη μεγάλη σφαγή, ή σα να φοβόταν ότι μπορεί ακόμα να παραφυλάνε οι διώκτες του μήπως ανδρωθεί. Οι έρευνες για την ψυχολογία των επιζώντων του Ολοκαυτώματος έχουν καταγράψει συναισθήματα ενοχής, σα να ενσωματώνουν τα θύματα τη στάση των θυτών και να μην μπορούν να ξεφύγουν. Η βία που αντικρίζει ένας νέος δεν ξεπερνιέται με τίποτε, μπορεί να μην έχουν ακόμα καταγραφεί όλες οι ψυχικές ζημιές που προκαλεί. Ας είναι, ας μείνει μυστήριο, τώρα που χάνονται όλοι οι μάρτυρες των τρομερών αυτών γεγονότων, ας μη δοθεί ποτέ ξανά η ευκαιρία να μελετηθούν οι επιπτώσεις τους. Ας μείνουμε με τις παρατηρήσεις που μπόρεσε να κάνει ο καθένας.
Δεκαετία του 50 με επισκέπτες στα κτήματα. Ο Γιάννης είναι
ο τρίτος από αριστερά

Πέρασαν χρόνια για να συνέλθει το χωριό, αν ποτέ συνήλθε, γιατί σα να μην έφτανε η εκτέλεση εκείνη, έζησε και το σεισμό του Βόλου ως επίκεντρο, οπότε ούτε τις αναμνήσεις τους οι άνθρωποι δεν είχαν καιρό και διάθεση να διηγούνται. Μετά τη μεταπολίτευση πια, όταν δόθηκαν συντάξεις ‘εθνικής αντίστασης’ και αναγνωρίστηκε το βάρος εκείνης της μαζικής δολοφονίας, άρχισε κι εκείνος, ο επιζών, να μιλά περισσότερο, να θυμάται, να διηγείται, αλλά πάντα αποσπασματικά, σα να είχαν τραυματίσει το νου του οι σφαίρες που σκότωσαν τους άντρες γύρω του. Έφτιαξε ένα ντοσιέ και φυλούσε τα δημοσιεύματα, τον καλούσαν στην κατάθεση στεφάνου, μίλησε στην τηλεόραση. Αδύνατος όσο δεν έπαιρνε, τρεφόταν με μπισκότα Μιράντα βουτηγμένα σε γάλα, προς απελπισία της αδερφής του που κάθε μέρα μαγείρευε. Εκείνη του σιδέρωνε καθημερινά και τα γαλάζια πουκάμισα, έφτιαχνε την τσάκιση στα παντελόνια με τα οποία εμφανιζόταν στην πλατεία για καφέ όταν τέλειωνε τις δουλειές στα κτήματα. Έτσι αδύνατος και γερός πέρασε τα ενενήντα, με διαρκές χαμόγελο που σα να ευχαριστούσε για τη ζωή, σα να ντρεπόταν που ζούσε ακόμα, που απολάμβανε στις δεκαετίες της άνεσης τη δροσιά του πλάτανου και τη μυρωδάτη ζεστασιά της μασίνας. Άσε πια το αιρκοντίσιον στο σπίτι.
Πρώτη συνάντηση των ξαδέρφων στη δεκαετία του 70


Τον είδα τελευταία φορά το Πάσχα, είχε σπάσει το γοφό, δεν ξεχώριζε κάτω από τα σκεπάσματα, τόσο ελάχιστος είχε απομείνει. Πέθανε χτες. Ιωάννης ο ήσυχος, ο λάθρα βιώσας. Φιλοσοφική στάση, ας πούμε.

https://www.athensvoice.gr/greece/566626_ta-kommena-mpatzakia

Τετάρτη 24 Ιουλίου 2019

Χρόνια πολλά στη Δημοκρατία



Ήμουν ήδη εικοσιενός, είχα ήδη περάσει μέσα στη χούντα την εποχή που γίνεσαι άνθρωπος, και ποτέ δεν θα τους το συγχωρέσω, ήμουν στην Αθήνα και τριγυρίζαμε τη νύχτα σα χαμένοι, μην καταλαβαίνοντας πολύ καλά τι συμβαίνει, πράγμα που νομίζω ακόμα δεν έχει γίνει πλήρως κατανοητό: το πώς έπεσε η χούντα αφού προσπάθησε να κάνει κάτι σαν ενοποίηση της Κύπρου με την Ελλάδα με πραξικόπημα και επιθέσεις, και απέτυχε με τον τραγικό τρόπο που απέτυχε, είχαμε τρομερή αγωνία αλλά στο βάθος- βάθος πίστευα σε κάτι χωρίς λέξεις, δεν το είχα διατυπώσει όμως το πίστευα μέσα μου, το περίμενα, ότι δεν θα μας άφηναν έτσι, να χαθούμε σε πόλεμο, κάτι θα γινόταν, ήμασταν στην Ευρώπη, έστω μόνο γεωγραφικά ακόμα τότε. Και όντως κάτι έγινε, πιο ανέλπιστο κι απο τις ελπίδες μας, τώρα που το σκέφτομαι. Βρέθηκαν οι πολιτικοί που πήραν το τιμόνι, φέρανε το σκάφος στο λιμάνι και μας έβαλαν στην Ευρώπη επίσημα, μνημονεύετε Κωνσταντίνο Καραμανλή. Ναι, σα να γινόταν πραγματικότητα, να έπαιρνε σάρκα και οστά εκείνη η σιωπηλή ελπίδα που τότε είχα στο βάθος της ψυχής μου, εκείνη τη νύχτα, 24 Ιουλίου 1974.
Χρόνια πολλά στη Δημοκρατία, την εύθραυστη και πολύτιμη, που τόσο την έβρισαν και την απαξίωσαν τα τελευταία χρόνια, να μεγαλώνει απρόσκοπτα και να μη γερνάει. Γερνάμε εμείς και γινόμαστε σοφότεροι, αυτό αρκεί.

Πόσο δύσκολο να γίνει το προσωπικό, πολιτικό.

Τη νύχτα που έφτασε ο Καραμανλής στο Ελληνικό να αναλάβει τα ηνία της χώρας που είχε βρεθεί στο χείλος του γκρεμού, πενήντα χρόνια πριν, δεν...