Πριν αρκετά χρόνια σ’ ένα παραθαλάσσιο χωριό είχα γνωρίσει
ένα όμορφο κορίτσι με εντυπωσιακή ευγένεια στους τρόπους και στην ομιλία, παιδί
σκληρών κτηνοτρόφων που έστελναν τ’ αγόρια τους να δουλέψουν από τα δώδεκα και
πάντρευαν τα κορίτσια τους από τα δεκατέσσερα. Κυκλοφορούσε ώρες στα δρομάκια
του χωριού, συνήθως με σημάδια από την αγκράφα του λουριού στα μπράτσα της, ή
με μαυρισμένα μάτια από το ξύλο που έτρωγε καθημερινά στο σπίτι της, αλλά πάντα
με καλή διάθεση και χαμογελώντας πλησίαζε τους τουρίστες κι έπιανε κουβέντα. Τα
ξένα παιδιά ήταν πιο εύκολα να τα κάνει παρέα, από τα ντόπια που την πείραζαν
διαρκώς στο σχολείο. Στο οποίο βέβαια τα πήγαινε χάλια, αν και ήταν έξυπνη, όμως δεν είχε καμία ενθάρρυνση και προτροπή, οι γονείς της έλεγαν ότι θα τέλειωνε το Δημοτικό και μόνο.
Ήταν τόσο συμπαθητικό που μερικές οικογένειες από την πόλη
ενδιαφέρθηκαν για το μέλλον του, όταν στα δώδεκα πήγαινε ακόμα Πέμπτη Δημοτικού: η μια οικογένεια της πρόσφερε εργασία στο σπίτι της, και να
πληρώνονται οι γονείς, η άλλη πρόσφερε φιλοξενία με δυνατότητα παρακολούθησης
του Γυμνασίου και του Λυκείου και βοήθεια για να τα τελειώσει. Ας την άφηναν να φτάσει στα δεκαοχτώ και να μορφωθεί για να αποφασίσει τι θα κάνει, πρότειναν αυτοί οι άσχετοι ξένοι.
Οι γονείς επέλεξαν την πρώτη, κι επειδή η μικρή
είχε δείξει κάποια προτίμηση για τη δεύτερη, φρόντισαν να την κατηγορήσουν με
τέτοιο τρόπο που να την κάνουν να την αποστραφεί. Οι άνθρωποι αυτοί, είπαν στην
κόρη τους, ήθελαν να την κρατήσουν δούλα,
να την κηδεμονεύσουν, να αποφασίζουν για λογαριασμό της. Θα την έβαζαν μέρα νύχτα να κάνει μαθήματα! Κινδύνευε να
χάσει την ψυχή της αν τέλειωνε το σχολείο. Αυτά τα κάνουν διεφθαρμένοι άνθρωποι
των πόλεων, ποιος ξέρει τι άθλια σχέδια είχαν για λογαριασμό της; Θα έπρεπε να μελετά άλλα έξι χρόνια, και ήδη δυσκολευόταν με τη μελέτη. Κι όλ' αυτά, για να καταλήξει
πιθανότατα να μην τη θέλει κανένας άντρας, να μείνει στο ράφι,γιατί ποιος ξέρει πώς θα είχε καταντήσει στα δεκαοχτώ, μετά από τέτοια κακουχία; Έπρεπε όχι μόνο
να αρνηθεί την πρόταση τους, αλλά να σταματήσει να τους κάνει παρέα εντελώς. Να μην τους χαιρετά στο δρόμο. Οι
άλλοι δεν ήταν βέβαια ακριβώς οι γονείς της, που την αγαπούσαν όσο κανένας, αλλά θα
στέκονταν στον τόπο τους, και δεν θα είχε παρά να κάνει τις ίδιες δουλειές
που έκανε ήδη στο σπίτι. Πανεύκολο θα ήταν, και
οι γονείς θα πληρώνονταν, θα μάζευαν και την προίκα της, θα γινόταν περιζήτητη.
Η μικρή πράγματι, σταμάτησε να κάνει παρέα με τους
διαφθορείς που υπόσχονταν σχολείο και χειραφέτηση, και πήγε να δουλέψει στους
άλλους. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη εξουσία από των γονιών στα παιδιά τους. Ακόμα
και των πολιτικών σε μια χώρα, είναι μικρότερη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου