Τετάρτη 29 Αυγούστου 2018

Η Γιαπωνέζα μας ξεθωριάζει

Στο εξοχικό μας στο Πήλιο έχω πάει διάφορα αντικείμενα περασμένων μεγαλείων. Πιάτα από το σερβίτσιο φαγητού της μαμάς μιας φίλης που μου τα χάρισε επειδή δεν είχε χώρο να τα βάλει, ντιβάνια της φοιτητικής μας εποχής από εκείνα τα άθλια τα σιδερένια, κάτι αντίκες που αγόραζα την ίδια εποχή από το υστέρημά μου, απολύτως άχρηστες, κεντημένα τραπεζομάντηλα από τη γιαγιά και τη θεία, κουρτινάκια δαντελωτά που μας κάνουν τη ζωή δύσκολη, ένα τεράστιο ξύλινο τάβλι από τους Πόντιους που πουλούσαν το βιος τους στις πλατείες τη δεκαετία του 90, παιχνίδια των παιδιών που τα βρίσκουν άλλα παιδιά και παίζουν, το πιο χρήσιμο. Μαξιλάρια από τον πρώτο μου καναπέ, κι ανάμεσά τους αυτό το κεντημένο από τη μητέρα ενός φίλου μου που επίσης δεν είχε χώρο στο σπίτι του, διότι είναι μεγάλο, έχει εξήντα πόντους διάμετρο
Όταν το πρωτοέφερα εδώ είχε ακόμα ζωηρά χρώματα κι ήταν σχετικά αφράτο, τώρα πια έχει πατικωθεί το βαμβάκι μέσα και τα χρώματα ξεθωριάζουν. Γι αυτό σκέφτηκα να το φωτογραφίσω πριν χαθούν τελείως, πριν πάψει εντελώς να παίζει ρόλο μαξιλαριού. Δεν είναι ολόκληρη η ζωγραφιά κεντημένη, μόνο τα φύλλα των δεντρων και τα στολίδια στα ρούχα της κυρίας, οι κορμοί και η ίδια η κυρία είναι ζωγραφισμένα στο ύφασμα. Κάθε καλοκαίρι το κορδόνι του μαξιλαριού ξηλώνεται λίγο, τα ράβω, το τινάζω, το χτυπάω, αλλά δεν διορθώνεται και πολύ η κατάσταση του. Είναι πια ετοιμόρροπο, για πέταμα, και πιάνω τον εαυτό μου να το κοιτάζει κάνοντας σκέψεις απρόσκλητες. Ξαφνικά παρασύρθηκα να σπάω το κεφάλι μου για το πότε να το κέντησε η κυρία Ματίλντη, πριν ή μετά τον πόλεμο; Να είχε ήδη χάσει τον πρώτο της άντρα και το πρώτο της παιδί στα στρατόπεδα όταν ξεκίνησε να το φτιάξει;
Αδύνατον να βγάλω από το νου μου, όταν θυμάμαι την κυρία Ματίλντη, τη γιαγιά Τούλα των φίλων των παιδιών μου, τη σκέψη του αριθμού που είχε πάντα ανεξίτηλο στο μπράτσο της. Ήταν επιζήσασα του Άουσβιτς, από τις τελευταίες φουρνιές Ελλήνων Εβραίων που μάζεψαν οι Γερμανοί, Κερκυραία, είχε δουλέψει στα στρατόπεδα κι είχε γυρίσει πίσω ζωντανή. Στα Τρίκαλα παντρεύτηκε τον πατέρα του αγαπημένου μας φίλου, του Ισαάκ. Πολλά χρόνια αργότερα έδωσε συνέντευξη σε συνεργάτιδα του Στήβεν Σπήλμπεργκ που συγκέντρωσε μαρτυρίες επιζώντων Εβραίων από τα στρατόπεδα, κι εκεί ακούσαμε την ιστορία, που ποτέ δεν τολμήσαμε εμείς να της ζητήσουμε να πει. Η αφήγηση της είναι καταγραμμένη στο αρχείο του Σπήλμπεργκ για το Ολοκαύτωμα.
Αυτή λοιπόν είναι η κεντήστρα του έργου που φωτογράφισα για να διατηρήσω έστω και τώρα τα χρώματα του, κι η σκέψη που μου έρχεται απρόσκλητη περί του πότε να το κέντησε το σχέδιο με τη Γιαπωνέζα είναι βέβαια κουτή. Δύσκολα θα έβρισκε πράγματα της ζωής της πριν τον πόλεμο η Ματίλντη, που πέρασε καιρό και σε στρατόπεδα αποκατάστασης και μετάβασης πριν μπορέσει να έρθει πίσω στην Ελλάδα, όπου εγκαταστάθηκε σε άλλη πόλη. Λογικά λοιπόν θα κέντησε στη διάρκεια του δεύτερου γάμου της το μαξιλάρι. Γιατί δηλαδή να μη βρίσκει στο δεύτερο κομμάτι της ζωής της, που ήταν και το μεγαλύτερο, τη γαλήνη και την όρεξη να κεντάει Γιαπωνέζες με βεντάλια η κυρία Ματίλντη, γιατί να μου φαίνεται αυτό τόσο αξιοσημείωτο; Τι έπρεπε να κάνει δηλαδή, μήπως να κεντήσει σε μαξιλάρι την είσοδο του Άουσβιτς με κείνη την πασίγνωστη πύλη και το ρητό περί εργασίας που σε κάνει ελεύθερο;
Τη βλέπω μπροστά μου να κάθεται στο σπίτι της στα Τρίκαλα, ανάμεσα στα άβολα και όμορφα έπιπλα της εποχής της, να σχεδιάζει το μαξιλάρι της πρώτα σε χαρτί, να το περνάει στο ύφασμα με καυστικό πενάκι, κι ύστερα να φτιάχνει σβέλτα τις μεγάλες βελονιές της για τα φύλλα, σίγουρη ότι εκείνο που μετράει δεν είναι οι λεπτομέρειες αλλά το σύνολο, και δεν χρειάζεται να είναι ψιλές οι βελονιές, να κάνουν επίδειξη υπομονής και προσήλωσης. Άραγε μόνη της να το σχεδίασε, να αποφάσισε να δώσει τη νωχελική στάση στην ηρωίδα της, ή να το αντέγραψε από κάπου επειδή της άρεσε; Θα ξέρει ο Ισαάκ να μου πει; Να τη θυμάται άραγε καθώς κεντούσε, ή καθώς περνούσε το κορδόνι και το σουρωμένο βελούδο για να φτιάξει το μαξιλάρι;
Διάβασα ένα άρθρο τις προάλλες, για το γιαπωνέζικο κίνημα του μίνιμαλ στη διακόσμηση: να έχεις στο σπίτι σου μόνο τα απαραίτητα, και χώρο άδειο όσο μπορείς για τη φαντασία και τη δημιουργικότητα υποθέτω, (που θα σε βοηθάει να γεμίζεις τα σπίτια των άλλων;). Κανονικά θα έπρεπε να πετάξω όλη την παλιατσαρία από εδώ μέσα, αλλά αντίθετα μαζεύω κάθε φορά και κάτι ακόμα. Τι θα έλεγαν οι Γιαπωνέζοι αυτοί αν πετούσα τη Γιαπωνέζα μου; Θα καταλάβαιναν ότι για μένα είναι κομμάτι της ευρωπαϊκής μου Ιστορίας, που με κοιτάζει μυστηριωδώς πίσω από τη βεντάλια της, κι ακόμα δεν έχει πει όλα τα μυστικά της;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Πόσο δύσκολο να γίνει το προσωπικό, πολιτικό.

Τη νύχτα που έφτασε ο Καραμανλής στο Ελληνικό να αναλάβει τα ηνία της χώρας που είχε βρεθεί στο χείλος του γκρεμού, πενήντα χρόνια πριν, δεν...