Τρίτη 14 Αυγούστου 2018

Αύγουστος του 68. Ήξερα γαλλικά

Στην πλατεία Βενσεσλας το μνημείο του Γιαν Πάλας
 μπροστά στο άγαλμα του βασιλιά Βενσεσλάς

Το καλοκαίρι πριν πενήντα χρόνια ακριβώς, ο πατέρας μου αποφάσισε ότι δεν έφτανε,  για να μάθω γαλλικά, να πηγαίνω με τα πόδια Τρίτη και Πέμπτη στο Γαλλικό Ινστιτούτο.(Annexe de Patissia) Κι ας παρακολουθούσα προχωρημένο τμήμα, κι ας πήγαινα από μικρό παιδί, κι ας  ήμουν μονίμως η μικρότερη στην τάξη. Η γνώση της γαλλικής ήταν για την οικογένεια του ένα είδος φετίχ, ένα είδος πατρίδας, αφού είχαν χάσει την άλλη. Μάλιστα έλεγαν ότι ο παππούς στην εξορία είχε δάσκαλο γαλλικών στο γιο του, που ήταν μαζί του τότε, δεκατετράχρονος.
Αποδείχθηκε ότι ήξερα πολύ καλά γαλλικά σε σχέση με τις άλλες μαθήτριες στο ελβετικό σχολείο όπου κατάφερε να με στείλει εσωτερική για δυο μήνες. Οι περισσότερες ήταν αρχάριες, τα μαθήματα ήταν σκέτη βαρεμάρα για μένα, κι επειδή  οι δασκάλες με συμπάθησαν, ή  μπορεί και να τις κούραζε να με βλέπουν να νυστάζω φριχτά, με απάλλαξαν από την παρακολούθηση και με άφησαν να τριγυρίζω στη μικρή, κυρίως γαλλόφωνη πόλη, το Fribourg. Αν είχα μυαλό θα ξεκινούσα γερμανικά, αλλά αφού κανείς δεν μου τα ζητούσε προτίμησα τις βόλτες που είχα στερηθεί από τους υπερπροστατευτικούς γονείς. Με δυο ελβετικά φράγκα πήγαινες τότε στη Βέρνη, την πρωτεύουσα, με το τραίνο αλέ -ρετούρ, κι αυτό έκανα συνέχεια.  Τριγυρνούσα στους δρόμους και ρουφούσα εικόνες και ελευθερία. Υπήρχε μια ατμόσφαιρα τόσο διαφορετική από την Αθήνα που ήξερα, ώστε μου αρκούσε να τριγυρίζω και να θαυμάζω. Ζήλευα τις νεανικές παρέες με τις κιθάρες, τα γέλια, το σήμα της ειρήνης στα χίπικα ρούχα, τα τολμηρά αγκαλιάσματα. Ο Μάης του 68 ήταν πρόσφατος, ως έφηβοι της καημένης της χουντοκρατούμενης Ελλάδας νιώθαμε τη στέρηση και τον αποκλεισμό από τα κινήματα αμφισβήτησης που συγκλόνιζαν την Ευρώπη και τις ΗΠΑ, μέχρι το μεδούλι. Μια πλατεία γεμάτη καφενεία μου άρεσε ιδιαίτερα, γεμάτη νεαρόκοσμο. Καθόμουν και τους χάζευα, μιλούσαν γερμανικά βέβαια, αλλά ήξεραν γαλλικά και αγγλικά, και βρίσκονταν μερικοί πρόθυμοι ν' ακούσουν τον πόνο μου, για την Ελλάδα που δεν είχε τέτοιες χαρές, που δεν τολμούσαμε να μιλήσουμε, ή να ακούσουμε ή ακόμα και να μαζευτούμε. 
Μια μέρα του Αυγούστου συνάντησα στην αγαπημένη μου πλατεία μια ομάδα τέτοιων θαυμάσιων κι αξιοζήλευτων νέων να μαζεύουν υπογραφές κατά της εισβολής στην Τσεχοσλοβακία. Δεν είχα ιδέα για το τι είχε συμβεί. Για μένα, φανατικό παιδί ενός γλυκού αριστερού πατέρα, που δεν μπορούσα παρά με επίδειξη φανατισμού να δείξω πόσο  λάτρευα, κάθε κατηγορία εναντίον του κομμουνισμού δεν ήταν παρά κατασκευασμένη προπαγάνδα. Πλησίασα και διάβασα, μίλησα, άκουσα. Κάτι κλονιζόταν μέσα μου. Η Ελβετία δεν ήταν χουντική Ελλάδα, αυτό  το  καταλάβαινα. Δεν γινόταν εκεί προπαγάνδα, όχι από τους ωραίους, τους τολμηρούς εκείνους νέους.
Γύρισα στο σχολείο ταραγμένη, πέρασα τη νύχτα στριφογυρίζοντας στο κρεβάτι μου, και την άλλη μέρα βρήκα ίδια τραπεζάκια και στην πλατεία του μικρού Fribourg. Πήγαινα άκρη- άκρη να ακούσω, δεν ήθελα να υπογράψω, το θεωρούσα προδοσία στον πατέρα μου, αλλά με έκαιγε να μάθω. Άκουσα λεπτομέρειες, είδα φωτογραφίες, είδα το πάθος της ίδιας αγάπης για την ελευθερία. Δυσπιστούσα, αλλά δεν μπορούσα να το προσπεράσω.
Λίγες μέρες μετά έκανα το τρομερό για μένα βήμα, υπέγραψα εκείνη τη διαμαρτυρία. Ήμουν ακόμα μικρή, ένα τίποτε, αλλά έκτοτε ξεκίνησε η καινούργια πολιτική μου ζωή.
 Ποτέ δεν ομολόγησα στον πατέρα μου τι στ’ αλήθεια είχα μάθει εκείνο το καλοκαίρι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Πόσο δύσκολο να γίνει το προσωπικό, πολιτικό.

Τη νύχτα που έφτασε ο Καραμανλής στο Ελληνικό να αναλάβει τα ηνία της χώρας που είχε βρεθεί στο χείλος του γκρεμού, πενήντα χρόνια πριν, δεν...