Περπατάμε στην Εγνατία και σε ακούω να μιλάς. Μου εξηγείς κάτι, με το ένα χέρι συνοδεύεις την εξήγηση, με το άλλο κρατάς το αιώνιο τσιγάρο. Μια μέρα, έτσι όπως περπατούσαμε οι δυο μας στην αιωνίως συννεφιασμένη τότε Θεσσαλονίκη, μια γυναίκα σου είχε βάλει τις φωνές. Ή μήπως ήταν άντρας, δεν θυμάμαι πια. Εκείνο που δεν θα ξεχάσω ποτέ ήταν ο τρόπος που στάθηκες στη μέση του δρόμου κι άρχισες να του εξηγείς τα περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων, το δικαίωμα να καπνίζεις στη μέση του δρόμου, μ' εκείνη τη σιγανή, την υποβλητική, τη μαγική για μένα φωνή. Κι εκείνος να φωνάζει βέβαια, άντρας θα πρέπει να ήταν. Ή ίσως να είχε γίνει η ίδια σκηνή και με γυναίκα. Κι εγώ να σε τραβάω, τι χαλάς τα λόγια σου με τον κάθε μαλάκα; Αλλά έτσι ήσουν, δεν περιφρονούσες κανέναν, κι ας ήταν βασική συνταγή παρηγοριάς για τους άλλους να μας λες να περιφρονούμε μερικούς. Μία από τις πολλές αντιφάσεις που χτίζανε τη γοητευτική προσωπικότητά σου.
Ήσουν ταυτόχρονα ειρωνική και τρυφερή. Σνομπ κι όμως ευγενική με τον καθένα. Αστεία και σοβαρή, δεν άφηνες ποτέ στόμφο να σε πτοήσει, ακόμα κι αν ήταν κάτι που θάμπωνε εκ πρώτης όψεως. Αποδομούσες τα σπουδαιοφανή και πρόσεχες τα ασήμαντα και περιφρονημένα. Στήριγμα για τους διπλανούς, για όποιον τυχερό βρισκόταν στο δρόμο σου. Και ταυτόχρονα μέτρο για όσους αποφάσιζαν ότι θέλουν να σου μοιάζουν.
Εγώ ήθελα να σου μοιάζω, σε θαύμασα από την πρώτη στιγμή που σε είδα. Σε φέρανε σηκωμένη στους ώμους η αγοροπαρέα, σα θεά, κι έμεινα άφωνη να κοιτάζω αυτό το απίστευτο θέαμα. Από εκείνη τη στιγμή περάσαμε μαζί τα φοιτητικά μας χρόνια. Μέσα στη θλίψη που σε χάνω, σκέφτομαι πόσο τυχερή ήμουν που σε συνάντησα, κι έζησα τόσα χρόνια το προνόμιο της φιλίας μας, Μαργαρίτα μου.
Ήμασταν ήδη τρεις κοπέλες στο διαμέρισμα εκείνο. Από το ίδιο σχολείο και άρτι αποφοιτήσασες, ελαφρώς χάπατα δηλαδή, μην πω βαρέως. Εσύ ήσουν ένα χρόνο μεγαλύτερη, ψημμένη. Είχες δώσει Ιατρική την πρώτη φορά. Έπρεπε να έχεις επιμείνει με την Ιατρική, σκέφτομαι τώρα, τόσα χρόνια μετά. Σου ταίριαζε, πέρασες τη ζωή σου να γιατρεύεις ψυχικά τους ανθρώπους γύρω σου. Και τώρα που έπεσες στην ανάγκη των γιατρών, δεν μπορούν να κάνουν τίποτε για σένα.
Γελάω πολύ όταν θυμάμαι την πρώτη είσοδο σου στο σπίτι μας, στο δωμάτιο που σου προτείναμε. Ήταν μια σκοτεινή κρεβατοκάμαρα, άδεια τελείως, μ' εναν γυμνό γλόμπο να κρέμεται απ' το ταβάνι. Εμείς είχαμε στα δωμάτια μας από ένα μεταλλικό ντιβάνι με στρώμα μπαμπακένιο, από κείνα τα ριγέ, και στην κουζίνα μοιραζόμασταν ένα τραπέζι από φορμάικα και μια ξύλινη καρέκλα για την καθεμία. Ψυγεία, τηλέφωνα, τηλεοράσεις, δεν υπήρχαν. Στάθηκες λοιπόν στην πόρτα εκείνου του άδειου δωματίου, γέρνοντας νωχελικά όπως συνήθιζες, σήκωσες το χέρι, το λεπτό κομψό χεράκι σου, και δήλωσες ότι θα έφερνες μια διπλή ντουλάπα με καθρέφτη, διπλό κρεβάτι ξύλινο και πολυέλαιο, για να δείξει το δωμάτιο. Είχαμε μείνει ξερές οι τρεις μας. Κι ήρθες με τη βαλίτσα σου, η οποία παρέμεινε το μόνο έπιπλο σου για όλον τον καιρό. Βρήκαμε κι ένα στρώμα, κι ένα μεγάλο πήλινο κεσέ γιαουρτιού για να μην καίγεσαι από τα τσιγάρα που έσπερνες παντού.
Ωστόσο μέσα στο απερίγραπτο χάλι εκείνου του δωματίου εσύ τον είχες τον πολυέλαιο, το πολυτελές κρεβάτι, και τους καθρέφτες σου νοερά. Η αρχοντιά σου ακτινοβολούσε όπου και να βρισκόσουν, ό,τι και να φορούσες. Κάθε σου κίνηση ήταν έργο τέχνης, κάθε σου λέξη ήταν ευγένεια.
Κι ήμουν εγώ τότε σαν παραζαλισμένο κοτόπουλο, από το σπίτι του υπερφοβισμένων υπερπροστατευτικών γονιών μου στη δυνατότητα να ζήσω επιτέλους μόνη μου στο μεγάλο άγριο κόσμο. Εκείνα τα λιμασμένα αγόρια που σε φέρανε σα θεά μπροστά μας την πρώτη μέρα της καινούργια μας ζωής, για να μας κάνουν καμάκι, ήταν άγγελοι προστάτες.
Προσηλώθηκα επάνω σου και μαθήτευσα στον τρόπο που είχες ν' αντιμετωπίζεις τους ανθρώπους. Ποτέ δεν έγινα τόσο γενναιόδωρη, ποτέ δεν υπήρξα τόσο περήφανη, τόσο δοτική στους άλλους και τόσο τσιγκούνα να μοιραστώ δικά μου προβλήματα, όπως ήσουν εσύ. Σε στιγμές δύσκολες, μεγάλης αμηχανίας, σκεφτόμουν: τι θα έκανε τώρα η Μαργαρίτα, ας φανταστώ πως είμαι εκείνη! Αλλά εγώ δεν έκρυβα τόσο ζηλότυπα τις στεναχώριες μου, ζητούσα βοήθεια, ενώ εσύ ποτέ. Θα ήταν προσβολή ακόμα και να υποθέσουμε ότι χρειαζόσουν κάτι. Ή θα έπρεπε κάπως να το πλασάρουμε, σαν επιλογή ενός αστείου μεταξύ άλλων, πράγμα που ήθελε ταλέντο που δεν διέθετα. Ίσως το είχαν άλλες φίλες.
Έτσι όπως ήσουν με όλους τρυφερή και διαθέσιμη, κι έτσι όπως εγώ πάσχιζα να είμαι διακριτική, δεν κατάφερα ποτέ να σε διεκδικήσω όσο θα ήθελα. Δεν σε έπεισα να πάμε αρκετές βόλτες, αρκετές εκδρομές, αρκετά ταξίδια. Δεν σε χόρτασα ποτέ αγαπημένη μου. Γελούσες όταν στο έλεγα βέβαια, δεν παρέλειπα να στο λέω.
Προσπαθώ ν' ακούσω το γέλιο σου. Θέλω να μάθω να γελάω όπως εσύ με κάθε έντονη έκφραση συναισθημάτων. Εσύ, η πλουσιότατη, ο Μπιλ Γκέιτς της αγάπης, γελούσες με κάθε έκφραση συναισθηματισμού. Θα γελάω, αλλά θα τα λέω τα συναισθήματα μου. Θα τα λέω και θα ξαναγελάω. Πολύ γέλιο. Πολύ σε αγαπούσα. Γέλα όσο θέλεις.
Ήσουν ταυτόχρονα ειρωνική και τρυφερή. Σνομπ κι όμως ευγενική με τον καθένα. Αστεία και σοβαρή, δεν άφηνες ποτέ στόμφο να σε πτοήσει, ακόμα κι αν ήταν κάτι που θάμπωνε εκ πρώτης όψεως. Αποδομούσες τα σπουδαιοφανή και πρόσεχες τα ασήμαντα και περιφρονημένα. Στήριγμα για τους διπλανούς, για όποιον τυχερό βρισκόταν στο δρόμο σου. Και ταυτόχρονα μέτρο για όσους αποφάσιζαν ότι θέλουν να σου μοιάζουν.
Εγώ ήθελα να σου μοιάζω, σε θαύμασα από την πρώτη στιγμή που σε είδα. Σε φέρανε σηκωμένη στους ώμους η αγοροπαρέα, σα θεά, κι έμεινα άφωνη να κοιτάζω αυτό το απίστευτο θέαμα. Από εκείνη τη στιγμή περάσαμε μαζί τα φοιτητικά μας χρόνια. Μέσα στη θλίψη που σε χάνω, σκέφτομαι πόσο τυχερή ήμουν που σε συνάντησα, κι έζησα τόσα χρόνια το προνόμιο της φιλίας μας, Μαργαρίτα μου.
Ήμασταν ήδη τρεις κοπέλες στο διαμέρισμα εκείνο. Από το ίδιο σχολείο και άρτι αποφοιτήσασες, ελαφρώς χάπατα δηλαδή, μην πω βαρέως. Εσύ ήσουν ένα χρόνο μεγαλύτερη, ψημμένη. Είχες δώσει Ιατρική την πρώτη φορά. Έπρεπε να έχεις επιμείνει με την Ιατρική, σκέφτομαι τώρα, τόσα χρόνια μετά. Σου ταίριαζε, πέρασες τη ζωή σου να γιατρεύεις ψυχικά τους ανθρώπους γύρω σου. Και τώρα που έπεσες στην ανάγκη των γιατρών, δεν μπορούν να κάνουν τίποτε για σένα.
Γελάω πολύ όταν θυμάμαι την πρώτη είσοδο σου στο σπίτι μας, στο δωμάτιο που σου προτείναμε. Ήταν μια σκοτεινή κρεβατοκάμαρα, άδεια τελείως, μ' εναν γυμνό γλόμπο να κρέμεται απ' το ταβάνι. Εμείς είχαμε στα δωμάτια μας από ένα μεταλλικό ντιβάνι με στρώμα μπαμπακένιο, από κείνα τα ριγέ, και στην κουζίνα μοιραζόμασταν ένα τραπέζι από φορμάικα και μια ξύλινη καρέκλα για την καθεμία. Ψυγεία, τηλέφωνα, τηλεοράσεις, δεν υπήρχαν. Στάθηκες λοιπόν στην πόρτα εκείνου του άδειου δωματίου, γέρνοντας νωχελικά όπως συνήθιζες, σήκωσες το χέρι, το λεπτό κομψό χεράκι σου, και δήλωσες ότι θα έφερνες μια διπλή ντουλάπα με καθρέφτη, διπλό κρεβάτι ξύλινο και πολυέλαιο, για να δείξει το δωμάτιο. Είχαμε μείνει ξερές οι τρεις μας. Κι ήρθες με τη βαλίτσα σου, η οποία παρέμεινε το μόνο έπιπλο σου για όλον τον καιρό. Βρήκαμε κι ένα στρώμα, κι ένα μεγάλο πήλινο κεσέ γιαουρτιού για να μην καίγεσαι από τα τσιγάρα που έσπερνες παντού.
Ωστόσο μέσα στο απερίγραπτο χάλι εκείνου του δωματίου εσύ τον είχες τον πολυέλαιο, το πολυτελές κρεβάτι, και τους καθρέφτες σου νοερά. Η αρχοντιά σου ακτινοβολούσε όπου και να βρισκόσουν, ό,τι και να φορούσες. Κάθε σου κίνηση ήταν έργο τέχνης, κάθε σου λέξη ήταν ευγένεια.
Κι ήμουν εγώ τότε σαν παραζαλισμένο κοτόπουλο, από το σπίτι του υπερφοβισμένων υπερπροστατευτικών γονιών μου στη δυνατότητα να ζήσω επιτέλους μόνη μου στο μεγάλο άγριο κόσμο. Εκείνα τα λιμασμένα αγόρια που σε φέρανε σα θεά μπροστά μας την πρώτη μέρα της καινούργια μας ζωής, για να μας κάνουν καμάκι, ήταν άγγελοι προστάτες.
Προσηλώθηκα επάνω σου και μαθήτευσα στον τρόπο που είχες ν' αντιμετωπίζεις τους ανθρώπους. Ποτέ δεν έγινα τόσο γενναιόδωρη, ποτέ δεν υπήρξα τόσο περήφανη, τόσο δοτική στους άλλους και τόσο τσιγκούνα να μοιραστώ δικά μου προβλήματα, όπως ήσουν εσύ. Σε στιγμές δύσκολες, μεγάλης αμηχανίας, σκεφτόμουν: τι θα έκανε τώρα η Μαργαρίτα, ας φανταστώ πως είμαι εκείνη! Αλλά εγώ δεν έκρυβα τόσο ζηλότυπα τις στεναχώριες μου, ζητούσα βοήθεια, ενώ εσύ ποτέ. Θα ήταν προσβολή ακόμα και να υποθέσουμε ότι χρειαζόσουν κάτι. Ή θα έπρεπε κάπως να το πλασάρουμε, σαν επιλογή ενός αστείου μεταξύ άλλων, πράγμα που ήθελε ταλέντο που δεν διέθετα. Ίσως το είχαν άλλες φίλες.
Έτσι όπως ήσουν με όλους τρυφερή και διαθέσιμη, κι έτσι όπως εγώ πάσχιζα να είμαι διακριτική, δεν κατάφερα ποτέ να σε διεκδικήσω όσο θα ήθελα. Δεν σε έπεισα να πάμε αρκετές βόλτες, αρκετές εκδρομές, αρκετά ταξίδια. Δεν σε χόρτασα ποτέ αγαπημένη μου. Γελούσες όταν στο έλεγα βέβαια, δεν παρέλειπα να στο λέω.
Προσπαθώ ν' ακούσω το γέλιο σου. Θέλω να μάθω να γελάω όπως εσύ με κάθε έντονη έκφραση συναισθημάτων. Εσύ, η πλουσιότατη, ο Μπιλ Γκέιτς της αγάπης, γελούσες με κάθε έκφραση συναισθηματισμού. Θα γελάω, αλλά θα τα λέω τα συναισθήματα μου. Θα τα λέω και θα ξαναγελάω. Πολύ γέλιο. Πολύ σε αγαπούσα. Γέλα όσο θέλεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου