Οφείλω να ξέρω αυτή την πόλη. Ζουν και τα τρία μου παιδιά εκεί, άρα οφειλω να μη χάνομαι, να μπορώ να προσανατολίζομαι, και στοιχειωδώς να συνενοούμαι. Δεν δικαιολογείται, μετά από τόσες φορές που έχω έρθει να μη θυμάμαι τι είναι στο κέντρο και τι όχι, να μην έχω ιδέα για το πώς λειτουργεί το μετρό, να ξεκινάω κάθε φορά σε λάθος κατεύθυνση. Με το τηλέφωνο στο χέρι να κάνω μερικά βήματα και να με δείχνει ότι πηγαίνω ανάποδα, άντε πάλι πίσω. Τι έκανα πριν αποκτήσω GPS; Χανόμουν, ναι, το θυμάμαι αυτό, αλλά πάθαινα τέτοιο πανικό, ή το είχα συνηθίσει; Με πιάνει αγωνία συνέχεια, μήπως πάρω λάθος τραίνο, μήπως βγω σε λάθος σταθμό, μήπως δεν χτυπήσει σωστά το εισιτήριο και δεν ανοίξει η μπάρα. Σα χωριατοπούλα που ήρθε πρώτη φορά στη μεγάλη πόλη. Ποιος, εγώ που είμαι στα μέρη αυτά σαν ψάρι στα νερά. Ο άνθρωπος των μεγάλων πόλεων, που ανάσαινα τον αέρα τους και άνοιγε η ψυχή μου.
Δεν είναι μόνο ο χρόνος που με αποξένωσε. Είναι και το Brexit που δηλητηρίασε τη σχέση μου με τη χώρα αυτή. Πάντα θαύμαζα τους Άγγλους, κάθετι που έκαναν το θεωρούσα σπουδαίο, δεν περίμενα με τίποτε ότι θα ψήφιζαν έξοδο από την Ευρώπη. Αυτοί, που πολέμησαν για να μη γίνει φασιστική, που κέρδισαν τον πόλεμο κι έχασαν τις αποικίες, που έχτισαν τη δημοκρατία βήμα βήμα χωρίς να χρειαστεί να καρατομήσουν κανέναν βασιλιά μετά τον δέκατο έβδομο αιώνα.
Ο θαυμασμός μου, η εκτιμηση, η αγάπη στη χώρα και τους ανθρώπους, έχει πληγωθεί ανεπανόρθωτα. Με πόση λαχτάρα ερχόμουν κάποτε, με πόση χαρά μιλούσα με τους ανθρώπους σε κάθε ευκαιρία, τ' αυτιά τεντωμένα να καταλάβω τι λένε, τα δικά τους αγγλικά ευαγγέλιο. Γελούσα με την κριτική των Ελλήνων, που τους λένε βρώμικους, που τους κοροϊδεύουν για τις χωριστές βρύσες. Κι αυτή τη φορά είδα κι εγώ τη βρώμα, και σκέφτηκα επίσης πόσο ηλίθιο πράγμα είναι αυτό με τις χωριστές βρύσες. Είδα τις τεράστιες ταξικές διαφορές χωρίς ιστορική κατανόηση, είδα τα ομοιόμορφα σπιτάκια στις γειτονιές σα να μη με αφορούν πια καθόλου. Δεν θαμπώθηκα από τα ωραία, δεν ήμουν επιεικής με τα άσχημα. Ένιωσα, φαντάζομαι, όπως οι περισσότεροι Έλληνες όταν ταξιδεύουν σε ευρωπαϊκές χώρες, από αδιάφορα έως εχθρικά.
Σχεδόν χάρηκα, έγινα επιτέλους όπως όλος ο κόσμος. Όμως τι κρίμα! Και πώς είναι δυνατόν; Τη γριάν Αγγλία την αγαπώ, που έλεγε και το τραγούδι. Την αγαπούσα. Έχω βγάλει τα μάτια μου μια ολόκληρη ζωή να διαβάζω Ντίκενς στο πρωτότυπο, και Τζέιν Ώστεν, και τις αδελφές Μπροντέ, και τον Θάκερεϊ, όλη την κλασσική αγγλική λογοτεχνία χωρίς βοήθεια από σχολεία, δυστυχώς. Τα παιδικά, τόμους ατελείωτους. Μόνο στον Σαίξπηρ κώλωσα, εκεί θέλει δασκάλους. Το σχεδίαζα για το μέλλον, πού να πήγαινα για αγγλική λογοτεχνία. Ξανά και ξανά τους πεζογράφους όμως, με το λεξικό δίπλα, κι ένα σωρό νέους, ακόμα πιο δύσκολους, και Ιστορία με τη σέσουλα, και τα γενεαλογικά των βασιλιάδων, και βιογραφίες επιστημόνων, του Νεύτωνα, του Σάμουελ Τζόνσον που έφτιαξε τα λεξικά, κι ενός ερασιτέχνη λογίου που τον βοηθούσε, χωριστά. Και μιας επίσης ερασιτέχνιδας κυρίας που μάζευε παλαιοντολογικά απολιθώματα σε κάποια ακτή. Ήξερα και της ακτής το όνομα και το δικό της, τα ξέχασα και δεν με νοιάζει. Οι Βρετανοί δεν μας θέλουν, αποφάσισαν. Αυτό το τραύμα καταστρέφει αναδρομικά τα πάντα. Μπαίνω στα βιβλιοπωλεία, κι εκεί που δεν χόρταινα να χαζεύω και δεν ήξερα τι να πρωτοδιαλέξω, δεν με τραβάει τίποτε, φεύγω με άδεια χέρια.
Ήμουν περήφανη που τα παιδιά μου ζουν εκεί και εργάζονται, τώρα είμαι κυρίως αγχωμένη. Γι αυτό χανόμουν και μπερδευόμουν, από αδιαφορία, από έλλειψη λαχτάρας να ξαναβρώ μια πόλη αγαπημένη. Εχασα την αγάπη. Το βλέμμα μου ήταν ψυχρό, κι όσο κι αν προσπαθούσε η λογική να ελέγξει το συναίσθημα, στο κάτω- κάτω η πολιτική δεν είναι η ζωή μας, και οι Λονδρέζοι ψήφισαν να παραμείνουν στην Ευρώπη, όλ' αυτά τα σωστά δεν κατάφερναν να με θεραπεύσουν, το στραπάτσο είχε γίνει.
Ωστόσο έκανα τα σχέδια, το πρόγραμμά μου. Με συμβούλευσαν φίλοι να πάω σε διάφορα μοντέρνα θεάματα και εκθέσεις, η καρδιά μου όμως ήθελε κλασικά, σα να χρειαζόταν να στραφεί στο παρελθόν για να ισορροπήσει. Πήγα δυο μέρες στο Βρετανικό Μουσείο, σε μέρη του που δεν είχα ξαναπάει, άλλες δυο στην Εθνική Πινακοθήκη, άλλες δυο στο Victoria & Albert, κι ένα πρωινό στο Temple, τον ναό των Ιπποτών. Πήγα σε δυο κονσέρτα σε εκκλησίες με χορωδία και όργανο, και σε μια μπαρόκ όπερα. Τα μοντέρνα άλλη φορά, αν επιζήσω να ξαναπάω.
Ο θαυμασμός μου, η εκτιμηση, η αγάπη στη χώρα και τους ανθρώπους, έχει πληγωθεί ανεπανόρθωτα. Με πόση λαχτάρα ερχόμουν κάποτε, με πόση χαρά μιλούσα με τους ανθρώπους σε κάθε ευκαιρία, τ' αυτιά τεντωμένα να καταλάβω τι λένε, τα δικά τους αγγλικά ευαγγέλιο. Γελούσα με την κριτική των Ελλήνων, που τους λένε βρώμικους, που τους κοροϊδεύουν για τις χωριστές βρύσες. Κι αυτή τη φορά είδα κι εγώ τη βρώμα, και σκέφτηκα επίσης πόσο ηλίθιο πράγμα είναι αυτό με τις χωριστές βρύσες. Είδα τις τεράστιες ταξικές διαφορές χωρίς ιστορική κατανόηση, είδα τα ομοιόμορφα σπιτάκια στις γειτονιές σα να μη με αφορούν πια καθόλου. Δεν θαμπώθηκα από τα ωραία, δεν ήμουν επιεικής με τα άσχημα. Ένιωσα, φαντάζομαι, όπως οι περισσότεροι Έλληνες όταν ταξιδεύουν σε ευρωπαϊκές χώρες, από αδιάφορα έως εχθρικά.
Σχεδόν χάρηκα, έγινα επιτέλους όπως όλος ο κόσμος. Όμως τι κρίμα! Και πώς είναι δυνατόν; Τη γριάν Αγγλία την αγαπώ, που έλεγε και το τραγούδι. Την αγαπούσα. Έχω βγάλει τα μάτια μου μια ολόκληρη ζωή να διαβάζω Ντίκενς στο πρωτότυπο, και Τζέιν Ώστεν, και τις αδελφές Μπροντέ, και τον Θάκερεϊ, όλη την κλασσική αγγλική λογοτεχνία χωρίς βοήθεια από σχολεία, δυστυχώς. Τα παιδικά, τόμους ατελείωτους. Μόνο στον Σαίξπηρ κώλωσα, εκεί θέλει δασκάλους. Το σχεδίαζα για το μέλλον, πού να πήγαινα για αγγλική λογοτεχνία. Ξανά και ξανά τους πεζογράφους όμως, με το λεξικό δίπλα, κι ένα σωρό νέους, ακόμα πιο δύσκολους, και Ιστορία με τη σέσουλα, και τα γενεαλογικά των βασιλιάδων, και βιογραφίες επιστημόνων, του Νεύτωνα, του Σάμουελ Τζόνσον που έφτιαξε τα λεξικά, κι ενός ερασιτέχνη λογίου που τον βοηθούσε, χωριστά. Και μιας επίσης ερασιτέχνιδας κυρίας που μάζευε παλαιοντολογικά απολιθώματα σε κάποια ακτή. Ήξερα και της ακτής το όνομα και το δικό της, τα ξέχασα και δεν με νοιάζει. Οι Βρετανοί δεν μας θέλουν, αποφάσισαν. Αυτό το τραύμα καταστρέφει αναδρομικά τα πάντα. Μπαίνω στα βιβλιοπωλεία, κι εκεί που δεν χόρταινα να χαζεύω και δεν ήξερα τι να πρωτοδιαλέξω, δεν με τραβάει τίποτε, φεύγω με άδεια χέρια.
Ήμουν περήφανη που τα παιδιά μου ζουν εκεί και εργάζονται, τώρα είμαι κυρίως αγχωμένη. Γι αυτό χανόμουν και μπερδευόμουν, από αδιαφορία, από έλλειψη λαχτάρας να ξαναβρώ μια πόλη αγαπημένη. Εχασα την αγάπη. Το βλέμμα μου ήταν ψυχρό, κι όσο κι αν προσπαθούσε η λογική να ελέγξει το συναίσθημα, στο κάτω- κάτω η πολιτική δεν είναι η ζωή μας, και οι Λονδρέζοι ψήφισαν να παραμείνουν στην Ευρώπη, όλ' αυτά τα σωστά δεν κατάφερναν να με θεραπεύσουν, το στραπάτσο είχε γίνει.
Ωστόσο έκανα τα σχέδια, το πρόγραμμά μου. Με συμβούλευσαν φίλοι να πάω σε διάφορα μοντέρνα θεάματα και εκθέσεις, η καρδιά μου όμως ήθελε κλασικά, σα να χρειαζόταν να στραφεί στο παρελθόν για να ισορροπήσει. Πήγα δυο μέρες στο Βρετανικό Μουσείο, σε μέρη του που δεν είχα ξαναπάει, άλλες δυο στην Εθνική Πινακοθήκη, άλλες δυο στο Victoria & Albert, κι ένα πρωινό στο Temple, τον ναό των Ιπποτών. Πήγα σε δυο κονσέρτα σε εκκλησίες με χορωδία και όργανο, και σε μια μπαρόκ όπερα. Τα μοντέρνα άλλη φορά, αν επιζήσω να ξαναπάω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου