Εισαγωγή στην ταινία που είχε γράψει η Μαργαρίτα τα κείμενα, στο Πόκετ Φέστιβαλ που γινόταν στο βιβλιοπωλείο του Γαβριηλίδη
H εισαγωγή που θα κάνω δεν θα γινόταν αν δεν είχε μεσολαβήσει το πάντα
απρόβλεπτο γεγονός. Η Μαργαρίτα Κoυλεντιανού που έγραψε το κείμενο της ταινίας,
θα ήταν εδώ και ίσως έκανε εκείνη μια εισαγωγή, ίσως και όχι, ίσως καθόταν στο
μπαρ και κάπνιζε γιατί δεν άντεχε πολλή ώρα χωρίς να καπνίζει. Εγώ σίγουρα δεν
θα ήμουν εδώ, γιατί τέτοια ώρα δεν συνηθίζω να βγαίνω, το έχω αφήσει αυτό στη
νεώτερη γενιά, δεν μπορεί να μην έχετε παρατηρήσει ότι οι νέοι τώρα πια ζουν τη
νύχτα, ίσως είναι η μόνη ελεύθερη ζώνη του 24ωρου, έχουμε πιασμένες εμείς όλες
τις υπόλοιπες, οπότε το θεωρώ δίκαιο να τους παραχωρώ τις νυχτερινές ώρες. Αλλά
το πάντα απρόβλεπτο γεγονός σε κάνει να τα ξεχνάς όλα αυτά, τις αρχές και τις
συνήθειες και τα προγράμματα, κι έτσι εγώ βρίσκομαι εδώ να σας μιλήσω λίγο
εκτός προγράμματος για τη Μαργαρίτα Κουλεντιανού που έγραψε το
κείμενο της ταινίας. Θα μπορούσε αντί να έχει γράψει το κείμενο, να εμφανίζεται
στην ταινία και να μιλάει, αυτό ήταν κάτι
που έκανε με εξαιρετικά γοητευτικό τρόπο, ο τρόπος που μιλούσε ήταν το
μεγάλο της ταλέντο. Ένα ταλέντο που δυστυχώς δεν αποτυπώνεται, ακόμα κι αν το
βάλεις σε ταινία, ή σε θεατρικό έργο, ή το περιγράψεις, ή το αφηγηθείς, δεν
μπορείς να το αναπαράγεις. Ειδικά κάποιον άνθρωπο που δεν φωνάζει, δεν μιλάει
σε κοινό, μιλάει σε μικρές παρέες, χαμηλόφωνα, πώς να τον καταγράψεις; Το
απολαμβάνεις δια ζώσης, δεν μεταφέρεται, μόνο αν είσαι τυχερός και συναντήσεις
έναν τέτοιον καλλιτέχνη θα τη γνωρίσεις. Η Μαργαρίτα ήταν ένας τέτοιος
καλλιτέχνης, κι εγώ ήμουν μια τέτοια τυχερή. Εφόσον όμως έγραψε απλώς το
κείμενο της ταινίας, θα σας μιλήσω για τα κείμενα. Ευχαριστώ το πόκετ φέστιβαλ
που οργάνωσε για δεύτερη φορά η Αθηνά Κεφαλά, για την ευκαιρία που μου
δίνει.
Ως
κειμενογράφοι ήμασταν συνάδελφοι για
μερικές δεκαετίες στις εφημερίδες. Ασκούσαμε μια τέχνη ξεχασμένη, με την έννοια
ότι διαδόθηκε πια τόσο πολύ που μπορεί να έχει ξεχαστει η καταγωγή της. Νομίζω
ότι έχει ξεχαστεί και η ίδια η λέξη, κανείς δεν τη χρησιμοποιεί πια. Γράφαμε
χρονογραφήματα. Να θυμίσω τι εστί χρονογράφημα. Είναι ένα κείμενο που
δημοσιεύεται σε ειδική θέση στις εφημερίδες και ασχολείται με την
καθημερινότητα, με διάφορα φαινόμενα της ζωής στην πόλη κυρίως, με ασήμαντα εκ
πρώτης όψεως περιστατικά, ή μπορεί βέβαια και να σχολιάζει τις ειδήσεις, αλλά κατ'
αρχήν όχι τις πολιτικές. Οφείλει να έχει προσωπικό στυλ, αλλιώς δεν γίνεται. Στην
καταγωγή του το χρονογράφημα είναι υποχρεωμένο να βρει κάτι άλλο να ασχοληθεί,
πλην πολιτικής. Σιγά σιγά αυτό άλλαξε, το ζήσαμε ν’ αλλάζει, η Μαργαρίτα κι
εγώ, μεταξύ λίγων άλλων βέβαια, αντισταθήκαμε πιστεύω, αλλά πόσο ν’
αντισταθείς; Για χρόνια γράφαμε παράλληλα, πολύ συχνά είχαμε διάλογο για
διάφορα θέματα, εκείνη έγραφε στην Ελευθεροτυπία, εγώ στην Αυγή, σε διάφορα
περιοδικά, ανταλλάσαμε απόψεις, διαφωνούσαμε, συμφωνούσαμε, προσπαθούσαμε να
καταπλήξουμε η μία την άλλη. Είχαμε τα αγαπημένα μας θέματα, τις γυναίκες και
τα παιδιά, κατεξοχήν, αν μπορούσαμε να μετρήσουμε πόσες φορές γράψαμε για τις
γυναίκες και για τα παιδιά, δεν ξέρω ποια θα κέρδιζε. Διαβάζοντας τα τελευταία
της κείμενα διαπίστωσα πως ήταν όλα με θέμα τα παιδιά, μικρά παιδιά, έναν παιδί
ηθοποιό που είχε δει στο θέατρο, μεγάλα παιδιά, φίλες των θυγατέρων της που
έψαχναν για δουλειά. Η προστατευτική
αυτή στάση, η μητρική θα έλεγα, ήταν πολύ χαρακτηριστική της, αλλά δεν έμοιαζε
καθόλου με την κλασσική προστατευτική στάση των γονιών ή των μεγάλων φίλων που
ξέρουμε. Ήταν ένα χαρμάνι εντελώς ιδιαίτερο, που έχει να κάνει με την εποχή που
μεγαλώσαμε, τα ιδανικά που είχαμε την εποχή που συναντηθήκαμε με τη Μαργαρίτα,
στα 18 μας χρόνια.
Ήταν το 1971, τέτοια εποχή, φθινόπωρο. Είχαμε περάσει στη
Νομική Θεσσαλονίκης, η κολλητή μου κι εγώ, εκείνη την είχε βάλει πρώτη
προτίμηση κρυφά, εγώ ευτυχώς είχα μόλις γλυτώσει την Αθήνα, και το λέω γιατί
για μας είχε τεράστια σημασία να φύγουμε από το σπίτι των γονιών μας, και δεν
υπήρχε άλλος τρόπος. Ήμασταν λοιπόν πανευτυχείς έξω από τη γραμματεία της
Σχολής, είχαμε πάει πρώτη μέρα, κι είχαμε σταθεί στην ουρά για εγγραφές όλο
χαρά και κέφι, κι εκεί ήρθε μια παρέα νεαρών και άρχισε να μας κολλάει. Βρεθήκαμε
να κουβεντιάζουμε, μάλλον να ανταλλάσσουμε πειράγματα. Πού μένετε, πάρτε μας για
συγκάτοικους, σιγά μη σας πάρουμε, μήπως μια φίλη μας που ψάχνει σπίτι; Έχετε
φίλη ή μας δουλεύετε; Περιμένετε να τη φωνάξουμε! Φύγανε, περνούσε η ώρα και
δεν εμφανίζονταν, ψέμματα έλεγαν για τη φίλη σκεφτήκαμε εμείς. Όμως
εμφανίστηκαν μετά από κάμποση ώρα κουβαλώντας τη Μαργαρίτα στους ώμους όπως
σηκώνουν τους παίκτες που βάζουν γκολ στο ποδόσφαιρο και κάνουν το γύρο του
θριάμβου. Αξέχαστη εμφάνιση ανάμεσα στο πλήθος από πρωτάκια.
Ήρθε να μείνει στο σπίτι μας, είχαμε μια κρεβατοκάμαρα που
περίσσευε, έφερε μια βαλίτσα, κι άπειρες παρέες αγοριών που γνώριζε από την
Αθήνα. Εμείς μπροστά της ήμασταν σα χαζές, άβγαλτες, αδέξιες, φοβισμένες, αν
και γεμάτες επιθυμίες και φιλοδοξίες. Βυθιστήκαμε στο πλήθος που εκείνη
προσέλκυε, και στις συζητήσεις που εκείνης της άρεσαν. Αν και τόσο πλούσια σε
πείρα και γνωριμίες, δεν ήταν δεσποτική καθόλου, ανάμεσα μας κυριαρχούσε ένα
είδος καθημερινού διαγωνισμού ελαφρότητας. Αστειευόμασταν με τα πάντα, χωρίς να
χάνουμε το σεβασμό για ό,τι άξιζε να σέβεται κανείς, ισορροπούσαμε τη στάση μας
ανάμεσα στην κριτική και την αναζήτηση εκείνου που άξιζε. Δεν μπορώ πια να
μεταφέρω εύκολα το κλίμα της εποχής εκείνης, την καθημερινότητα της φοιτητικής
ζωής επί χούντας. Κάναμε πολλές φιλοσοφικές συζητήσεις, Ένα απ’ τα αγαπημένα
θέματα της Μαργαρίτας ήταν η ελευθερία. Μπορούσε να διατηρήσει το άτομο την
εσωτερική του ελευθερία ζώντας σε δικτατορικό καθεστώς; Περνούσαμε νύχτες
άυπνες να συζητάμε, να αναλύουμε. Η Μαργαρίτα ήταν σα λαγωνικό ιδεών περί
ελευθερίας. Μάθαινε πρώτη τις συγκλονιστικές ιδέες που κυκλοφορούσαν τότε στην
Ευρώπη, στο Παρίσι κυρίως, ανέλυε τον Σάρτρ, μιλούσε για τη σκέψη του Φουκώ πχ,
πριν εμείς πληροφορηθούμε καν την ύπαρξη του.
Στο σπίτι μας ήταν σπάνιο να συναντήσεις λιγότερους από δέκα
ανθρώπους ανά πάσα στιγμή. Η Μαργαρίτα ενορχήστρωνε όλο εκείνο το πλήθος με
απέραντη ηρεμία, σιγουριά και χάρη. Ήταν το εντελώς αντίθετο μου, εγώ έκανα
φασαρία ενώ ήμουν δειλή, ανασφαλής, και νευρική. Μιλούσα πολύ, άνοιγα την
καρδιά μου πανεύκολα, ζητούσα βοήθεια όποτε κάτι μου συνέβαινε, κυρίως από
κείνη. Εκείνη άκουγε, όχι μόνο εμένα φυσικά, άκουγε τους πάντες. Είχε άπειρη
ώρα και υπομονή ν’ ακούει τον καθένα. Με ύφος ανάλαφρο, μ’ ένα κούνημα του
χεριού της, έδιωχνε τα προβλήματα, πρότεινε τις λύσεις.
-Μη δίνεις σημασία μου έλεγε για όσα με πλήγωναν, με
βασάνιζαν και με ταλαιπωρούσαν. Μη δίνεις σημασία, έγινε η φράση φυλαχτό.
Ήθελα να μάθω να μη
δίνω σημασία σε ό,τι δεν άξιζε. Επιπλέον,
ήθελα να γίνω σαν εκείνη. Να μπορώ να μιλώ ήρεμα, να ακούω προσεχτικά, να
αντιμετωπίζω ψύχραιμα και με χιούμορ τις δυσκολίες. Την έφερνα στο νου όταν
δυσκολευόμουν, εδώ τι θα έκανε προσπαθούσα να σκεφτώ. Κι είχα τη φιλοδοξία
κάποτε να μου ανοίξει κι εκείνη την
καρδιά της, να μπορέσω κι εγώ μια φορά να της φανώ χρήσιμη. Αλλά αυτή την
πολυτέλεια δεν την πρόσφερε η Μαργαρίτα εύκολα.
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα ήταν μάλλον καταπληκτικό που μπορούσε
να είναι και εξαιρετική φοιτήτρια, αλλά συνέβαινε και αυτό. Θα μπορούσε να είχε
γίνει καθηγήτρια στη Νομική, κάτι τέτοιο φανταζόμουν εγώ όταν έφυγε για
μεταπτυχιακές σπουδές στη Γαλλία, αλλά δεν έγινε. Η αγάπη της για την ελευθερία
κάτι άλλο της υπαγόρευσε, και στράφηκε σταδιακά σε δουλειές που είχαν
περισσότερη σχέση με το γράψιμο, έτσι που βρεθήκαμε ξανά μαζί στις εφημερίδες.
Περίπου την ίδια εποχή δεσμευτήκαμε στο ρόλο της μητέρας, κι εκεί είδα τη
Μαργαρίτα να συνδυάζει όλη εκείνη την αναζήτηση περί ελευθερίας με τις ανάγκες
της αγάπης και της προστασίας. Ήταν βέβαια κάτι που έζησε έντονα η γενιά μου,
πώς οι ακραίες και ασυμβίβαστες φεμινίστριες που υπήρξαμε, φιλοσοφικά
τουλάχιστον, έγιναν οι πιο προσεκτικές, ενίοτε κι οι πιο προστατευτικές
μητέρες, οι πιο αφοσιωμένες σύντροφοι. Θα μπορούσε να είναι μυθιστόρημα ποταμός
η απάντηση στο ερώτημα αυτό, και το αφήνω ανοιχτό για να το βρει όποιος
ενδιαφέρεται και μπορεί να ρωτήσει και να μάθει.
Η φιλία μας, από τα 18 μας χρόνια, μέχρι τα 63 μας, φέτος το
Φεβρουάριο που πέθανε, έμεινε ζωντανή, και πάντα εγώ έβρισκα σοφία κι ανακούφιση
κοντά της, και πάντα ήθελα να την κάνω να μου μιλάει περισσότερο για την ίδια,
να μη μ’ αφήνει συνέχεια εμένα να λέω, να μου ανοίγει κι εκείνη την καρδιά της.
Την τελευταία φορά που την είδα μου έκανε ένα δώρο, κάθισε
και μου διηγήθηκε με το νι και με το σίγμα τα τελευταία τηλεφωνήματα που είχε
με την κόρη της από το Λονδίνο, όλες τις λεπτομέρειες, πώς είχε βρει δουλειά,
τι της είχε πει, τι είχε συμβεί, όλα. Με τις ώρες. Είχα βουρκώσει από χαρά,
ήταν σα να γιορτάζαμε. Κάτι που συνέβαινε κατά κάποιον τρόπο, αλλά δεν το
ξέραμε. Ήταν η τελευταία φορά που την είδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου