Θαύμασα και ζήλεψα τον Τάσο Μπουλμέτη για όλες τις ιδέες και τα
ευρήματα της τελευταίας του ταινίας. Πάντα έτσι, θαυμάζουμε και
ζηλεύουμε τους καλλιτέχνες. Ειδικά όταν τα έργα τους πιάνουν και
ξετινάζουν με τόλμη κι απλότητα τα υπαρξιακά που μας βασανίζουν, ως
ανθρώπους και ως έθνη.
Πραγματικά, νόμιζα ότι είχα χάσει πια, στην ηλικία που βρίσκομαι και μετά τόσα και τόσα που έχω δει, την ικανότητα να ξαφνιάζομαι με απαντήσεις στις παλιές απορίες, νόμιζα ότι όλα τα είδα κι όλα τα σκέφτηκα, ειδικά αυτά που τόσα χρόνια τώρα συζητάμε: τους εθνικούς μύθους και τις σκοπιμότητές τους, το τι περιθώρια μας αφήνουν, το πώς μας προλαβαίνουν τρυφερούς κι αθώους και μας διαμορφώνουν σαν συναισθηματικά στρατιωτάκια, το πόσο είμαστε απέναντί τους χωρίς άμυνες. Κι όμως!
Με μια εικόνα και μια φράση ο μικρός ήρωας του «Νοτιά» με γιάτρεψε αναδρομικά για όλα τα ψυχικά τραύματα της πονεμένης εθνικής ταυτότητας. Ο μικρός που δεν δεχόταν να καταπιεί αδιαμαρτύρητα τους γεμάτους βία κι αυτοθυσία μύθους, αυτός που ο γιατρός δεν μπορούσε να θεραπεύσει, με θεράπευσε εμένα αναδρομικά. Χρειαζόταν μόνο η ιδέα, και η δύναμη να τη διατυπώσεις.
Μια χαραμάδα αμφιβολίας όταν σου σερβίρουν την αδιανόητη για τα σημερινά δεδομένα Ιστορία. Οι Σουλιώτισσες έπεσαν χορεύοντας από το Ζάλογγο. Ναι, αλλά φορούσαν μεγάλες, μακριές, φαρδιές φούστες.
Κι αν οι φούστες άνοιγαν; Αν; Δεν θα μπορούσαν πέφτοντας να γίνουν αλεξίπτωτα; Να ζήσουν τα κορίτσια; Και να γελάσει λίγο το χειλάκι μας, φρυγμένο από την τόση υποχρεωτική απελπισία;
Κι έτσι ξεκίνησε η περιπέτεια της ατομικής αντίστασης στο συλλογικό σενάριο, το ερωτηματικό που σε κάνει επαναστάτη αλλά είναι τέτοιας υφής που δεν μπορείς να καλουπωθείς μετά ούτε στο επαναστατικό προτσές των πιο ψαγμένων ομάδων, ως φοιτητής στη μεταπολίτευση.
Είναι να μη γίνει η αρχή, να μην τη διατυπώσεις την τολμηρή προσωπική σου εικόνα, αυτή που σε παρηγόρησε και σε οδήγησε στη δημιουργία. Μετά θα μπορείς να ξεφεύγεις διαρκώς, ενδεχομένως με τη βαλίτσα του Ωνάση, να κερδίζεις απόσταση από τους μύθους και τα πάθη, να τα πλάθεις εξαρχής.
Πραγματικά, ζήσαμε πολύ άνετα τις δεκαετίες πριν από την κρίση, μια γενιά μεγάλωσε μέσα σε αφθονία, ένα σωρό παιδιά μπόρεσαν να εκφράσουν την επιθυμία και να την πραγματοποιήσουν ή να ξεκινήσουν την προσπάθεια να γίνουν καλλιτέχνες.
Είναι από τις καλές συνέπειες της πλούσιας εποχής. Υπάρχει ελπίδα τόσοι που είναι να καταφέρουν να ξαναγράψουν τους νέους μύθους που έχουμε ανάγκη και να ρίξουν τις ακόμα πιο απαραίτητες λοξές ματιές στους παλιούς.
Στην ταινία ο μικρός ήρωας μεγαλώνει βέβαια κι αφού φύγει κι επιστρέψει γενναιόδωρα ξαναβρίσκει όλα τα παραμύθια που τον μεγάλωσαν, την πόλη που περιμένει τα δικά του, γενναιόδωρα συγχωρεί κι αποδέχεται κάποια, δεν διευκρινίζει ποια.
Αφήνει για τους άλλους γκρεμούς και ξύλινα άλογα, εκείνος κοιτάζει με αγάπη την Αθήνα από ψηλά, αυτή την πόλη που μισούμε και που μας εκδικείται. Ισως κρύβει θησαυρούς, μας ψιθυρίζει.
Πραγματικά, νόμιζα ότι είχα χάσει πια, στην ηλικία που βρίσκομαι και μετά τόσα και τόσα που έχω δει, την ικανότητα να ξαφνιάζομαι με απαντήσεις στις παλιές απορίες, νόμιζα ότι όλα τα είδα κι όλα τα σκέφτηκα, ειδικά αυτά που τόσα χρόνια τώρα συζητάμε: τους εθνικούς μύθους και τις σκοπιμότητές τους, το τι περιθώρια μας αφήνουν, το πώς μας προλαβαίνουν τρυφερούς κι αθώους και μας διαμορφώνουν σαν συναισθηματικά στρατιωτάκια, το πόσο είμαστε απέναντί τους χωρίς άμυνες. Κι όμως!
Με μια εικόνα και μια φράση ο μικρός ήρωας του «Νοτιά» με γιάτρεψε αναδρομικά για όλα τα ψυχικά τραύματα της πονεμένης εθνικής ταυτότητας. Ο μικρός που δεν δεχόταν να καταπιεί αδιαμαρτύρητα τους γεμάτους βία κι αυτοθυσία μύθους, αυτός που ο γιατρός δεν μπορούσε να θεραπεύσει, με θεράπευσε εμένα αναδρομικά. Χρειαζόταν μόνο η ιδέα, και η δύναμη να τη διατυπώσεις.
Μια χαραμάδα αμφιβολίας όταν σου σερβίρουν την αδιανόητη για τα σημερινά δεδομένα Ιστορία. Οι Σουλιώτισσες έπεσαν χορεύοντας από το Ζάλογγο. Ναι, αλλά φορούσαν μεγάλες, μακριές, φαρδιές φούστες.
Κι αν οι φούστες άνοιγαν; Αν; Δεν θα μπορούσαν πέφτοντας να γίνουν αλεξίπτωτα; Να ζήσουν τα κορίτσια; Και να γελάσει λίγο το χειλάκι μας, φρυγμένο από την τόση υποχρεωτική απελπισία;
Κι έτσι ξεκίνησε η περιπέτεια της ατομικής αντίστασης στο συλλογικό σενάριο, το ερωτηματικό που σε κάνει επαναστάτη αλλά είναι τέτοιας υφής που δεν μπορείς να καλουπωθείς μετά ούτε στο επαναστατικό προτσές των πιο ψαγμένων ομάδων, ως φοιτητής στη μεταπολίτευση.
Είναι να μη γίνει η αρχή, να μην τη διατυπώσεις την τολμηρή προσωπική σου εικόνα, αυτή που σε παρηγόρησε και σε οδήγησε στη δημιουργία. Μετά θα μπορείς να ξεφεύγεις διαρκώς, ενδεχομένως με τη βαλίτσα του Ωνάση, να κερδίζεις απόσταση από τους μύθους και τα πάθη, να τα πλάθεις εξαρχής.
Πραγματικά, ζήσαμε πολύ άνετα τις δεκαετίες πριν από την κρίση, μια γενιά μεγάλωσε μέσα σε αφθονία, ένα σωρό παιδιά μπόρεσαν να εκφράσουν την επιθυμία και να την πραγματοποιήσουν ή να ξεκινήσουν την προσπάθεια να γίνουν καλλιτέχνες.
Είναι από τις καλές συνέπειες της πλούσιας εποχής. Υπάρχει ελπίδα τόσοι που είναι να καταφέρουν να ξαναγράψουν τους νέους μύθους που έχουμε ανάγκη και να ρίξουν τις ακόμα πιο απαραίτητες λοξές ματιές στους παλιούς.
Στην ταινία ο μικρός ήρωας μεγαλώνει βέβαια κι αφού φύγει κι επιστρέψει γενναιόδωρα ξαναβρίσκει όλα τα παραμύθια που τον μεγάλωσαν, την πόλη που περιμένει τα δικά του, γενναιόδωρα συγχωρεί κι αποδέχεται κάποια, δεν διευκρινίζει ποια.
Αφήνει για τους άλλους γκρεμούς και ξύλινα άλογα, εκείνος κοιτάζει με αγάπη την Αθήνα από ψηλά, αυτή την πόλη που μισούμε και που μας εκδικείται. Ισως κρύβει θησαυρούς, μας ψιθυρίζει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου