Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2016

Ήταν ο Χριστός πρόσφυγας;



Δεν θυμάμαι ποιος πολιτικός είπε για το Χριστό πως ήταν πρόσφυγας, χάθηκε η δήλωση στην καθημερινή ροή παράξενων δηλώσεων, αλλά θα έπρεπε ίσως να το ψάξω, αφού κι εγώ έγραψα κάτι παρόμοιο λίγο πριν τα Χριστούγεννα, ότι ο Χριστός γεννήθηκε από γονείς ταξιδιώτες. Αυτό τουλάχιστον δεν μπορεί να το αρνηθεί κανείς, οι άνθρωποι δεν έβρισκαν πού να μείνουν καθώς ταξίδευαν, ήταν πιασμένα όλα τα δωμάτια εκείνη τη μακρινή νύχτα του έτους 1. Κάπως σαν τώρα στις διακοπές των Χριστουγέννων, πληρότης 100%. Ταξίδευαν για να απογραφούν σωστά στη  ρωμαϊκή επαρχία που ήταν η πατρίδα τους, κι εκεί που πήγαν δεν χωρούσαν. Έτσι βρέθηκαν στο σταύλο, που έγινε μετά σπήλαιο, αλλά μπορεί να ήταν κι από την αρχή σταύλος σε σπήλαιο. Οι αρχαίοι θεοί συνήθιζαν να γεννιούνται σε σπήλαια, εκεί που γεννήθηκε και η τέχνη, όπως ξέρουμε. Ίσως οι αρχαίοι άνθρωποι να συνήθιζαν να κάνουν σταύλους τις σπηλιές που τύχαινε να βρίσκονται δίπλα στο σπίτι τους, ίσως απλώς οι ιστορίες να έπρεπε να υποστούν κάποιες προσαρμογές για να γίνουν πιο ιερές. Καλύτερα να γεννιέσαι σε σπήλαιο, σαν τον Δία και διάφορους άλλους θεούς, αν είναι να γίνεις Θεός με βαθιές ρίζες.
Πάντως δεν είναι τυχαίο που ο Χριστός γεννήθηκε στη διάρκεια μιας μετακίνησης, αν το καλοσκεφτούμε. Η ίδια η θρησκεία ήταν μια μετακίνηση, ένας Μεσσίας των Εβραίων που επικράτησε ως Σωτήρας στους μη Εβραίους κυρίως, μέσα από τα ταξίδια του Παύλου στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, κι ενσωμάτωσε ημερομηνίες και συνήθειες αρχαίων θρησκειών καθώς μετακινούνταν σε κάθε κατεύθυνση. Η αγία εικόνα της γέννησης, μια εικόνα ιερή ούτως ή άλλως για την ανθρώπινη μοίρα, συμπληρώνεται από την έννοια της μετακίνησης. Ταξιδεύοντας οι άνθρωποι έγιναν άνθρωποι, φεύγοντας από την κοιτίδα της Αφρικής, περνώντας στις άλλες ηπείρους, όπου χάθηκαν για αιώνες, για να ξαναβρεθούν στους ιστορικούς καιρούς. Το ταξίδι είναι πάντα δοκιμασία και εμπειρία, αλλαγή και εξέλιξη, γνωριμία και εμβάθυνση. Βλέπεις σήμερα έναν πρόσφυγα που κοιμάται σε παράνομα νοικιασμένο διαμέρισμα και ποιος ξέρει, μπορεί σε λίγα χρόνια να έχει στήσει μαγαζάκι στο Βερολίνο, ή να έχει ανακαινίσει τα πορθμεία της Σουηδίας, ως ειδικός στα περάσματα, λέμε τώρα. Είναι μικρή η στιγμή που στέκεται εξαθλιωμένος, έκθετος στον οίκτο ή το φόβο σου, κι εσύ νομίζεις ότι μπορείς να τον κάνεις κάτι, να τον στεγάσεις- ταΐσεις – εγκαταστήσεις -εκμεταλλευτείς- ξαμολήσεις στην Ευρώπη ως όπλο εναντίον της-  ενώ εκείνος βρίσκεται κιόλας αλλού, νοερά τουλάχιστον, ανεξάρτητος και έτοιμος να ανακαλύψει τις δικές του δυνάμεις.
Σε κάθε περίπτωση, χρόνια πολλά σε ντόπιους και περαστικούς, τα καλύτερα να βρίσκονται μπροστά μας.


Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2016

Για την υγεία και το ασφαλιστικό

Επιτέλους, η επιστήμη αναγνωρίζει τα ωφέλη του τραγουδιού. Σύμφωνα με μελέτες, όταν τραγουδάμε, οι νευροδιαβιβαστές του εγκεφάλου συνδέονται με νέους και διαφορετικούς τρόπους. Το τραγούδι πυροδοτεί τον δεξιό κροταφικό λοβό του εγκεφάλου μας απελευθερώνοντας ενδορφίνες, οι οποίες μας κάνουν εξυπνότερους, υγιέστερους, περισσότερο ευτυχισμένους και δημιουργικούς. Όταν τραγουδάμε με άλλους, αυτή η επίδραση μεγιστοποιείται. Επιπλέον, εκπαιδεύουμε την αναπνοή και χαμηλώνουμε τα επίπεδα κορτιζόλης. Οπότε δεν χρειάζεται να απολογούμαστε αν μας αγριοκοιτάξουν την ώρα που τραγουδάμε στη βροχή, στο δρόμο, στο μετρό, ή αν παραπονεθούν όταν μας ακούν από το μπάνιο μας. Το ζητάει ο γιατρός, θα πούμε, το κάνω για την υγεία μου! Κι εκεί συνήθως δεν μπορεί να πει κανείς τίποτε, η υγεία θεωρείται ακόμα αγαθό που δικαιούται ο καθένας να υπερασπίζεται έστω και με τέτοιες ακραίες συμπεριφορές, όπως το τραγούδι.
Το καλύτερο, λένε οι επιστήμονες, είναι τα τραγουδάμε σε χορωδίες. Στην πραγματικότητα το ξέραμε πάντα, κάτι γίνεται εκεί που έχει σχέση με αταβιστικές, ανεξήγητες ροπές, με συνήθειες από τις αρχαίες θρησκείες, όταν οι πιστοί τραγουδούσαν όλοι μαζί ύμνους στη θεότητα, κι ένιωθαν κάπως την παρουσία της στο άκουσμα της ίδιας της φωνής τους. Παλμοί στον αέρα που θα ξυπνούσαν κάπως τα πουλιά, συντονισμός αναπνοών που σε γεμίζει με την αίσθηση της δύναμης του είδους, μια αληθινή στιγμιαία παρέμβαση στην τάξη της φύσης. Ακόμα και τώρα οι τραγουδιστές μοιάζουν με αρχιερείς, αν συγκινήσουν το κοινό παράγουν δέος, κάποιοι επενδύονται υπέρμετρη δόξα. Οι θρησκείες εξάλλου ποτέ δεν σταμάτησαν να παράγουν μουσική.
Το καλύτερο θα ήταν, για τους ερασιτέχνες, να τραγουδάμε σε παρέες. Τίποτε δεν υπάρχει σαν την ευτυχία να συντονίζονται οι φωνές με των φίλων, αν και το ακόμα καλύτερο είναι να τραγουδάμε νανουρίζοντας τα μωρά μας, πιο αφοσιωμένο κι εξαρτημένο κοινό δεν θα υπάρξει ποτέ. Όμως πόσο να κρατήσει, μεγαλώνουν τα άτιμα, το ρίχνουν στα φωνακλάδικα. Οπότε, με μεγάλα παιδιά και με παρέες σοβαρές, που πια δεν τραγουδάν, είναι ευτύχημα που μπορείς να γίνεις δεκτός σε χορωδία χωρίς πτυχίο μονωδίας. Για την υγεία πάντα, βέβαια, και τη βοήθεια στο γενικότερο ασφαλιστικό. Όχι επειδή μας αρέσει να τραγουδάμε, επειδή βρίσκουμε σχεδόν ανεξήγητη ευτυχία στην αναπαραγωγή ξανά και ξανά των ίδιων ήχων, με τα ίδια λόγια, γιατί αυτά δεν είναι σοβαρά πράγματα, τη στιγμή που τόσες δουλειές μας περιμένουν, και τόσα προβλήματα ταλανίζουν την ανθρωπότητα. Αλλά η υγεία, η πιθανή απαλλαγή του ασφαλιστικού από κάποιες ασθένειες, αυτό συγχωρείται, προς το παρόν. Ακόμα και στα χριστουγεννιάτικα που τόσοι και τόσοι δηλώνουν ότι απεχθάνονται, οφείλουν οι πάντες να δείξουν ανεκτικότητα και γενναιοδωρία.

Τα παιδιά των άλλων

Κάθε λεπτό που περνά ο ανθρώπινος πληθυσμός της γης αυξάνεται με όλο και μεγαλύτερη ταχύτητα. Δεν καταφέρνουν φαίνεται οι γυναίκες των πλούσιων χωρών που όλο και πιο αργά κάνουν παιδιά, κι όλο και λιγότερα, να ισορροπήσουν την τεκνοποιία των γυναικών των φτωχών χωρών, που συνεχίζουν να παντρεύονται νέες και να κάνουν πολλά παιδιά. Ίσως βέβαια κι αυτές να έχουν λίγο φρενάρει, ποιος ξέρει; Αν πιστέψουμε τις γενικές στατιστικές που λένε ότι η φτώχεια μειώνεται στον κόσμο, πρέπει κανονικά να έχουν φρενάρει. Πάνε μαζί αυτά, οι γυναίκες κάνουν λιγότερα παιδιά αμέσως μόλις μπορέσουν να ελέγξουν λίγο τη ζωή τους, δηλαδή μόλις ανέβει κάπως το επίπεδο της.
Κι αφού έτσι είναι τα πράγματα, γιατί αγωνιούν τόσο οι πλούσιες χώρες για τη δική τους υπογεννητικότητα, και κάνουν εκκλήσεις στις γυναίκες να κάνουν περισσότερα παιδιά, και δημιουργούν κίνητρα, και παρακαλάνε γενικά ανθρώπους που δεν έχουν τέτοιους στόχους; Αφού περιμένουν τα παιδιά των φτωχών στην ουρά για να μπορέσουν να έρθουν στα πλούσια μέρη, να δουλέψουν, να πάρουν μια μικρούλα θέση στις χειρότερες γειτονιές, στις δυσκολότερες δουλειές, γιατί δεν τα θέλουν οι πλούσιοι, και παρακαλάνε τις δικές τους γυναίκες να κάνουν γνήσιους απογόνους, για να σταματήσει η γήρανση του πληθυσμού;
Ναι, ξέρω, δεν είναι τόσο απλό. Καθόλου απλό δεν είναι, κι εντελώς μπλοκαρισμένο μάλιστα. Οι μετανάστες είναι ανεπιθύμητοι επισήμως παντού, δεν υπάρχει χώρα που να ομολογεί ότι τους χρειάζεται. Ακόμα κι αν αυτό συμβαίνει, ο φόβος, η σιγουριά, πως η παραμικρή χαραμάδα στα σύνορα θα γεννήσει αμέσως κύματα ανεξέλεγκτα μεταναστών, εμποδίζει κάθε επίσημη διαδικασία υποδοχής. Πρόσφυγες μόνο, να είναι απελπισμένοι, κι αυτοί ακόμα είναι ανεπιθύμητοι στα περισσότερα πλούσια μέρη.
Κάποτε στη Γερμανία πήγαινες μετανάστης επίσημα, περνούσες εξετάσεις, στις ΗΠΑ το ίδιο. Τώρα πια τέρμα αυτά, κι ας δουλεύουν κρυφά στην Ιταλία χιλιάδες Κινέζοι, κι ας έχτισαν την Ελλάδα οι Βαλκάνιοι γείτονες τα χρόνια του χρήματος, κι ας συναντάς σε όλη την Ευρώπη μετανάστες στις πιο βαρειές δουλειές. Δεν βλέπω πολιτικό που θα μπορούσε να έχει το θάρρος οπουδήποτε να πει ότι, ξέρετε χρειαζόμαστε μερικούς ανθρώπους εδώ, ας βάλουμε κριτήρια, εξετάσεις, δοκιμασίες ρε αδερφέ. Όχι, τα παιδιά των άλλων δεν μας κάνουν, θέλουμε δικά μας.
Καθώς πλησιάζουν Χριστούγεννα, γιορτή μιας γέννησης όχι ακριβώς μεταναστών, αλλά ταξιδιωτών πάντως, σε δύσκολες συνθήκες, λέτε να το ξανασκεφτεί κανείς;

Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2016

Υική και θυγατρική στοργή

Ξύνουν τα νυχάκια τους οι Ευρωπαίοι. Βαρέθηκαν τη μονοτονία της συνύπαρξης, νοστάλγησαν τη δόξα των πολέμων, είναι πληκτικό να πρέπει κάθε Χριστούγεννα να ψήνεις γαλοπούλα; Αυτή η παγκοσμιοποιημένη κουλτούρα που μας αλλοιώνει τις παραδόσεις είναι αβάσταχτη, λένε. Οπότε πάρτε ένα Brexit κι ό,τι άλλο ήθελε προκύψει από τις επινοήσεις των πολιτικών που βάρυναν πρόωρα, γιατί να μπλέκουν με τα δύσκολα; Βρίσκουν εχθρούς και βαράνε τις σάλπιγγες, μαζεύουν το θυμό των πολιτών σε ψήφους, παίρνουν την εξουσία και συνεχίζουν να χρωματίζουν, να πλάθουν, να τελειοποιούν τους εχθρούς, άλλη δουλειά δεν ξέρουν.
Βέβαια, τα πράγματα δεν είναι μονοσήμαντα. Όπως μου έλεγε και μια φίλη γαλλίδα πριν χρόνια, τότε που είχε ψηφίσει κι εκείνη Όχι στο Ευρωσύνταγμα, δεν ήταν που δεν το ήθελε, όχι. Δηλαδή ναι. Το ήθελε, αλλά δεν ήταν αρκετά τέλειο. Ήταν πολύ νεοφιλελεύθερο, ή κάπως έτσι. Οπότε προτίμησε το Όχι, αφού τα πράγματα δεν είναι μονοσήμαντα. Έκτοτε δεν της δόθηκε η ευκαιρία να το αναπτύξει αυτό το τέλειο Σύνταγμα που ήθελε, ούτε και σε κανέναν άλλον. Ίσως τώρα που θα πρέπει να διαλέξει ανάμεσα πρόεδρο ανάμεσα στη Μαρίνα και τον άλλον, που καθόλου δεν της αρέσει, ψηφίσει πιο μονοσήμαντα. Συμβιβάζεται κανείς. Αλλά πάλι, ποιος ξέρει; Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου.
Ωστόσο επιχαίρουν με πένθιμο ύφος, αυτό το υποκριτικό, δήθεν θλιμμένο, οι εχθροί της Ένωσης, αχ βρε παιδί μου η Ευρώπη δεν τραβάει. Μεγάλη παρακμή. Τιμωρείται η λιτότητα, η γερμανική πολιτική. Κι αυτοί οι Γερμανοί, τι το ήθελαν; Αν και δεν κατάλαβα ποτέ τι σημαίνει να είσαι κατά της λιτότητας όταν δεν έχεις λεφτά. Είμαι λίγο άσχετη με τα οικονομικά θέματα. Θα πρέπει να υπάρχει κάποιος τρόπος που δεν μας τον εξηγούν όλοι αυτοί οι πολύ μορφωμένοι άνθρωποι οι οποίοι είναι τώρα βουλευτές, γραμματείς, φαρισαίοι, ευρωβουλευτές. Κρίμα να μας αφήνουν στο σκοτάδι.
Και στην Ιταλία φαίνεται οι Ιταλοί δεν ψηφίσαν μονοσήμαντα, θέλαν κάτι καλύτερο, ή ίσως επιστροφή στις ρίζες, όπως εμείς. Εμείς με τις ρίζες έχουμε πάθος. Κολλημένοι στις ένδοξες αναμνήσεις. Επέτειοι, μαχητικότης, θλίψη και θυμός, κι άντε πάλι τα ίδια. Νοσταλγούμε την εποχή των παππούδων, τότε πολεμούσε ο κόσμος, έβρισκε διέξοδο η τεστοστερόνη. Τόσοι άντρες μαζεμένοι σε μια ήπειρο ειρηνική επί δεκαετίες, μπορεί και να ασφυκτιούν. Ή μπορεί να γαντζώνονται στις αναμνήσεις της γενιάς που πολέμησε, αυτής που σβήνει σιγά- σιγά ολοσχερώς. Να μην θέλει ν' αφήσει τους γονείς να πεθάνουν ήσυχα, να θέλει να ξαναζήσει τη δόξα των συγκρούσεων που ξέρει μόνο από τις διηγήσεις τους. Όλη αυτή η επιθετική νοσταλγία για εθνικές ταυτότητες στην Ευρώπη, τώρα πίσω- πίσω, ίσως είναι απονενοημένη πρόκληση στο χρόνο, άρνηση της φθοράς των γονιών. Ένα είδος υικής και θυγατρικής στοργής. Ποιος ξέρει; Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου...

Δευτέρα 5 Δεκεμβρίου 2016

Το στιγμιαίο και το διαρκές

Ναι, αλλά εκείνη η στιγμή, τι ωραία που ήταν! Τι τραγούδια, τι τοπία, τι φυσεκλίκια! Και τα πούρα, στριμμένα σε μηρούς νεαρών γυναικών. Στολές παραλλαγής, γένια, ο Τσε νεκρός στο βουνό. Τόσο όμορφος, αγέραστος εκείνος... Πόσο αγαπήσαμε την επανάσταση, το είπε και ο Κον Μπεντίτ, ο οποίος μετά έγινε σοσιαλδημοκράτης.
Εντάξει, την αγαπήσαμε, ήταν πολύ ωραία, αλλά όσο κι αν συνέχισε να φορά ο Κάστρο τη στολή του κομαντάντε, ο χρόνος δεν μπορούσε να παγώσει στο πρόσωπό του. Γερνούσε, γερνούσε, έφτασε τα ενενήντα, κι ήταν ακόμα αρχηγός μοναδικός και αδιαμφισβήτητος. Άντε, βοηθούσε και ο μικρότερος αδερφός, που είχε κι αυτός μεγαλώσει. Δεν υπήρξε πρωτοτυπία στην υπόθεση. Ο επαναστάτης έγινε δικτάτορας. Πόσες και πόσες φορές δεν έχει επαναληφθεί η ιστορία;
Είναι ωραίες στιγμές οι επαναστάσεις. Ξέσπασμα, λύτρωση, έκρηξη της έκφρασης, ελπίδα που δονεί τα πλήθη. Δρόμοι που γεμίζουν ανθρώπους. Δεν παραδεχόμαστε ότι οι επαναστάσεις εγκυμονούν δικτατορίες ακριβώς επειδή είναι επαναστατικές, τα γκρεμίζουν όλα, είναι ριζοσπαστικές, σπάζουν ρίζες, διαλύουν θεσμούς, σπάνια δέχονται ή δημιουργούν νέους θεσμούς, διάχυση της εξουσίας, είναι επικίνδυνες ακριβώς επειδή είναι ωραίες, αξέχαστες, κι επειδή πολύ τις αγαπήσαμε. Ψάχνουμε σε περίπλοκες εξηγήσεις, σε βαθυστόχαστες αναλύσεις πώς να ξεχάσουμε αυτό που βλέπουμε. Το ξέρω, το έχω κάνει. Προσπάθησα πολύ, είχα πάει και στην Κούβα πριν πολλά χρόνια. Στο περίφημο εκείνο Φεστιβάλ νεολαίας. Ο οδηγός μας, φοβόταν διαρκώς. Λέγαμε πάρα πολλά για να αναλύσουμε το καθεστώς του “σοσιαλισμού με ερωτικό πρόσωπο” (α ναι, αυτό ήταν από τα ωραιότερα που είχαμε πει) αλλά δεν μπορούσαμε να μη δούμε ότι ο οδηγός φοβόταν συνεχώς τους χαφιέδες του καθεστώτος. Κοιτούσε γύρω του, χλώμιαζε. Τον ρωτούσαμε διάφορα αφελή εμείς, έσκυβε το κεφάλι. Άλλαζε κουβέντα. Έπρεπε να στραμπουλάς το μυαλό σου για να μην τον βλέπεις.
Ερωτικό πρόσωπο βεβαίως είχε η Κούβα, κάθε δικτάτορας χρειάζεται να τον αγαπούν, και μάλιστα απευθείας οι υπήκοοι, χωρίς μεσάζοντες. Βουλή, βουλευτές, δικαστές, ανεξάρτητες αρχές, εκλογές και άλλα τέτοια κουραστικά. Κάθε δικτάτορας είναι πηγάδι άπατο έρωτα, δε χορταίνει ποτέ. Αν δεν υποκύψεις στον έρωτά του, την έχεις άσχημα. Καλές είναι οι αναλύσεις, να τις κάνεις από την ασφάλεια της δυτικής χώρας που λέγεται Ελλάδα, χωρίς δικτατορία σαρανταδύο χρόνια. Να είσαι ερωτευμένος με τον Τσε από το ωραίο σου δωμάτιο, να τον φοράς σε μπλουζάκι, να μην τον έχεις μια ζωή τεράστια τοιχογραφία στην κεντρική πλατεία της πόλης, παγωμένη στο χρόνο δικαιολογία για κάθε στέρηση ελευθερίας που σου κρατά ζωή και δυνάμεις στο κλουβί του ψυχαναγκασμού της βαρετής, τυραννικής, εξαντλητική και ψεύτικης λατρείας. Οι άνθρωποι που είχαν ποθήσει ελευθερία, έζησαν και πέθαναν καταπιεσμένοι, φτωχοί, φοβισμένοι κι επιπλέον μέσα στην υποκρισία για τον έρωτα με τον Κάστρο. Δεν υπάρχει δίλημμα, αν ήταν ο Κάστρο επαναστάτης ή δικτάτορας. Ήταν και τα δύο. Η επανάσταση κράτησε λίγους μήνες, η δικτατορία κράτησε μια ζωή. Μερικά εκατομμύρια ζωές, των άλλων.


Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2016

Θά' θελα να με λένε Κατερίνα

Αν με έλεγαν Κατερίνα θα γιόρταζα  μαζί με δέκα πολύ καλές φίλες μου. Κανονικά θα έπρεπε έτσι να με λένε, αφού έτσι έλεγαν τη γιαγιά που δεν γνώρισα, την οποία μάλιστα φώναζαν Κατίνα. Το όνομα αυτό ήταν πολύ χαριτωμένο κάποτε και δεν καταλαβαίνω πώς δυσφημίστηκε κάποια στιγμή έτσι ώστε να σημαίνει κάθε αρνητική γυναικεία ιδιότητα, αν υποθέσουμε ότι υπάρχουν αρνητικές γυναικείες ιδιότητες αποκλειστικά, κι όχι ανθρώπινες γενικότερα, ανεξαρτήτως φύλου. Υπάρχει ένας σεξισμός εκεί πέρα που δεν μπορεί πια να συζητηθεί, γιατί κάναμε και τον σεξισμό αστειότητα και θα ξεχάσουμε σε λίγο ποιες είμαστε και πώς μας λένε.

Ισως το Κατίνα να βγαίνει από την τουρκική λέξη καντίν, που σημαίνει απλώς γυναίκα, κι αφού οι τουρκικές λέξεις έφτασαν να φορτώνονται αρνητικές έννοιες μόνο και μόνο επειδή ήταν τουρκικές, πολύ πιθανό από κει να δυσφημίστηκαν και οι Κατίνες.

Αν με έλεγαν Κατερίνα θα είχα μάθει από τη γιαγιά μου όλες τις τέχνες που δεν έμαθα μεγαλώνοντας χωρίς εκείνη τη γιαγιά. Θα ήξερα να τιθασεύω την καθημερινότητα, όπως αρκετές από τις αγαπημένες μου Κατερίνες, και να μη με τσακίζει αυτή επισείοντας διαρκώς τις ελλείψεις μου, μέχρι τελικής πτώσεως. Θα ήξερα, θα μπορούσα, θα τα κατάφερνα τέλος πάντων, πρώτον και κύριον να επιβάλλομαι στου εαυτού μου τις εξάρσεις, θετικές και αρνητικές. Με λίγα λόγια, κάπως είμαι σίγουρη ότι αν με έλεγαν Κατερίνα κι ήμουν αντάξια της γιαγιάς που θα είχε καβατζάρει τις τότε ανίκητες αρρώστιες, θα με είχε διδάξει σε ηλικία τρυφερή κι ανυποψίαστη να μην τρέμω τις φοβέρες κανενός είδους και κυρίως αυτές των παλιών μεγάλων, που μας έκαναν εμάς τις παλιές μικρές να βγάλουμε γενιές χωρίς ντροπή και κρατημό, από αντίδραση. Θα ήξερα και τέχνες χρήσιμες κι αχρείαστες, από γκομπλέν μέχρι πρώτες βοήθειες, να μη με ζώνουν ανασφάλειες, να μη με τσακίζουν απορίες, να μη συμβουλεύομαι εγχειρίδια. Δυστυχώς δεν ήρθαν έτσι τα πράγματα, όνομα και γιαγιά Κατερίνα έλειψαν από τη ζωή μου και σκέφτομαι πως την πέρασα να την αναζητώ και να καλύπτω τα κενά της. Και τόσες Κατερίνες που αγάπησα μπορεί να μην ήταν τυχαίο. Να έχω κάθε δυνατή εκδοχή του ονόματος αυτού και των χαρισμάτων του σε ανθρώπους, να ζήσω το προνόμιο της γνωριμίας τους.

Οι ελλείψεις βέβαια μας καθορίζουν όσο και οι ιδιότητές μας. Η Κατερίνα, που δεν με λένε και την αναζητώ μέσα μου κι έξω μου, είναι ο μυστικός μου καθρέφτης. Με ελέγχει, με εγκρίνει, με απορρίπτει, αλλά σαν τη γιαγιά που δεν έφτασε ποτέ στην τωρινή μου ηλικία, δεν παύει να είναι τρυφερή και επιεικής μαζί μου, να μου σκάει ένα χαμόγελο την τελευταία στιγμή και να συγχωρεί την άγνοια και την αδεξιότητά μου.

Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2016

Πρόβες για την Ενάτη



Την Αθήνα την έχει χτίσει ο Σίλλερ, μου είπε κάποτε ένας ταξιτζής, μπερδεύοντας τον ποιητή με τον αρχιτέκτονα Τσίλλερ, ο οποίος σίγουρα άφησε τη σφραγίδα του στην πόλη, δεν είχε φτιάξει όμως τα σχέδια, όπως έσπευσα δασκαλίστικα να τον πληροφορήσω. Ύστερα το λαθάκι εκείνο μου κόλλησε, μήπως κατά βάθος την Αθήνα την έφτιαξε ο Σίλλερ; Τραγουδώντας τον δικό του “ Ύμνο στη χαρά” με μια ομάδα ερασιτεχνών που ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα του Δήμου Αθηναίων, τείνω να καταλήξω ότι ο άνθρωπος είχε δίκιο.
Μπορεί από παιδί να ακούω αυτή τη μουσική, το χορωδιακό της Ενάτης του Μπετόβεν, μάλιστα διαπίστωσα ότι ήξερα και τους στίχους χωρίς τη σημασία τους, όμως χρειάστηκε η προσπάθεια να τους τραγουδήσω για να νιώσω σε βάθος τι ήθελε να πει ο ποιητής. Η παρτιτούρα είναι μια απίστευτη απαίτηση για τις ανθρώπινες φωνές, και μάλιστα αγύμναστες όπως οι δικές μας: οι άλτο τραγουδούν σαν σοπράνο, οι σοπράνο σαν κάτι που δεν έχει ακόμα υπάρξει επί της γης. Για τους άντρες υποπτεύομαι ότι οι απαιτήσεις είναι ακόμα μεγαλύτερες. Το μήνυμα είναι ξεκάθαρο, πρέπει να ξεπεράσεις τα όρια σου για να προφέρεις αυτούς τους στίχους, που διατείνονται ότι η χαρά είναι θεϊκή σπίθα, ότι δικαιούται δικό της ιερό, ότι είναι κάτι σα θεά με δυο λόγια, ίσως και ανώτερη από τον ίδιο τον γνωστό θεό.
Κι όμως, αυτές τις δύσκολες νότες προσπαθούν σε όλο τον κόσμο να μάθουν πλήθη τραγουδιστών, να μεγαλώνει όλο και περισσότερο η χορωδία της Ωδής στη χαρά, να πιάνει όλο και περισσότερο χώρο. Στην Ιαπωνία το τραγούδησαν δέκα χιλιάδες άνθρωποι σε στάδιο. Δύσκολο να ξεπεραστεί. Κάπου στην Ευρώπη να γίνει πρότζεκτ, να μαζευτούν μερικές χιλιάδες απ' όλες τις χώρες, είναι και ύμνος της Ένωσης μας. Όλοι οι άνθρωποι να γίνουν αδέρφια, έχει γράψει ο Σίλλερ. Συναδέλφωση βασισμένη στη χαρά: δεν είναι αντιφατικό; Η χαρά, δεν είναι κάτι καθαρά ατομικό, κάτι σχεδόν ζωώδες, πολύ πρωτόγονο, η ικανοποίηση του κορεσμού της πείνας, η στιγμή της σιγουριάς ότι θα χορτάσεις; Πώς να γίνει θεά της αδερφοσύνης, μάλιστα προκαλώντας το θρόνο του γνωστού θεού, του υπεράνω των ανθρώπινων αισθήσεων; Κι όμως, αυτήν επικαλείται ο Σίλλερ για να καλέσει σε ξεπέρασμα του εγωισμού. Το πιο βαθύ συναίσθημα, με αυτό θα ανέβεις στην επιφάνεια, να βγεις από τη μικρότητά σου.
Ρομαντισμοί του 19ου αιώνα φυσικά, που όμως ακόμα δεν έχουμε αποτινάξει. Μας έχει στη χούφτα του ο αιώνας αυτός, οι εθνικισμοί του ακόμα μας τυραννούν, όμως και οι ποιητές του ακόμα ονειρεύονται, κι οι μουσικοί του ακόμα είναι προκλητικοί. Τραγουδώντας με όλες τις αντοχές των πνευμόνων μας, κοιταζόμαστε με βουρκωμένα μάτια. Ας μας ευλογεί το πνεύμα του Σίλλερ, που έφτιαξε την Αθήνα τελικά, όπως κι οι άλλοι ποιητές του αιώνα του.




Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2016

Οι καθιερωμένες υστερίες

Με αποθαρρύνουν όλ' αυτά τα μέτρα ασφαλείας να πάω στην υποδοχή του Ομπάμα να κουνήσω το σημαιάκι μου με γνήσια χαρά. Κρατάω τη γνήσια χαρά εντός μου, δεν ξέρω αν κάνει καλό στον οργανισμό. Θα ήθελα πολύ να βρεθώ κι εγώ μια φορά αυθορμήτως στις τιμές της υποδοχής ενός αληθινού αρχηγού κράτους, όχι κάποιας εικόνας ή του πασχαλινού φωτός, που δεν μπορούν και να κουνήσουν το χέρι να σ' αντιχαιρετήσουν, ειδικά αυτού του αρχηγού κράτους, ειδικά μετά την εκλογή του διαδόχου του. Μπορεί να μοιάζει λίγο σαν παράλληλη τελετή, εμείς εδώ ν' ακούσουμε τον Ομπάμα, να απολαύσουμε το ρητορικό του ταλέντο, την ώρα που στην πατρίδα του ετοιμάζεται η αλλαγή φρουράς. Θα ήθελα να συμμετέχω ακριβώς γι αυτό, αλλά τελικά έτσι όπως ετοιμαζόμαστε στην Αθήνα να υποδεχτούμε τον Ομπάμα είναι σα να ετοιμαζόμαστε να υποδεχτούμε τον Τραμπ. Η ιδέα της ομιλίας στην Πνύκα, αυτή η μαγευτικά απλή ιδέα, απερρίφθη μετά πολλών επαίνων. Ας την πάρουν τα τουριστικά γραφεία τουλάχιστον, να οργανώνουν εκεί ομιλίες γενικά, να την εντάξουν σε βραβεία ρητορείας.
Όπλα, τεθωρακισμένες λιμουζίνες, πράκτορες, κλειστοί σταθμοί. Θα ήταν το ίδιο θεαματικά τα μέτρα ασφαλείας αν δεν είχαν σπεύσει διάφορες οργανώσεις και δήμοι να δηλώσουν τον Ομπάμα ανεπιθύμητο; Φοβάμαι πως ναι, οι Αμερικάνοι έχουν εδώ και πολύ καιρό υστερία με την ασφάλεια, και πώς να μην έχουν δηλαδή με αυτή την εχθρότητα που εισπράττουν συνεχώς στην Ελλάδα; Δεν τους βοήθησε βέβαια η υστερία τους, μάλλον χειροτερεύει την κατάσταση. Όσο εκφράζονται εναντίον τους τόσο μεγαλώνει η δική τους μανία καταδίωξης. Αλλά και οι δικοί μας από ένα είδος μανίας καταδίωξης ξεκινάνε. Εκατέρωθεν η δυσπιστία φουντώνει, κι ανάμεσα στους καχύποπτους αμερικάνους και τους κολλημένους αντιμπεριαλιστές εγκλωβίζεται όχι μόνο η εκάστοτε ελληνική κυβέρνηση, αλλά κι εμείς που τόσα χρόνια τώρα τον έχουμε γνωρίσει από τα βιντεάκια και τις φωτογραφήσεις, που παρακολουθήσαμε την πρώτη τελετή όταν κέρδισε και τη δεύτερη όταν ξανακέρδισε, που είχαμε γραφτεί στα μέιλ του και μας έστελνε κάθε τόσο γράμμα λες και μέναμε κάπου κοντά στο Λευκό Οίκο, λες και ψηφίζαμε στις ΗΠΑ, λες και θα μπορούσαμε να βρεθούμε τυχαία δίπλα του και να δούμε ιδίοις όμμασι πόσο κουλ είναι.
Θα ήθελα λοιπόν να πάθω κι εγώ μια υστερία, σαν αυτές που πάθαιναν παλιά τα κορίτσια όταν εμφανίζονταν οι Μπητλς. Τότε ήμουν μακριά, ήμουν μικρή, ήταν δύσκολα τα ταξίδια, μέχρι να βρεθούν οι κατάλληλες συνθήκες μεγαλώσαμε όλοι, κι εκείνα τα κορίτσια το ίδιο. Τώρα που θα ήταν τόσο κατάλληλη στιγμή, κερδίζουν οι υστερίες των άλλων. Οι καθιερωμένες υστερίες, η ασφάλεια των Αμερικανών, ο αντιαμερικανισμός των Ελλήνων, κι όλη η λαχτάρα να δείξουμε τον ενθουσιασμό, το θαυμασμό μας στον πρώτο μαύρο πρόεδρο, ακόμα και την αγάπη μας που δεν κατάφερε να κερδίσει το κόμμα του τρίτο γύρο, να βγάλει την πρώτη γυναίκα πρόεδρο των ΗΠΑ. Αντ' αυτού, θα ψάχνουμε τρύπες του μετρό να μπούμε και τρύπες του μετρό να βγούμε. Πρόβλημα ατομικό που δεν βρίσκει πολιτικό φόντο. Όπως και τα υπόλοιπα.

Σύγκρουση των άκρων

Τι έπαθαν οι Αμερικανοί, προσπαθώ να καταλάβω εδώ και μήνες. Πώς έφτασαν από όλους τους πολιτικούς που θα αξίζουν τον κόπο στη χώρα τους, να έχουν υποψήφιο για πρόεδρο τον Ντόναλντ Τραμπ; Τι σύστημα είναι αυτό που δεν ευνοεί ανθρώπους αξιόλογους να ανέβουν ψηλά, κι επιτρέπει αντίθετα σε επιθετικές καρικατούρες ηγετών να κερδίζουν; Τοσα πανεπιστήμια, τόσοι διευθύνοντες σύμβουλοι, τόσοι σοφοί και σπουδαίοι, αυτός βρέθηκε να αναδειχτεί; Σα να κουράστηκαν οι άνθρωποι να ασχολούνται με την πολιτική, κι είπαν, ας επιτρέψουμε επιτέλους την είσοδο στον κλόουν. Είναι πλούσιος, είναι μάγκας, γαμεί και δέρνει. Βαρεθήκαμε να τα παίρνουμε όλα στα σοβαρά. Αφού αυτός ο φαιδρός τύπος έκανε λεφτά κι έχει ωραία γυναίκα, ας τον ακολουθήσουμε. Ας αφεθούμε στην αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι.
Κι αν ήταν πάντα έτσι και δεν το ξέραμε; Αν όλοι αυτοί οι σοβαροί, οι κοστουμαρισμένοι, με τα κανονικά μαλλιά, το προσεχτικό φέρσιμο, αν ήταν όλοι πάντα έτσι κατά βάθος; Ας το ζήσουμε στην ωμή του διάσταση το πανηγύρι της εξουσίας, έστω κι αν είμαστε εμείς τα πλήθη που απλώς θα ακολουθήσουν τον ηγεμόνα. Ας την απολαύσουμε ξεγυμνωμένη, έστω και εις βάρος μας. Μας γλιτώνει από σοβαρές σκέψεις και τις αποφάσεις που πρέπει να παίρνουμε. Βαρεθήκαμε τις ευθύνες για όλον τον κόσμο, ας γαυγίσουμε μαζί με τον θυμωμένο καραγκιόζη μας, ας τον ακολουθήσουμε πίσω στις παραδοσιακές αξίες του ανδρισμού, που πολύ καταπιέστηκε σε τούτη τη χώρα.
Αντίστοιχες απορίες βέβαια έχω και για τη Χίλαρυ: Ολόκληρες ΗΠΑ, δεν μπόρεσαν να αναδείξουν άλλη γυναίκα εκτός από μια που έχει ήδη περάσει από το Λευκό Οίκο ως σύζυγος; Την απάντηση όμως εδώ την ξέρουμε. Φαίνεται ότι είναι τόσο δύσκολο να επιζήσει μια γυναίκα και να διακριθεί
στα υψηλά πολιτικά κλιμάκια, ώστε μόνο κάποια που είχε ήδη συνδέσει την εικόνα της με το οβάλ γραφείο (και τα λοιπά οβάλ) κατάφερνε να περάσει το όριο. Ωστόσο ανοίγει δρόμο, ή μάλλον συνεχίζει αυτόν που πάντα οι ΗΠΑ επιθυμούν για τον εαυτό τους, συνέπεια στις αρχές τους με την απαραίτητη δόση ρίσκου για το καινούργιο. Πολλοί τη βρίσκουν αντιπαθητική, αλλά δεν ξέρω ποια γυναίκα θα μπορούσε να είναι συμπαθής σ' αυτή τη θέση, εκτός από την ηθοποιό που έπαιζε το ρόλο της πρωθυπουργού στο δανέζικο σήριαλ Μπόργκεν.
Η μια εκπροσωπεί ό,τι έχει καταφέρει ο σύγχρονος κόσμος, να προωθήσει τις γυναίκες, να τις εμπιστευτεί, ο άλλος και μόνο με την εμφάνιση του καταγγέλλει ακριβώς αυτό. Οι δυο τους είναι σύγκρουση των άκρων.

Aλλο επίπεδο

Ο πρωινός ο ταξιτζής τα είχε με τους Εβραίους, ο μεσημεριανός με τους Γερμανούς. Δεν ξέρω τι μ' έπιασε κι άφησα την κουβέντα να κυλήσει και με τους δυο, θα φταίει ο καιρός. Δεν παίρνω ταξί αν μπορώ να κάνω αλλιώς, οπότε πράγματι παίρνω πολύ σπάνια. Εκείνη την ημέρα πήρα δυο, λόγω ανωτέρας βίας. Ήσυχα πολύ λοιπόν, και ήρεμα και κουλ, έμαθα ότι οι Εβραίοι ελέγχουν τον κόσμο. Όχι πως το αγνοούσα δηλαδή, αλλά ξέρετε πώς είναι ο ζήλος του διαφωτιστή, δεν σε αφήνει να κατέβεις από το ταξί αν δεν ολοκληρώσει την ενημέρωση του. Δεν το ρισκάρει να μην σου την πει τη μεγάλη αλήθεια, γιατί πες πως είσαι ένας στο εκατομμύριο άνθρωπος που την αγνοεί, έτσι θα σ' αφήσει; Να μην ξέρεις; Κρίμα κι άδικο.
Λούστηκα λοιπόν την πρωτότυπη αυτή ενημέρωση για πολλοστή φορά, και θαύμασα κυρίως την αυτοπεποίθηση του ανθρώπου που δεν υποψιάζεται καν ότι λέει πράγματα βαρετά και χιλιοειπωμένα, πέρα από κακοήθη και μαυρόψυχα, νηπιακά, αντισημιτικά, ρατσιστικά και ναζιστικά, κι απολύτως σιχαμένα. Όχι, επαναλαμβάνει την αρχιμπούρδα του τιτλούχου της μπουρδολογίας σα να σου αποκαλύπτει το μέγα μυστικό. Στο τέλος της διαδρομής πάντως, μου έδωσε κανονικά τα ρέστα, εν αντιθέσει με τον μεσημεριανό, που του φταίγαν οι Γερμανοί, ο οποίος κράτησε ογδόντα λεπτά παραπάνω επειδή δεν είχε ψιλά, με την πεποίθηση ότι θα ήθελα να απομακρυνθώ το ταχύτερο από το όχημά του, η οποία ήταν και σωστή. Αυτός μου αποκάλυψε σαν αρχιερέας σε μυητική σύναξη τάγματος, ότι οι Γερμανοί πίεσαν τον Τσίπρα να παραμείνει στην Ευρώπη και δεν τον άφησαν σαν αριστερός που ήταν να φύγει από την Ευρώπη , όπως είχε υποσχεθεί. Μα δεν θα ήταν αυτό κακό για μας, ρώτησα με αφέλεια, και παραδέχτηκε μεν ότι δεν έπρεπε να μας τύχει, όμως οι Γερμανοί απλώς ήθελαν τα πετρέλαιά μας, γι αυτό πίεσαν τον Τσίπρα. Ήξερε εκείνος τι του έκαναν, αλλά δεν πρόλαβε να μου το πει γιατί φτάσαμε. Άσε που δεν φαινόμουν να συμφωνώ και θα τον έβαζα στον πειρασμό να μην αποκαλύψει το μυστικό του, πράγμα που πρέπει να είναι μεγάλη δοκιμασία.
Χίλιες φορές τρόλεϊ και λεωφορείο. Τις προάλλες, στριμωγμένη ανάμεσα σε τσάντες και βαλίτσες, ανθρώπους και καρότσια, χέρια σηκωμένα και παιδιά κλαμένα, άκουγα μια νεαρή γυναίκα που με το κεφάλι έξω από το παράθυρο θρηνούσε τις χαμένες αξίες. Άλλη πρωτοτυπία αυτή θα μου πείτε, αλλά τουλάχιστον κάποια στιγμή το έριξε στην Ιστορία, κι έλεγε για τον Καποδίστρια, που τον σκότωσαν οι Μαυροκορδάτοι, “Όχι, όχι, οι Μαυρομιχαλαίοι!” πεταγόμαστε τρεις γυναίκες από τις στοιβαγμένες γύρω να τη διορθώσουμε.
Άλλο επίπεδο οι δημόσιες συγκοινωνίες. Στριμωγμένοι μεν, αφοσιωμένοι στην επιστήμη δε, έστω κι ένα βήμα πριν την οριστική σαρδελοποίηση. A

Πέμπτη 10 Νοεμβρίου 2016

Σύστημα- αντισύστημα

 Φαίνεται ότι το σύστημα πασχίζει να είναι συνεπές με την αρχή της ισότητας και παραχωρεί δικαιώματα σταδιακά στις γυναίκες, τους ομοφυλόφιλους, τους ξένους, ιδρύει την πρόνοια, νόμους που προστατεύουν τους αδύναμους και φτωχούς. Αρα είναι αντισυστημικός ο Τραμπ.

Υπάρχουν αριστεροί που πιστεύουν ότι το σύστημα απλώς αυτοπροστατεύεται, κι ένας τύπος που θα το υπονομεύσει επαναφέροντας αποκλεισμούς και προβάλλοντας τη σκληρότητά του, θα οδηγήσει τόσο πολλούς σε απελπισία, που θα κάνουν επανάσταση. Η Ιστορία λέει πάντως ότι οι επαναστάσεις γίνονται σε εποχές ελπίδας, όταν ήδη υπάρχουν κατακτήσεις.

Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2016

Οι εξουσίες ανάποδα

Κάθε τόσο οι πολιτικοί προσπαθούν να εμφανιστούν σαν αθώα βρέφη που πέφτουν με διάφορους μυστήριους τρόπους θύματα των δημοσιογράφων. Το τροπάριο το έχουμε ακούσει τόσες πολλές φορές, ώστε μάθαμε να το δεχόμαστε σαν εξ αποκαλύψεως αλήθεια. Οι δημοσιογράφοι υποτίθεται ότι ελέγχουν τις κυβερνήσεις, ο Λαμπράκης τις ανεβοκατέβαζε έλεγαν παλιά, ο Τύπος είναι η τέταρτη εξουσία, μαθαίνουν τα παιδιά να παπαγαλίζουν στο σχολείο, στο ψυχοφθόρο μάθημα της Έκθεσης, παραλείποντας να διευκρινίσουν ότι πρόκειται για σχήμα λόγου, και μπορεί να μην ξέρουν καν τις τρεις κανονικές εξουσίες και γιατί είναι τρεις κι όχι μία. Οι δημοσιογράφοι, έχω την εντύπωση, κολακεύονται απ' αυτό τον ωραίο μύθο, κι επιτρέπουν, αν δεν υποβοηθούν τη διάδοσή του, πολλοί τον πιστεύουν εξάλλου, οι πολιτικές εφημερίδες μας είναι γεμάτες πάθος και κραυγές, σαν υποψήφιοι βουλευτές σε μπαλκόνια, συνέχεια φέρνουν την καταστροφή σε όλα τα πεδία, ακριβώς όπως κάνουν οι πολιτικοί που είναι η δουλειά τους, γιατί αν δεν πείσουν για το πόσο απειλητικός και τρομερός είναι ο κόσμος, πώς θα τους ψηφίσουν ως σωτήρες του;
Συχνά οι πολιτικοί δεν αρκούνται να καταγγέλουν από το πρωί ως το βράδυ τη διαπλοκή και τον πόλεμο των μέσων εναντίον τους, και να παρουσιάζουν τον εαυτό τους ως διωκόμενο, ελπίζοντας να ξυπνήσουν το αίσθημα προστασίας του ψηφοφόρου. Υποβάλλουν μηνύσεις για κάθε γραμμή κριτικής, και ζητούν υπέρογκα ποσά για αποκατάσταση της ηθικής τους βλάβης. Έχει γίνει έθιμο πια, αν ζητήσεις λιγότερο από μερικές δεκάδες εκατομμύρια από έναν άφραγκο εκδότη σοβαρού περιοδικού π.χ. θα είσαι παρακατιανός σε σχέση με τον συνάδελφό σου που είχε ζητήσει δεκάδες εκατομμύρια από μια χρεωμένη εφημερίδα, με απώτερο σκοπό να την αναγκάσει να κλείσει. Ακόμα και τα μέσα που τους στηρίζουν δεν είναι ποτέ αρκετά πιστά, συνεχώς έχουν παράπονα. Σε μερικούς γίνεται μονομανία, πολιτικοί αστέρες της αθυροστομίας κάνουν αγωγές για εξύβριση με το παραμικρό χιομοριστικό δημοσίευμα. Δεν έχει τέλος η απληστία επιβράβευσης.
Οι δημοσιογράφοι είναι υποχρεωμένοι να πηγαίνουν σε 'μπρίφινγκ', αναγνωρίζοντας ότι τα υπουργεία και οι εκπρόσωποί τους είναι πηγή ειδήσεων. Οφείλουν να ισορροπούν ανάμεσα στην ανάγκη για άμεση πληροφόρηση και στην κριτική, κι επειδή είναι πολύ πιο περίπλοκο να κάνουν ρεπορτάζ χωρίς άδειες εισόδου και γνωριμίες, αφήνονται στις καθημερινές αυτές και τόσο ανεβαστικές -είσαι δίπλα στην εξουσία ρε αδερφέ- συνήθειες. Το αληθινό ρεπορτάζ στην Ελλάδα, η έρευνα, είναι τέχνη ξεχασμένη, επαγγέλματα που χάνονται. Ασχολούμενοι δε με τους πολιτικούς και τα καμώματά τους, ξεχνιούνται στ' αλήθεια, περνάνε σε άλλες σφαίρες. Τα βάσανα των επιβατών του ΟΑΣΑ πχ, δεν αφορούν τις συναντήσεις με τον υπουργό μεταφορών, όπως το χάλι στο Πεδίο του Άρεως δεν εμπόδισε τη Δούρου να θριαμβεύσει στο συνέδριο του Σύριζα.
Οι δημοσιογράφοι δεν θα γράψουν ποτέ με τα χεράκια τους την αλήθεια, ότι η εικόνα που δίνουν οι πολιτικοί πως καταπιέζονται απ' αυτούς, είναι η ανάποδη από την πραγματική. Θα ήταν μεγάλη απομάγευση. Άσε που δεν θα τους πίστευε κανένας.

Για την Ερατώ

Ο μπαμπάς μου ο Σπύρος, με την Ερατή αγκαλιά
Θέλησα να δω την Ερατώ λίγες μέρες πριν, δεν είναι ένας μήνας. Ήμασταν στη Φωκίωνος όπου έμενε, κάτω από τα δέντρα που έχουν φουντώσει, κι έχουν μεγαλώσει πολύ παρατήρησε η μητέρα μου, κάτοικος Κυψέλης τα τελευταία εξήντα χρόνια. Δεν τα καταφέραμε εκείνη τη φορά, είπαμε δεν πειράζει, μια άλλη φορά, και μείναμε κάπως σιωπηλές κάτω από τα πολύ ωραία δέντρα, ενώ αν ήταν εκείνη μαζί μας θα μπορούσαμε να έχουμε μιλήσει, εκείνη κάτι περισσότερο θα έβρισκε να πει. Μπορεί και να μας έκανε μετά από λίγο να θέλουμε κι εμείς να πούμε άλλα τόσα και να λέγαμε, μη με διακόπτεις σε παρακαλώ- εμάς που πριν δεν υπήρχε τίποτε να διακόψεις- Είχε αυτό το ταλέντο, δεν δίνουν βραβεία και τίτλους, αλλά όσοι από μας έχουμε συνηθίσει να κάνουμε οικονομία στην ενέργειά μας, στα λόγια και στον ενθουσιασμό που σκορπίζουμε, ή που μάλλον δεν σκορπίζουμε, μπορούμε νομίζω να το εκτιμάμε αυτό, τη γενναιοδωρία αυτή: ενέργειας, ενδιαφέροντος, και πάθους για τα πράγματα, για το κάθετι, που προσφέρεται απλόχερα, και σε ξυπνάει, σε κουρδίζει, σε ωθεί σε ανακαλύψεις. Σε άλλες περιστάσεις, σε μεταγενέστερες εποχές, η Ερατώ θα μπορούσε να έχει γίνει διευθύντρια σε κάτι, ή καθηγήτρια, αυτό θα της άρεσε νομίζω πολύ, είχε πάθος με τη μόρφωση, δικηγόρος ή πολιτικός με πολλή θέρμη, δραματική ηθοποιός, μ' αυτή τη βαθιά και δυνατή φωνή, αλλά ξέρετε πώς είναι αυτά, τίποτε δεν έχει τη γλύκα της καθημερινότητας που δεν συνδέεται με επάγγελμα, δεν μπαίνει στα καλούπια, οπότε υπήρξαμε όλοι προνομιούχοι που την είχαμε έτσι απλά, ανάμεσά μας να παθιάζεται με το ένα και το άλλο, να τα αναλύει, να ρωτάει, να βγάζει νέα συμπεράσματα που έπρεπε να κοινοποιηθούν και να τεθούν σε διαβούλευση τηλεφωνική ή δια ζώσης.
Ύστερα, οι άλλες περιστάσεις, οι άλλες εποχές, μπορεί να μην είχαν κάνει την Ερατώ αυτό που ήταν, αυτό το θερμό και διεκδικητικό και μοντέρνο κορίτσι, που ήθελε να σπουδάσει και που τα κατάφερε, κι ας μην ήταν αυτό στα ιδανικά της οικογένειας, την οποία λάτρευε και στην οποία αφοσιώθηκε τελικά. Αν δεν ήταν η αγαπημένη του πατέρα της, του Δημητρού Εφραίμογλου, η μοναχοκόρη που είχε αδυναμία στους δυο αδερφούς της, τον Μηνά και τον Λάκη, και που την ανταπέδιδαν, σ' αυτή την οικογένεια που είχε πίσω της ένα τραύμα, τον ξεριζωμό των γονιών από την πατρίδα τους, από τα Σπάρτα της Μικράς Ασίας και οι δυο, αν δεν είχε μεγαλώσει σε μια κοινωνία που οι γυναίκες έπρεπε να παλεύουν για πράγματα που είναι σήμερα αυτονόητα, δεν θα ήταν η Ερατώ. Ακόμα κι αν δεν είχε αυτό το όνομα, ανάμνηση της τάσης των μικρασιατών Ελλήνων για αναβίωση του αρχαίου κλέους, από την αδερφή της μητέρας που πέθανε νέα πολύ και ωραία, πριν εκείνη γεννηθεί, ή ακόμα κι αν δεν είχε το ρομαντικό και νεαρό θείο Σπύρο να την μυεί στο λυρισμό εξ απαλών ονύχων, ίσως να μην ήταν τόσο λυρική, να μην αφηνόταν σε τέτοιο έρωτα για τα πρόσωπα και τα πράγματα, να μη θυμόταν ως τις τελευταίες μέρες της ζωής της ποιήματα του Γρυπάρη, που απήγγελε στους καταγοητευμένους συνασθενείς και το προσωπικό του νοσοκομείου. Αλλά ήταν η Ερατώ, δεμένη βαθιά με κάθε ανιόντα του χαμένου παραδείσου, που πάλευε ωστόσο για το ατομικό θάρρος της γνώμης και της προσωπικότητάς της, και στους νεώτερους παρέδιδε έρωτα για τις σπουδές και τη μόρφωση με ασίγαστο πάθος, θυμίζοντας τη ρήση του παππού μας, για το χρυσό βραχιόλι που πέρασε στο χέρι της με το πτυχίο, ένα χρυσό βραχιόλι εσωτερικού πλούτου που πάντα σε στολίζει, ήταν η μητέρα που νανούριζε τις κόρες της με τη Φλαμουριά του Σούμπερτ, χαρίζοντας τους τη νοσταλγία για κάποιο ανείδωτο μεγάλο δέντρο που καλεί πάντα στη γαλήνη, η Ερατώ που έζησε το μεγάλο δίλημμα των γυναικών ανάμεσα στη δουλειά και την οικογένεια και που δεν το έλυσε ποτέ εντελώς, γιατί και όταν άφησε τη δουλειά και χάρηκε την καθημερινότητα του έγγαμου βίου, αγάπησε πολύ το Νίκο, δέθηκε κι απόλαυσε τη ζωή μαζί του, παρέμεινε δραστήρια και παθιασμένη, με τα μάτια στραμμένα στον κόσμο και στην προσπάθεια να επικοινωνήσει μαζί του. Νομίζω ότι δεν πρέπει να έλειψε από καμία εκδήλωση του Ιδρύματος Μ. Ε., για παράδειγμα.
Αντίο Ερατώ. Το χρυσό βραχιόλι μεταβιβάστηκε, χωρίς να κοπεί και χωρίς ν' αλλοιωθεί το μέταλλο, στις κόρες σου, τη Μπίλη και τη Μαριάννα και την εγγονή σου την Άρτεμη, η γαλήνη της φλαμουριάς σε περιμένει.

Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2016

Πίσω στην παρανομία

Εμείς εδώ στην Ελλάδα, ακόμα και το ΄50 ή το '60 δεν είχαμε μεγάλο πρόβλημα. Οι εκτρώσεις απαγορεύονταν μεν, εκτός ελαχίστων περιπτώσεων, όπως αν κινδύνευε η ζωή της μητέρας, ή αν η εγκυμοσύνη ήταν αποτέλεσμα βιασμού, γίνονταν όμως κανονικά και με σχετικά ασφαλείς συνθήκες υγιεινής. Σχετικά, που σημαίνει, ότι αν δεν ήξερες τους σωστούς ανθρώπους και τους σωστούς γιατρούς κάποιον κίνδυνο τον διέτρεχες. Υπήρχε βέβαια και η ταπείνωση των κρυφών ιατρείων και της λοιπής παράνομης διαδικασίας, αλλά αυτά μπορεί κανείς να τα θεωρήσει ως το αλατοπίπερο της ενοχής, τη μικρή τιμωρία της παθούσης για την απροσεξία της, οπότε δεν το κάναμε θέμα. Κι όταν το κάναμε είχε ήδη γίνει η μεγάλη ευρωπαϊκη επανάσταση, την οποία μην την ψάξετε στα εγχειρίδια ιστορίας, δεν έχει περάσει ακόμα. Ας πούμε ότι μπορεί να βρείτε στην Wikipedia λεπτομέρειες για το μανιφέστο των 343 Γαλλίδων που το 1971 δήλωσαν ενυπόγραφα ότι έχουν κάνει έκτρωση, ήγουν έχουν παρανομήσει. Τότε δυο πράγματα μπορούσε να κάνει η πολιτεία, ή να τις συλλάβει όλες, ή να νομιμοποιήσει τις εκτρώσεις. Και τις νομιμοποίησε, αλλάζοντας άρδην τη νομοθεσία, ξεκουνώντας τις νοοτροπίες σε ολόκληρη την ήπειρο, και μάλλον σ΄ολόκληρο τον κόσμο. Ήρθε και στην Ελλάδα η αλλαγή, κι από τότε τέρμα τα ρίσκα και η καταισχύνη, οι γυναίκες βρίσκονταν πια μόνες μπροστά στην απόφαση για το σώμα και το μέλλον τους, με όλη την οδύνη και με όλη την ευθύνη. Γιατί δεν είναι απλή ιστορία, από μόνη της είναι αρκετά οδυνηρή η έκτρωση, ώστε να μη χρειάζεται και ο νόμος από πάνω να απειλεί και να υποχρεώνει να γίνεις μητέρα με το ζόρι.
Ωραίες ιστορίες που θα έπρεπε να μπορούμε να τις λέμε στα εγγόνια μας για να διασκεδάζουν, κι όχι να τις καταγράφουμε με κομμένες φωνές μπροστά σε τέτοια πολιτικά πισωγυρίσματα όπως αυτό της Πολωνίας. Όπου ήδη ο νόμος είναι αυτός που ήταν στην Ελλάδα το 50 και το 60, αλλά τώρα ετοιμάζεται κι αυτός ν' αλλάξει και να μη μπορείς να κάνεις έκτρωση ακόμα κι αν κινδυνεύει η υγεία σου, ή έπεσες θύμα βιασμού. Το να αποδείξεις αυτά τα δυο είναι ήδη ταπεινωτικά, κι αβάσταχτα ούτως ή άλλως όταν βρίσκεσαι μπροστά σε μια τέτοια απόφαση. Τι στο καλό κάνουμε στην Ευρώπη, άνθρακα και χάλυβα μονάχα;
Έξι εκατομμύρια Πολωνοί κατεβαίνουν σήμερα στους δρόμους εναντίον του νομοσχεδίου, αλλά δεν ξέρω αν είναι αρκετοί για να κρατήσουν γερά τον ουρανό που αποφάσισε να μας πέσει στα κεφάλια.

Τετάρτη 21 Σεπτεμβρίου 2016

Γονείς, επαγρυπνείτε

-Μαμά, είναι αλήθεια ότι στον πόλεμο κάνανε σαπούνι του Εβραίους;
Αυτή τη φράση άκουσα με τ' αυτιά μου χρόνια πριν, από μαθητή Δημοτικού, Εβραίο στο θρήσκευμα. Νομίζετε ότι είναι απλό να χειριστεί ένας γονιός μια τέτοια στιγμή; Ελάτε στη θέση του. Μια απλή, διαδεδομένη φράση που καταδεικνύει κι αποδέχεται την αλήθεια της φρίκης, να πρέπει να την κατανοήσει ένα παιδί που όντως, έχει στην οικογένεια ανθρώπους που είχαν ξεκινήσει “να γίνουνε σαπούνι” και γλύτωσαν κατά τύχη. Πόσο μεγάλο τραύμα μπορεί να πάθει ένα παιδί με ένα κλισεδάκι που λέγεται χωρίς κακή πρόθεση.
Η γιαγιά εκείνου του παιδιού ήταν επιζήσασα του Άουσβιτς. Ο άντρας και το πρώτο παιδί της είχαν σκοτωθεί στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Δέκα χρόνια μετά την απελευθέρωση ξαναπαντρεύτηκε κι έκανε το δεύτερο παιδί. Γνώρισα τα εγγόνια της και τους γονείς τους. Το να μεγαλώνεις παιδιά με τέτοιο βάρος και να τα κάνεις ψυχικά υγιή δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Πάντα κάτι αφήνει το βαρύ παρελθόν, και πέφτει στους ώμους των γονιών η ευθύνη να μεταδώσουν την ιστορία χωρίς την ενοχή, την επίγνωση χωρίς το μίσος.
Το θυμήθηκα διαβάζοντας την ομιλία του καθηγητή Πελεγρίνη στην επέτειο μνήμης Μικρασιατικής καταστροφής. (http://www.minedu.gov.gr/eidiseis/23534-15-09-16-omilia-tou-theodosi-pelegrini-gia-tin-imera-ethnikis-mnimis-gia-tin-katastrofi-tou-mikrasiatikoy-ellinismoy) Δεν αρκεί, μας λέει, να θυμόμαστε τη “Μικρασιατική καταστροφή”, αλλά και τις αλλεπάλληλες καταστροφές που υπέστη ο ελληνικός λαός. Πώς το κατάφεραν οι Εβραίοι, που είναι οργανωμένοι, κλπ, να συνδέσουν το όνομά τους με τη λέξη “γενοκτονία”; Με έξι εκατομμύρια νεκρούς στα ναζιστικά στρατόπεδα νομίζατε ίσως; Με επιμονή και υπομονή, μας λέει ο καθηγητής. Χρειαζόμαστε κι εμείς μια εκστρατεία ταύτισης της έννοιας της καταστροφής με την εθνική μας μοίρα, εκστρατεία που θα ξεκινά στο Δημοτικό και θα φτάνει στα Πανεπιστήμια. Να ηγηθεί η Ακαδημία (ως ειδική στις καταστροφές;)
Αγαπητοί αναγνώστες, τα παιδιά μου τα μεγάλωσα, δεν κινδυνεύουν από την εντατικοποίηση της κλάψας. Ανατρίχιασα επειδή θυμήθηκα όχι μόνο των εβραίων φίλων μου τα δύσκολα, αλλά και τα δικά μας, γιατί τα ψυχικά τραύματα περί καταγωγής τα εγγυάται ήδη η διδακτέα ύλη, κι η καλλιέργεια τους αρχίζει από το νηπιαγωγείο.
Γονείς επαγρυπνείτε, και συνειδητοποιείστε ότι όλη αυτή η νοοτροπία που σας κουβαλάνε τα παιδιά από το σχολείο, το πόσο κυνηγημένη και πόσο θύμα είναι η Ελλάδα, δεν τα ωφελεί καθόλου ούτε αυτοπεποίθηση, ούτε δημιουργικότητα κι υπευθυνότητα ν' αποκτήσουν, ούτε τον κόσμο να βλέπουν θετικά, ούτε τον εαυτό τους. Ουσιαστικά, υπονομεύει την ψυχική τους υγεία και προσφέρει στοιχεία που θα συντελέσουν στην εξασφάλιση της δυστυχίας τους.
Αν η επίσημη πολιτική πάει ακόμα περισσότερο προς την καταστροφολογία, όπως προτείνει η Πελεγρίνης, θα το βρείτε μπροστά σας.
Αν κατάλαβα καλά, αυτή είναι η αριστερή, κι επίσημη απάντηση στη δεξιά επιμονή για χρήση της λέξης “Ολοκαύτωμα”. Σου λέει, μπορεί οι Εβραίοι να οικειοποιήθηκαν το Ολοκαύτωμα, αλλά εμείς θα πάρουμε την Καταστροφή, ίδια λέξη σε τόσες γλώσσες, στρωμένη δουλειά είναι, και θα αναδειχτούμε ως οι πλέον κατεστραμμένοι του κόσμου, φτάνει να το οργανώσουμε κατάλληλα.
Συναρπαστικός ο ανταγωνισμός, ποιοι θα εμφανίζουν τη χώρα πιο αξιολύπητη.
Μ' ένα μεγάλο ωιμέ και δυο μικρά αλί και τρισαλί, σας εύχομαι ευτυχές το νέο σχολικό έτος.

Καλλιτεχνικό ζευγάρι

Για αποχαιρετιστήριο δώρο από το χωριό των διακοπών, ο γείτονας μάζεψε ρίγανη και μου έφερε ένα φουντωτό μπουκέτο. Φαντάστηκα το χειμώνα που έρχεται με κάτι σα μεγάλο βάζο στην κουζίνα μου, και να κόβω τη ρίγανη να ρίχνω στη σαλάτα κάθε μεσημέρι. Ααα, ευχαριστώ είπα, κι έτρεξα να φέρω βάζο να τη βάλω. Έβαλε τα γέλια.
-Στάσου να σου δείξω, λέει, και στέκομαι. Μαθαίνω γενικά να στέκομαι με τον γείτονα αυτόν που μου έλαχε στο χωριό της γιαγιάς μου, στο Πήλιο. Εκεί που τρέχω βιαστικά, να γυρίσω σπίτι, ή να φύγω, ή να πάω για ψώνια, με αναγκάζει να σταθώ. Μου δίνει συμβουλές, μου δίνει κηπευτικά, αυγά, εκτελεί έργα στον κήπο, με φωνάζει να κοπιάσω να πάρω γλυκό. Μου πήρε χρόνια να μάθω να χαλαρώνω το πρόγραμμα των διαδρομών από και προς το σπίτι και να μπορέσω να τον ακούσω, να τον δω, να τον γνωρίσω.
Όταν τα κατάφερα, άκουσα συναρπαστικές ιστορίες από την πρώτη του δουλειά, στο Σανατόριο του Καραμάνη πάνω στα Χάνια, όπου πήγαινε με τα πόδια κάθε μέρα, έφηβος ακόμα, κι ύστερα για το μόχθο της δουλειάς στα ψυγεία των μήλων, όπου επίσης πήγαινε με τα πόδια για χρόνια πολλά. Όλ' αυτά σε θεσσαλική διάλεκτο, ιδίωμα που αν το αναζητούσαν γλωσσολόγοι και θεατρικοί συγγραφείς θα ήταν αδύνατον να το επινοήσουν, με εκφραστικό πλούτο που με έκανε τελικά να ξεχνιέμαι και να διαλύεται ο προγραμματισμός της μέρας. Θα μου πείτε, τα μαγνητοφώνησα; Όχι ποτέ, αν και κάθε φορά νιώθω σαν τον Αλή μπαμπά στη σπηλιά με τους θησαυρούς που δεν έχει μαζί του σακί να τους βάλει.
Τον παρατηρώ με τη ρίγανη, έμαθα επιτέλους να στέκομαι και να μαθαίνω, να χωρίζει το μπουκέτο σε μικρότερα μάτσα που τα δένει χωριστά και μεταξύ τους, κι απλώνει τα χέρια ύστερα και βλέπω ότι είναι η απόσταση ανάμεσα τους σα να τη μέτρησε με το υποδεκάμετρο. Ταλαντούχος αγρότης στον κήπο του, αν και υπήρξε εργάτης στη ζωή, κάθε μέρα τον συγυρίζει και καθαρίζει και τα πέριξ, ξεκινώντας από τα χαράματα. Το μεσημέρι τρώει νωρίς, η γυναίκα του πάντα στρώνει τραπέζι με όλα τα αξεσουάρ, κι αν είμαι μόνη μου στο σπίτι με λυπάται, στέλνει και μένα ένα σκεπασμένο πιάτο. Μαγειρεύει ψαράκια πάνω από λαχανικά γιαχνί, κουκιά με ντομάτα, φασολάκια με κολοκύθια, κι έχουν τόση νοστιμιά όλα, σα να μην έχω ξαναφάει προϊόντα του πλανήτη.
Ανοίγει λοιπόν την παράταξη των μπουκέτων ρίγανης που έφτιαξε, τα κρεμάει στον παλιό ξύλινο φράχτη, και καθώς απλώνει τα χέρια και σκύβει, μοιάζει με χορευτή που κέρδισε την απέναντι πλαγιά για σκηνικό του. Το μπαλέτο του καλοκαιριού μου, σκέφτομαι, φέτος δεν πήγα σχεδόν καθόλου θέατρο, σινεμά, κάτι καλλιτεχνικό. Ας είναι αυτό ο χορός για μένα.
Τη ρίγανη βέβαια μου την έδωσε σ' ένα βαζάκι, αφού την έτριψε μόνος του. Απ' όλο το μπουκέτο, μια χούφτα ρίγανη, το απόσταγμα των διακοπών.

Οι άγιοι των άλλων

Διάβασα πριν λίγο καιρό το Confiteor του Ζάουμε Καμπρέ, που είχε μεγάλη επιτυχία στην Ελλάδα, κι ύστερα ένα ακόμα δικό του, παλιότερο, λιγότερο γνωστό, το “Οι φωνές του ποταμού Παμανο”. Η ηρωίδα σ' αυτό το δεύτερο, μια πάμπλουτη γηραιά κυρία, κάνει ό,τι μπορεί, ξοδεύει πολύ χρήμα, ενέργεια, άοκνες προσπάθειες, για να ανακηρύξει άγιο τον εραστή που είχε αγαπήσει πολύ στα νιάτα της, στη διάρκεια του πολέμου, όταν ακόμα υπήρχε αντάρτικο κατά του Φράνκο στην Καταλωνία. Παρακολουθούμε βεβαίως την ιστορία προς τα πίσω, από το σήμερα πάμε στο τότε, τα πρόσωπα ολοκληρώνονται αργά, υπάρχουν ανατροπές, τα γεγονότα ξεδιαλύνονται, και ο αναγνώστης τελειώνει το βιβλίο χωρίς να ξέρει ποιον πρέπει να αντιπαθήσει από τους κακούς και πόσο ακριβώς.
Παρόμοια σύγχυση ένιωσα διαβάζοντας για την αγιοποίηση της μητέρας Τερέζας, αν και όχι τόσο έντονη, διότι όσο κι αν η δική της ιστορία είναι αληθινή, πιάνει λιγότερες σελίδες, κι όχι λογοτεχνίας. Χρόνια και χρόνια διαβάζαμε για τις αγαθοεργίες της, το όνομά της έγινε συνώνυμο με την προσφορά και τη φιλανθρωπία, μέχρι τώρα που το Βατικανό την κηρύσσει αγία. Ξαφνικά ακούγονται ένα σωρό φωνές που την κατηγορούν για μεγάλη υποκρίτρια και εκμεταλλεύτρια, μια τυραννική ιεραπόστολο η οποία απλώς καταπίεζε τους πάμφτωχους ασθενείς που έπεφταν στα χέρια της χωρίς καν να τους θεραπεύει, μόνο και μόνο για να κερδίσει πολιτική επιρροή με την οποία ενίσχυε φασιστικά καθεστώτα. Δεν είναι παράξενο που δεν ακούγονταν όλ' αυτά τόσον καιρό; Συνήθως βέβαια οι δημοσιεύσεις στα ελληνικά μέσα ήταν φωτογραφίες της, ή ένα μικρό βίντεο, με μια απλή λεζάντα του στυλ “πήγε εκεί, έκανε αυτό, είδε τον τάδε” κλπ. Η μητέρα Τερέζα ήταν μια διασημότητα που μας αφορούσε λιγότερα από την Αντζελίνα Τζολί πχ, την οποία βλέπαμε και σε ταινίες, τη θαυμάζουμε, η ομορφιά της μας ενδιαφέρει (αν και μάλλον αποκλείεται να σκεφτεί οποιοσδήποτε να την κηρύξει αγία)
Άραγε έχουν δίκιο οι σημερινοί αμφισβητίες της αγιοσύνης της, ή η εντύπωση που μας έχει δημιουργηθεί από τις πολλές αναφορές στο παρελθόν; Οι κατηγορίες είναι πολύ σοβαρές για να είναι ψεύτικες, από την άλλη αναρωτιέται κανείς αν τελικά έστω και κάποιους ανθρώπους βοήθησε στοιχειωδώς αυτή η καθολική αποστολή, αν έδωσε έστω κάτι παραπάνω από το τίποτε, μήπως είναι άδικο να την απαξιώνουν;
Δεν μιλάω για την αγιοσύνη, δεν καταλαβαίνω την ανάγκη της Καθολικής Εκκλησίας να ανακηρύσσει κάθε τόσο νέους άγιους. Υπάρχει κάποια σκοπιμότητα, έχει μελετηθεί η διαδικασία ότι γοητεύει τους πιστούς, φρεσκάρει την πίστη; Δεν ξέρω.
Θα μου πείτε, τι ερωτήματα είν' αυτά από πολίτη μιας χώρας που έχει επίσημη εκκλησία του κράτους την Ορθόδοξη, γιατί δεν ασχολούμαι με τη δική της ανάγκη να ανακηρύξει τον Παΐσιο και δεν ξέρω ποιους άλλους αγίους;
Και θα έχετε απόλυτο δίκιο.

Κυριακή 4 Σεπτεμβρίου 2016

Οι θρησκείες είναι μαγεία

Οι θρησκείες είναι μαγεία. Πώς να μη ζηλέψει κανείς την πίστη των νεαρών κοριτσιών που βγήκαν να διαδηλώσουν στην Αθήνα υπέρ του δικαιώματος των μουσουλμανίδων να φορούν μπουρκίνι στις γαλλικές παραλίες; Προχτές, μπροστά στη γαλλική πρεσβεία, στην καυτή αθηναϊκή άσφαλτο της πλατείας Συντάγματος, οι φτωχές αυτές κοπέλες από το Πακιστάν κι από το Μπαγκλαντές, που πιθανότατα δεν έχουν φτάσει ούτε μέχρι το Φάληρο, απέναντι από τη στάση του Ηλεκτρικού, να κολυμπήσουν ανάμεσα στα τσιμεντένια ντόκια, ταυτίστηκαν με τις πάμπλουτες κυρίες από τη Σαουδική Αραβία που περνούν τις διακοπές τους στην Κυανή Ακτή. Πώς να μη θαυμάσει κανείς την απίστευτη ικανότητα των θρησκειών, να χαρίζουν τέτοιες ευτυχίες, τέτοιες παρηγοριές κι ευγενικά αγωνιστικά αισθήματα σε ανθρώπους ταπεινούς, που ίσως έχουν χίλιους λόγους να αισθάνονται καταπιεσμένοι κι ανεπιθύμητοι στην πόλη όπου ζουν, αλλά το μόνο πράγμα που τις έκανε να βγουν στους δρόμους, ήταν η απαγόρευση του μπουρκίνι στη Γαλλία;
Είναι μαγικές οι θρησκείες. Καταφέρνουν πράγματα που τίποτ' άλλο δεν μπορεί να καταφέρει, απρόσμενα και θαυμαστά. Θρησκεία ίσον θαύμα, τέλος. Αν δεν μπορούν να παράγουν θαύματα ορατά και βεβαιωμένα, παράγουν τέτοιου τύπου αξιοθαύμαστα φαινόμενα, για τα οποία χρειάζονται μόνο λίγο από το βασικό τους συνδετικό υλικό, λίγο τσιμέντο από αίσθημα καταδίωξης. Μια απόφαση δημάρχων σε απολύτως απρόσιτες παραλίες δεν είναι βέβαια η αρένα με τα λιοντάρια της Ρώμης, ή πογκρόμ, ή ανταλλαγή πληθυσμών, αλλά πορεύεται κανείς με ό,τι βρίσκει. Σημασία έχει να κινηθεί ο καταπληκτικός αυτός ψυχολογικός μηχανισμός, και να οι κοπελίτσες με το πανώ που βεβαιώνει ότι “το ντύσιμο είναι επιλογή μας!” Αυτό που επιβάλει η θρησκεία δεν θεωρείται καταναγκασμός στη μικρή μαγική αυτή φράση. Όμως μια απαγόρευση στολής στη γαλλική Νίκαια ξαφνικά καταφέρνει να ενσωματώσει, να συμπυκνώσει κάθε έννοια εξαναγκασμού. Δεν είναι καταπίεση το να πρέπει να καλύπτεις κάθε γωνιά του κορμιού σου κάθε ώρα και στιγμή, αλλά το να υποψιάζεσαι ότι τρεις χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, πέρα από σύνορα που δεν μπορείς να περάσεις, σε μέρη που μάλλον δεν θα καταφέρεις ποτέ να πας, κάποιες πλούσιες ομόθρησκες έδειξαν τα μπράτσα τους. Δεν υπάρχει λογική, είναι η μαγεία, η παντοδυναμία της θρησκείας.
Είναι μαγικές οι θρησκείες. Δίπλα στις νεαρές μουσουλμάνες με τα μαντίλια διαδήλωσαν και μέλη της “Ανταρσύας”, άλλοι πιστοί αυτοί. Οπαδοί άλλης, διαφορετικής θρησκείας, πλην όμως εξίσου μαγικής. Θέλοντας να καταλύσουν με κάθε τρόπο την αστική δημοκρατία, οι αυστηροί αυτοί επαναστάτες, θα σταθούν δίπλα σε κάθε άνθρωπο που υποψιάζονται ότι μπορεί να εξυπηρετήσει τον υψηλό τους στόχο. Κι αφού βασανίζεται η αστική δημοκρατία με τους μουσουλμανικούς κανόνες και τους φανατισμούς, να μη ρίξουν όσο μπορούνε λάδι στη φωτιά; Μπορεί να μη νοιάστηκαν για το αν τα κοριτσάκια της διαδήλωσης πηγαίνουν κανονικά σχολείο, αν είναι σε θέση να παρακολουθήσουν τα μαθήματα ελληνικής γλώσσας, αν τα άλλα παιδιά τα κοροϊδεύουν στην τάξη, αν κάνουν κανονικά τα εμβόλια τους, τι περίθαλψη έχουν, αν τρώνε κάθε μέρα, αν οι γονείς τους περιμένοντας να πάρουν άδεια παραμονής μπορεί να λιποθυμήσουν από εξάντληση στην ουρά, αν δουλεύουν δεκαπέντε ώρες τη μέρα κι αφήνουν τα παιδιά κλεισμένα μέσα. Δεν συζήτησαν τέτοιες αρλούμπες που έχουν να κάνουν ακριβώς με την αστική δημοκρατία την οποία επιθυμούν να καταργήσουν πλήρως και ολοσχερώς. Οπότε δεν τους ενδιαφέρει το φιλοσοφικό ερώτημα της ελευθερίας που μπορεί να απολαύσει ένα κοριτσάκι σε μια μουσουλμανική οικογένεια που ζει στο διπλανό σπίτι, όχι στη Γαλλία ούτε στην Καμπούλ, αλλά εδώ, μαζί μας. Δεν σκάνε για το αν μπορεί να θεωρηθεί αρκετά ώριμο στα δεκατρία του να κρατάει ένα πλακάτ που να λέει ότι το “ντύσιμο είναι επιλογή”, αφού στην πραγματικότητα δεν επέλεξε ως άτομο τίποτε ποτέ, κι ας κατοικεί στην ήπειρο της ελεύθερης επιλογής. Το μόνο που τους απασχολεί είναι να καταγγείλουν το “απάνθρωπο πρόσωπο του καπιταλισμού και της αστικής δημοκρατίας”. Να αναδείξουν αυτή τη βαθιά αλήθεια στα μάτια των μεταναστριών που ήρθαν εδώ για μια καλύτερη ζωή, να εξάψουν την αγανάκτηση τους, να τις κάνουν επαναστάτριες. Είδατε τι τρομερή που είναι η αστική δημοκρατία στη Νίκαια; Πρέπει να ξεσηκωνόμαστε! Σημασία έχει ο ξεσηκωμός, ας είναι και για τα φρικαλέα μαγιώ των παραθεριστριών εκ Σαουδικής Αραβίας.
Μαγικό πράγμα οι θρησκείες.

Το παιχνίδι της χαράς

Όταν πήγαινα Δημοτικό κάποιος μου χάρισε την Πολυάννα. Ίσως δεν μου το είχαν καν χαρίσει, κάποια συμμαθήτρια μου το είχε δανείσει και το διάβασα. Ήταν πολύ της μόδας τότε, όχι όμως όπως υπήρξε αργότερα ο Χάρι Πότερ που είναι βιβλίο γιούνισεξ. Ήταν της μόδας στα κορίτσια. Τότε τα βιβλία για παιδιά χωρίζονταν σε αγορίστικα και κοριτσίστικα. Συνήθως τα κορίτσια διάβαζαν και τ' αγορίστικα, τα αγόρια όμως ποτέ δεν διάβαζαν τα κοριτσίστικα.
Ευτυχώς στο σπίτι υπήρχαν κι άλλα βιβλία, όχι πολλά κι ούτε καν θελκτικά, αλλά μέσα στις ατέλειωτες ώρες του παιδικού εγκλεισμού τα είχα διαβάσει όλα. Από τους Αθλίους του Ουγκώ, που είχαν και εικονογράφηση, και το “Ένα δέντρο μεγαλώνει στο Μπρούκλιν”, που ήταν και το αγαπημένο μου, (άλλο κοριτσίστικο κι αυτό) μέχρι τη Δίκη της Νυρεμβέργης και το Φιλοσοφικό Λεξικό Ρόζενταλ- Γιούντιν. (πολύ αγορίστικα) Και λέω ευτυχώς, γιατί φαντάσου να είχα μείνει με την Πολυάννα, που έπαιζε κάθε μέρα με τον εαυτό της το “Παιχνίδι της χαράς”, αναζητώντας τι θα της έδινε ευχαρίστηση ακόμα και στη χειρότερη περίσταση; Πόσο παθητικό, πόσο αντιδραστικά γυναικείο και αντιαγωνιστικό θα ήταν κάτι τέτοιο; Ρεζίλι θα γινόμουν αν, ας πούμε, περνούσα πρώτη στις εξετάσεις, μου έπαιρναν συνέντευξη και μου ξέφευγε καμιά ατάκα της Πολυάννας. Όχι ότι υπήρχε βέβαια κίνδυνος να έρθω πρώτη στο πανελλήνιο, λέμε τώρα.
Πέρασα μεγάλο κίνδυνο με την Πολυάννα, κι ευτυχώς βγήκα καθαρή χωρίς κανείς να υποπτεύεται ότι παρέμεινα προσηλωμένη στην αρχή του “παιχνιδιού της χαράς” με όλη την έλλειψη αγωνιστικότητας που το διέκρινε. Κάθε μέρα, μη σου πω και κάθε ώρα και στιγμή, να βρίσκεις κάτι να χαρείς απ' αυτά που διαθέτεις. Όσες προσπάθειες κι αν έκανα να ξεχάσω αυτή την ύπουλη αρχή, όσους τόμους μαυρίλας κι αν συσσώρευσα στην ενήλικη αναγνωστική ζωή μου, η σαχλοΠολυάννα με το γλυκερό εξώφυλλο ήταν πάντα εκεί να χαιρετάει την καθημερινότητα με την αλογοουρά της αλά φίφτυς ν' ανεμίζει ανέμελα. Ή αυτό είναι άλλο εξώφυλλο; Τα έχω σίγουρα μπερδέψει.
Αυτή τη διπλή (λογοτεχνική) ζωή συνιστώ ανεπιφύλαχτα στους σημερινούς νέους, που εκτίθενται υπερβολικά στα διάφορα Ίνσταγκραμ και φέισμπουκ, στους δρόμους που κυνηγάνε Πόκεμον, στις δηλώσεις όταν περνάνε πρώτοι στο πανελλήνιο. Προσοχή, μην καταλάβουν το παιχνίδι της χαράς σας. Σκοτεινά να εμφανίζεστε, μακριά από το μάτι και τη ζήλεια. Κυκλοφορείτε σκυθρωποί και πάντα να γκρινιάζετε. Ιδρύστε ένα παιχνίδι λύπης για τις κοινωνικές ανάγκες, όπως φοράτε αντηλιακό όταν εκτίθεστε στον ήλιο.

Πόσο δύσκολο να γίνει το προσωπικό, πολιτικό.

Τη νύχτα που έφτασε ο Καραμανλής στο Ελληνικό να αναλάβει τα ηνία της χώρας που είχε βρεθεί στο χείλος του γκρεμού, πενήντα χρόνια πριν, δεν...