Οδηγώ στην εθνική
και στα πρώτα διόδια αναζητώ τα γραφεία
της εταιρίας που εισπράττει διόδια.
Βγαίνω δεξιά, βλέπω κάτι σαν προκάτ
σπιτάκι με το σήμα της επάνω, αλλά
φραγμένο. Προχωράω λίγο και χωρίς να το
καταλάβω κλείνω μια στενή δίοδο για το
πίσω προκάτ σπιτάκι, που νόμιζα ότι
είναι συνέχεια. Αμ δε. Κάνω να βγω από
τ' αυτοκίνητο, ακούω ένα επίμονο
κορνάρισμα, πάει η ψυχή μου στην Κούλουρη,
κοιτάζω δίπλα, ένα περιπολικό.
-Πού πας κυρά
μου και κλείνεις το δρόμο!
-Συγγνώμη δεν
κατάλαβα...
-Δεν βλέπεις ότι
είναι η πόρτα της Αστυνομίας εδώ;
(έξαλλος)
-Δεν το είδα,
έψαχνα την πόρτα της εταιρίας...
-Άει φύγε γρήγορα
απο κει πέρα!
-Να πάω πίσω,
εκεί είναι η εταιρία; ρώταγα κιόλας, η
θρασύς για να δείξω ότι τους μεταχειρίζομαι
σαν κανονικούς αστυνομικούς που οφείλουν
να δώσουν πληροφορίες, κι όχι σαν
μπάτσους, που τους φοβάμαι και απλώς
τους αποφεύγω, κι όταν συγκρατούνται
από το να με κλωτσήσουν απλώς εξαφανίζομαι.
-Άει μπες μέσα
και φύγε!
-Και πού είναι
η πόρτα παρακαλώ για την εταιρία;
-Φύγε από κει
και θα σου δείξω, λέει ο σωματώδης τύπος
στο τιμόνι καθώς συγκρατείται με κόπο
να μη με βρίσει.
Φεύγω. Πάω προς
τα πίσω. Αλλά δεν μπορεί να με αφήσουν
έτσι, πριν στρίψουν βγάζει το κεφάλι ο
συνοδηγός και γαυγίζει όσο πιο
εξευτελιστικά μπορούσε, διότι πλέον
απηύδισε με την απάθειά μου -η καρδούλα
μου το ξέρει- όχι βέβαια την πληροφορία
που του ζήτησα, αλλά την απορία του:
-Καλά ρε, πρώτη
φορά οδηγάς;
Ακούγεται το
αγανακτησμένο γέλιο τους και φεύγουν.
Δεν χρειάζεται απάντηση, έχω φύγει κι
εγώ, ήταν απλώς ένα επιβαλόμενο ξέσπασμα,
για να μην ξεχνάμε και πού βρισκόμαστε.
Να μπουν τα πράγματα στη θέση τους. Να
νιώσω τον εξευτελισμό από την εξουσία
σαν ένα κομμάτι λάσπη που μου εκτοξεύουν
στα μούτρα και πρέπει να σταθώ να βγάλω
από πάνω μου.
Θυμάμαι ξαφνικά,
καθώς μάταια κάνω όπισθεν και ψάχνω την
άλλη πόρτα, που δεν υπάρχει, είτε είναι
τόσο κλειστή ώστε να μην ξεχωρίζει,
θυμάμαι ένα περιστατικό σε ένα κινέζικο
εστιατόριο στο Λουξεμβούργο, όπου ήμουν
πριν μια εβδομάδα ακριβώς. Στη γωνία
της αίθουσας που τρώγαμε ήταν ένα τύπος,
ένα μεσήλικας μόνος του, ο οποίος αφού
έφαγε αρνιόταν να πληρώσει. Έγιναν
διάφορες κουβέντες στα πνιχτά μεταξύ
των Κινέζων, οι οποίοι κάποια στιγμή
κάλεσαν την Αστυνομία. Έφτασαν δυο
νεαροί, ένας άντρας και μια γυναίκα,
μίλησαν γαλλικά με τους κινέζους κι
ύστερα προχώρησαν στον τύπο, ο οποίος
δεν είχε σηκωθεί από το τραπέζι, του
είπαν καλημέρα, του συστήθηκαν με
ονοματεπώνυμο ο καθένας, τον χαιρέτησαν
δια χειραψίας όρθιοι, κι ύστερα κάθησαν
μαζί του και συζήτησαν στη γλώσσα της
περιοχής.
Τι τα θέλουμε
τα ταξίδια στην Ευρώπη τρομάρα μας;
Παίρνουν τα μυαλά μας αέρα κι ύστερα
κάνουμε απερισκεψίες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου