Πόσο μου άρεσε η Νέα Φιλαδέλφεια όταν ήμουν παιδί! Πόση
ευτυχία να επισκέπτομαι τη γιαγιά μου εκεί, σε μονοκατοικία με αυλίτσα και
κηπάκι, πόση διαφορά από το τριάρι διαμέρισμα όπου ζούσαμε εμείς, κι οι γονείς
δεν μας άφηναν να ξεμυτίσουμε στο δρόμο. Έπαιζα στο χώμα της αυλής, έμπαινα σε
κάποιο κοντινό οικόπεδο με αγριόχορτα, απολάμβανα τα ζεστά πλακάκια μπροστά στη
μπαλκονόπορτα, θυμάμαι πώς ακουμπούσε πάνω τους το ξύλινο πατζούρι της κι
ανατριχιάζω ακόμα. Όλα ήταν ενδιαφέροντα σε κείνο το σπίτι, η σόμπα που την
τροφοδοτούσες κάρβουνα με κυλινδρικό φτυάρι, τα μεταλλικά κουτιά μπισκότων γεμάτα κουμπιά, η κουζίνα με τα
βεραμάν ντουλάπια, ο ήχος του τραίνου τη νύχτα, τα φώτα του δρόμου από το τζάμι
της εξώπορτας. Κι όταν με πήγαινε βόλτα στης αδερφής της, και περνούσαμε σειρά
τα σπίτια με τις αυλίτσες, τους μικρούς κήπους και τις μπροστινές βεράντες,
εκεί πια εκστασιαζόμουν.
Υπήρχαν τρία σκαλιά στον κήπο, στο πλάι, στα περισσότερα
σπίτια. Είχαν χτιστεί όλα μαζί για τους πρόσφυγες, με ενιαίο σχέδιο, έμοιαζαν
αλλά δεν ήταν ολόιδια. Της γιαγιάς μου ήταν αλλιώτικο, με πέτρινη ακτινωτή
πέργκολα πάνω από τη βεράντα. Κάθε πόρτα,
κάθε παράθυρο, τα σχέδια από τα πλακάκια, οι κουρτίνες της και το αεράκι
που τις φυσούσε, τα κάγκελα της αυλής, ο τρόπος που φύτρωναν τα ξερόχορτα
σύριζα στο πεζούλι, η πλάκα το σαπούνι ‘μαρουλιού’ που ακουμπούσε στο περβάζι,
όλα με ξετρέλαιναν. Είχα ανάγκη από καταγωγή, είχα ανάγκη από ιστορία, η ζωή
στο διαμέρισμα με τους πολυάσχολους γονείς, δεν μου έφτανε. Ήθελα εκείνες τις
γριές, τις βαθιές, υγρές φωνές τους, το
γέλιο τους που βάθαινε το χρόνο, τη γενναιοδωρία τους, τις ιστορίες τους από
την πατρίδα, ακόμα και τη γλώσσα τους την ακατανόητη, τα τούρκικα στα οποία
γλιστρούσαν μοιραία κάποια στιγμή για να κρύψουν όσα δεν έπρεπε να ακούσω.
Λάτρευα τα σπίτια τους και τις ίδιες, τη γιαγιά μου και τις αδερφές της. Ήταν
ανεξάντλητες, η κάθε μια είχε παιδιά που έμεναν με τη σειρά τους σε άλλα σπίτια
εκεί κοντά, ίδια, με κεραμίδια, με ξύλινα στηρίγματα κάτω από τη στέγη, με
σκαλοπάτια από τον κήπο στη βεραντούλα, με παρτεράκια στην αυλή, με κλαρωτά
καλύμματα στις πολυθρόνες, με παλιούς μπουφέδες, με νέους κάθε φορά θησαυρούς.
Πώς μπόρεσε η γιαγιά μου και πούλησε το σπίτι εκείνο, κι
ήρθε να μείνει σ’ ένα δυάρι στην Κυψέλη; Τα παιδιά της αδερφής της έχτισαν κι
εκείνα το σπίτι της μάνας τους, ένα απ’ αυτά που λάτρευα, το έκαναν
πολυκατοικία. Όμως κάποια στιγμή τα προσφυγικά της Νέας Φιλαδέλφειας
ανακηρύχτηκαν διατηρητέος συνοικισμός, οπότε όποιος πρόλαβε να χτίσει έχτισε,
ένα σωρό σώθηκαν κι είναι τώρα μια γειτονιά που θυμίζει αρκετά τον εαυτό της.
Τη χάρηκα την Πρωτομαγιά, πολλά δρομάκια με σπίτια όπως
εκείνα των αναμνήσεων μου, η διαφορά είναι το πράσινο, τώρα έχουν μεγαλώσει και
τα δέντρα στους δρόμους και στις αυλές. Πόσο διαφορετική ποιότητα ζωής για τους
τυχερούς που ζουν σε τέτοιο σπίτι. Βόλτες όμως στο Άλσος της Νέας Φιλαδέλφειας
δεν φαίνεται να τους ενδιαφέρουν πλέον. Το δάσος που καταλαμβάνει τα
περισσότερα από τα 480 στρέμματα του Άλσους, το βρήκα σχεδόν έρημο. Κάτω από τα
δέντρα, όπου θα έπρεπε κανονικά να έχει μαργαρίτες, τα χόρτα είχαν ξεραθεί,
προφανώς από ράντισμα, γιατί φυσιολογικά τα αγριόχορτα δεν είναι κατακίτρινα
και μαραγκιασμένα την 1η Μαΐου. Δεν μπορούσε να περιμένει λίγο ο
Δήμος, να περάσει τουλάχιστον η Πρωτομαγιά;
Γύρω από τη λιμνούλα με το νησάκι που έχει επάνω τον ψεύτικο
ανεμόμυλο, άλλη ατραξιόν της παιδικής μου ηλικίας, έχουν βάλει γκαζόν και
κάγκελα, κι έχουν κλείσει το καφενείο. Τι μυστήρια έχθρα είναι αυτή με τα
καφενεία στα πάρκα; Έγινε κι εκεί επίθεση στην «εμπορευματοποίηση» όπως στο
Πεδίο του Άρεως; Τι είδους αμαρτία είναι πια ασυγχώρητη, να μπορείς να καθήσεις
να πιεις τον καφέ σου σε ένα ωραίο πάρκο;
Στον κεντρικό δρόμο μια μεγάλη τριήμερη αγορά, σαν δέκα
λαϊκές μαζεμένες, πρέπει να έχει
αντικαταστήσει τα ανθεστήρια που γίνονταν κάποτε. Θυμάμαι από παλιά τον
συνωστισμό, αυτή η παράδοση έχει κρατηθεί.
Όσο για το δάσος, το προσθέτω στη λίστα των χώρων που πρέπει
να χρησιμοποιούν οι δρομείς και ποδηλάτες, των Ημιμαραθωνίων, των Γύρων της Αθήνας και άλλων παρεμφερών, όταν
με το καλό σκεφτούν ότι πιο καλά τρέχει κανείς κάτω από τα δέντρα παρά στο
κέντρο της πόλης, ανάμεσα σε αυτοκίνητα σταματημένα με τη μηχανή αναμμένη που
περιμένουν να ξεκινήσουν και μαρσάρουν. Οψόμεθα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου