Καμιά φορά τις Κυριακές ξεκινώ για βόλτα στο κέντρο της πόλης και
περνώ από τη Σωκράτους και Πειραιώς, Ευριπίδου, Μενάνδρου και τα πέριξ.
Στους πεζόδρομους εκεί βλέπεις τα πλήθη των γυναικών από τις βόρειες, πρώην ανατολικές χώρες, που δουλεύουν στην Αθήνα σε σπίτια, να συναντιούνται τη μέρα του ρεπό τους για άγνωστες ψυχαγωγίες.
Τι κάνουν και περνούν καλά εκτός από το να βλέπονται, δεν ξέρω, αν κι αυτό από μόνο του ίσως αρκεί.
Κάποτε είχε η Ομόνοια δέντρα και παγκάκια και κάθονταν να κουβεντιάσουν. Τα ξήλωσαν από καιρό, κάτι ενοχλούσε την πολεοδομία εκεί πέρα, ίσως το μεταναστευτικόν του πράγματος.
Τώρα με την έκθεση φυτών απέκτησε ξανά ζωή η πλατεία. Και το στέκι παραμένει.
Εκεί γίνονται οι γνωριμίες με τους ακόμα ανατολικότερους άντρες που έρχονται για τις εκτός σπιτιών βαριές δουλειές, εκεί δημιουργούνται τα ζευγάρια που παρακολουθώ συχνά στα διαμερίσματα της Κυψέλης να διάγουν τη δύσκολη καθημερινότητά τους σε μικροαστικό ελληνικό περιβάλλον.
Εχω γνωρίσει καμιά δεκαριά τέτοια μικτά ζευγάρια τα τελευταία χρόνια στη γειτονιά μου.
Την πρώτη φορά είχα εντυπωσιαστεί πολύ, έβαζα και στοίχημα ότι ο γάμος δεν θα κρατούσε.
Αντρας μουσουλμάνος, από χώρα με πολύ ανδροκρατικές συνήθειες, με τις γυναίκες αποκλεισμένες και πεπλοφορεμένες, θα έκανε χωριό με τη χειραφετημένη, φιλάρεσκη, εργαζόμενη και μοντέρνα βόρεια ξανθιά;
Φαινόταν απίθανο, κι όμως. Το ζευγάρι μακροημέρευσε, έκανε παιδιά, άνοιξε ένα μαγαζάκι και πουλούσε μια μεγάλη γκάμα έθνικ προϊόντων, από τη Βαλτική ώς τον Ινδικό Ωκεανό.
Τα παιδιά βγήκαν πιο σκούρα από τη μαμά και πιο ανοιχτόχρωμα από τον μπαμπά, πολύγλωσσα, πανέξυπνα.
Πώς τα κατάφερναν οι δυο τους με τα εκατέρωθεν σόγια, αναρωτιέμαι συχνά, εδώ εμείς δεν ταιριάζουμε Μικρασιάτισσες με Πελοποννήσιους, και με πλημμυρίζει περηφάνια για τη γειτονιά μου που κρύβει τέτοια success stories στα στενά της, και δεν της φαίνεται.
Πόσο ενδιαφέροντα πράγματα θα μπορούσαν να μας πουν αυτοί οι άνθρωποι αν θέλαμε να τους ακούσουμε, αν βλέπαμε, αν ρωτούσαμε.
Πόσες ιστορίες θα μπορέσουμε να ακούσουμε κάποια στιγμή, φτάνει να τους κρατήσουμε βέβαια τους ανθρώπους, τα πολύτιμα αυτά παιδάκια, τα Κυψελιωτάκια, που δεν έχουν ακόμα ελληνική ιθαγένεια, κι όταν τα καμαρώνω σκέφτομαι ταυτόχρονα τον εφιάλτη, την ελληνική Πολιτεία να ξύνει τα νύχια της για να τα ταλαιπωρήσει.
Οι άνθρωποι ξεπερνούν τα κλισέ που φτιάχνουμε γι’ αυτούς εμείς οι γραφιάδες με τόσο κόπο.
Πάντα είναι απρόβλεπτοι, πιο παράξενοι από κάθε σενάριο. Δεν χωράνε στις εικόνες που συνέχεια αναπαράγουμε για την Ομόνοια, την Κυψέλη, την υποβαθμισμένη Αθήνα.
Οποτε τους βλέπω με πιάνει αισιοδοξία, λέω πως η ανθρωπότητα θα τα καταφέρει.
http://www.efsyn.gr/arthro/stekia-tis-omonoias
Στους πεζόδρομους εκεί βλέπεις τα πλήθη των γυναικών από τις βόρειες, πρώην ανατολικές χώρες, που δουλεύουν στην Αθήνα σε σπίτια, να συναντιούνται τη μέρα του ρεπό τους για άγνωστες ψυχαγωγίες.
Τι κάνουν και περνούν καλά εκτός από το να βλέπονται, δεν ξέρω, αν κι αυτό από μόνο του ίσως αρκεί.
Κάποτε είχε η Ομόνοια δέντρα και παγκάκια και κάθονταν να κουβεντιάσουν. Τα ξήλωσαν από καιρό, κάτι ενοχλούσε την πολεοδομία εκεί πέρα, ίσως το μεταναστευτικόν του πράγματος.
Τώρα με την έκθεση φυτών απέκτησε ξανά ζωή η πλατεία. Και το στέκι παραμένει.
Εκεί γίνονται οι γνωριμίες με τους ακόμα ανατολικότερους άντρες που έρχονται για τις εκτός σπιτιών βαριές δουλειές, εκεί δημιουργούνται τα ζευγάρια που παρακολουθώ συχνά στα διαμερίσματα της Κυψέλης να διάγουν τη δύσκολη καθημερινότητά τους σε μικροαστικό ελληνικό περιβάλλον.
Εχω γνωρίσει καμιά δεκαριά τέτοια μικτά ζευγάρια τα τελευταία χρόνια στη γειτονιά μου.
Την πρώτη φορά είχα εντυπωσιαστεί πολύ, έβαζα και στοίχημα ότι ο γάμος δεν θα κρατούσε.
Αντρας μουσουλμάνος, από χώρα με πολύ ανδροκρατικές συνήθειες, με τις γυναίκες αποκλεισμένες και πεπλοφορεμένες, θα έκανε χωριό με τη χειραφετημένη, φιλάρεσκη, εργαζόμενη και μοντέρνα βόρεια ξανθιά;
Φαινόταν απίθανο, κι όμως. Το ζευγάρι μακροημέρευσε, έκανε παιδιά, άνοιξε ένα μαγαζάκι και πουλούσε μια μεγάλη γκάμα έθνικ προϊόντων, από τη Βαλτική ώς τον Ινδικό Ωκεανό.
Τα παιδιά βγήκαν πιο σκούρα από τη μαμά και πιο ανοιχτόχρωμα από τον μπαμπά, πολύγλωσσα, πανέξυπνα.
Πώς τα κατάφερναν οι δυο τους με τα εκατέρωθεν σόγια, αναρωτιέμαι συχνά, εδώ εμείς δεν ταιριάζουμε Μικρασιάτισσες με Πελοποννήσιους, και με πλημμυρίζει περηφάνια για τη γειτονιά μου που κρύβει τέτοια success stories στα στενά της, και δεν της φαίνεται.
Πόσο ενδιαφέροντα πράγματα θα μπορούσαν να μας πουν αυτοί οι άνθρωποι αν θέλαμε να τους ακούσουμε, αν βλέπαμε, αν ρωτούσαμε.
Πόσες ιστορίες θα μπορέσουμε να ακούσουμε κάποια στιγμή, φτάνει να τους κρατήσουμε βέβαια τους ανθρώπους, τα πολύτιμα αυτά παιδάκια, τα Κυψελιωτάκια, που δεν έχουν ακόμα ελληνική ιθαγένεια, κι όταν τα καμαρώνω σκέφτομαι ταυτόχρονα τον εφιάλτη, την ελληνική Πολιτεία να ξύνει τα νύχια της για να τα ταλαιπωρήσει.
Οι άνθρωποι ξεπερνούν τα κλισέ που φτιάχνουμε γι’ αυτούς εμείς οι γραφιάδες με τόσο κόπο.
Πάντα είναι απρόβλεπτοι, πιο παράξενοι από κάθε σενάριο. Δεν χωράνε στις εικόνες που συνέχεια αναπαράγουμε για την Ομόνοια, την Κυψέλη, την υποβαθμισμένη Αθήνα.
Οποτε τους βλέπω με πιάνει αισιοδοξία, λέω πως η ανθρωπότητα θα τα καταφέρει.
http://www.efsyn.gr/arthro/stekia-tis-omonoias
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου