Παρασκευή 30 Ιουνίου 2000

Κραυγές και ψίθυροι


Ομιλία στο συνέδριο "Δημοσιογραφία και γλώσσα"
Γλώσσα της δημοσιογραφίας είναι οι εικόνες των ειδήσεων στην τηλεόραση, είναι η μουσική υπόκρουση στα ραδιοφωνικά δελτία ειδήσεων, είναι το πάτσγουορκ  των πρώτων σελίδων στις εφημερίδες όταν κρέμονται όλες μαζί στα περίπτερα. Περπατώντας μια μέρα σ’ ένα ωραίο φαρδύ παριζιάνικο πεζοδρόμιο, είχα βρεθεί ξαφνιασμένη μπροστά σ’ αυτό το τελευταίο «ιδίωμα», σ’ ένα περίπτερο που είχε  ελληνικές εφημερίδες. Ήταν κρεμασμένες η μία κάτω από την άλλη και το μέγεθος των γραμμάτων στους τίτλους ήταν τρομακτικό. Αγωνία μ’ έπιασε, τι είχε συμβεί στην Ελλάδα; Χρειάστηκε να τις διαβάσω όλες για να καταλάβω ότι δεν είχε συμβεί τίποτα το ιδιαίτερο στην Ελλάδα, να θυμηθώ ότι αυτά τα τεράστια γράμματα είναι η καθιερωμένη  ρουτίνα στα πρωτοσέλιδα των απογευματινών εφημερίδων. Είναι αυτά που βλέπουμε όλοι μας καθημερινά, σ’ όλα τα περίπτερα, ότι κι αν συμβαίνει, ότι κι αν δεν συμβαίνει.
Αυτή η κατάσταση δημιουργήθηκε σταδιακά μετά τη μεταπολίτευση. Οι πρώτες σελίδες των εφημερίδων μίκραιναν, ενώ τα γράμματα των τίτλων μεγάλωναν. Έχουν φτάσει πια να μοιάζουν με μικρές αφίσες, να περιέχουν τόσο λίγο κείμενο που θα μπορούσε να το φωνάξει ένας τελάλης με πολύ λίγες φράσεις. Κι αυτό κάνουν ακριβώς, αντικαθιστούν τον τελάλη. Ίσως μάλιστα να εξηγείται το όλο φαινόμενο από το γεγονός ότι δεν υπάρχουν πια τελάληδες, ούτε εφημεριδοπώλες να διαλαλούν την πραμάτεια.. Κι επειδή οι εφημερίδες είναι όλες στρατευμένες πολιτικά,, επειδή είναι όλες εκτός από μέσα ενημέρωσης και μέσα διάδοσης πολιτικών απόψεων με μικρότερο ή μεγαλύτερο φανατισμό η κάθε μία, κι επειδή τα γεγονότα κι οι ειδήσεις ερμηνεύονται σε κάθε μία από την πολιτική της σκοπιά, οι φωνές των απλών τελάληδων και εφημεριδοπωλών θα ήταν πολύ ειρηνικές για τους τίτλους και τη μαχητικότητα που τους διακρίνει. Ευτυχώς που είναι οπτικοί και δεν τους ακούμε παρά μόνο στο ραδιόφωνο και στην τηλεόραση, όταν τους διαβάζουν ήσυχα σε κάποια γραφεία.
Πολιτικά η συνήθεια επικράτησε την εποχή που η ΝΔ του Κωνσταντίνου Καραμανλή κυβερνούσε μετά τη μεταπολίτευση, κι αφού είχαν προηγηθεί μερικά χρόνια δεξιών κυβερνήσεων. Οι μαχητικοί μεγάλοι τίτλοι της κεντροαριστερής αντιπολίτευσης εξέφραζαν δυναμικά τη λαχτάρα της  για εξουσία. Όταν όμως την κέρδισε της έμειναν τα ξύλινα γράμματα ως βαριά κληρονομιά που δεν έχει τι να την κάνει. Φυσικά υιοθετήθηκαν από την έκτοτε δεξιά αντιπολίτευση, ακόμα πιο μαχητικοί και κραυγαλέοι. Υποτίθεται ότι προκαλούν τον αναγνώστη, υποτίθεται ότι θα τον ξαφνιάσουν, θα τον ανησυχήσουν, κάπως θα τον καταφέρουν να βάλει το χέρι στην τσέπη.
Όμως είναι γνωστό ότι οι αναγνώστες των εφημερίδων είναι μάλλον σταθεροί, πιστοί σε κάποιο φύλλο, δεν αλλάζουν επειδή βλέπουν έναν εντυπωσιακό τίτλο σε κάποιο άλλο. Έτσι οι μεγάλοι τίτλοι απλώς διευκολύνουν τους διαβάτες να έχουν ένα πανόραμα των απόψεων σε όσο το δυνατόν μικρότερο χρόνο, μπροστά στο περίπτερο. Το να σταματάς και να ρίχνεις μια ματιά στους τίτλους είναι συνήθεια που την έχουν πολλοί περισσότεροι άνθρωποι από όσους αγοράζουν τελικά εφημερίδα.
Υπάρχει λοιπόν αυτή η πολυφωνία του περιπτέρου, πολύ δημοκρατική, διότι όλοι οι τίτλοι φαίνονται από αρκετά μακριά και κατευναστική, διότι όλες μαζί οι κραυγές αποδυναμώνονται με την συνύπαρξη. Αυτή η εικόνα της υπερβολής άνευ λόγου είναι η πρώτη που φέρνει στο μυαλό μου ο τίτλος του Συνεδρίου «Δημοσιογραφία και γλώσσα». Τα μεγάλα γράμματα, αυτή η τεράστια λακωνικότητα έχει κάτι απειλητικό, παρ’ όλη την πολυφωνία. Ο κίνδυνος μιας κραυγής ομόφωνης δεν είναι φανταστικός, έχει υπάρξει κι έχει πιέσει εξαιρετικά την ελεύθερη έκφραση και τη σκέψη. Είναι δύσκολο να αντιστέκεσαι στους δραματικούς τόνους.
Η εμφάνιση αυτή των πρώτων σελίδων, είναι περισσότερο αρχιτεκτονική παρά γλώσσα, για την οποία ελάχιστοι από τους δημοσιογράφους είναι υπεύθυνοι. Οι άνθρωποι που τη χτίζουν κάθε βράδυ, που την δημιουργούν, δεν είναι αυτοί που γράφουν τα ρεπορτάζ, δεν είναι αυτοί που γράφουν τα χρονογραφήματα, ακόμα κι αν είναι όμως, μεταμορφώνονται σε αφανείς εργάτες οικοδομών. Οι λέξεις στην πρώτη σελίδα γίνονται αετώματα, τσιμεντόλιθοι, φράχτες και μετώπες. Οι διευθυντές, αυτοί συνήθως κατασκευάζουν την πρώτη σελίδα, έχουν εγκλωβιστεί σε κάτι πέρα από την πολιτική στράτευση, πέρα από την ενημέρωση, πέρα από τη δημοσιογραφία. Αυτό το κάτι υποτίθεται πως είναι η λογική της αγοράς, από την οποία δεν μπορείς να ξεφύγεις. Ότι κάνουν οι άλλοι πρέπει να το κάνουμε κι εμείς, σκέφτεται χωριστά ο καθένας.
Πάντως η κυκλοφορία των εφημερίδων όλ’ αυτά τα χρόνια των ξύλινων κραυγών, πέφτει αντί να ανεβαίνει. Παλεύοντας με ξένα μέσα, με την εικόνα και με το ξάφνιασμα, μέσα που η τηλεόραση τα κρατά και τα ελέγχει από γεννησιμιού της, ο Τύπος χάνει το παιχνίδι. Το ξανακερδίζει στις εσωτερικές  σελίδες, στους ψιθύρους. Εκεί που τα κείμενα μεγαλώνουν και τα γράμματα μικραίνουν, γίνονται εξαράκια, όπως τα λέγαμε κάποτε. Τα ρεπορτάζ, που έχουν ήδη δοθεί στην τηλεόραση και στο ραδιόφωνο, είναι λιγόλογα, αλλά πιο αναλυτικά, πληθαίνουν όμως οι στήλες των σχολίων, τα άρθρα, οι αναλύσεις, τα σχόλια, τα χρονογραφήματα, που βρίσκονται τώρα σπαρμένα σε ολόκληρο το σώμα της εφημερίδας, σε κάθε της γωνιά. Ο πλούτος των εφημερίδων είναι όλα αυτά τα δευτερογενή κείμενα, που τις Κυριακές ειδικά τις κάνουν υποκατάστατα των περιοδικών ποικίλης ύλης.
Οι συγγραφείς των κειμένων αυτών δεν είναι πάντα δημοσιογράφοι, έρχονται από άλλους χώρους, ειδικεύονται σε άλλες γραφές, δεν πέρασαν την τυραννία  του κυνηγητού της είδησης. Πιστεύω ότι και η δημοσιογραφία, η καθαρή και πρωτογενής δημοσιογραφία, βρίσκει την καλύτερη στιγμή της σ’ αυτή τη μορφή. Όταν έχει καταλαγιάσει το άγχος της αγοράς, όταν έχουν ξεθυμάνει τα κλισέ, κι ο δημοσιογράφος, ερμηνευτής της πραγματικότητας, βρίσκεται απέναντι της με τα πιο απλά γλωσσικά εργαλεία και μπορεί επιτέλους να ψιθυρίσει. Δεν είναι καθόλου εύκολο. Είναι ένα στάδιο ωριμότητας, μια κατάσταση πολυτελής, που την κατακτά κανείς με κόπους. Εκεί ακουμπά κανείς τα βαριά μπαγκάζια του, καταθέτει τα όπλα του εντυπωσιασμού κι αρχίζει την κατάκτηση του προσωπικού του ύφους που θα δώσει ξανά την εικόνα του κόσμου. Να ψιθυρίζουμε, για να μπορούν τα πράγματα να μας μιλούν, θα συμπλήρωνα την παραίνεση του Χρήστου Βακαλόπουλου, που μας θύμισε χτες ο Ηλίας Κανέλλης. Υπάρχει πλούτος μυστικός στις εσωτερικές σελίδες των εφημερίδων και τον ονομάζω μυστικό, ονομάζω τα κείμενα αυτά ψιθύρους διότι κατά κάποιο τρόπο αγνοούνται, από τους αναλυτές, τους γλωσσολόγους, τους μελετητές των μέσων ενημέρωσης, αλλά καμιά φορά και τους ίδιους τους επικεφαλής τους. Όλοι ασχολούνται με τα πρωτοσέλιδα, αλλά τα εσωτερικά κείμενα σαν να παρεισφρύουν ερήμην των εφημερίδων, σαν να μην αναγνωρίζονται, σαν να βρίσκονται εκεί τυχαία, λες και θα μπορούσαν να βρίσκονται και κάπου αλλού. Οι εφημερίδες κατατρύχονται από το άγχος του ανταγωνισμού, μεταξύ τους και με την τηλεόραση και συνηθίζουν να περιφρονούν αυτό που είναι το πραγματικό ατού τους.
Γι’ αυτό οι δημοσιογράφοι βασανίζονται. Πρέπει να μάθουν πρώτα να κραυγάζουν. Πρέπει να αποστηθίσουν τα κλισέ και να τα χρησιμοποιούν καταλλήλως σε κάθε περίσταση. Είναι το πρώτο τους οπλοστάσιο, διαβατήριο για τη μύηση στο θαυμαστό γενναίο κόσμο της επικοινωνίας. Λέξεις αναγνώρισης, σύνθημα και παρασύνθημα. Κι εδώ που τα λέμε βοηθούν σαν μπούσουλας ν’ αντιμετωπίσει ο νέος την πραγματικότητα σε συνθήκες πίεσης χρόνου, να μη μείνει άφωνος μπροστά της. Ας μην είμαστε τόσο απόλυτοι με τα κλισέ και με τις ξένες λέξεις. Ο δημοσιογράφος πρέπει πρώτα να εντυπωσιάσει για να μπορέσει κάποτε να ψιθυρίσει. Οι ξένες λέξεις τραβάνε την προσοχή, ώσπου να γίνουν συνηθισμένες κι ίσως οι ίδιοι που τις λανσάρησαν θα ψάξουν να βρουν κάποια άλλη τότε, η οποία πιθανόν να είναι αρχαία ελληνική. Είναι κι αυτές αρκετά εντυπωσιακές εξ άλλου. Οι δημοσιογράφοι είναι άνθρωποι που πρέπει να τραβάνε την προσοχή. Υπάρχει μεγάλος ανταγωνισμός, δεν είναι εύκολο. Χρειάζεται πια ταλέντο  σώου- μπίζνες. Οι υπερβολές, τα δράματα, η εκζήτηση, η πρόκληση οι εξυπνάδες, όλ’ αυτά  είναι συνηθισμένα μέσα για να ξεχωρίσεις, ή έτσι νομίζουμε πολλοί. Η γλώσσα μπαίνει σ’ αυτό το παιχνίδι, χρησιμοποιείται ως υλικό χλιδής. Όχι μόνο δεν συρρικνώνεται αλλά φουσκώνει με τη χρήση αυτή, λάμπει κι αστραφτοκοπά σαν χριστουγεννιάτικο δέντρο. Εκείνο που συρρικνώνεται με όλα αυτά είναι η πραγματικότητα, ο γύρω μας κόσμος και η δυνατότητα να τον καταλάβουμε. Και φτάνει ώρες ώρες να χάνεται το νόημα των λέξεων μπροστά στ’ αυτιά μας, από την κατάχρηση και τη μεταφορά. Αλλά πώς να προστατέψεις τις λέξεις; Να τις βάλεις σε κανένα κλουβί; Δεν γίνεται. Να βγάλει φιρμάνια η ΕΣΗΕΑ για την χρήση τους; Ούτε αυτό γίνεται.
Υπήρξε διεθνώς ένα κίνημα σχετικό με τη χρήση των ονομασιών, το κίνημα της πολιτικής ορθότητας, που ξεκίνησε από την Αμερική και είχε στόχο κυρίως αντιρατσιστικό, στην Ελλάδα όμως το αντιμετωπίσαμε μόνο με ειρωνεία.  Η προσπάθεια να εντοπιστούν οι λέξεις που στιγματίζουν αρνητικά άτομα ή ομάδες ατόμων και οδηγούν σε διακρίσεις φυλετικές και άλλες, έφτασε σε μας μόνο ως ανέκδοτο, παρόλο που η επιλογή των λέξεων και των εκφράσεων που χρησιμοποιούμε, θα μας το πουν και οι γλωσσολόγοι, δεν είναι ποτέ τυχαία. Τα σημερινά παιδιά π.χ. χρησιμοποιούν αυθορμήτως τη λέξη «βουλεύτρια», θηλυκό του «βουλευτής», που εμείς δεν μπορούμε να την πούμε ούτε να τη γράψουμε. Αυτά όμως μεγαλώνουν σε έναν κόσμο χωρίς προκαταλήψεις κατά των γυναικών και λένε «βουλεύτρια» όπως λένε «χορεύτρια», πράγμα που θ’ αναγκαστεί κι η γραμματική να το δεχθεί οσονούπω. Ελπίζω μόνο κανένα λεξικό να μην γράψει στις έννοιες της λέξης «Αλβανός» το «διαρρήκτης» διότι εκεί υπάρχει μια καινούργια γλωσσική παρεξήγηση που κάνουν τα σημερινά παιδιά, αφού έχουν μετατοπιστεί σε βάρος εθνικοτήτων  οι υποτιμητικές διακρίσεις. Αλλά ακόμα και σ’ αυτά τα πράγματα δεν ξέρω τι νόημα θα είχαν κάποιες συστάσεις της ΕΣΗΕΑ π.χ., από τη στιγμή που οι χρήστες των λέξεων δεν πιστεύουν απόλυτα και φανατικά ότι κάθε φύλο, κάθε ομάδα, και κάθε εθνικότητα δικαιούται την αξιοπρέπεια του ονόματος του. Βρισκόμαστε εκεί πάντα στο στάδιο των κραυγών, στο στάδιο του ρεπορτάζ, της βιασύνης, της ευκολίας, όταν προέχει η εντύπωση και η εξασφάλιση μιας θέσης στη σελιδοποίηση ή στο μεγάλο δελτίο. Όλοι αυτοί οι προβληματισμοί χρειάζονται κάποιο χρόνο, μια ελάχιστη περίσκεψη, χρειάζονται τις εσωτερικές σελίδες και την ωριμότητα των ψιθύρων.
Το Συνέδριο αυτό,  γίνεται μια εβδομάδα μόνο μετά τις εκλογές, και το τέλος της προεκλογικής περιόδου, κατά τη διάρκεια της οποίας συζητήθηκε τόσο πολύ η μορφή της επικοινωνίας κι αναλύθηκε σε τέτοιο βάθος, που δεν έμειναν πολλά περιθώρια για την ουσία. Μας κατέχει ακόμα δέος μπροστά στη δύναμη και τη λάμψη του μέσου και δεν αναλύουμε αρκετά το μήνυμα. Τι γράφεται από ποιόν με τι ύφος και τι επιδιώκει. Όλοι αυτοί οι τίτλοι, αυτή μανία της λακωνικότητας, της δημιουργίας σλόγκαν, πώς διαπερνά την εικόνα και τη σελίδα, πώς ισορροπεί ανάμεσα στην εικόνα και στη σελίδα, γιατί υπάρχει και στις δύο, επηρεάζει τον τρόπο ομιλίας μας; Την άσκηση της πολιτικής; Πολλά απολαυστικά θέματα( είναι πάντα απολαυστικό να γνωρίζεις το βαθύτερο νόημα των επιλογών σου)  θα μπορούσαν να βρουν οι γλωσσολόγοι ερευνώντας και συγκρίνοντας τις μεντιακές γλωσσικές συνήθειες και διατυπώσεις και πιστεύω ότι στον πλούτο των εσωτερικών σελίδων τα συμπεράσματα των ερευνών που ελπίζουμε να κάνουν, θα βρίσκουν πάντα εξαράκια και άφθονο χώρο να φιλοξενούνται.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Πόσο δύσκολο να γίνει το προσωπικό, πολιτικό.

Τη νύχτα που έφτασε ο Καραμανλής στο Ελληνικό να αναλάβει τα ηνία της χώρας που είχε βρεθεί στο χείλος του γκρεμού, πενήντα χρόνια πριν, δεν...