Αν οργανώσω αγώνα δρόμου στο Πεδίο του Άρεως, προφανώς δεν υπάρχω. Ποιος θα με μάθει αν απλώς στήσω την εξεδρούλα μου κάτω από τον έφιππο ανδριάντα του Κωνσταντίνου; Ποιος ήταν αυτός ο τύπος εξάλλου; Τον ξέρει η μάνα του; Κι αν τρέχουν οι αθλητές κάτω από την αραιή σκιά των δέντρων, τι νόημα έχει; Λιγότερος ιδρώτας, λιγότερη φήμη. Αν δεν μείνουν οι οδηγοί στα αυτοκίνητά τους ένα τέταρτο να βράσουν, να τους κοπεί η ανάσα, να σκάσουν, να γίνουν τα νεύρα τους κιμάς, να ανοίξουν το στόμα τους και να ρωτήσουν το διπλανό τους, ενδεχομένως και το κενό δίπλα τους, «Τι σκ… γίνεται πάλι στο Σύνταγμα;», οπότε το όνομα μου, η διοργάνωση μου, το ιβέντ μου, το κατόρθωμα μου τέλος πάντων, θα κυκλοφορήσει από στόμα σε στόμα, σε συνθήκες που θα τους κάνει όλους να με θυμούνται, ίσως για πάντα αν χρειαστούν και κανα ασθενοφόρο που δεν θα μπορεί να περάσει, ε, αν δεν γίνουν όλ’ αυτά, γιατί να μπω στον κόπο;
Υπέροχες ιδέες και εμπνευστικές διοργανώσεις παίρνουν την
απόφαση να χρησιμοποιήσουν αυτή τη μέθοδο για δημοσιότητα. Για ύπαρξη. Είναι
περίπου αυτονόητη. Αναγκαία συνθήκη αυτοπεποίθησης. Μαραθώνιοι και
ημιμαραθώνιοι, ποδηλατικοί και ημιποδηλατικοί αγώνες, παρελάσεις για τον
καρκίνο του μαστού, για την αποδοχή της διαφορετικότητας, για την ορατότητα των
αναπήρων, για τη σωτηρία του πλανήτη, μπιτς βόλεϊ χωρίς την μπιτς, ποδοσφαιράκι
για εφήβους σε γηπεδάκια που χωρούν κατά μήκος της Πανεπιστημίου, άλλη κι αυτή
πολύπαθη. Ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς. Από τη μια μεριά έχουν τα βέβαια
θύματα, τους αθηναίους που θα θέλουν ή που θα ξεκινήσουν να κυκλοφορούν εκείνη
τη μέρα, κι είναι σίγουρο ότι θα τους καταραστούν από τα βάθη της ψυχής τους. Από
την άλλη έχουν τους ίδιους αθηναίους, που κάτω από τις κατάρες προφανώς θα τους
θαυμάσουν, μάλλον ασυναίσθητα. «Για κοίτα ρε παιδί μου, θα σκεφτούν, ή δεν θα
το σκεφτούν, θα περάσει υποσυνείδητα, αυτοί οι τύποι είναι τόσο ισχυροί που
μπορούν και ταλαιπωρούν τόσο κόσμο με άδεια των αρχών. Άρα είναι σπουδαίοι, να
τους θυμόμαστε.» Όπως τα κόμματα, όπως οι διαδηλωτές, όπως τα κινήματα, όπως
όλοι όσοι έχουν τη δύναμη, την ομάδα, το κρίσιμο πλήθος, να αποφασίζουν να ζητήσουν το Σύνταγμα, όχι
μόνο με την πλατεία, αλλά και με τους δρόμους του. Ε, ναι, μόνο η πλατεία δε
λέει, το μέσα, το ψαχνό. Έχει σημασία να σταματήσεις την κυκλοφορία, έστω κι αν
χωράς μια χαρά μπροστά στον Άγνωστο, ή στο κάτω μέρος, γύρω από το σιντριβάνι. Οι
πρώτοι και διαρκείς διδάξαντες, πολιτικοί, ομάδες, γκρουπούσκουλα και λοιποί
αγανακτισμένοι πώς το κάνουν; Πρέπει όλο να καταληφθεί, η Αμαλίας οπωσδήποτε, να
χωρίσει η νότια Αθήνα με την κεντρική και βόρεια, για να γίνει κατανοητή σε
βάθος η αξία της διοργάνωσης.
Δεν σε μαθαίνει κανείς αν δεν τον βασανίσεις. Είναι κάπως σημαντικοί
για να μπορούν να το κάνουν, τους υπολογίζουν, αυτό πιστεύουν ότι σκεπτόμαστε
οι ταλαίπωροι αποκλεισμένοι πέριξ της πλατείας. Οι μη ανήκοντες. Οι εκτός.
Μήπως είμαστε και λίγο περιθωριακοί εμείς οι υπόλοιποι; Δεν μετράμε για
κάποιον, αυτό είναι σίγουρο. Υλικό για ταλαιπωρία. Γιατί αν πήγαιναν στο Άλσος
Νέας Φιλαδέλφειας, ποιον θα ταλαιπωρούσαν και ποιος θα τους μάθαινε; Τι
πολιτική αξία θα είχε κάτι τέτοιο; Η πολιτική αξία μετράται συνταγματικώς. Όχι
στα Ιλίσια που έχουν κι αυτά ένα δάσος για περπάτημα, τρέξιμο, ποδήλατο, χορό, μαραθωνίους,
φεστιβάλ, ή στη Νέα Σμύρνη που έχει επίσης άλσος, δάσος, δυνατότητες
εξερεύνησης και γνωριμίας. Αυτά είναι για παρακατιανούς. Αν αξίζεις πρέπει να
το αποδείξεις στο κέντρο της πόλης, αυτό που πιθανότατα αποφεύγεις στην
υπόλοιπη ζωή σου. Στο Σύνταγμα όπου σαν τον Φειδιππίδη (ο οποίος φαντάζομαι θα
έκανε τη διαδρομή ως την Πνύκα, εκεί δεν συνεδρίαζε η εκκλησία του Δήμου;) πρέπει
να φτάσουν όλοι μετά το κατόρθωμα τους και να φωνάξουν νενικήκαμεν. Κι ο εχθρός
ποιος είναι; Η δική μας καθημερινότητα προφανώς. Κάτι πολύ ταπεινό και απλό, πολύ
ρουτινιάρικο. Σκύβουμε τα κεφάλια.