Πέμπτη 30 Ιουνίου 2022

Κλείνω το Σύνταγμα, άρα υπάρχω

Αν οργανώσω αγώνα δρόμου στο Πεδίο του Άρεως, προφανώς δεν υπάρχω. Ποιος θα με μάθει αν απλώς στήσω την εξεδρούλα μου κάτω από τον έφιππο ανδριάντα του Κωνσταντίνου; Ποιος ήταν αυτός ο τύπος εξάλλου; Τον ξέρει η μάνα του; Κι αν τρέχουν οι αθλητές κάτω από την αραιή σκιά των δέντρων, τι νόημα έχει; Λιγότερος ιδρώτας, λιγότερη φήμη. Αν δεν μείνουν οι οδηγοί στα αυτοκίνητά τους ένα τέταρτο να βράσουν, να τους κοπεί η ανάσα, να σκάσουν, να γίνουν τα νεύρα τους κιμάς, να ανοίξουν το στόμα τους και να ρωτήσουν το διπλανό τους, ενδεχομένως και το κενό δίπλα τους, «Τι σκ… γίνεται πάλι στο Σύνταγμα;», οπότε το όνομα μου, η διοργάνωση μου, το ιβέντ μου, το κατόρθωμα μου τέλος πάντων, θα κυκλοφορήσει από στόμα σε στόμα, σε συνθήκες που θα τους κάνει όλους να με θυμούνται, ίσως για πάντα αν χρειαστούν και κανα ασθενοφόρο που δεν θα μπορεί να περάσει, ε, αν δεν γίνουν όλ’ αυτά, γιατί να μπω στον κόπο;

Υπέροχες ιδέες και εμπνευστικές διοργανώσεις παίρνουν την απόφαση να χρησιμοποιήσουν αυτή τη μέθοδο για δημοσιότητα. Για ύπαρξη. Είναι περίπου αυτονόητη. Αναγκαία συνθήκη αυτοπεποίθησης. Μαραθώνιοι και ημιμαραθώνιοι, ποδηλατικοί και ημιποδηλατικοί αγώνες, παρελάσεις για τον καρκίνο του μαστού, για την αποδοχή της διαφορετικότητας, για την ορατότητα των αναπήρων, για τη σωτηρία του πλανήτη, μπιτς βόλεϊ χωρίς την μπιτς, ποδοσφαιράκι για εφήβους σε γηπεδάκια που χωρούν κατά μήκος της Πανεπιστημίου, άλλη κι αυτή πολύπαθη. Ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς. Από τη μια μεριά έχουν τα βέβαια θύματα, τους αθηναίους που θα θέλουν ή που θα ξεκινήσουν να κυκλοφορούν εκείνη τη μέρα, κι είναι σίγουρο ότι θα τους καταραστούν από τα βάθη της ψυχής τους. Από την άλλη έχουν τους ίδιους αθηναίους, που κάτω από τις κατάρες προφανώς θα τους θαυμάσουν, μάλλον ασυναίσθητα. «Για κοίτα ρε παιδί μου, θα σκεφτούν, ή δεν θα το σκεφτούν, θα περάσει υποσυνείδητα, αυτοί οι τύποι είναι τόσο ισχυροί που μπορούν και ταλαιπωρούν τόσο κόσμο με άδεια των αρχών. Άρα είναι σπουδαίοι, να τους θυμόμαστε.» Όπως τα κόμματα, όπως οι διαδηλωτές, όπως τα κινήματα, όπως όλοι όσοι έχουν τη δύναμη, την ομάδα, το κρίσιμο πλήθος,  να αποφασίζουν να ζητήσουν το Σύνταγμα, όχι μόνο με την πλατεία, αλλά και με τους δρόμους του. Ε, ναι, μόνο η πλατεία δε λέει, το μέσα, το ψαχνό. Έχει σημασία να σταματήσεις την κυκλοφορία, έστω κι αν χωράς μια χαρά μπροστά στον Άγνωστο, ή στο κάτω μέρος, γύρω από το σιντριβάνι. Οι πρώτοι και διαρκείς διδάξαντες, πολιτικοί, ομάδες, γκρουπούσκουλα και λοιποί αγανακτισμένοι πώς το κάνουν; Πρέπει όλο να καταληφθεί, η Αμαλίας οπωσδήποτε, να χωρίσει η νότια Αθήνα με την κεντρική και βόρεια, για να γίνει κατανοητή σε βάθος η αξία της διοργάνωσης.  

Δεν σε μαθαίνει κανείς αν δεν τον βασανίσεις. Είναι κάπως σημαντικοί για να μπορούν να το κάνουν, τους υπολογίζουν, αυτό πιστεύουν ότι σκεπτόμαστε οι ταλαίπωροι αποκλεισμένοι πέριξ της πλατείας. Οι μη ανήκοντες. Οι εκτός. Μήπως είμαστε και λίγο περιθωριακοί εμείς οι υπόλοιποι; Δεν μετράμε για κάποιον, αυτό είναι σίγουρο. Υλικό για ταλαιπωρία. Γιατί αν πήγαιναν στο Άλσος Νέας Φιλαδέλφειας, ποιον θα ταλαιπωρούσαν και ποιος θα τους μάθαινε; Τι πολιτική αξία θα είχε κάτι τέτοιο; Η πολιτική αξία μετράται συνταγματικώς. Όχι στα Ιλίσια που έχουν κι αυτά ένα δάσος για περπάτημα, τρέξιμο, ποδήλατο, χορό, μαραθωνίους, φεστιβάλ, ή στη Νέα Σμύρνη που έχει επίσης άλσος, δάσος, δυνατότητες εξερεύνησης και γνωριμίας. Αυτά είναι για παρακατιανούς. Αν αξίζεις πρέπει να το αποδείξεις στο κέντρο της πόλης, αυτό που πιθανότατα αποφεύγεις στην υπόλοιπη ζωή σου. Στο Σύνταγμα όπου σαν τον Φειδιππίδη (ο οποίος φαντάζομαι θα έκανε τη διαδρομή ως την Πνύκα, εκεί δεν συνεδρίαζε η εκκλησία του Δήμου;) πρέπει να φτάσουν όλοι μετά το κατόρθωμα τους και να φωνάξουν νενικήκαμεν. Κι ο εχθρός ποιος είναι; Η δική μας καθημερινότητα προφανώς. Κάτι πολύ ταπεινό και απλό, πολύ ρουτινιάρικο. Σκύβουμε τα κεφάλια.

Ο Ιούνιος που έχασα

Μαζεύτηκαν για τον Ιούνιο όλα τα ωραία. Η Πάτι Σμιθ στο Ηρώδειο και οι φιλοσοφικές ομιλίες στην Ακαδημία Πλάτωνος. Τόσα χρόνια κανένας δεν το είχε σκεφτεί αυτό, αλλά να που επιτέλους γίνεται. Κι επιπλέον, σε κάθε κηπάκι, αυλίτσα, πλατεία και κήπο, συναντήσεις, παραστάσεις, μικρά φεστιβάλ, μεγάλα φεστιβάλ, συναυλίες. Κονσέρτα.

Ήταν πάντα έτσι αυτός ο μήνας; Ή τώρα μας έπιασε τέτοια ανάγκη για έκθεση και αποκάλυψη, επειδή καταλάβαμε την αξία της επαφής με την απομόνωση της πανδημίας; Δεν τολμώ να σκεφτώ ότι μπορεί να κρύβεται και κάτι σαν νοσταλγία της ανέμελης ζωής, εννοώ της πίστης ότι στην ήπειρο δεν θα γίνει άλλος πόλεμος εκτός από κάτι μικρούς που συνέβαιναν στις άκρες της, οπότε οφείλαμε ως άνθρωποι να απολαμβάνουμε γόνιμα την ειρήνη. Μπορεί όλα μαζί.

Ήθελα κι εγώ να πάω στο Ηρώδειο στην Πάτι Σμιθ κι επιπλέον στην Ακαδημία Πλάτωνος για τις ομιλίες. Εδώ πηγαίνω και χωρίς ομιλίες στην Ακαδημία Πλάτωνος. Αλλά είχα πάρει πόδι την προηγούμενη βδομάδα, διότι αδύνατον να κοιμηθείς στα μέρη μου τα αθηναϊκά με ανοιχτά παράθυρα. Με είχε διώξει, από τη μέρα που άρχισαν οι ζέστες, ο θόρυβος από τα αιρκοντίσιον στον ακάλυπτο. Γιατί δεν άναβα κι εγώ το δικό μου και να κλείσω το παράθυρο, θα μου πείτε; Εδώ είναι το πρόβλημα, φαίνεται πως ανήκω σε ένα ενδιάμεσο είδος ανθρώπων που δεν αντέχει να κοιμάται με αιρκοντίσιον όταν έχει κάτω από σαράντα. Έχω διαφορά φάσης θερμοκρασίας από τους συνανθρώπους μου. Θα έπρεπε ίσως να ζούμε σε ένα χωριστό νησί, αλλά ας μη το κάνουμε θέμα και μας πάρουν είδηση.

Έχασα παραστάσεις, συναυλίες και ομιλίες, έχασα πράγματα εξαιρετικά γιατί με τρόμαξε η μη εξαιρετική, η καθημερινή ένταση των μεγαφώνων σε δρομάκια και πλατείες με μπαρ και καφενεία. Ποιος, εγώ που ονειρευόμουν μια ζωή να μπορώ να χαζολογάω σε τέτοια μέρη, τώρα φεύγω όσο μακρύτερα, ανίκανη να αφομοιώσω τη νέα τεχνολογία υγιούς ανταπόκρισης στην ένταση του ήχου. Τι κάνουν οι άνθρωποι με αυτή τη φασαρία; Πώς επιβιώνει το είδος; Πώς τα καταφέρνουν; Δεν θα το μάθω. Πήρα σύνταξη και πήρα και των ομματιών μου, και κυρίως των αυτιών μου, κι όπου φύγει -φύγει. Κρίμα, με το που αρχίζει η θερινή πολυτέλεια της ζωής έξω, στο λίγο έξω που διαθέτουμε στην πόλη αυτή, να το βάζουμε στα πόδια κυνηγημένοι από θορύβους.

Τετάρτη 22 Ιουνίου 2022

Κατεδαφίσεις

Έχει εξελιχτεί η μπουλντόζα που γκρεμίζει σπίτια. Δεν έχει ερπύστριες εκσκαφέα, δεν διαθέτει τη σιδερένια μπάλα που θυμάμαι στη δεκαετία του 70 να ρίχνει αλύπητα τους τοίχους των παλιών σπιτιών μέσα σε σύννεφα σκόνης. Μικρή, σχεδόν κομψή, στέκεται δίπλα στο πεζοδρόμιο και βγάζει το ίδιο μουγκρητό εκείνης της αξέχαστης εποχής. Το παλιό τριώροφο έχει μείνει χωρίς στέγη, χωρίς πόρτες και παράθυρα, σκέτοι τοίχοι υψώνονται, σαν σκηνικό που αποσύρεται. Το τελευταίο παλιό σπίτι του τετραγώνου σας αποχαιρετά.  Στο πεζοδρόμιο δίπλα δεν είναι ακουμπισμένα κουφώματα και παντζούρια. Την εποχή της μαζικής κατεδάφισης, τα σπίτια έπεφταν πριν παλιώσουν. Τα πορτοπαράθυρά τους  ανακυκλώνονταν, θα ήταν ακριβά τα αλουμίνια. Πωλούνται υλικά κατεδάφισης, έμπαινε η ταμπέλα κι αραδιάζονταν στο πεζοδρόμιο κουφώματα και παντζούρια, πόρτες και παράθυρα. Κανένας πια δεν χρειάζεται παλιά κουφώματα. Ή διαλύθηκαν πριν φτάσει η μπουλντόζα. Ή λεηλατήθηκαν όσο έμενε  ακατοίκητο.

Ως περαστική το αποχαιρετώ συγκινημένη, οι γείτονες πάντως θα χαίρονται. Η βρώμα που μαζεύουν τα παρατημένα σπίτια θα φύγει μαζί με τα μπάζα και μια καθαρή πολυκατοικία θα υψωθεί στη θέση του, ίδια με τις άλλες, ίσως λίγο καλύτερη. Να συνηθίσει πια το μάτι μας να συγκρίνει ομορφιά πολυκατοικιών, να μη μπερδεύεται με αυτά τα παράξενα ερείπια.  Στους δρόμους της Αθήνας το μέτωπο των σπιτιών μοιάζει με φθαρμένη οδοντοστοιχία που περιμένει  να καταρρεύσουν τα σάπια δόντια. Μεγάλη, ιώβεια υπομονή. Αντιστέκονται οι πέτρινοι τοίχοι, χάσκουν τα παράθυρα, ο ουρανός φαίνεται από μέσα, φυτρώνουν χόρτα στα μπαλκόνια, λαμαρίνες κλείνουν το πεζοδρόμιο για να μη σκοτωθούν οι πεζοί από πτώσεις φουρουσιών, αλλά ο χρόνος δεν προχωρά γι αυτά. Ελάχιστα είναι καλυμμένα με λινάτσες, γρήγορα φθείρονται κι αυτές, κρέμονται κουρέλια. Γκράφιτι σωρεύονται στις επιφάνειες των τοίχων, όλο και πιο πυκνά, όλο και πιο επιθετικά.

Τι νόημα έχει αυτή η διατήρηση; Αφού δεν τα θέλει κανένας, δεν τα αγάπησαν οι κληρονόμοι, δεν τα εκτίμησαν οι γείτονες, δεν τα θαύμασε ο δημόσιος χώρος; Σαν αλυσοδεμένα φαντάσματα αμαρτωλών που τιμωρούνται βασανίζοντας τους γύρω τους, λαχταρούν τη λύτρωση της ανυπαρξίας.  

Η Αθήνα δεν είναι πόλη σαν τις άλλες. Είναι μια σειρά ονείρων, στην αρχή την ονειρεύτηκαν σαν αναβίωση της αρχαίας της δόξας, ύστερα σαν απέραντη κυψέλη από ομοιόμορφα κελιά που θα χάριζαν την ίδια ανώδυνη ομοιομορφία στους κατοίκους της. Το δεύτερο όνειρο βάλθηκε να σβήνει το πρώτο, η πάλη συνεχίζεται. Στήνει παρέλαση στη Σταδίου, το δρόμο που έγινε νεκροταφείο ονείρων.

Κάποιοι μπορεί να σχεδιάζουν μια τρίτη εκδοχή της, που θα εχθρεύεται τις άλλες δυο. Είναι ήδη ξεπερασμένες, καμία δεν αγαπήθηκε. Η νεοκλασική εκδοχή ήταν υπερβολικά ωραία, σχεδόν προκλητική, αταίριαστη στην εποχή των αναγκών ομοιομορφίας. Καταδικάστηκε και μας καταδίκασε να βλέπουμε τον αργό θάνατο της. Η εκδοχή πολυκατοικίας επικράτησε αλλά δεν μας αρέσει, φανερώνει την ασχήμια της και διαρκώς επεκτείνεται μέσα σε θρίαμβο κυνισμού και μοιρολατρίας. Τώρα, ονομάζουν την παραλία ‘αθηναϊκή Ριβιέρα’ και σχεδιάζουν ουρανοξύστες από γυαλί. Ίσως έρχεται από κει το τρίτο όνειρο, μιας φουτουριστικής πόλης δίπλα στη θάλασσα. Στον επόμενο αιώνα ιπτάμενα ποδήλατα θα παρκάρουν σε γυάλινα μπαλκόνια. Όταν έχεις τέτοια όνειρα δεν μπορείς να ασχολείσαι με στριμωγμένες γειτονιές που δεν ξέρουν τι να κάνουν τα ερείπια τους.

Μα πώς επιτρέπουν να χτίζουν τόσους ορόφους, να μην αφήνουν χώρο καθόλου, να μπαίνουν και πίσω, στον ακάλυπτο, αναρωτιούνται συχνά αφελείς διαβάτες, που πίστεψαν ότι με τη χρόνια γκρίνια των δημοσιογράφων και όχι μόνο, κάτι θα άλλαζε στην αισθητική της πόλης. Δεν φαντάζονται ότι από την εποχή που έγινε υποχρεωτική η στοά στο πεζοδρόμιο για όποιον ήθελε να χτίσει πολυκατοικία, τίποτε άλλο δεν επινοήθηκε υπέρ του δημόσιου χώρου, κι όλες οι πιέσεις ήταν για περισσότερη κάλυψη των οικοπέδων. Το βλέμμα είναι μειοψηφικό σ’ αυτή τη χώρα. Εξάλλου πρέπει να προσηλώνεται στο πλακόστρωτο, για λόγους ασφαλείας.

Τρίτη 21 Ιουνίου 2022

Hλεκτρονικοί αντικατοπρισμοί

 Πήρα φόρα και μπήκα στο 550 για Χαλάνδρι. Δηλαδή πήρα φόρα να διαβάζω την πινακίδα, τι μ’ έπιασε; Αυτή την ηλεκτρονική πινακίδα που δείχνει τις στάσεις και τη διαδρομή. Δεν ξέρω γιατί, αφού είναι γνωστή η διαδρομή, μηχανικά την κάνω. Έλλειψη εμπιστοσύνης, αμηχανία, ζέστη; Έφταιγε που γύρισα από το πρώτο ταξίδι πέντε ημερών στο εξωτερικό και ήταν σα να λείπω χρόνια; Μου είχε γίνει συνήθεια εκεί στα ξένα να διαβάζω ηλεκτρονικούς πίνακες και να βρίσκω το δρόμο μου, συνήθεια που δεν είχα προλάβει να κόψω. Τέλος πάντων, σα να μη γνώριζα τα κτίρια της Κηφισίας, έπιασα να διαβάζω. Άγιος Σώστης, έγραφε ο ηλεκτρονικός πίνακας, Εφέσου, Κυανούς Σταυρός… Εκεί στον Κυανό σταυρό μπερδεύτηκα. Σα να ήμουν ο Κυάνου Ρηβς και είχα μπει στο λεωφορείο για Χαλάνδρι. Ζεματούσαν κι οι παλιές λαμαρίνες, πολύ θέλει ο άνθρωπος; Στροφή Νέας Σμύρνης, Σκρα… θεέ μου, ανάποδα πηγαίνω. Η στροφή Νέας Σμύρνης δεν είναι στο Χαλάνδρι. Κρύος ιδρώτας με έλουσε από την κορφή ως τα νύχια. Πώς θα γυρίσω πίσω τώρα; Πού βρίσκομαι;

Για λίγα λεπτά κοίταξα με πανικό τους νεαρούς που συγκεντρώνονταν στα κινητά τους, ελπίζοντας ότι κάποιος θα με λυπόταν. Τι να ρωτούσα; Πώς στρίβεις για Νέα Σμύρνη από το Χαλάνδρι; Υπάρχει κάποιος τρόπος να πηγαίνεις από το ένα προάστειο στο άλλο. Κατά προτίμηση να μην περνάει από το Σύνταγμα, όπου κινδυνεύεις να πέσεις σε αγώνα μπιτς βόλεϊ επί άμμου φερτής με κερκίδες φερτές μέσα στο λιοπύρι, ειδικό σπορ αντοχής, που δεν αντέχεται. Θαύματα κάνει ο δήμαρχος μας, δεν είναι για εδώ αυτός, όπως λέγαμε μικρά παιδιά για τους σπουδαίους τύπους. Είναι για κάπου καλύτερα. Αλλά μπορεί να μας αρέσει αυτό ακριβώς, η ανάταση πάνω από την πεζή καθημερινότητα, διάολε, εδώ είναι το Υγεία, τι Ωνάσειο μου λες; Ανάποδα πάει η διαδρομή στον ηλεκτρονικό πίνακα. Σκέψου να ήμουν τουρίστας και να περίμενα να βρω το Ολυμπιακό Στάδιο. Ευτυχώς που είμαι ντόπια. Τουλάχιστον ξέρω τη γλώσσα, τι Υγεία, τι Ωνάσειο, την υγειά μας να’ χουμε, αφήστε με κοντά στα επείγοντα, θα εξηγήσω σε κάποιον. Ελπίζω δηλαδή. Ίσως αυτή να είναι η τελευταία αυταπάτη στα νέα ελληνικά, ότι μπορούμε να εξηγήσουμε το πρόβλημα μας και να βρεθεί αυτί να καταλάβει.

Λίγο κράτησε ο πανικός, συνήλθα. Σωστά πήγαινα. Το όνομα των στάσεων δεν είναι η ψυχή τους. Ούτε καν το σώμα τους. 

 

Τετάρτη 15 Ιουνίου 2022

Γέφυρα στο Δούναβη

Το πρώτο βήμα στη γέφυρα σε πάει σε άλλο κόσμο. Ένα μόνο βηματάκι, δεν θες πολύ, κι αμέσως σε χτυπάει το αεράκι του Μέλανα Δρυμού που κατεβαίνει μαζί με το Δούναβη. Ένα δευτερόλεπτο πριν σε έψηνε το βαρύ κλίμα του Ιουνίου, ο θερμαινόμενος μέσα στην πόλη αέρας, λίγα μέτρα μετά σε φυσάει το βουνό, σε δροσίζει το νερό, σε συνεπαίρνει η γαλήνη της ροής του, τι Ηράκλειτος και τι πέρασμα του χρόνου, εδώ η ροή είναι αέναη, πέρασμα και μαζί διάρκεια.

Δεν μπορείς να φιλοσοφείς, πρέπει να προσέχεις τα ποδήλατα, να κρατάς το καπέλο σου μη στο πάρει ο αέρας, ή οτιδήποτε άλλο μπορεί να πάρει. Το νερό κατεβάζει κορμούς, δύσκολα φαντάζεσαι το δάσος που το γέννησε και ανέμελα το φόρτωσε με τα δικά του βάρη. Σκαλιά κατεβαίνουν σε κάθε όχθη ως τα νερά, οι άνθρωποι δεν έχουν αφήσει πόντο άχτιστο αφρόντιστο γύρω του μέσα στην πόλη, όμως φτάνει ένα βήμα στη γέφυρα για να καταλάβεις ότι δεν είναι παρά μια μικρή κουκίδα στο χάρτη, η πόλη, κι η φύση γύρω της ανασαίνει, η φύση τη διαπερνά σα φλέβα νερού με αυτό το μυθικό ποτάμι.

Αυτή τη μεταλλική γέφυρα την κατασκεύασε ο Σίνας, ανάμεσα σε πολλά άλλα που έκανε, οι εταιρίες του Σίνα δηλαδή, που έζωσαν επιπλέον με σιδηροδρομικές γραμμές όλη την Ευρώπη. Ο βαρώνος (παρακαλώ) Σίνας. Ο ίδιος που χάρισε στην Αθήνα την Ακαδημία και το Αστεροσκοπείο, δια χειρός Χάνσεν και τα δυο. Μα γιατί δεν απλώθηκαν ως την Ελλάδα οι σιδηροδρομικές γραμμές, ήξερε κάτι, έβλεπε το μέλλον; Όλα τα μεγάλα έργα στην τότε Αυστροουγγαρία, τη χώρα που του επέτρεψε να πλουτίσει σαν αστός και ευγενής ταυτόχρονα. Διώρυγες και γέφυρες, ποταμόπλοια και τραίνα να διασχίζουν την ήπειρο που όλο προσπαθεί να γεφυρώσει τις διαφορές της κι όλο σκοντάφτει.

 Το πιο δύσκολο, το πιο φιλόδοξο και τολμηρό αρχιτεκτόνημα, πιο δύσκολο, φαντάζομαι, από τους τρούλους εκκλησιών, ναοί πρακτικοί των ανθρωπίνων έργων, οι γέφυρες. Αετοί με τα φτερά απλωμένα στέκουν στην κορυφή των πυλώνων πάνω σε χρυσές σφαίρες, σε αυτό το έργο του Σίνα που το λένε ‘Γέφυρα με τις αλυσίδες’ και είναι η ωραιότερη της Βουδαπέστης, μακράν. Στέμματα και θυρεοί στολίζουν κάθε σύνδεσμο δοκών. Τη νύχτα τη φωτίζουν κι από κάτω γυαλίζουν τα νερά του ωραίου γαλάζιου Δούναβη. Την εποχή που χτίστηκε χόρευαν βαλς, ανέμελα στροβιλίζονταν. Αλλά μπορεί να ήξεραν στο βάθος ότι αν δεν στοιχειώσεις άνθρωπο, γεφύρι δεν στεριώνει και να προσπαθούσαν να το ξεχάσουν. Πόσο γρήγορα πέρασε τελικά το γεφύρωμα των διαφορών Αυστρίας και Ουγγαρίας. Πόσο γρήγορα διαλύθηκε εκείνη η αυτοκρατορία, χωρίστηκαν τα κράτη, γέμισε η Ευρώπη σύνορα, κι άντε ξανά μετά να τα αλλάξουν, κι άντε ξανά τώρα να θέλουν πάλι να τα ξαναλλάξουν.

Όταν κυκλοφόρησε το ευρώ είδαμε ότι είχαν σχεδιάσει επάνω του γέφυρες, συμβολικά, να ξεπεράσουμε τις διαφορές μας, να γνωριστούμε, αλλά διάφοροι πολιτικοί τις υπονομεύουν, να εδώ ο Όρμπαν μεταξύ άλλων. Να του πάρουμε το γεφύρι μας πίσω; Δεν έχουμε δικαιώματα ως Έλληνες επάνω στο γεφύρι;

Περνάει το τραμ δίπλα μας, χωρισμένο από το δρομάκι για πεζούς με ασφάλεια. Παλιό αλλά φροντισμένο, διασχίζει το Δούναβη σα να μη συμβαίνει τίποτε, ενώνει τη Βούδα με την Πέστη και φτιάχνει καθημερινά τη Βουδαπέστη. Η πόλη σφύζει, ξαναβρίσκει την τουριστική της λάμψη, οι άνθρωποι ξανάρχισαν να ταξιδεύουν με πάθος, πλημμυρίζουν τουρίστες οι πεζόδρομοι. Οι γέφυρες  δουλεύουν στο φουλ, δεν χορταίνουν να αλλάζουν όχθες οι άνθρωποι. Ελαφριά κουνιούνται καθώς τις διασχίζουν τραμ, αλλά στέκουν γερά, να συμβολίζουν την ανάγκη για επαφή και συνεννόηση. Δεν είναι τυχαίο που τις γκρεμίζουν πρώτες και καλύτερες στους πολέμους.

Δροσίζομαι για τα καλά μέχρι να φτάσω στην άλλη άκρη. Πατώ το πόδι στην ξηρά και με τυλίγει η ζέστη. Δεν έχω τίποτε να κάνω, το πολυτελές ξενοδοχείο όπου είχα αποφασίσει να πιω καφέ, έκλεισε για ανακαίνιση. Θα γίνει ίσως κάτι πανάκριβο και απλησίαστο, αλλά έναν καφέ θα μπορεί πάντα να πίνει κανείς. Γυρίζω πάλι πίσω, ξαναπερνώ τη γέφυρα.

Τρίτη 14 Ιουνίου 2022

Mε το γυαλί του μη ψαρά

Πετροσωλήνες. Πρόλαβα και δοκίμασα πριν απαγορευτούν. Δεν ήταν και τίποτε τόσο νόστιμο, πιο εντυπωσιακό ήταν το σχήμα τους. Και μια μέρα που κολυμπούσα είχα δει μια μικρή αποικία κολλημένη στο βράχο. Δεν ξαναείδα δεύτερη φορά.

Τις προάλλες σε ωραίο κεντρικό μαγαζί ψαροφαγίας μας πρότειναν πετροσωλήνες. Κανονικά δεν επιτρέπεται να τους μαζεύεις, αλλά δεν έκανα θέμα. Ούτε και παράγγειλα. Είχε και γόνο, άλλο απαγορευμένο. Ας μην πάρουμε γόνο, έλεγα παλιά στις παρέες, αλλά αυτή τη φορά δεν χρειάστηκε, κανείς δεν παράγγειλε γόνο.

Μπορεί η απαγόρευση για γόνο και πετροσωλήνες να μην είναι τόσο έξυπνη, τόσο μελετημένη όσο θα έπρεπε. Ωστόσο είναι ένα βήμα μπροστά στη συνείδηση ότι κάπως πρέπει να υπολογίσουμε το μέλλον. Το μέλλον της θάλασσας και της διατροφής μας. Δεν τολμώ να μιλήσω για το μέλλον των καλοκαιρινών μας περιηγήσεων με μάσκα σε ρηχές παραλίες, αλλά στο βάθος αυτό με έχει πείσει προσωπικά να απέχω από απαγορευμένα, να ακολουθώ το νόμο, και να βάζω και προσωπικούς νόμους καθώς κολυμπώ και κοιτάζω.

Εκεί που πέφτω άοπλη, με μαγιό και μάσκα- αναπνευστήρα, να’ σου κι η άλλη με ψαροντούφεκο, στολή δύτη, δίχτυα, μήπως κουβαλά και μπουκάλες; Καμιά φορά ναι. Μα τι θα πιάσεις στο βυθό που τον έχει ξυρίσει ο επαγγελματίας με κάθε τρόπο; Τη χελώνα που τριγυρίζει στα ρηχά; Το σκέφτομαι, μα δεν το λέω. Χρόνια τώρα δεν μαζεύω ούτε αχινούς. Στην ίδια παραλία παρατηρώ συνέχεια το βυθό να φτωχαίνει, ακόμα και τα φύκια αλλοιώνονται. Ζηλεύω την αθωότητα των κυνηγών, αλλά δεν μπορώ να είμαι όπως στην εφηβεία μου που μαζεύαμε από κοχύλια και αστερίες, μέχρι ψαράκια και μικρές γαρίδες και πεταλίδες με τα χέρια και το σουγιά, ή βγάζαμε δεκάδες αχινούς σ’ ένα μεσημέρι. Κολυμπώ και δεν βρίσκω πια τίποτε να θαυμάσω. Θα μου πείτε, ο βυθός δεν είναι ακουάριουμ για αργόσχολους να χαζεύουν, αλλά βλέπετε, δεν είναι μόνο η βόλτα, είναι και η βιοποικιλότητα που χρειαζόμαστε, είναι η ισορροπία που απειλείται. Άσε που και οι βόλτες γενικώς θα συνταγογραφούνται οσονούπω για λόγους επιβίωσης του είδους μας. Ήδη ισχύει για τις στεριανές βόλτες.

Η θάλασσα ακόμα προσφέρει σε πολλούς την υπέροχη ψευδαίσθηση ότι είναι ακόμα ανεξερεύνητο σύμπαν, όπου ο άνθρωπος μόνος του επιβιώνει κυνηγώντας τα πάντα, όπως την εποχή της πρωτόγονης αθωότητας. Όμως δεν είναι.

Τετάρτη 8 Ιουνίου 2022

Παπούτσια για την Αθήνα

Η χώρα αυτή έχει ένα σωρό αξιόλογες ιδιαιτερότητες που δεν αξιοποιούνται δημιουργικά από το ανθρώπινο δυναμικό της. Θα μπορούσε να βρίσκεται παραγωγικά στην πρωτοπορία, σε διάφορους τομείς. Κάποτε ας πούμε κατασκευάζονταν στην Ελλάδα ωραία παπούτσια. Υπάρχει και η σχετική παροιμία, παπούτσι από τον τόπο σου. Θυμάμαι ακόμα κάποιες ελληνικές φίρμες, έχω και vintage δείγματα, τόσο καλά ώστε μπορώ να τα φοράω μετά από πολλά χρόνια. Σε ασφαλές βέβαια περιβάλλον, από το ένα δωμάτιο του σπιτιού στο άλλο, για παραέξω δεν είναι πια.

Το τι φοράω παραέξω σε παπούτσια είναι ένα μικρό προσωπικό δράμα, το οποίο στην πραγματικότητα αφορά πολύ κόσμο. Αλλά δεν μιλάμε. Σιωπηλά ζούμε το δράμα μας οι κάπως, άχαρες να το πω; Ας το πω: άστοχες στο περπάτημα. Όχι πως αλλού πατάμε κι αλλού βρισκόμαστε, αλλά περίπου. Και πώς αλλιώς να περπατάς όταν μεγάλωσες χωρίς την κατάλληλη εκπαίδευση εξ απαλών ονύχων; Γιατί μετά που σκλήρυναν τα νύχια ήταν αργά.

Τα μικρά κοριτσάκια συνηθίζουν να δοκιμάζουν κρυφά στην κρεβατοκάμαρα τα παπούτσια της μαμάς τους. Έτσι από μικρά εκπαιδεύονται στα δύσκολα, όχι όλα όμως. Υπάρχουν κοριτσάκια φρόνιμα, ή κρεβατοκάμαρες κλειδωμένες, και το αποτέλεσμα είναι να βγαίνουν στο στίβο των τακουνιών χωρίς κατάλληλη εκπαίδευση.

Θα μου πείτε, υπάρχουν πια τόσα ωραία αθλητικά, αλλά θα ρωτήσω κι εγώ πόσο τα έχετε δοκιμάσει στα πεζοδρόμια της Αθήνας; Αθλητικά για στίβο, αρβύλες για το βουνό, σόλες για κανονικό οδόστρωμα, ναι, όλ’ αυτά υπάρχουν. Αλλά δεν ανταποκρίνονται στις ανάγκες της αθηναϊκής ασφάλτου. Κανένας κατασκευαστής παπουτσιών δεν περπάτησε στα λοφάκια της Πατησίων, αυτά που υψώνονται λίγο πριν κάνεις το σωτήριο βήμα στο πεζοδρόμιο, επειδή οι κατασκευαστές οδοστρωμάτων είχαν πλέον βαρεθεί να ισιώνουν, ή τους περίσσευε πίσσα και δεν ήξεραν τι να την κάνουν, ποιος ξέρει, δεν είχαν και πούπουλα, και κανένας δεν έχει σκεφτεί πώς πρέπει να είναι τα παπούτσια για να μην σκοντάφτεις ένα βήμα πριν τη σωτηρία σου, αλλά και πριν ανάψει το πράσινο για αυτοκίνητα. Κανένας δεν έζησε το πέρασμα από τα φανάρια των πεζών που ανάβουν για λίγα μετρημένα πολύτιμα δευτερόλεπτα και πρέπει να περάσεις αποφεύγοντας τις λακκούβες και τα σπασμένα πλακάκια. Κανείς δεν χρειάστηκε να ισορροπήσει νύχτα ανάμεσα σε υψομετρικές διαφορές κλεμμένων καλυμμάτων φρεατίων και κανονικού πεζοδρομίου. Κανείς δεν περπάτησε ποτέ σε μέρη ψαγμένα ισορροπώντας σε ανώμαλους κυβόλιθους. Γενικά κανείς ευφάνταστος και δημιουργικός άνθρωπος δεν κυκλοφορεί στην Αθήνα, αλλιώς θα είχε σκεφτεί κάτι, θα το είχε κατασκευάσει, θα το είχε λανσάρει και θα είχε σώσει ζωές, θα είχε προκαλέσει διεθνές ενδιαφέρον, θα είχε βγάλει λεφτά, και θα μας είχε κάνει, επιπλέον, να είμαστε περήφανοι για την πόλη μας που εμπνέει, αντί να κυκλοφορούμε κατηφείς, τρέμοντας να σηκώσουμε το βλέμμα λίγο ψηλότερα.  

Προσωπικά, σκέφτομαι μια σόλα με κάτι σαν ενσωματωμένα ροδάκια που θα μπορούν να ανεβοκατεβαίνουν ανάλογα με τις ανωμαλίες που συναντούν, κάτι σαν τις ερπύστριες των τανκς δηλαδή, αλλά μην πάει στο κακό ο νους σας. Θα είναι για ειρηνικούς σκοπούς το όλο κόνσεπτ. Θα μπορούσαν να μπουν μάλιστα όλ’ αυτά και σε κοθόρνους, να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα, όποιος θέλει βασικά. Για να μη σκοντάφτουμε θα πρέπει η μύτη μπροστά να είναι ανασηκωμένη, όπως ήδη έχουν σκεφτεί μερικοί σχεδιαστές αθλητικών, να είναι καλά οι άνθρωποι. Αλλά δεν αρκεί. Ανασηκωμένες μύτες πρέπει να συνδυαστούν με σόλες προσαρμοζόμενες σε κάθε ανωμαλία του εδάφους, κυρίως σε σπασμένες πλάκες και υψομετρικές διαφορές. Το όλο σε αερόσολα, ροδάκια και ερπύστριες. Αέρινο, σαν υδαρές αλλά στεγνό, δεν ξέρω αν γίνομαι σαφής. Κι εμείς αερικά από πάνω, με το βλέμμα περήφανο στο ύψος των ματιών, κι όχι των πλακών.  

Πιστεύω ότι θα γίνει πλούσιος ο επιχειρηματίας που θα αποφασίσει να βάλει μπρος μαζική παραγωγή τέτοιων ειδικών παπουτσιών, με τίτλο κάτι σαν flying Athens. Σε λίγα χρόνια το brand θα είναι πασίγνωστο. Παπούτσια που περπατούν στα πεζοδρόμια της Αθήνας θα μπορούν να πηγαίνουν παντού, να διασχίζουν βουνά και λαγκάδια και τον πέτρινο ποταμό των μύθων, να σκαρφαλώνουν κάθετα και να απογειώνονται οριζόντια, να κάνουν το δεύτερο βήμα της ανθρωπότητας στη Σελήνη, το σωστό, το σταθερό, και στον Άρη να μην αφήσουν χιλιοστό απάτητο.

Μην το προχωρήσω περισσότερο. Καταλαβαίνετε ότι κάτι τέτοιο θα μας κάνει παγκοσμίως γνωστούς και αγαπητούς, θα αποκτήσουμε ένα προϊόν αναγνωρίσιμο και εξαγώγιμο, θα μας αναγνωρίσουν σαν χώρα φουτουριστικών εφαρμογών. Θα αφήσουμε ήσυχους τους δημάρχους να κάνουν ό,τι θέλουν με τις ατελείωτες εργολαβίες τους για πλάκες κι άλλες πλάκες πεζοδρομίων, να παίζουν εσαεί με τους τρομερούς τους κυβόλιθους. Θα παρατήσουμε και την γραφίδα και θα πάρουμε επιτέλους τους δρόμους.  

 

Τρίτη 7 Ιουνίου 2022

Κάπου υπάρχει το σύμπαν μου

Η έξοδος από την αναγκαστική κλεισούρα, (τη θυμάστε ακόμα λίγο; ) συνοδεύτηκε από έκρηξη χαράς. Δεν το παραδεχτήκαμε βέβαια, αλλά επρόκειτο περί θριάμβου, αν κρίνω από τη θορυβώδη εκδήλωση περηφάνειας με την οποία το καφενεδάκι της γωνιάς με υποδέχτηκε ξανά μετά από είκοσι μήνες. Πήγα για καφέ με κρουασάν, μια μικρή πολυτέλεια καλοκαιρινή, και βρήκα ένα ολόκληρο πρόγραμμα ποπ μουσικής αγνώστου προελεύσεως και κυρίως, αγνώστου προορισμού. Δυο γέροι και δυο φοιτητές με λάπτοπ ήταν εκεί μαζί μου, κι αναρωτιέμαι ακόμα αν κανείς απολάμβανε αυτή τη φασαρία. Ρώτησα την ευγενέστατη σερβιτόρα μήπως γινόταν να χαμηλώσει ο ήχος, και με κοίταξε σοκαρισμένη σμίγοντας τα γραμμένα φρύδια της. Δεν γίνεται, είπε με ύφος όχι ακριβώς μοιρολατρικό, αλλά υπονοώντας τη μοιρολατρία που θα όφειλα εγώ να έχω.

Ήπια στα γρήγορα τον καφέ, πήγα μετά στο σούπερ μάρκετ κι ήταν σα να συνεχιζόταν στα μεγάφωνα η ίδια playlist με λίγο λιγότερα ντέφια. Δεν ζήτησα βέβαια να χαμηλώσουν τη μουσική. Είναι χρόνια τώρα που πρέπει να ψωνίζουμε κεφάτα. Ίσως εγώ χρειάζομαι μια ενίσχυση κεφιού, μια ψυχολογική στήριξη, κάτι. Αφού κι ο μουσικόφιλος που πέρασε με τα παράθυρα ανοιχτά και τα μπάσα στο τέρμα μου φάνηκε ότι γρονθοκοπούσε το στομάχι μου, ενώ ο καημένος θα ήθελε απλώς να γεμίσει θετικά vibes τη σκονισμένη ατμόσφαιρα. Προς στιγμή μάλιστα μου πέρασε από το μυαλό η σκέψη ότι θέλει απλώς να τραβήξει την προσοχή επειδή η μαμά του δεν του έδινε αρκετή σημασία όταν ήταν βρέφος (κολλημένη πια κι εγώ στην ψυχαναλυτική ερμηνεία) αλλά αμέσως κατάλαβα πως το πρόβλημα είναι δικό μου, γιατί και τη νύχτα περνώντας από την πλατεία με τα εστιατόρια και τα μπαρ, αντί να συμμετέχω στην πάνδημη χαρά της ζωής που πλημμύριζε από τα μεγάφωνα τα γύρω τετράγωνα, σκέφτηκα πόσο δύσκολες νύχτες θα περνάνε οι γείτονες και τάχυνα το βήμα μου να απομακρυνθώ.

Κάπως πρέπει να αποσυντονίστηκα τους μήνες της απομόνωσης και με αναστατώνουν οι ήχοι του περιβάλλοντος οι οποίοι όλους τους άλλους, κατά τα φαινόμενα, ούτε τους ενοχλούν, ούτε τους επηρεάζουν. Τι θα απογίνω τώρα, στη χώρα των εκκωφαντικών εκδηλώσεων; Είναι σα να ξύπνησα ακούγοντας τη μουσική του σύμπαντος, που έλεγε ο Πυθαγόρας ότι τόσο την ακούμε πια εκ γενετής ώστε δεν την καταλαβαίνουμε. Ξαφνικά το σύμπαν γύρω μου ουρλιάζει. Πρέπει να μετακομίσω σε άλλο σύμπαν, και δεν ξέρω πού βρίσκεται.

Τετάρτη 1 Ιουνίου 2022

O πειρασμός της Δύσης

Μια γυναίκα με ποδήρες φόρεμα, ράσο μάλλον γιατί δεν δείχνει τίποτε από τη σιλουέτα της, από το ανθρώπινο σχήμα της, πλησιάζει μια παράξενη οθόνη καθώς η νύχτα πέφτει και το τεχνητό φως ξεχωρίζει ανάμεσα στις αλέες και τους περιπατητές. Είναι μια «διαδραστική εγκατάσταση» κοντά στο άγαλμα του Κωνσταντίνου. Έχει τρεις όψεις, και στις τρεις το ίδιο γίνεται, όποιος σταθεί μπροστά της, σε μικρή απόσταση, βλέπει τον εαυτό του, ή μάλλον ένα σχήμα που κάνει τις κινήσεις του, ανάμεσα στα χρώματα και στα σχέδια της οθόνης. Νεαροί κυρίως χαζεύουν με τις ώρες, σηκώνουν χέρια να δουν αν θα σηκωθούν και τα χέρια της παράξενης φιγούρας που δημιουργεί η σωματική τους παρουσία, ναι, σηκώνονται τα χέρια. Ενθουσιάζονται, γελάνε. Οι φιγούρες δεν τους μοιάζουν, είναι σε τρεις παραλλαγές, μοιάζουν με δέντρα, με ανθισμένα κεφάλια, με  ρομπότ, σίγουρα όχι με ανθρώπους. Όμως οι επισκέπτες δεν χορταίνουν να βλέπουν τον εαυτό τους εκεί πέρα, να αναγνωρίζουν τις κινήσεις τους, τις παρουσίες τους. Πηγαίνω κι εγώ κάθε φορά, με έχω δει ως δέντρο, ως ρομπότ, ως φλογερό μπουκέτο καλωδίων, κι ύστερα κάθομαι στα σκαλιά του αγάλματος και χαζεύω τους άλλους. Γίνεται παρέλαση εδώ στην έκθεση Plasmata που οργάνωσε φέτος η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση, τα ψηφιακά έργα τέχνης αυτή τη φορά έχουν ακαταμάχητη έλξη. Είναι σα να ανακαλύψαμε εδώ και τώρα τη δυνατότητα ψηφιακής τέχνης, ή είναι η στιγμή που εκείνη ωρίμασε και αποδεχτήκαμε επιτέλους την πρόσκληση και πρόκληση αυτή της απόλαυσης του δημόσιου χώρου.

Περνούν δίπλα μου πλήθη που ίσως έρχονται για πρώτη φορά στο πάρκο. Να πάμε από κει, λένε ανοίγοντας το χάρτη, έχει καφενείο, όχι, μπορεί να μην έχει έξοδο, μα και βέβαια έχει… Καθοδηγώ όσους θέλουν να μάθουν λεπτομέρειες. Περνούν και οι μετανάστριες που ζουν κάτω από την Πατησίων, πρώτη φορά με το λοκντάουν ξεμύτισαν και τόλμησαν να εμφανιστούν σε δημόσιο χώρο με τα μωρά τους, τώρα πιστεύουν ότι δικαιούνται να ανασάνουν λίγο καθαρό αέρα, βγαίνουν ακόμα τα βραδάκια, δισταχτικά και ομαδόν βεβαίως, για ασφάλεια και άμυνα. Έχω την τύχη να μη χρειάζεται να ξέρω από δική μου πείρα πόσες φορές μπορεί να σε σταματήσουν στην Πατησίων για να δείξεις τα χαρτιά σου αν δεν φαίνεσαι ντόπιος, κι είναι βέβαια τόσο εντελώς απίθανο να φαίνεσαι αν δεν είσαι κιόλας. Περνά μια παρέα Πακιστανών με μαύρα μπλουζάκια, δεν τους έχουν εξηγήσει ότι δεν ταιριάζουν τα σκούρα χρώματα με τις σκούρες επιδερμίδες ή ίσως πιστεύουν ότι θα μπερδέψει το μαύρο σε μαύρο, η μια μπλούζα μάλιστα γράφει Sparta με επιθετικά αρχαιοπρεπή γράμματα και τη γνωστή περικεφαλαία, αυτή κι αν μπερδεύει, μέχρι να συνέλθει ο ελεγκτής χαρτιών ίσως προλάβει να περάσει η παρέα. Αναρωτιέμαι αν οι γυναίκες με τα μωρά υφίστανται τόσο συχνά ελέγχους στα χαρτιά τους όσο οι νεαροί. Μπορεί να σεμνύνονται οι αστυνομικοί μπροστά στη μητρότητα. Δεν ξέρω.

Οι δυο νεαρές με τα ράσα, τις βαριές μαντίλες και τα καροτσάκια των μωρών, στέκονται σε απόσταση ασφαλείας. Δεν έχει νυχτώσει ακόμα. Η μια αφήνει το καρότσι, σιγά- σιγά, πολύ επιφυλαχτικά πλησιάζει την παράξενη οθόνη. Δεν πάει κοντά, κοιτάζει τα σώματα των άλλων ως δέντρα, ως καλώδια σε ανθρώπινο σχήμα, ως φλογερά περάσματα. Στέκεται, κάνει δυο βήματα, ξαναστέκεται. Τι στοίχημα να βάλω; Θα πάει να δει τον εαυτό της κι εκείνη, ή θα εγκαταλείψει;

Περνάνε κάμποσοι, την αφήνουν πίσω, χαζεύουν το δικό τους σχήμα, φεύγουν. Εκείνη δεν τολμά να πλησιάσει. Έχει αφήσει το μωρό της στην άλλη, η οποία την περιμένει υπομονετικά, θα είναι λιγότερο περίεργη. Άντε άλλο ένα βηματάκι προς το φως. Αλλά όχι αρκετό για να την πιάσει ο μυστήριος μηχανισμός. Άντε άλλο ένα. Όχι, δεν τολμά. Μόνο που έτσι όπως βρέθηκε σε ακτίνα εκπομπής της εικόνας, το φως έκανε διάφανο το ύφασμα, φάνηκαν τα πόδια της μέσα από το ποδήρες ράσο, και δεν το ξέρει, μόνο εγώ το βλέπω, μου έρχεται να της πω, έλα, το κακό έγινε, σε είδαμε που είσαι άνθρωπος γένους θηλυκού σαν εμάς,  ζώον δίπουν άπτερον, προχώρα λίγο ακόμα να δεις και τη σιλουέτα σου όπως προτείνει ο καλλιτέχνης, μη φοβάσαι!

Αλλά βέβαια δεν κουνιέμαι. Περιμένω να δω αν θα κάνει την κίνηση. Είναι καρφωμένο το βλέμμα της στην οθόνη, πλησιάζει και ταυτόχρονα απομακρύνεται προς τα πίσω, δεν την πιάνουν τα φωτοκύτταρα, τα ό,τι είναι τέλος πάντων αυτά που προδίνουν τις παρουσίες. Κάνει το γύρο από απόσταση, δεν δείχνει η οθόνη το δικό της κορμί ούτε σα δέντρο ούτε σαν ρομπότ, ούτε σαν ανθρώπινου σχήματος φλόγα, ούτε σαν τίποτε. Μόνο τα γυναικεία της πόδια φάνηκαν εκτός κειμένου από το φως. Έχει προδοθεί χωρίς να το ξέρει. Ανυποψίαστη, καταφέρνει να αντισταθεί στον πειρασμό του παράξενου αυτού ναρκισσισμού που όλους τους άλλους τους κερδίζει, κι αποφασιστικά κάποια στιγμή απομακρύνεται.

Ποιος ξέρει όμως; Την επόμενη φορά μπορεί να υποκύψει. Ή θα βάλει ράσο πιο χοντρό;

Πόσο δύσκολο να γίνει το προσωπικό, πολιτικό.

Τη νύχτα που έφτασε ο Καραμανλής στο Ελληνικό να αναλάβει τα ηνία της χώρας που είχε βρεθεί στο χείλος του γκρεμού, πενήντα χρόνια πριν, δεν...