Νομίζω ότι θα πάω στον Επιτάφιο μετά από καμιά δεκαριά χρόνια, μπορεί και παραπάνω, μαζί με τις Ουκρανές πρόσφυγες και θα κλαίω γι αυτές, που συνέχεια προσπαθούν να είναι γελαστές, να φροντίζουν τα παιδάκια τους, να μην τα αφήνουν να τα πάρει από κάτω η απορία για το παράξενο αυτό ταξίδι, για την αιφνίδια αυτή ξενιτιά, θα κλαίω για τους πρόσφυγες που είναι υποχρεωμένοι να είναι ταπεινοί, να δέχονται ό,τι τους δίνουν και να λένε ευχαριστώ. Θα κλαίω και για το μπαμπά μου που στα δέκα του ήρθε πρόσφυγας με όλες τις γυναίκες της οικογένειας και δεν του άνοιξαν την αγκαλιά τους οι Έλληνες, κι έπρεπε να είναι ταπεινοί όλοι τους, να λένε ευχαριστώ και να δέχονται ό,τι τους έδιναν, αν τους έδιναν κάτι, εκατό χρόνια πριν. Ακόμα αυτός ο πιτσιρίκος έρχεται πρόσφυγας με κάθε καραβάνι, με μαύρους, ασιάτες, ευρωπαίους, σε κάθε 'κύμα' και σε κάθε 'ροή' είναι εκεί ανάμεσα τους, κι όλο τον ψάχνω να τον ανακουφίσω επιτέλους, να τον κρατήσω στην αγκαλιά μου για πάντα, κι όλο μου ξεφεύγει με τις διευθετήσεις, με τις υποδοχές, και με τις επαναπροωθήσεις, τον σπρώχνουν, τον επαναπροωθούν, τον διώχνουν από τις παρέες των ντόπιων, τον στέλνουν στα κοντέινερ, και δεν βγάζει κιχ, μόνο όταν βρεθούν τίποτε ξένα χέρια να τον κρατήσουν στοργικά, μόνο τότε βρίσκει το θάρρος και ξεσπά, 'εγώ τι δουλειά έχω εδώ' λέει επιτέλους, αλλού θα έπρεπε να βρίσκομαι, κάποιο λάθος έχει γίνει'. Αλλά δεν μπορεί να φύγει. Πρέπει να μείνει εδώ, να ζήσει εδώ, να συμφιλιωθεί εδώ με όλους αυτούς τους ανώτερους, πρέπει να καταπιεί τις προσβολές, να χαμογελάσει με τις επιθέσεις και να συνεχίσει να μεγαλώνει και να προσπαθεί, να τους δείξει αυτός. Ναι, φυσικά έχει τη ζωή μπροστά του, θα μάθει να μιλάει τέλεια τη γλώσσα, θα σπουδάσει, θα δουλέψει, θα πολεμήσει κιόλας, αλλά κάτι μέσα του πάντα θα απορεί για όλ’ αυτά, ‘τι δουλειά έχω εδώ εγώ;’ θα ψιθυρίζει μια φωνή, και θα την επαναλαμβάνουν σιωπηλά οι πρόσφυγες από τη Συρία, από το Αφγανιστάν, από την Αφρική, από την Ουκρανία, ο καθένας το ίδιο κατάπληκτος με αυτό που του συμβαίνει, το ίδιο αμήχανος, το ίδιο παράξενος κι ανεπιθύμητος. Απορία των λέξεων και των τρόπων, τι να κάνω, τι να πω εδώ, ποια είναι οι θέση μου, τι είναι το σωστό, τόσα πράγματα έχω να μάθω, ποια γλώσσα να μιλήσω; Απορία, έλλειψη πόρων. Μόνο ένα είναι σίγουρο, να είσαι ταπεινός, να παίρνεις ό,τι σου δίνουν, να λες ευχαριστώ.
Θα κλάψω πολύ, θα ψάλλω τα λόγια του θρήνου, κι ας ξέρω πως
είναι για έναν θεό αρχαίο, της ρωμαϊκής εποχής, έναν από τους πολλούς που
κατάφερε να εκθρονίσει τους άλλους χάρις στις έξυπνες αποφάσεις αυτοκρατόρων
και στρατηγών, κλέβοντας ιδέες και
ιερουργίες, αφομοιώνοντας φόβους και ελπίδες, και την ιεροτελεστία της άνοιξης
πρωτίστως, αυτή την ακαταμάχητη. Αυτή που κάνει τους ανθρώπους να σκέφτονται τα
θαύματα, και να αναλογίζονται το θάνατο, μήπως γίνεται θεούλη μου να γλιτώσουμε
κι εμείς όπως η κερασιά κι ο πλάτανος, που βγάζουν νέα φύλλα κάθε τέτοια εποχή,
κι οι φαινομενικά νεκροί ξαναζωντανεύουν; Ο θεός αν υπήρχε θα γελούσε πολύ με
την ανοησία τους, αλλά δεν υπάρχει, οπότε ελεύθερα ελπίζουμε, ελεύθερα
παρερμηνεύουμε την άνοιξη και τα λοιπά φαινόμενα, ελεύθερα ψάλλουμε, κι
ελεύθερα, αλίμονο, πιο ελεύθερα από οτιδήποτε, κλαίμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου