Οι σημαίες δεν μου αρέσουν, μου θυμίζουν παρελάσεις, οι παρελάσεις μου θυμίζουν πόλεμο, οπότε τις αποφεύγω. Στη διαδήλωση για την Ουκρανία που είχα πάει, στην αρχή του πολέμου, στο Σύνταγμα, δεν θα κρατούσα εύκολα τη σημαία της Ουκρανίας. Ωστόσο, αναγκάστηκα να παραδεχτώ ότι ο αγώνας της να υπάρξει απέναντι στη ρωσική επίθεση είναι αγώνας γι αυτό που λέμε εθνική ανεξαρτησία και για τη χώρα μας είναι δεδομένο εδώ και ογδόντα χρόνια, αφότου έφυγαν οι Γερμανοί δηλαδή, και πριν την Κατοχή άλλα εκατό είκοσι. Αναγκάστηκα να σκεφτώ ότι δεν γίνεται χωρίς αυτήν, ότι ακόμα είναι αυτοί οι όροι. Κι εγώ που αν έπιανα σημαία στο χέρι μου θα ήταν μόνο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επειδή είναι στόχος που ακόμα δεν έχει επιτευχθεί, κι ονειρεύομαι την Ευρώπη χωρίς σύνορα και γενικά τον κόσμο χωρίς σύνορα, αναγκάστηκα να βγάλω από το μπαούλο αυτές τις έννοιες. Εθνική ανεξαρτησία. Αυτή που απέναντι στην προσπάθεια για Ένωση ευρωπαϊκή δεν έχει νόημα, για μένα, απέναντι στην επέλαση των Ρώσων στην Ουκρανία έχει νόημα. Οι Ουκρανοί δεν θέλουν να υφίστανται την πολιτική της Ρωσίας, το καθεστώς της Ρωσίας. Θέλουν να συμμετέχουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με τη δημοκρατία της και την ελευθερία της, την προστασία των δικαιωμάτων της, όλες αυτές τις ευρωπαϊκές πολυτέλειες. Το θέλουν από την εποχή των διαδηλώσεων στην πλατεία Μαϊντάν. Δεν τους ανάγκασε ο Ζελένσκι να αμυνθούν με τόσο σθένος απέναντι στη ρώσικη εισβολή, μάλλον εκείνοι τον ανάγκασαν.
Συμβαίνει να γνωρίζω
Ουκρανές και κουβέντιασα πολύ μαζί τους. Δεν είναι και τόσο σπάνιες, όλος ο
κόσμος γνωρίζει Ουκρανές και μπορεί να κουβεντιάσει, αν θέλει. Δουλεύουν
νοσοκόμες, οικιακές βοηθοί, γκουβερνάντες, φροντίζουν γέρους και γριές στα
σπίτια. Μερικές κατάφεραν να ανοίξουν μικρές επιχειρήσεις μετά από χρόνια
μεροκάματο. Αυτές είναι που κάλεσαν εδώ τους περισσότερους πρόσφυγες του
πολέμου, αυτές είναι που είπαν στα παιδιά τους να έρθουν γρήγορα κοντά τους,
στους γονείς τους, στ’ αδέρφια τους. Συμπτωματικά, αυτές που γνωρίζω είναι
ρωσόφωνες. Από αυτές μαθαίνω λοιπόν ότι στις δημόσιες υπηρεσίες έχει όντως
επιβληθεί η ουκρανική γλώσσα και το βρίσκουν λογικό για μια χώρα που θέλει να
υπάρξει με τη δική της ταυτότητα, να γίνει γνωστή στον κόσμο με ό,τι την
χαρακτηρίζει. Σταδιακά επιβάλλεται και στα Πανεπιστήμια, που ήσαν ως τώρα
ρωσόφωνα. Είναι το τελευταίο που τις απασχολεί, και δεν υπήρχε περίπτωση να
συνταχθούν με τους Ρώσους εξαιτίας της γλώσσας. Η ρώσικη κουλτούρα,
αντιλαμβάνομαι, θα ήταν πιο σεβαστή κι αγαπητή, και θα καλλιεργούνταν πιο
συστηματικά, θα ένιωθαν βαθύτερα οι Ουκρανοί ότι συμμετέχουν σε αυτή, στο κάτω
κάτω ο Γκόγκολ ήταν από το Κίεβο κι υπάρχουν αγάλματα του, όπως και στην
Αγιοπετρούπολη, αν δεν είχε γίνει αυτή η επίθεση. Τώρα, έτσι όπως ήρθαν τα
πράγματα, φαντάζομαι ότι δύσκολα θα ξαναδεθούν οι πολιτιστικοί δεσμοί ανάμεσα
στις δυο χώρες.
Παρακολουθώ μαζί τους
ρεπορτάζ από την πόλη τους, διαλυμένα κτίρια, μαύρη ατμόσφαιρα, υποδομές
κατεστραμμένες, επικίνδυνες αποστολές. Κάθε μέρα κοιτάζουν τι γίνεται κι
αναρωτιούνται πότε θα επιστρέψουν. Πώς θα ξαναχτίσουν τη χώρα τους. Πώς θα
μεγαλώσουν τα παιδιά τους. Πώς θα ξαναζήσουν. Θα τα κάνουν όλα, φτάνει να είναι
σε κράτος ανεξάρτητο. Αλλιώς δεν το διανοούνται.