Τετάρτη 29 Απριλίου 2020

Το παρελθόν


Αλλιώς διαβάζουμε τώρα τις ιστορίες επιδημιών από παλιά. Ξέθαψα το Δεκαήμερο του Βοκκάκιου για να διαβάσω την εισαγωγή, την πανούκλα της Φλωρεντίας, ανακάλυψα μάλιστα ότι το παλιό βιβλίο δεν την περιλάμβανε καν. Λες και δεν θα άντεχαν οι αναγνώστες τη περιγραφή της τρομερής αρρώστιας στην πόλη. Το λέει και ο ίδιος ο Βοκκάκιος (τη βρήκα τελικά στο διαδίκτυο) ‘θα σας στεναχωρήσω λίγο στην αρχή με την αρρώστια, αλλά μετά θα περάσουμε ωραία’. Κι όντως μας στενοχωρεί καθώς περιγράφει την απελπιστική κατάσταση της πόλης, όπου οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να κάνουν παρά μικρά και μεγάλα λάθη, μικρά και μεγαλύτερα εγκλήματα. Τι πιο σωστό τότε, από την πρόταση της Παμπινέας, να φύγουν για λίγες μέρες από τη μολυσμένη πόλη; Στον ωραίο πύργο που πήγαν οι εφτά φίλες με τρεις νεαρούς που κατάφεραν να βρουν και να προσκαλέσουν, διότι χρειάζονται οι άντρες, όπως το έθεσαν, έβαλαν κανόνες για το πώς να διηγούνται τις ιστορίες τους, κι έδωσαν ρέστα. Η ζωή έπρεπε να ζητήσει αποφασιστικά τα δικαιώματά της μέσα στο σκηνικό θανάτου.
Στην Πανούκλα του Καμύ, που έπιασα μετά, φανταστικό χρονικό επιδημίας σε μια πόλη του 20ου αιώνα, οι άνθρωποι μπορούν να κάνουν πολύ περισσότερα. Αλλά πάλι δεν έχουν φάρμακα και πρέπει να αποκλειστούν απολύτως  από τον έξω κόσμο μέχρι να ξεθυμάνει η επιδημία. Κι εκεί ο πρωταγωνιστής γιατρός αναγκάζεται να ξεχάσει την αγαπημένη του γυναίκα που έφυγε για θεραπεία λίγες μέρες πριν κλείσει η πόλη και να ριχτεί στη δουλειά. Δημιουργούνται τάγματα εθελοντών για να βοηθήσουν την κατάσταση, ακόμα κι εκείνοι που δεν ήθελαν να μπλέξουν τελικά βρίσκονται μπλεγμένοι και επιλέγουν να συμμετέχουν στην προσπάθεια. Μέσα στην  αδυναμία να πολεμήσουν την αρρώστια, πολλοί βρίσκουν τη δύναμη να αναλάβουν τις ευθύνες τους, ένα είδος εκδίκησης του ανθρωπίνου είδους απέναντι στα μηχανικά μικρόβια και τους αναίσθητους βακίλους.
Είπα να αποφύγω το Θουκυδίδη και την πανούκλα της Αθήνας επί Πελοποννησιακού πολέμου, το έριξα στο Μαγικό Βουνό του Τόμας Μαν. Είναι και μεγάλο βιβλίο, θα ικανοποιεί για μέρες αυτή τη μανία καταβύθισης στο παρελθόν που ξέρω ότι πολλούς έχει πιάσει. Πρώτη φορά οι γενιές μας βρίσκονται σε θέση αδυναμίας ίδια με των προγόνων μας. Δεν μπορούμε να τους σνομπάρουμε όπως ως τώρα.

 Στο κάτω- κάτω η φυματίωση ήταν κολλητική αρρώστια με την οποία οι άνθρωποι έζησαν για πολύ καιρό. Όπως κι εμείς θα πρέπει στο εξής να κάνουμε με τον κορωνοϊό. 



https://www.efsyn.gr/stiles/triti-matia/241013_parelthon

Κυριακή 26 Απριλίου 2020

Aς αλλάζαμε τις λέξεις



Δύσκολο πράγμα τα γηρατειά από μόνα τους, ήρθε τώρα κι αυτός ο ιός να τα κάνει δυσκολότερα. Ακόμα και το να τα ονομάσεις είναι δύσκολο. Πώς να λες τους ανθρώπους που έχουν γεράσει; Γέρος και γριά είναι περίπου απαγορευμένα, ειδικά το γριά μπορεί να εμπίπτει και στη κατηγορία της ύβρης, πρέπει να συμβουλευτεί ποινικολόγο κανείς. Το γιαγιά -παππούς, όσο τρυφερά είναι όταν τα λέει ένα αληθινό εγγόνι τόσο προσβλητικά όταν τα λέει το μη εγγόνι. Μένει το ηλικιωμένος -η, που δεν μπορείς να πεις ότι ακούγεται συμπαθητικό. Όπως και να ονομάσεις τους ανθρώπους άνω των 65, με κάποιο μοιραίο τρόπο θα τους προσβάλεις. Αρνούμαστε τα γηρατειά με κάθε τρόπο πια στις μέρες μας, οι γυναίκες ντυνόμαστε νεανικά, βάφουμε τα μαλλιά μας, οι άντρες φορούν αθλητικά, έχουν και μεγαλύτερη ευκολία γενικά βέβαια με το γήρας αυτοί, άλλη μεγάλη ιστορία.
Κι όμως το γήρας είναι το μεγάλο επίτευγμα του ανθρώπου. Το να ζούμε τόσα χρόνια τόσο πολλοί, αυτό δεν παλεύει να πετύχει η ανθρωπότητα από τότε που υπάρχει; Και  το έχει πετύχει πιο πολύ από ποτέ. Ίσως γι αυτό να μην υπάρχουν ακόμα οι σωστές λέξεις. Οι λέξεις έχουν γεράσει πριν από μας. Εμείς μεγαλώνουμε και μεγαλώνουμε και δεν γερνάμε, πώς να μας πεις γέρους; Κυρίως, πώς να μας πεις γριές, αφού το γριά έρχεται από τους αιώνες που οι ηλικιωμένες γυναίκες δεν απαξιώνονταν απλώς ως μη παραγωγικές αλλά έπρεπε να φορτωθούν κι όλα τα κακά της οικουμένης για να τους συγχωρεθεί η ύπαρξη, αν τους συγχωρούνταν.
Έρχονται στιγμές που αυτό το κενό των λέξεων φτάνουμε να το βιώνουμε εσωτερικά ως υπαρξιακό κενό σκέτο. Ένα μυθιστόρημα του Μάρκαρη ξεκινά με τέσσερεις γριές που αυτοκτονούν για να μη γίνονται βάρος στο ασφαλιστικό σύστημα. Στην πραγματική ζωή δεν άκουσα κανέναν να φτάνει ως εκεί, αλλά το άγχος του βάρους κυνηγά τον καθένα μας με τους πρώτους πόνους στα γόνατα. Βάρος στην κρίση με τις συντάξεις, βάρος και τώρα με το ευάλωτο της ηλικίας. Ζόρικα τα ψυχολογικά των άνω των 65.
Όμως αυτό το νούμερο πόθεν προέκυψε; Αφού οι συντάξεις δίνονται μετά τα 67, γιατί στα 65 να δικαιούμαστε μισό εισιτήριο και την φοβερά προστασία από ιούς με έξτρα αποκλεισμούς; Εκτός από τις λέξεις, να ανακατέψουμε λίγο και τα νούμερα; Τουλάχιστον να βάλουμε όριο τα 70 για το επίσημο γήρας.
Όχι γήρας δηλαδή, αυτό το πράγμα. Καταλάβατε.  


Τρίτη 21 Απριλίου 2020

Ο κόσμος ανάποδα



Τον πρώτο καιρό που έκλεισαν τα σχολεία σκεπτόμουν πόσο είμαι τυχερή που τα παιδιά μου μεγάλωσαν και δεν έχουν ανάγκη να ασχοληθώ μαζί τους, και μάλιστα σε σχεδόν εγκλεισμό. Τρόμος με έπιανε στην ιδέα. Μάλλον θυμόμουν τον εαυτό μου, ήμουν κάμποσο έγκλειστη, μεγαλώνοντας στην Αθήνα με δυο εργαζόμενους γονείς και χωρίς αλάνες. Τόσο με είχε καταπιέσει η κλεισούρα που δεν άφηνα τα δικά μου παιδιά να παίξουν λίγο μέσα, κάθε μέρα το πάρκο ήταν υποχρεωτικό. Είχα φτάσει στο άλλο άκρο, μόνο αν έβρεχε μέναμε μέσα. Τι θα έκανα τώρα αν ήσαν μικρά; Λυπήθηκα τους νέους γονείς από το βάθος της καρδιάς μου.
Ύστερα, καθώς οι μέρες περνούσαν και γέμισαν οι οθόνες προτάσεις και ιδέες, και βίντεο και τραγούδια, και πρόσωπα σε τηλεσυναντήσεις, και παιχνίδια και ιδέες, και βιβλία, κι όλ’ αυτά, θυμήθηκα ένα χαλί που είχαμε στο σαλόνι μας όταν ήμασταν παιδιά, κι επάνω εκεί περνούσαμε ατέλειωτες ώρες με τον αδερφό μου, στήνοντας μια πόλη στα αφηρημένα του σχέδια, με κήπους, πλατείες, σπίτια, λιμάνια κι αεροδρόμια, σαν μικροί θεοί σκυμμένοι πάνω από τον κόσμο μας. Την κατοικούσαν κάτι μικρά πλαστικά αυτοκινητάκια που είχαμε σε αφθονία, και τους είχαμε δώσει ονόματα με την ανιμιστική μας αυθαιρεσία. Φτιάχναμε διάφορα βοηθητικά στοιχεία με χαρτί, ψαλίδι, κόλλα, κι η μαμά μας πάντα γκρίνιαζε ότι γεμίζαμε τον τόπο με ‘χαρτάκια- χαρτούδια’ υποβιβάζοντας τη δημιουργικότητά μας σε πρακτική ενόχληση. Φαντάζομαι ότι αν οι μαμάδες σήμερα επιτρέπουν στα παιδιά λίγα χαρτάκια -χαρτούδια θα μπορέσουν να τα κρατήσουν για πολλές ώρες σε δημιουργική εγρήγορση. Γενικά, αν ασχοληθούν λίγο θετικά μαζί τους, εξάλλου είναι η μόνη λύση αυτή τη στιγμή, να συμβιβαστούν με τις ανάγκες τους. Η δική μου εργαζόμενη μαμά είχε βρει κάποτε καιρό να φτιάξει μαζί μου κουλουράκια, ύστερα μετάνιωσε που είχαμε κάνει την κουζίνα λίμπα, αλλά εκείνη η μια φορά μου έμεινε αξέχαστη. Όπως κάποτε που παίζοντας με κράτησε να περπατήσω ανάποδα όλο το σαλόνι γύρω- γύρω. Το να βλέπω τον κόσμο, ή έστω το σαλόνι μας ανάποδα, ήταν από τις πιο αξέχαστες στιγμές της παιδικής μου ζωής. Δυστυχώς δεν ξαναβρήκε χρόνο και διάθεση, εγώ όμως κράτησα την εικόνα. Πιστεύω ότι είναι πολύ χρήσιμο να δεις κάποια στιγμή τον κόσμο ανάποδα με τη βοήθεια της μαμάς σου, γελώντας και θαυμάζοντας.
Πωπω, άρχισα να ζηλεύω τώρα τους νέους γονείς που έχουν τα παιδιά στο σπίτι.

Το σπίτι κι ο κόσμος


 Χωρίς την πόλη το σπίτι είναι  παράξενο. Δεμένο μαζί της εκ γενετής, διαμέρισμα ορόφου επειδή η πόλη θέλει πολύ κόσμο μαζεμένο για να είναι πόλη. Και ο κόσμος θέλει την πόλη διακαώς, η πόλη είναι στόχος και εκκίνηση. Οι επαρχιώτες ξεκινάνε τη γνωριμία της από τη στρογγυλή πλατεία, την Ομόνοια που δεν μπορεί χρόνια τώρα να ομονοήσει με τον εαυτό της. Επαρχιώτες απ’ όλο τον κόσμο πλέον,  σοκάρουν τους πρώην επαρχιώτες,  που δεν καταλαβαίνουν σε τι χρησιμεύει μια στρογγυλή ακτινοβόλα δήθεν πλατεία στο κέντρο της πόλης. «Θα καταφέρει το ωραίο αυτό σιντριβάνι  να διώξει τους κατοίκους της περιοχής;» αναρωτιόταν νοσταλγικά μια κυρία πριν ένα μήνα.
Χωρίς το μπες -βγες από τις πόρτες των διαμερισμάτων, αυτό το μπαμ και μπαμ κάθε τόσο, το σφυροκόπημα, τα άσφαιρα πυρά του οικιακού θυμού, χωρίς τα βήματα για τη δουλειά, για τα ψώνια, για το χάζι, για την ελπίδα που κάθε έξοδος από το σπίτι  κρύβει, η πόλη δε βγάζει νόημα. Οι στενοί της δρόμοι δεν βγάζουν νόημα, πιο αφόρητη από ποτέ η στενότης όπως αναιδώς μοστράρεται στα παράθυρα, αλλά κι οι μεγάλοι κι ωραίοι, ούτε κι αυτοί βγάζουν νόημα. Οι στενοί είναι για να περνάς γρήγορα, οι φαρδιοί  για  περίπατο. Τώρα πρέπει να κάνεις περίπατο στους στενούς, όχι, ατομική άθληση, θέλει ειδικό παπούτσι κλπ. Και στους φαρδιούς πώς να φτάσεις που είναι λίγοι και σε απόσταση ύποπτη;
Στις οθόνες προσπαθεί να χωρέσει ο κόσμος, να μεταφερθεί στο σπίτι. Μια χαρά τα πηγαίναμε πολλοί από μας με δαύτες, θα μπορούσαμε να μένουμε μέσα από μόνοι μας, για τη βολή μας. Αλλά κάπως ισορροπούσε η καθημερινότητα ανάμεσα στον αληθινό κόσμο και τον ψηφιακό, ήταν οι αισθήσεις που το απαιτούσαν, η αδηφάγα όραση, η επιρρεπής σε πειρασμούς ακοή, η προδότρα η όσφρηση, και η αφή, η αίσθηση του αιώνα, η τελευταία και πιο συγκλονιστική μας ανακάλυψη. Αχ αυτή η αφή, που έχει γίνει πλέον η μεγάλη αδυναμία, που δεν μπορεί να καταλάβει όταν πιάνει τους ιούς, που λαχταρά πλάτες και λαιμούς και στόματα, και κροτάφους, γυαλάδες και απαλότητες,  ανεκπαίδευτη στα βασικά,  μας έβαλε σε μπελάδες. Να τη γαντοφορέσουμε, να τη μασκοφορέσουμε, να βάλουμε πάλι πέπλα, γάντια, φερετζέδες, πάνε τα φιλιά που χρόνια μας πήρε να μάθουμε, πάει και η σοφία αποτίμησης των χειραψιών.
Πώς θα ξαναβρεθούνε άραγε το σπίτι κι ο κόσμος;

Κυριακή 5 Απριλίου 2020

Challenge accepted



Αποδέχτηκα την πρόσκληση, ε καλά, δεν ήθελα και πολύ, γνωστός Νάρκισσος. Έστειλα κι εγώ κάμποσες προσκλήσεις με τη σειρά μου, εκείνο που δεν φανταζόμουν ήταν ότι θα μου άρεσε τόσο να κοιτάζω αυτές τις παλιές φωτογραφίες που έβαζαν οι άλλοι στο facebook, γνωστοί αλλά ακόμα κι άγνωστοι. Σα να ξεφύλλιζα παλιά άλμπουμ της οικογένειας, εκεί όπου αποκαλύπτεται η νεαρή ηλικία των γονιών σου, αυτή που δεν θα μπορέσεις ποτέ να καταλάβεις, ποτέ να μάθεις εντελώς πώς ακριβώς υπήρξε, με ποιον τρόπο διέσχισαν εκείνη την άλλη εποχή οι αγαπημένοι σου άνθρωποι.
Με τη διαφορά ότι το άλμπουμ με φίλους είναι ξεφύλλισμα σε κοινούς χρόνους. Ασπρόμαυρες φωτογραφίες από το 60, παιδάκια με τα καλά τους, σε χώρους που αναδύονται στη μνήμη καθώς τις χαζεύεις, μέρη της Αθήνας, στέγες της επαρχίας, προσόψεις που έχουν χαθεί στο φόντο, αλλά να που δεν έχουν εντελώς χαθεί, είναι ακόμα βαθιά στο φόντο. Έγχρωμές φωτογραφίες του εβδομήντα, με τα χρώματα αλλοιωμένα, ίδια αλλοίωση της δεκαετίας αυτής και των επόμενων, κάθε δεκαετία με τη δική της αλλοίωση χρωμάτων. Και η μνήμη να παλεύει στο εσωτερικό της φωτοσόπ να τα φτιάξει σωστά, να τους δώσει τις αληθινές αποχρώσεις. Αν είναι αληθινές αυτές που θέλει εκείνη να κρατά.
Κι όσο παλιές και να είναι οι φωτογραφίες πάντα ολόφρεσκη να εμφανίζεται η νιότη, τα ελεύθερα μαλλιά, τα λεία πρόσωπα, τα καινούργια σώματα, τα αθώα χαμόγελα. Αθώα ακόμα κι αν είναι πονηρά, όπως αθώα είναι πάντα η νιότη μέσα στην άγνοια της κινδύνου, μέσα στις τόσες ωραίες της άγνοιες. Σα να με έχουν καλέσει σε πάρτι ξεμασκέ, ελάτε, δείξτε τον αληθινό σας εαυτό και θα χορέψουμε, θα φάμε, θα πιούμε και νηστικοί θα κοιμηθούμε. Ο αληθινός εαυτός είναι το τολμηρό πρόσωπο που είχαμε τότε που που μας το πρωτοσχημάτισε η φύση, οι πρόγονοι, η ευζωία του αιώνα μας. Το βλέμμα πάντα, σε όλες, με τη χαραμάδα δισταγμού, την αμφιβολία, μικρούλα ή μεγαλύτερη, τώρα που θα με δουν, πώς είμαι; Γιατί οι λέξεις των άλλων θα μπουν επάνω μου, αυτές που θα με φτιάξουν ερήμην μου, πόσο μπορώ να τις καθορίσω; Πρώτες στιγμές με τη νεανική μας εμφάνιση, αυτό το θαύμα ανθρώπων και φύσης, οικογένειας και κοινωνίας, μοίρας και παρεμβάσεων. Ελεύθερα μαλλιά που είχαμε στον αιώνα του θριάμβου του ανθρωπίνου σώματος που αξιωθήκαμε, καθαρά πρόσωπα, βλέμματα τόσο υπέροχα ανυποψίαστα των δυνατοτήτων και των ελλείψεων. Όλα νομίζαμε ότι τα μπορούσαμε, κι όλα μας φόβιζαν. Γευτήκαμε για λογαριασμό της ανθρωπότητας τις πιο υπέροχες ελευθερίες, τις ανακαλύψαμε, ζήσαμε το σώμα μας θριαμβευτικά. Άντε τώρα να το συμμαζέψουμε, να το ντύσουμε με γάντια, να του φορέσουμε μάσκες, να το διατάξουμε να μην αγγίζει, να μην ανοίγεται, να στραφεί στους εσωτερικούς χώρους, μετά το όργιο της ζωής μας στη χαρά την εξώτερη.
Τέλος πάντων, όπως μας αρέσει το σινεμά και οι ιστορίες, αποδεχόμαστε την πρόσκληση και την πρόκληση να φτιάξουμε παζλ με τις δικές μας, όπως όπως.




Μοναχική κηδεία

Τέτοιες μέρες να πεθαίνει ο Γλέζος και να πρέπει να κηδευτεί χωρίς τον αποχαιρετισμό που θα του άξιζε, δεν είναι κρίμα; Στην παράξενη συγκυρία που βιώνουμε, θα θυμηθώ την πρώτη φορά που τον είδα, όχι τον ίδιο, μια τεράστια φωτογραφία του, νεανική, σαν αυτές που δημοσιεύονται τώρα ξανά μαζί με τις άλλες, σε πιο προχωρημένη ηλικία. Ηταν πάντα όμορφος άντρας, και γερνώντας ομόρφαινε. Τον γνώρισα κάποτε από κοντά, χρόνια αργότερα από την πρώτη εκείνη φορά, και με είχε εντυπωσιάσει, πέρα από τη συγκίνηση βέβαια.
Φανταστείτε λοιπόν μια φωτογραφία στο μέγεθος του δημαρχείου της Βιέννης, ένα μεγάλο κτίριο γοτθικού ρυθμού, σαν κατεντράλε. Ηταν Πρωτομαγιά του 1967, λίγες μέρες μετά το πραξικόπημα. Δεν ξέρω τι είχε κάνει ο πατέρας μου για να καταφέρει να φύγουμε, ήταν για 21 Απριλίου κανονισμένο το ταξίδι για ραντεβού με φημισμένο οφθαλμολόγο, και φύγαμε μια βδομάδα μετά.
Ετσι βρεθήκαμε Πρωτομαγιά στη Βιέννη και είδαμε μια απίθανα μεγάλη παρέλαση για την εργατική Πρωτομαγιά, ένα θέαμα που δεν είχα ξαναδεί στη ζωή μου, να περνάει τη Ρινγκστράσε, ατέλειωτα πλήθη, με τα ρούχα της δουλειάς και γαρίφαλα στο πέτο, σε μπλοκ ανά επάγγελμα, με τα πανό τους όλοι, σε μια πορεία εργατικής Πρωτομαγιάς που άρχισε  πρωί και τελείωσε απόγευμα.
Κι όλοι μαζί να φωνάζουν ένα σύνθημα και να το γράφουν σε όλα τα πανό, «Ελευθερία στην Ελλάδα» («Freiheit in Griechenland»)! Δεν ξέραμε γερμανικά, αλλά αυτό το καταλάβαμε και δεν το ξεχάσαμε ποτέ. Και η εξέδρα των ομιλητών, και το κέντρο όλης αυτής της πορείας να είναι το πορτρέτο του Γλέζου μπροστά στο δημαρχείο.
Ο πατέρας μου κι η μάνα μου κοιτάχτηκαν ξαφνιασμένοι, έμειναν λίγο σιωπηλοί, ύστερα γύρισαν σε μας, που είχαν προσπαθήσει να μας προστατέψουν από το παρελθόν τόσα χρόνια, μάταια όπως απεδείχθη· «ο Γλέζος», μας είπαν. Δεν θυμάμαι αν ήξερα τότε ποιος ήταν ο Γλέζος ή αν μας το είπαν εκείνη τη στιγμή.
Είχαμε μείνει άναυδοι.  Οι Αυστριακοί, οι Βιεννέζοι, που ήσαν στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ναζί, να βάζουν το δικό του πορτρέτο σε τέτοια θέση, εκείνου που είχε κατεβάσει τη ναζιστική σημαία! Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα πολλά για την Ευρώπη, για την αξία της ελευθερίας και της δημοκρατίας, αλλά και της αυτοκριτικής, της πολιτικής απόφασης να αρνηθείς το παρελθόν σου και να το κριτικάρεις τόσο ώστε να τιμάς τους εχθρούς του.
Στο μυαλό μου, λοιπόν, η κηδεία του γίνεται με τόσο πολύ κόσμο, παρελαύνουν πάλι πλήθη, είναι νέος στη φωτογραφία, κι ευτυχώς δεν χρειάζεται να φωνάζει κανείς πια «Ελευθερία στην Ελλάδα». Σιωπηλά θυμόμαστε και σκεφτόμαστε.

Aσκητές και προφήτες

Στις δύσκολες μέρες που περνάμε, να που μέσα στη μοναξιά των σπιτιών εμφανίζεται το παρελθόν απροσδόκητη παρέα. Αυτό που αρνιόμασταν, ξορκίζαμε, ειρωνευόμασταν από το ύψος του παρόντος, του καλύτερου μέλλοντος συμπεριλαμβανομένου. Την πατήσαμε οι επιπόλαιοι. Να το τώρα που σαρκάζει με ανήλιαγο πρόσωπο και τους φόβους που κρυφά έτρεφε μέσα μας χωρίς να το υποπτευόμαστε.
Μα πώς έμπαινε στον κήπο της ψυχής μας; Τι χαραμάδες έβρισκε ή ήταν εκεί ανέκαθεν, από την εποχή που ήμασταν εξαρτημένα βρέφη, δεν είχε φύγει ποτέ, παρ' όλη την παλικαριά που νυχθημερόν καλλιεργούσαμε; Εχουν πολλά να μας πουν οι ψυχαναλυτές. Στο μεταξύ, κάθε μέρα είναι γόνιμη για φιλοσοφία, κάθε νύχτα πρόσφορη για δέος. Γινόμαστε ασκητές, μερικοί και προφήτες.
Ο κόσμος, λένε, ποτέ δεν θα ξαναγίνει όπως ήταν. Μην ελπίζετε, όλα θα αλλάξουν. Κι εκεί έρχονται οι θετικοί να πουν ότι πρέπει να προσπαθήσουμε όλοι να μη χαθούν βασικές κατακτήσεις της ανθρωπότητας, έστω της δικής μας ανθρωπότητας, της δημοφιλέστερης αν κρίνουμε από το πλήθος των εραστών-πολιορκητών της, και οι μη θετικοί να προφητέψουν ότι αυτά που χάνουμε, ελευθερίες, δυνατότητες, το μεγάλο άνοιγμα που πέτυχε η γενιά μας, έστω και με κλειστά σύνορα εσχάτως, χάνονται διά παντός και να τα κλάψουμε από τώρα.
Δεν το πιστεύω, αλλά η εποχή, είπαμε, ευνοεί τους φόβους. Ξεμυτίζει μέσα μας ένας κρυμμένος τιμωρός, τόσα ταξίδια που έκανες, καθόλου δεν μετανιώνεις; Τόσες παρέες γνώρισες και τις χάρηκες με την ψυχή σου, τόσα νησιά, τόσες βόλτες με αυτοκίνητο, δεν έχεις ενοχές;
Από την απληστία των απολαύσεων ξεκίνησε ο κορονοϊός, από την παραξενιά πλούσιων Κινέζων που έτρωγαν παράξενα ζώα, δεν αυτομαστιγώνεσαι που κάποτε φλέρταρες με ένα πακέτο κρέας κροκοδείλου, εδώ, εν Ελλάδι, και τελευταία στιγμή συγκρατήθηκες να μην το πάρεις; Μετανοείτε λίγο!
Μπα, τίποτε σε τύψεις. Να μου πουν ότι δεν θα ήταν σωστό να τρώμε κροκόδειλο για τη βιοποικιλότητα, και κρέας μόνο μια φορά τον μήνα για τα αέρια του θερμοκηπίου, να ταξιδεύω μόνο με τα πόδια για οικονομία, υγεία και δεν ξέρω τι άλλο, σύμφωνοι. Οι φόβοι έχουν ξυπνήσει, η καρδιά σφίγγεται, μπορώ να χαρώ; ρωτάει το φοβισμένο νήπιο μέσα μου τη στιγμή που χαμογελά ή υποτονθορύζει δυο στίχους, οι οποίοι απρόσκλητοι εμφανίζονται στο μυαλό, εγώ κύριε δεν ξέρω τίποτε.. Και οφείλω να βρω δύναμη να το πιάσω από το χέρι και να το συνεφέρω.

Πόσο δύσκολο να γίνει το προσωπικό, πολιτικό.

Τη νύχτα που έφτασε ο Καραμανλής στο Ελληνικό να αναλάβει τα ηνία της χώρας που είχε βρεθεί στο χείλος του γκρεμού, πενήντα χρόνια πριν, δεν...