Βλέπω ξαφνικά τον
πατέρα μου ανάμεσα στο πλήθος αυτό που περιμένει πίσω από το συρματόπλεγμα,
δέκα χρονών με το μαλλί κουρεμένο γουλί και κοντό παντελόνι, τα γόνατά του
χάλια. Τι γυρεύεις εσύ εδώ; του λέω. Γιατί ξαναβγήκες στους δρόμους και τριγυρίζεις
με πόδια γυμνά, κανείς δεν φοράει πια κοντό παντελόνι, ούτε τα νήπια!
-Κάνει κρύο, αλλά
δεν έχω άλλο, τέτοια φοράμε εμείς, άνοιξε μου!
-Δεν μπορώ να σου
ανοίξω. Γιατί έμπλεξες με αυτούς τους ανθρώπους; Εσύ είχες ελληνική συνείδηση,
ήσουν χριστιανός ορθόδοξος, ερχόσουν στην Ελλάδα, αυτοί είναι μουσουλμάνοι,
είναι ξένοι, δεν έχουν καμία σχέση. Φύγε από την παρέα τους. Τι δουλειά έχεις εσύ,
έχεις πεθάνει τριάντα χρόνια τώρα, είσαι στο βουνό επάνω, σε πήγαμε στο ωραίο
πηλιορείτικο νεκροταφείο, ησύχασες. Πέρασες στην Ελλάδα όταν ήταν η στιγμή να
περάσεις, έζησες, πολέμησες, δούλεψες, παντρεύτηκες, έκανες παιδιά, έχτισες
σπίτια, γιατί ξαναβρίσκεσαι στους δρόμους, σε τέτοιους δρόμους; Πάνε εκατό
χρόνια που ήρθες εδώ. Τι ζητάς και με ταράζεις τώρα, είμαι πια κι εγώ μεγάλη
γυναίκα.
-Δεν μπορείς να
μου ανοίξεις;
-Δεν μπορώ, δεν
βλέπεις, είσαι με αυτό το πλήθος που αμφισβητεί τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας
μας. Γιατί βρέθηκες μαζί τους; Πού είναι οι αδερφές σου;
-Τις έχασα, δεν
ξέρω, πρέπει να τις αναζητήσουμε μέσω του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού.
-Ποιανού Ερυθρού
Σταυρού; Δεν γίνονται πια τέτοιες αναζητήσεις. Τώρα αναζητάμε τον εαυτό μας,
την ταυτότητα μας, το νόημα της ζωής…
-Δεν μπορείς να
φέρεις ένα τραπεζάκι εδώ με κάποιον αρμόδιο, να εξετάζει αιτήσεις ασύλου;
-Είστε χιλιάδες
εκεί πέρα, πώς να έρθει ο άλλος με το τραπεζάκι να ζητάτε άσυλο;
-Ένας ένας να
περιμένουμε στην ουρά.
-Μα τι λες; Τρελάθηκες
τελείως;
-Πώς μιλάς έτσι
στον πατέρα σου;
-Συγγνώμη, αλλά
δεν καταλαβαίνω τι γίνεται. Τά’ χω χαμένα.
-Είστε πολίτες της
Ευρωπαϊκής Ένωσης, προστατεύετε τους πρόσφυγες με συμβάσεις, δεν σας περισσεύει
ένα τραπεζάκι μ’ έναν αρμόδιο; Τόσους υπαλλήλους προσλαμβάνει το κράτος…
-Εγώ, μια απλή
συνταξιούχος είμαι, πατέρα. Δεν μπορώ να κάνω τίποτε, κανείς δεν θα με πιστέψει
αν πω ότι είσαι εδώ πέρα. Ο κόσμος έχει θυμώσει στην Ελλάδα. Κάνετε τους Έλληνες
ρατσιστές, αυτό πετύχατε! Και βλέπω εφιάλτη μάλλον. Πρέπει να κάνω κάτι για να
ξυπνήσω, άφησε με, μη μου μιλάς.. Πρέπει να γυρίσω στην πραγματικότητα. Μη με
τρελαίνεις, φύγε!
-Δεν έχω να πάω
πουθενά. Εδώ θα περιμένω, να φέρεις το τραπεζάκι.
-Το τραπεζάκι! Περιμένω
το τραπεζάκι!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου