Τετάρτη 17 Ιουλίου 2019

Και θυμήθηκα για σένανε...


  Δεν μπορώ να χαρώ πια, κατέληγε η συζήτηση μαζί της.
Γιατί, αγαπημένη μας, δεν μπορούσες να χαρείς; Γιατί βιαζόσουν πάντα για κάτι άλλο από αυτό όπου βρισκόμασταν; Γιατί δεν με άφηνες να τελειώσω το τραγούδι που εσύ είχες ζητήσει; Εγώ τόσο χαιρόμουν που μπορούσα να το πω, το ζητούσες και το έβρισκα, ήξερα να στο τραγουδήσω. Αυτή θα ήταν η ζωή μου, αν μπορούσα να το κανονίσω, να μου δίνουν παραγγελιές και να βρίσκω τα τραγούδια, αλλά βγήκαν τα τζουκμποξ και μου πήραν τη δουλειά. Εσύ όμως βιαζόσουν. Μόλις ξεκινούσαμε, λέγαμε μισή στροφή, λάμπανε για λίγο τα ματάκια σου κι έλεγα ότι συναντήθηκαν επιτέλους οι διαθέσεις μας, τώρα θα αφεθείς στη χαρά να το πούμε ολόκληρο, είναι τόσο ωραίο, αυτά τα γυρίσματα,  οι εκπλήξεις των στίχων, της μουσικής, αχ, θα δακρύσουμε μαζί στο τέλος. Όμως όχι, εσύ δεν άντεχες. Σταματούσες στην πρώτη φράση, θυμόσουν άλλο, αυτό, αυτό να πούμε!
Δεν σου χαλούσα χατήρι, ίσως αυτό έπρεπε να έχω κάνει, να σου πω μια φορά, όχι, θα τελειώσουμε πρώτα αυτό,  ύστερα το άλλο. Σε ακολουθούσα σαν μικρός εξερευνητής στους δαιδάλους των αναζητήσεων σου, τραγούδια, αναμνήσεις, δρόμοι νυχτερινοί. Αλλά δεν φτάναμε κάπου να καθήσουμε ήσυχα,  να χαμογελάσουμε μια στιγμή ηρεμίας. Μόνο στο παρελθόν είχες βρει ευτυχία, έλεγες. Τότε που, νεότατη, σας κυνηγούσε η χούντα,  ένοιωθες ότι οι σύντροφοί σου σ’ αγαπούν. Τότε μόνο άξιζε η ζωή, που μπορούσες να είσαι ήρωας.
Εμείς σ’ αγαπάμε πιο πολύ,  η τωρινή καθημερινότητα έχει βαθύτερη ευτυχία, σου έλεγα και κουνούσες δύσπιστα το κεφάλι. Εγώ σ’ αγαπώ γι αυτό που είσαι, μοναδική, ακαταμάχητη, όχι κομμάτι ομάδας σε καταδίωξη. Το βλέμμα σου έφευγε προς κάτι μακρινό, σα να με κατηγορούσες πως δεν καταλαβαίνω. Ψυχική νόσος ή όχι; Πόνεσες πολύ. Τόσες φορές προσπάθησες να φύγεις, τελικά τα κατάφερες. Μα δεν κάνει να αναφερόμαστε σε ψυχική νόσο, είναι στίγμα πάντα, ειδικά σε δημόσιο λόγο, προκαλεί τα πλήθη που περιμένουν με το λίθο στο χέρι. Είναι βρισιά ή καγχασμός η αναφορά της. Ποιος ακούει εξηγήσεις; Καλύτερα να σωπαίνεις. Είμαστε σε πρώτο επίπεδο, δεν διακρίνουμε αποχρώσεις, παραμονεύουμε, καρχαρίες που ίσως αποδειχτούν ξιφίες, ή βασιλικές ζαργάνες. Γι αυτό θα φυλάξω το όνομά σου για άλλο μνημόσυνο, να βρεθούν οι σωστές λέξεις, στο απυρόβλητο.
 Ακούω πάντα τη φωνή σου ολοζώντανη, με το αιώνιο παράπονο, που δεν έβρισκε ρεφρέν να καταφύγει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Πόσο δύσκολο να γίνει το προσωπικό, πολιτικό.

Τη νύχτα που έφτασε ο Καραμανλής στο Ελληνικό να αναλάβει τα ηνία της χώρας που είχε βρεθεί στο χείλος του γκρεμού, πενήντα χρόνια πριν, δεν...