Παρακολουθώντας
τηλεόραση για πολλές ώρες στα τελευταία χρόνια της, η μαμά μου θύμωνε πολύ όταν
έβλεπε στις ειδήσεις σκηνές με τους αγανακτισμένους στο Σύνταγμα, στη φάση που κράδαιναν κρεμάλες και έσειαν αφίσες, τη
Μέρκελ με μουστάκι χιτλερικό, και παρομοίαζαν την κρίση με την Κατοχή. Εκείνη
είχε ζήσει την αληθινή Κατοχή, δεν είχε κλείσει τα δεκαπέντε της όταν κηρύχτηκε
ο πόλεμος. Κι είχε δει αληθινές κρεμάλες στην πλατεία του Αγρινίου, ένα πρωί
στα χρόνια της Κατοχής, με πτώματα συμπολιτών της να κρέμονται για μέρες, ώσπου
να δοθεί η άδεια να τα πάρουν.
Η γενιά
εκείνων των γυναικών ξεκινούσε με άλλες προδιαγραφές και στόχους τη ζωή της. Τα
κορίτσια ήταν μοντέρνα κι αισιόδοξα. Διεκδικούσαν πολλά, κατακτούσαν περισσότερα.
Κόνταιναν τα φορέματα τους, κατσάρωναν τα μαλλιά τους. Δεν καταλαβαίνουμε τώρα
πόση σημασία είχαν αυτά, αλλά ας σκεφτούμε ότι οι μανάδες τους ήταν
υποχρεωμένες να καλύπτουν πόδια, χέρια και λαιμό, να κρατούν τα μαλλιά δεμένα
σε κοτσίδες μέχρι να παντρευτούν κι ύστερα μαζεμένα σε κότσο. Τα μαλλιά της
γυναίκας, η απόλαυση των μαλλιών της, το θέαμα και το άγγιγμα, ανήκαν στο
σύζυγό της. Τα παντελόνια ήταν αδιανόητα. Κι επίσης οι γυναίκες δεν δούλευαν,
δεν σπούδαζαν, δεν είχαν ψήφο.
Όλ’ αυτά
άλλαζαν μετά τον Μεγάλο Πόλεμο, τον Πρώτο Παγκόσμιο δηλαδή, που είχε
ταρακουνήσει συθέμελα Ευρώπη και κόσμο. Οι περιορισμοί των γυναικών φαίνονταν
γελοίοι και ξεπερασμένοι, ακόμα και στις ελληνικές επαρχίες στη δεκαετία του 30
έφταναν οι μόδες και η συνταρακτική βεβαιότητα ότι οι νέες κοπέλες θα έκαναν
όσα δεν είχαν κάνει γενιές ολόκληρες γυναικών, θα απολάμβαναν δικαιώματα
αδιανόητα ως τότε.
Πάνω εκεί
ήρθε ο Δεύτερος πόλεμος να τους δώσει μια σπρωξιά, να τις ξαναρίξει πίσω στη
φτώχεια και στην υποταγή. Η μάνα μου μάθαινε πιάνο, το Ωδείο τους έκλεισε. Στο
σπίτι τους πήγε ταγματασφαλίτης με επίταξη. Η ζωή τους πήρε αναγκαστική στροφή,
η ανάγκη σφράγισε τη μοίρα τους, τα παιδικά τους χρόνια, την ομορφιά της
εφηβείας τους. Το ερωτικό τους ξύπνημα, αναβλήθηκε και βουτήχτηκε στην ενοχή
και το φόβο.
Η μητέρα μου
πέθανε λίγες μέρες πριν την επίσημη μέρα μνήμης του Ολοκαυτώματος. Εκείνη δεν
χρειαζόταν μέρες μνήμης, θυμόταν τα πάντα και μας είχε εκπαιδεύσει στη γνώση
της. Καθώς σιγοσβήνει αυτή η γενιά, που ήξερε, θα ξεχαστούν τα τερατώδη έργα
του πολέμου; Πρέπει να θυμόμαστε. Να κρατούμε τη μνήμη τους. Να φυλάξουμε τον
πόνο τους σαν πολύτιμο λίθο.