Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2019

Η μνήμη των γονιών μας


Παρακολουθώντας τηλεόραση για πολλές ώρες στα τελευταία χρόνια της, η μαμά μου θύμωνε πολύ όταν έβλεπε στις ειδήσεις σκηνές με τους αγανακτισμένους στο Σύνταγμα, στη φάση  που κράδαιναν κρεμάλες και έσειαν αφίσες, τη Μέρκελ με μουστάκι χιτλερικό, και παρομοίαζαν την κρίση με την Κατοχή. Εκείνη είχε ζήσει την αληθινή Κατοχή, δεν είχε κλείσει τα δεκαπέντε της όταν κηρύχτηκε ο πόλεμος. Κι είχε δει αληθινές κρεμάλες στην πλατεία του Αγρινίου, ένα πρωί στα χρόνια της Κατοχής, με πτώματα συμπολιτών της να κρέμονται για μέρες, ώσπου να δοθεί η άδεια να τα πάρουν.
Η γενιά εκείνων των γυναικών ξεκινούσε με άλλες προδιαγραφές και στόχους τη ζωή της. Τα κορίτσια ήταν μοντέρνα κι αισιόδοξα. Διεκδικούσαν πολλά, κατακτούσαν περισσότερα. Κόνταιναν τα φορέματα τους, κατσάρωναν τα μαλλιά τους. Δεν καταλαβαίνουμε τώρα πόση σημασία είχαν αυτά, αλλά ας σκεφτούμε ότι οι μανάδες τους ήταν υποχρεωμένες να καλύπτουν πόδια, χέρια και λαιμό, να κρατούν τα μαλλιά δεμένα σε κοτσίδες μέχρι να παντρευτούν κι ύστερα μαζεμένα σε κότσο. Τα μαλλιά της γυναίκας, η απόλαυση των μαλλιών της, το θέαμα και το άγγιγμα, ανήκαν στο σύζυγό της. Τα παντελόνια ήταν αδιανόητα. Κι επίσης οι γυναίκες δεν δούλευαν, δεν σπούδαζαν, δεν είχαν ψήφο.
Όλ’ αυτά άλλαζαν μετά τον Μεγάλο Πόλεμο, τον Πρώτο Παγκόσμιο δηλαδή, που είχε ταρακουνήσει συθέμελα  Ευρώπη και  κόσμο. Οι περιορισμοί των γυναικών φαίνονταν γελοίοι και ξεπερασμένοι, ακόμα και στις ελληνικές επαρχίες στη δεκαετία του 30 έφταναν οι μόδες και η συνταρακτική βεβαιότητα ότι οι νέες κοπέλες θα έκαναν όσα δεν είχαν κάνει γενιές ολόκληρες γυναικών, θα απολάμβαναν δικαιώματα αδιανόητα ως τότε.
Πάνω εκεί ήρθε ο Δεύτερος πόλεμος να τους δώσει μια σπρωξιά, να τις ξαναρίξει πίσω στη φτώχεια και στην υποταγή. Η μάνα μου μάθαινε πιάνο, το Ωδείο τους έκλεισε. Στο σπίτι τους πήγε ταγματασφαλίτης με επίταξη. Η ζωή τους πήρε αναγκαστική στροφή, η ανάγκη σφράγισε τη μοίρα τους, τα παιδικά τους χρόνια, την ομορφιά της εφηβείας τους. Το ερωτικό τους ξύπνημα, αναβλήθηκε και βουτήχτηκε στην ενοχή και το φόβο.
Η μητέρα μου πέθανε λίγες μέρες πριν την επίσημη μέρα μνήμης του Ολοκαυτώματος. Εκείνη δεν χρειαζόταν μέρες μνήμης, θυμόταν τα πάντα και μας είχε εκπαιδεύσει στη γνώση της. Καθώς σιγοσβήνει αυτή η γενιά, που ήξερε, θα ξεχαστούν τα τερατώδη έργα του πολέμου; Πρέπει να θυμόμαστε. Να κρατούμε τη μνήμη τους. Να φυλάξουμε τον πόνο τους σαν πολύτιμο λίθο.

Παρασκευή 25 Ιανουαρίου 2019

"Πήγες για πιάνο;"

Ο γιος μου ο Ντίνος μου έστειλε ένα μήνυμα καθώς ταξίδευε με το τραίνο για το αεροδρόμιο του Λονδίνου, για να έρθει στην κηδεία της γιαγιάς του. Θα το φυλάξω εδώ:
«Πήγες στη γιαγιά για πιάνο;» η πιο συχνή ερώτηση της μαμάς όταν κατάφερνε κάποια στιγμή να αφήσει τα γραψίματα και να δει πως περνάμε τη μέρα μας. Το ρώταγε πιο συχνά απ ότι ρώταγε για τα μαθήματα του σχολείου και εγώ τότε δεν καταλάβαινα πόσο τυχερός ήμουν που γιαγιά και μαμά ήθελαν να μάθω μουσική από μικρός. Είχα μπει για τα καλά στην εφηβεία και η όλη φάση με το ωδείο μου φαινόταν πολύ καταπιεστική. Αλλά πάντα «πήγαινα στη γιαγιά για πιάνο». Πολλές φορές η μελέτη του πιάνου δεν ήταν παρά μόνο ένα εικοσάλεπτο αφου είχα αράξει στην τηλεόραση να δω μπάλα, είχα φάει ωραία πράγματα απ τα χεράκια της γιαγιάς και φυσικά είχα πάρει τη δόση μου σε σοκολάτα/κόκα κόλα (που ποτέ δεν έβρισκε κανείς στο σπίτι μας). Το σπίτι της γιαγιάς ήταν το μαγικό μέρος όπου σαν παιδί μπορούσα να κάνω πολλά πράγματα που στο σπίτι δεν συνηθίζονταν ή για τα οποία έπεφτε σκληρή κριτική και χρειαζόντουσαν πολλές διαπραγματεύσεις. Όταν ήθελα να δω τσαμπιονς λιγκ, εντελώς τυχαία αποφάσιζα να πάω για πιάνο κοντά στις 9:45 για να προλάβω τη σέντρα και αν μου χαν λείψει τα λίγο λιγότερο υγιεινά πιάτα ανακοίνωνα πως θα έπαιρνα το δείπνο στη γιαγιά απόψε σαν μικρός κακομαθημένος λόρδος. Η γιαγιά Αριστέα-Τέα ήταν πάντα με κάποιο τρόπο εκεί, όσο μεγάλωνα· στα πιάνα και τα ωδεία, στις βόλτες και τα σινεμά, τα καλοκαίρια στο Πήλιο και το Σούνιο. Διακριτική στα δικά μου μάτια και άνθρωπος-παρηγοριά όταν όλοι οι άλλοι έμοιαζαν αδίστακτοι απέναντί σου. Άργησα να καταλάβω πόσο ιδιαίτερη ήταν η σχέση και η επαφή μας με τη γιαγιά, κι εμένα ειδικότερα. Μεγαλώσαμε στη διπλανή πολυκατοικία οπότε περάσαμε πάρα πολύ χρόνο μαζί της, περισσότερο απ ότι οι περισσότεροι γνωστοί και φίλοι μου με τις δικές τους γιαγιάδες. Καμιά φορά ερχόταν απροειδοποίητα, κι εγώ άκουγα τα κλειδιά στην πόρτα και κάνοντας την πιο γρήγορη επαγωγική μέθοδο για να βρω ποιός είναι, έτρεχα με σιγουριά να της ανοίξω και να εισπράξω τις γλύκες και το καμάρι της, που ποτέ δεν τσιγκουνευόταν στα εγγόνια. Αν καμιά φορά έκανα κάτι καλό, σαν μαμα παλιάς κοπής με γιούς, καμάρωνε λες και ήμουν παιδί-θαύμα. Ο μόνος και ο καλύτερος, όλο κάτι τέτοιες υπερβολές που τις έλεγε σε όλα της τα εγγόνια. Μέχρι και το 2015 που έφυγα τελικά απ την Ελλάδα, με τη γιαγιά μου είχα την πιο συχνή τηλεφωνική επαφή απ ότι με οποιονδήποτε άλλο συγγενή. Μέρα παρά μέρα το λιγότερο με έπαιρνε στο κινητό να δει που είμαι τι κάνω πως περνάω και πότε θα με δει. Ήμουνα καμιά φορά με φίλους και με ρώταγαν, μα καλά πως γίνεται να μιλάς πιο πολύ με τη γιαγιά παρά με τους γονείς σου; «Έλα ντε» έλεγα και αμέσως μετά ένιωθα πολύ όμορφα που οι γονείς δεν ειχαν την ανάγκη να τους δίνω αναφορά συνέχεια, για τη γιαγιά δεν με πείραζε, πότε δεν θα ήταν αυστηρή και μου ήταν δύσκολο να της κρατήσω κακία για τα τόσο συχνα τηλεφωνήματα. Τα τελευταία χρόνια δεν μπορούσε πια να παίρνει ούτε τηλέφωνα. Κι εγώ στο τρέξιμο της ζωής στο Λονδίνο και λίγο με την σιγουριά ότι πάντα θα ναι εκεί όταν γυρνάω, σταμάτησα να παίρνω επίσης. Ούτε κατάλαβα ακριβώς πότε χτύπησε η άνοια και τα γεράματα με τέτοιο σκληρό τρόπο. Πότε το όνομα μου έγινε μια λεπτομέρεια και το που ζω και τι κάνω μια επανάληψη που χανόταν σε δευτερόλεπτα. Ακόμα και προς το τέλος όμως ήξερε πως είμαι κάποιος πολύ αγαπημένος άνθρωπος και ποτέ μα ποτέ δεν ξέχασε το πιάνο. Το πιάνο που μας έμαθε στα εγγόνια της με κόπο που μόνο τώρα μεγαλώνοντας μπορώ να συνειδητοποιήσω, το πιάνο που μας έλεγε ξανά και ξανά πόσο αγαπούσε και πως θα το έκανε επάγγελμα αν δεν ήταν ο πόλεμος στη μέση. Το πιάνο που έπαιζε στον αγαπημένο της Σπυράκο, που ποτέ δεν γνώρισα μα πάντα φαντάζομαι να στέκεται δίπλα της ενώ παίζει και να καμαρώνει, όπως σε μια φωτογραφία που έχει σπίτι της, πάνω στο πιάνο της. Η μαμά, γιαγιά, Τεούλα, θεία-Τέα, Αριστέα δεν θα μας ξαναπαίξει τα αγαπημένα τραγούδια της, ούτε θα κάτσει να ακόυσει πια τα δικά μας. Κατάφερε να μας μάθει πολλά από αυτά οπότε νομίζω πως θα αντηχούν σε σαλόνια οικογενειακών γιορτών για καιρό ακόμα- και πάντα θα μπορούμε να λέμε ότι τα μάθαμε απ τη γιαγιά μας την Αριστέα. Θα είμαι ευγνώμων για πάντα γιαγιάκα μου για όλα. Σ ευχαριστώ πρώτα απ όλα για τα υπέροχα παιδιά που μεγάλωσες, που με τη σειρά τους μεγάλωσαν εμάς με τόση αγάπη και με τόση αφθονία συναισθημάτων και εμπειριών. Για τα καλοκαίρια και τους χειμώνες, τα ολοήμερα και τα ξενύχτια, τα φαγητά, τα γλυκά, τις ιστορίες απ το Αγρίνιο και τον Άη Βλάσση. Και τέλος ευχαριστώ για τη μουσική, που θα με συνοδεύει πάντα και παντού. Σ ευχαριστώ γιαγιά, αντίο.

Τα πεύκα της Ρώμης

Συνήθως είναι τα εγγόνια που εξαντλούν από ιστορίες τη γιαγιά, πες μας τι έγινε στον πόλεμο, στην Κατοχή, στη ζωή σας τότε την αλλιώτικη, πες μας ιστορίες αστείες και τραγικές, δώσε μας το παρελθόν καθώς φροντίζεις καθημερινά το παρόν μας. Να όμως που ζήσαν τα εγγόνια το προνόμιο να προσφέρουν στη γιαγιά κάμποσο παρελθόν μαζεμένο, και δη στην καρδιά του σούπερ παρελθόντος, τη Ρώμη. Χριστούγεννα του 2004. Ο φοιτητής μας τότε, ο μεγάλος εγγονός της, με το πιο στιβαρό μαλλί της καρριέρας του -μάλλον το σήκωνε το ρωμαϊκό κλίμα- μας φιλοξένησε όλους μαζί στο ωραίο του σπιτάκι. Κι εκεί να δεις τη γιαγιά να περπατάει στην πόλη και στα ερείπια ακούραστη, και στα μουσεία, ως το βραδάκι καθημερινά, και να απολαμβάνει τα ωραία εστιατόρια που είχε φροντίσει να κλείσει μέσα στις γιορτές το προνοητικό αγόρι.
Νάτοι εδώ στη Ρώμη οι δυο τους, κάτω από ένα ρωμαϊκό πεύκο, απο εκείνα τα μοναδικά πεύκα της Ρώμης, ειδική ράτσα πεύκων, που τα πρόσεξαν και τα τραγούδησαν ποιητές απ' όλον τον κόσμο.  Μοιάζουν ζωγραφισμένα, σα να τα σχεδίασε κάποιος για να απαλύνει τη σκληράδα της φθαρμένης ισχύος, να χαρίσει στην αιώνια πόλη μια τρυφερή πινελιά. Είδος που για ιδιαίτερο λόγο ευδοκιμεί εκεί, δεν θυμάμαι ακριβώς. 
Εϊχαμε ταξιδέψει οικογενειακώς, αλλά η πιο ωραία φωτογραφία είναι αυτή με τους δυο τους. Η στιγμή μέσα στο χρόνο που το αγόρι έχει μεγαλώσει, η γιαγιά μοιάζει να γέρνει πάνω του σα μικρό κορίτσι. Γίνεται σιγά σιγά το κοριτσάκι που θα χρειαζόταν τη φροντίδα, θα αντιστρέφονταν οι ρόλοι. Κι ήμασταν απροετοίμαστοι γι αυτό, μαθημένοι πάντα να δεχόμαστε εμείς τις φροντίδες.
 Όμως ακόμα εδώ, κάτω από το σαν σχεδιασμένο με γιαπωνέζικο πενάκι πεύκο,  είναι κορίτσι ζωηρό, έτοιμο να μας ακολουθήσει στις βόλτες και τις ανακαλύψεις.

Πέμπτη 24 Ιανουαρίου 2019

Βασίλισσα της νύχτας

Aπό πού μας ήρθες εσύ εν τόπω χλοερώ; Είσαι παράξενη, πολύ παράξενη.
-Από Κυψέλη φτάνω, βασικά είμαι Θεσσαλή.
-Πολύ ξανθιά για Θεσσαλή νομίζω.
-Δεν με πιστεύετε; 
Έχω γίνει παράξενη από τη δυσπιστία πια! 
Γεμάτη ξανθούς είναι η Θεσσαλία! 
Είμαι Θεσσαλή, 
μεγάλωσα στο Αγρίνιο, 
οι γονείς μου νοσταλγούσαν τη Λάρισα, 
εγώ ονειρευόμουν να πάω στην Αθήνα. 
Και τα κατάφερα, παντρεύτηκα στην Αθήνα, δούλεψα στην Αθήνα, έζησα, μεγάλωσα τα παιδιά μου, μεγάλωσα και τα εγγόνια μου, 
και γέρασα εδώ στην Αθήνα, νοσταλγώντας πια το Αγρίνιο. 
Θα γυρίσω εκεί τώρα, δια παντός. Το έχω κανονίσει. 
-Ε, δεν έκανες δα και το γύρο του κόσμου!
-Κι όμως, έμοιαζε καμιά φορά.

Τα εις -ώνω μαυριστικά



Το ρήμα αμαυρώνω είναι ενεργητικό και  ανήκει στα λήγοντα εις -ώνω που γράφονται με ωμέγα. Αμαυρώνω, αμαυρώνεις, αμαυρώνει. Μικρές μειοψηφίες αμαυρώνουν τις μεγάλες ειρηνικές διαδηλώσεις κάνοντας έφοδο στη Βουλή με μολότοφ και ρόπαλα. Φοράνε μαύρα για να είναι σαφές το πράγμα, έχουν έρθει να αμαυρώσουν. Μια και δυο και τρεις φορές, και χίλιες δεκατρείς, αμαύρωσαν οι μαυροφορεμένοι τα ειρηνικά συλλαλητήρια που γίνονται για τη Μακεδονία.
Πριν μερικά χρόνια μικρές μαυροφορούσες μειοψηφίες αμαύρωναν τα μεγαλειώδη ειρηνικά συλλαλητήρια που γίνονταν εναντίον του μνημονίου. Μια και δυο και τρεις φορές απείλησαν να κάψουν τη Βουλή, στο τέλος έκαψαν τη Μαρφίν. Μάλιστα λέγεται ότι τότε ακόμα και οι ειρηνικές πλειοψηφίες του μεγαλειώδους συλλαλητηρίου δεν άφηναν την Πυροσβεστική να περάσει. Το λένε όμως για να αμαυρώσουν τις πορείες, τώρα πια ξέρουμε πόσο πολλή αμαύρωση αμαυρώνει τα μεγαλειώδη συλλαλητήρια και τις πορείες και τις διαδηλώσεις.
Είναι μάλιστα σα να το τραβάει ο οργανισμός τους, τόσο που αρχίζω να υποψιάζομαι ότι το ρήμα αμαυρώνω δεν είναι μόνο ενεργητικό. Πρέπει να είναι και παθητικό. Για να μπορούν να σε αμαυρώνουν ξανά και ξανά μαύρες μειοψηφίες, θα πρέπει να το επιτρέπεις εσύ η μεγαλειώδης λευκή πλειοψηφία. Δεν μπορεί να μένεις πάντα απροετοίμαστη, να είσαι διαρκώς αθώα. Κάπως θα πρέπει να πονηρεύεσαι πια, μετά από τόσες αμαυρώσεις που επαναλαμβάνονται σταθερά. Δεν γίνεται να μην ξέρεις τι θα συμβεί σε κάθε μεγαλειώδη διαδήλωση. Ξέρεις, αλλά πηγαίνεις να κρυφτείς ως πολίτης στη μεγαλειώδη μάζα που προσφέρεται για αμαύρωση. Πριν καν ασβεστωθούν οι αμαυρώσεις των προηγούμενων μεγαλειωδών συλλαλητηρίων και πριν ξαναχτιστούν τα γκρεμίδια τους. Κάτι ελπίζεις απ’ αυτή την αμαύρωση, ένταση, σύγκρουση, κάτι συναρπαστικό, κάτι σέξυ, κάτι ηρωικό, να παίξεις την ελληνική επανάσταση, ή τη γαλλική επανάσταση, κάποια επανάσταση τέλος πάντων, ή την Ιλιάδα, να σε υμνήσουν οι βάρδοι, να σε θαυμάζουν οι γνωστοί, να ζήσεις στιγμές καταστροφής που θα ανεβάσουν την αδρεναλίνη σου; Και τόσο πια αξίζουν όλ’ αυτά, ώστε να ρισκάρεις να αμαυρωθείς και να γκρεμίσεις την πόλη σου ξανά και ξανά; Δεν μαυρίζει η ψυχή σου; Δεν πεθύμησες ποτέ να περπατήσεις μόνος σε μια πόλη χωρίς μαυρίλες, χωρίς ερείπια από μεγαλειώδη αμαυρωμένα συλλαλητήρια;
Μαύρη είναι η νύχτα στα βουνά, και στο λεκανοπέδιο βραδιάζει.



 http://www.efsyn.gr/arthro/ta-eis-ono-mayristika


Δευτέρα 21 Ιανουαρίου 2019

Κυριακή στο πατρικό

Ο αδερφός μου ξεκίνησε νωρίς από το σπίτι του, να προλάβει τους δρόμους που έκλειναν για το συλλαλητήριο περί Μακεδονίας. Μείναμε ως το βράδυ, πέρασε κι ο ξάδερφός μας ο γιατρός. Δύσκολη και μεγάλη Κυριακή. Η μαμά μας ξαναγίνεται σαν μικρό παιδάκι, ανυπεράσπιστο, και στη φωνή της αναγνωρίζω αυτό το προσωπάκι από τις παιδικές φωτογραφίες. Σε μερικές χαμογελάει, σε μερικές είναι μουτρωμένη. Πεισματάρικο, παράξενο παιδί, αλλιώτικο, ξανθιά γαλανομάτα, με Γερμανό την έκανες; ρωτούσαν τη γιαγιά μου. Το χρώμα των ματιών της, αυτό το έντονο γαλάζιο, δεν το έχω ξαναδεί πουθενά. Δυστυχώς δεν το κληρονόμησε κανείς, ούτε παιδί ούτε εγγόνι. Ποιος ξέρει τι περάσματα από τη Θεσσαλία να μαρτυρούσε; Βλάχων; Σλάβων; Καταλανών; 
Κοιτάζω ξανά τις παιδικές φωτογραφίες της, δεν είναι πολλές, έχει όμως μερικές ωραίες. Ο μεγάλος αδερφός τους είχε φωτογραφική μηχανή και απαθανάτιζε την οικογένεια. Ζωή στο Αγρίνιο, διακοπές στον Άγιο Βλάσιο, συνάξεις της οικογένειας τα Χριστούγεννα, βόλτες στην εξοχή την Καθαρά Δευτέρα, ο παππούς μου με το φλυτζάνι του τσαγιού στο χέρι, εκεί έξω, στα χωράφια. Με παρηγορεί το κλάμα που μου φέρνουν. Πριν τρεις μέρες σταμάτησε να παίζει πιάνο, έχω ηχογραφήσει αυτό το γεροντικό αδέξιο παίξιμο της, που μας κράτησε συντροφιά τα τελευταία δύσκολα χρόνια, μοιάζει τώρα με παίξιμο παιδιού που μαθαίνει πιάνο από την αρχή. 

Τετάρτη 16 Ιανουαρίου 2019

Ρόμα


Ρόμα
Στην ταινία Ρόμα, του Μεξικανού Αλφόνσο Κουαρόν, έβαλαν Καστιλιάνικους υπότιτλους κι έγινε παρεξήγηση. Γιατί οι Μεξικάνοι δεν μιλούν τα ισπανικά ακριβώς σαν τους Ισπανούς, που έχουν επισήμως υιοθετήσει την καστιλιάνικη διάλεκτο (επειδή κάποτε το βασίλειο της Καστίλης ομογενοποίησε τους πληθυσμούς με τον τρόπο που ήξεραν τότε οι παλιοί) τη διάλεκτο με τα θου και τα χου δηλαδή, αλλά προφέρουν το τρίτο γράμμα της λατινικής αλφαβήτου σαν τους Γάλλους, ή περίπου. Μην το ψάχνετε πολύ. Έχουν κι αυτοί τα προβληματάκια τους, οι χρήστες του λατινικού. Από τη μια φαίνεται εύκολο να χρησιμοποιείς το αλφάβητο με το οποίο γράφονται πια ένα σωρό γλώσσες και όλος ο κόσμος μαθαίνει, από την άλλη όταν μάθεις το τρίτο γράμμα με συγκεκριμένη προφορά από νήπιο, άντε μετά να χωνέψεις ότι σε κάθε γλώσσα προφέρεται αλλιώς, και να θυμάσαι και το πώς ανά περίπτωση. Να μην προχωρήσουμε και στο τέταρτο γράμμα, πονάει και στη δική μας πλευρά.
Εδώ εμείς έχουμε θέμα να ξεχωρίσουμε τη μακεδονική γλώσσα από την ελληνική, κι ας είναι η μια σλάβικη και η άλλη εντελώς ελληνική, και πάλι μπερδευόμαστε. Μας πήρανε τη γλώσσα, σου λέει ο άλλος, επειδή άκουσε μια λέξη που του θυμίζει π.χ. μάτσο λουλούδια. Όχι αγάπη μου, αλβανικά μιλά ο άνθρωπος, μη μπερδεύεσαι, μοιάζουν μερικές λέξεις, τόσους αιώνες συνυπήρξαμε, φυσικό είναι. Ποιοι συνυπήρξαμε, εμείς με τους Αλβανούς; Αποκλείεται, εμείς είχαμε πάρει το Ευπαλίνειο όρυγμα και ζούσαμε σε παράλληλο σύμπαν μέχρι που ξεσηκώθηκαν οι κλέφτες κι οι αμαρτωλοί. Οι αρματωλοί, έστω.
Τέλος πάντων, υποχώρησε το Νέτφλιξ, άλλαξε τους καστιλιάνικους υπότιτλους, αφού θίχτηκε ο ίδιος ο Μεξικάνος σκηνοθέτης, πάνε τα θου και τα χου που μας αρέσουν όπως κι ο Χαβιέ Μπαρδέμ. Αφού δεν υπάρχει θέμα ανεξαρτησίας του Μεξικού, τι πολιτικά παιχνίδια μπορούν να παιχτούν με τέτοιες ευθιξίες; Για τι είδους καριέρες να καλλιεργηθεί το έδαφος;  Μόνο αγνές πατριωτικές γλωσσολογικές συγκρούσεις; Κρίμα, τέτοια φλέβα συγκρούσεων πάει χαμένη.
Όσοι λένε θου μπορούν να κόψουν την καλημέρα σ’ όσους λένε σου.  Να θεωρήσουν ελίτ τον εαυτό τους, διότι  ο κόσμος όλος λέει σου, ενώ θου; Μόνο οι Καστιλιάνοι, κι εμείς οι Ρωμιοί. 
Ρόμα ρε παιδί μου. Μας πήρε στο λαιμό της. Που φτάνει η χάρη της ως τον Ειρηνικό και την Ανταρκτική μέσω Αμερικών. Θου κύριε φυλακήν…


Τετάρτη 9 Ιανουαρίου 2019

H αγία ρουτίνα

Κάθε πρωί περνώ από το δρομάκι αυτό του πάρκου


Ωραία λιακάδα είχε η Αθήνα χτες, ανάμεσα σε δυο επώνυμα κύματα κακοκαιρίας που χτυπούν αλλού, αλλά εκείνη πάντα τα περιμένει. Τα σχολεία θα μείνουν κλειστά για τον Τηλέμαχο αυτή τη φορά, εκείνον τον νεαρό που ταξίδευε για να βρει τον πατέρα του αιώνες πριν, προοιωνίζοντας τα ρόουντ μούβι που θα κατέκλυζαν τη ζωή μας. Κάποτε θέλαμε πολύ να ταξιδεύουμε, σε αναζήτηση του πατέρα μάλιστα ακόμα καλύτερα, και η ρουτίνα μας γέμιζε ανυπομονησία. Όμως όσο περνούν τα χρόνια την εκτιμάμε περισσότερο, είναι ένα είδος σοφίας που αποκτάμε με τα χρόνια. Έχει την αξία της η ρουτίνα, δεν είναι τόσο φοβερή όσο μας φαινόταν παλιότερα. Νομίζω μάλιστα ότι εξασφαλίζει μακροζωία και δημιουργικότητα, ότι χάρις σ’ αυτήν οι άνθρωποι κατορθώνουν να μένουν νέοι, να μοιάζουν τέλος πάντων όλο και νεώτεροι καθώς ο πολιτισμός εξασφαλίζει όλο και σε περισσότερους την ευεργεσία της ρουτίνας.
Να πηγαίνεις κάθε μέρα στην ίδια δουλειά, να έχεις δουλειά καταρχήν, να κάνεις διάλειμμα για την ίδια πάντα ηδονή του καφέ, να υποκύπτεις στον ίδιο πειρασμό του κρουασάν, να περνά το λεωφορείο στην ώρα του, να είναι πυκνά τα δρομολόγια, να μη στριμώχνεσαι στη διαδρομή, να δουλεύουν ρολόι δηλαδή όλες οι δομές της πόλης, όλες οι ανακαλύψεις του πολιτισμού, όλα τα επιτεύγματα της βιομηχανικής επανάστασης, να ανάβει το καλοριφέρ καθώς ξυπνάς και να κάνει τσίκι τσίκι, να στέκεσαι στο φωτισμένο μαγαζί με τις τυρόπιτες. Ή να είσαι σε δουλειά με καντίνα, αυτό κι αν είναι εξαίσια ρουτίνα, να παίρνεις ένα δίσκο πλαστικό και να διαλέγεις φαγητά από μια βιτρίνα. Να πιέζεις τον εαυτό σου με το συνηθισμένο τρόπο να κάνει τα μικρά του κατορθώματα, να απολαμβάνεις την κούραση που έρχεται όταν τελειώνουν, να μη φοβάσαι την κούραση που έρχεται πριν τελειώσουν. Να μετριέσαι με τους άλλους έξω από τις δεδομένες σχέσεις του σπιτιού και της οικογένειας, ύστερα να επιστρέφεις στις δεδομένες σχέσεις που κι αυτές δεδομένες δεν είναι ποτέ, εδώ που τα λέμε. Που θέλουν κι αυτές τη ρουτίνα τους, αλλά την παραμελούμε, κι ας βλέπουμε διαρκώς αμερικάνικες ταινίες που μας επιπλήττουν γι αυτό.
Ας ξεκινήσει μετά την ταραχή των εορτών η ρουτίνα του νέου έτους με ενέργεια, αποφασιστικότητα, πολλά τρόλεϊ, γρήγορο ίντερνετ, ευγενικούς οδηγούς, και καλές εκπτώσεις.


Παρασκευή 4 Ιανουαρίου 2019

Καρυοθραύστες


Φέτος τα Χριστούγεννα ήταν πολύ της μόδας οι Καρυοθραύστες, αυτά τα ξύλινα στρατιωτάκια με τα γερά σαγόνια και τα τρελά καπέλα που πρωταγωνιστούν στο παραμύθι του Χόφμαν και στο μπαλέτο του Τσαϊκόφσκι. Γέμισε ο τόπος,  βιτρίνες, μαγαζιά, μπαρ, Καρυοθραύστες σε όλα τα μεγέθη.  Χτες βράδυ είδα ολόκληρη συλλογή σ’ ένα ωραίο μπαρ, γεμάτο κόσμο. Σα να έχει εισβάλει  παντού αυτός ο παράξενος στρατός από φρικιά.
Τι είδους γοητεία ασκούν επάνω μας, αναρωτιέμαι εδώ και είκοσι χρόνια τουλάχιστον. Από τότε που τον πρωτοείδαμε στη βιτρίνα της  Kosta Boda, όταν το μαγαζί βρισκόταν στη γωνία Εδουάρδου Λω και Σταδίου, στο καμμένο τώρα Αττικόν. Φευγαλέα τον πρόσεξα εγώ, αλλά ο μικρός μου γιος εντυπωσιάστηκε χωρίς να το πει.
Είχαμε πάει στα γραφεία του Βήματος, να πουν οι δίδυμοι τα κάλαντα στους συναδέλφους του πατέρα τους. Είχαν μαζέψει ένα σωρό λεφτά, ήταν τρισευτυχισμένοι καθώς φεύγαμε όλοι μαζί να γυρίσουμε σπίτι. Φαινόταν εξαιρετικά ωραία η πλατεία Καρύτση μέσα στο κρύο, πορτοκαλί χειμωνιάτικο φως την έλουζε, ή ίσως να ήταν απλώς ο ενθουσιασμός των παιδιών που χοροπηδούσαν μπροστά μας, την είδαμε κι εμείς αλλιώτικη. 
Φτάνοντας στη γωνία βλέπουμε το ένα πιτσιρίκι να ανοίγει αποφασιστικά την πόρτα της  Kosta Boda και να μπαίνει ορμητικός στο μαγαζί, αδιαφορώντας πλήρως αν τον ακολουθούμε. Τι μπορεί να ήθελε σε κατάστημα οικιακών ειδών; Μπήκαμε ξωπίσω του. Προχώρησε στο βάθος, κοντά στη βιτρίνα που φαινόταν από την Εδουάρδου Λω, σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών, έδειξε στην πωλήτρια τον Καρυοθραύστη στο ράφι δίπλα της. Εκείνη τον έβγαλε, είπε την τιμή, μας κοίταξε ερωτηματικά. Τα είχαμε λίγο χαμένα. Κοιτούσα το σβερκάκι του σα να το έβλεπα πρώτη φορά, τόσο με είχε εντυπωσιάσει εκείνη η αποφασιστικότητα.
 Πόσο έκανε το ξύλινο ανθρωπάκι, κάτι μεταξύ μπιμπελό και παιχνιδιού; Έφταναν τα λεφτά;  Θα τα ξόδευε όλα σχεδόν, αλλά δεν δίστασε, δεν παζάρεψε, δεν ζήτησε τη βοήθεια, ή τη γνώμη μας. Με τα κέρματα και τα χαρτονομίσματα στη χούφτα έψαξε το ταμείο, ξοπίσω εμείς, παρακολουθούσαμε τη μικρή του χειραφέτηση. Θεωρητικά ήθελα να μεγαλώσω ανεξάρτητα παιδιά, αλλά στην πράξη η ανεξαρτησία τους πάντα με ξάφνιαζε.
Τον έχουμε ακόμα στο σπίτι τον Καρυοθραύστη, ενώ το παιδί μεγάλωσε και ζει μακριά μας. Είναι ο μόνος από τις φιγούρες που έχει διασωθεί, τις τρομερές εκείνες τερατικές φιγούρες που αγάπησε η γενιά των παιδιών μας και άφοβα τις προσέγγιζε. Ή ίσως όχι και τόσο άφοβα, ίσως ακριβώς για να αντιμετωπίσει το φόβο να ζητούσε ακούραστα να εξοικειωθεί μαζί τους. Τι τέρατα παρέλασαν από τα παιδικά δωμάτια, τι εξωγήινοι πάσης φύσεως, παραμορφωμένοι πολεμιστές, δεινόσαυροι βέβαια όλων των ειδών, πλάσματα της μυθολογίας και της λογοτεχνικής φαντασίας, δεν περιγράφεται. Τα έβαλε με όλα τα τέρατα της ανθρωπότητας αυτή η γενιά,  πάλεψε με εξωγήινους  και με  εσώψυχους διαόλους; Δεν ξέρουμε εμείς. Ξεμείναμε με το σουβενίρ που έγινε πια ο ξύλινος κούκλος, ενώ τα παιδιά, άντρες πια, αλλού παλεύουν.
Μάλλον επειδή μεγάλωσαν τώρα αυτά τα παιδιά, γέμισαν τα χριστουγεννιάτικα ντεκόρ με Καρυοθραύστες. Φιγούρα που δένει το παρελθόν, το ζωντανό παιχνίδι από το παραμύθι του Χόφμαν, με τα τέρατα του μέλλοντος, συμφιλίωση των πλασμάτων φαντασίας.
Εμένα πάντα μου θυμίζουν εκείνο το μακρινό απόγευμα, την πλατεία Καρύτση όταν ακόμα ήταν εκεί τα γραφεία του ΔΟΛ, τη γωνία της Σταδίου με το Kosta Boda, το Αττικόν ολόκληρο δίπλα στη Μαρφίν.  Η μνήμη δυσκολεύεται λίγο να στήσει ολόκληρο το τετράγωνο, αλλά επιμένει. Κυρίως στηρίζεται στην εικόνα του πεντάχρονου αγοριού που αποφασιστικά μπαίνει στο αστραφτερό μαγαζί, που διεκδικεί ένα αντικείμενο του δικού μας κόσμου, αυτού που μπορούσαμε τότε να προσφέρουμε, δεν μεγαλώνει ματαίως, κάτι του αρέσει, βρίσκει έναν πειρασμό. Πριν ακόμα καταστραφεί το τετράγωνο ολόκληρο, πριν τιμωρηθεί η λάμψη και η ομορφιά του, ένα παιδί το εκτιμά, μια οικογένεια τρέχει πίσω του χαμογελώντας.


Πέμπτη 3 Ιανουαρίου 2019

Πεθύμησα φτωχό θέατρο


«Το θέατρο δεν είναι τα σκηνικά, δεν είναι τα καθίσματα και οι κουρτίνες, είναι οι άνθρωποι, είμαστε μείς, είσαστε σεις..» μας είπε ο Δημήτρης Μαυρίκιος από τη σκηνή του Εθνικού, ξεκινώντας η παράσταση του «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε» του Πιραντέλλο. Αυτό ακριβώς πιστεύω κι εγώ, και πάντα ανυπόμονα περιμένω να σβήσουν τα φώτα στην πλατεία και να βρεθώ ενώπιος ενωπίω με τους ανθρώπους που παίζουν θέατρο, να απολαύσω την παρουσία τους και τη φωνή τους.
«Το θέατρο  είναι οι άνθρωποι», κι από τις θέσεις του κοινού σηκώνονται οι ηθοποιοί, γίνονται από θεατές θεατρίνοι, ανεβαίνουν στη σκηνή, στην κεντρική σκηνή του εθνικού, στο κτίριο της Αγίου Κωνσταντίνου. Είναι μια αίθουσα όπου από παιδί βλέπω παραστάσεις, κάθε φορά οι φωνές των ηθοποιών ακούγονται φυσικές, με τη δύναμη που έχουν ή που δεν έχουν. Αυτή τη φορά όχι. Φορούν μικρόφωνα στο μάγουλο, αυτά που τα λένε «ψείρες» και που συνηθίζονται στα μιούζικαλ που παίζονται σε μεγάλα θέατρα ή στάδια. Τραγουδούν και μιλάνε, φωνάζουν, κλαίνε και ψιθυρίζουν, όλα από την ευκολία και την ηλεκτρική ομοιομορφία των μικροφώνων.
Μου είχαν πει ότι έχουν καθιερωθεί αυτά τα μικρόφωνα σε μεγάλους χώρους, ότι τα φοράνε και στο θέατρο της Επιδαύρου, το φημισμένο για την ακουστική του, η οποία πλέον δεν χρειάζεται, κι ας είναι διεθνώς γνωστή. Δεν ήξερα ότι συνηθίζονται και σε κλειστούς χώρους.  Μάλιστα, κι εδώ, το θέατρο μπορεί να είναι οι άνθρωποι, όπως λέει ο Πιραντέλλο, αλλά άνθρωποι κάπως ενισχυμένοι, αφού  λεφτά υπάρχουν, εθνικό θέατρο είν’ αυτό. Χάρις στην τεχνολογία οι ηθοποιοί δεν χρειάζεται πια να προσπαθούν να βγάζουν τη φωνή από τα έγκατα της ψυχής τους, να στηρίζουν στο διάφραγμα και να μιλάνε δυνατά ακόμα κι αν υποτίθεται ότι ψιθυρίζουν. Να σ’ ακούει και ο τελευταίος θεατής, έλεγαν κάποτε οι δάσκαλοι στις δραματικές σχολές. Τώρα όλη αυτή η τεχνική, όλες αυτές οι απαιτήσεις μπορούν να ξεχαστούν, τα μικρόφωνα μεταφέρουν τον ψίθυρο πεντακάθαρο στ’ αυτί του θεατή, που θεωρείται τόσο εξοικειωμένος με την εικόνα της τηλεόρασης, η οποία του φέρνει καθημερινά το γκροπλάν στο σπίτι του, ώστε να μην μπαίνουν στον κόπο οι ηθοποιοί να τον εκπαιδεύσουν σε κάτι άλλο.
Μιλάμε για ένα πλούσιο θέατρο, όπως κάποτε μιλούσαμε για ένα φτωχό θέατρο. Στην άλλη  σκηνή του Εθνικού, στο Ρεξ, στον Τίμωνα τον Αθηναίο του Σαίξπηρ, οι ηθοποιοί δεν φοράνε ψείρες, αλλά οι θεατές πρέπει να είναι πολύ τυχεροί για να τους βλέπουν. Μόνο αν τους έχουν τύχει καθίσματα στην πρώτη σειρά φαίνεται η ανακαινισμένη σκηνή που χυμάει σαν ποτάμι από την πόρτα εισόδου ως την κλασσική της θέση, κι η δράση ξεχύνεται κι αυτή σε όλη τη μεγάλη αυτή έκταση. Όμως για να δημιουργηθεί αυτή η μεγάλη έκταση έχουν ξηλωθεί τα καθίσματα κι έχουν μπει αλλιώς, λοξά προς το επικλινές επίπεδο του θεάτρου, με αποτέλεσμα να κάθονται οι θεατές στραβά, και να μη βλέπουν παρά όσο τους επιτρέπουν οι μπροστινοί. Προσωπικά είχα την τύχη να βρω εισιτήρια στην τελευταία σειρά, οπότε μπορούσα να το δω όλο όρθια, κι αυτό έκανα. Σαίξπηρ είν’ αυτός, δεν πειράζει, και στο θέατρο του όρθιοι ήταν οι θεατές.
Η πιο πλούσια παράσταση του Εθνικού πάντως, είναι το «Ξύπνα Βασίλη» του Ψαθά που παίζεται στη μικρή σκηνή του. Πήγα με τη σκέψη ότι θα είναι φτωχότερη, αλλά την πάτησα. Όχι μόνο είχαν ψείρες οι ηθοποιοί, αλλά επιπλέον έπαιζαν κρυμμένοι πίσω από ένα ξύλινο ταμπλό που τους έκρυβε εντελώς, και τους βλέπαμε κινηματογραφημένους σε προβολή πάνω στο ταμπλό αυτό, σε γκρο πλαν, και τα πρόσωπα, και τις ψείρες, και τα καλώδια των ψειρών στο σβέρκο. Στην αρχή έλπιζα ότι θα σταματούσε σε λίγη ώρα, ήταν ένα εύρημα, ένα εφέ, τώρα θα παραμερίσει το ταμπλό και θα εμφανιστούν οι άνθρωποι σκεφτόμουν το πρώτο μισάωρο. Όμως επί μια ώρα τους βλέπαμε έτσι, σε άμεση κινηματογραφική μετάδοση. Το ταμπλό έπεσε το τελευταίο τέταρτο και φάνηκαν οι άνθρωποι ανακουφιστικά μικροί. Αν και εναλλακτική, η σκηνή ήταν η πιο πλούσια απ’ όλες, είχε και μικρόφωνα και κάμερες λήψης και κάμερες προβολής, τόσο που να απορείς γιατί δεν είχαμε πάει σινεμά τελικά, να δούμε και κανα τοπίο στην εικόνα.
Μετά τις τρεις αυτές παραστάσεις στο πλούσιο Εθνικό θέατρο, έχω μεγάλη ανάγκη για φτωχό θέατρο. Θα πηγαίνω σε μικρές σκηνές, να βλέπω ανθρώπους και ν’ ακούω ανθρώπινες φωνές.

https://www.athensvoice.gr/culture/theater/506986_pethymisa-ftoho-theatro?fbclid=IwAR2OgL8KUDPCUNIK09gsHy-yjFbjb7Z8e1KnXu9hZfFks3GOiahm_UPrcOc

Πόσο δύσκολο να γίνει το προσωπικό, πολιτικό.

Τη νύχτα που έφτασε ο Καραμανλής στο Ελληνικό να αναλάβει τα ηνία της χώρας που είχε βρεθεί στο χείλος του γκρεμού, πενήντα χρόνια πριν, δεν...