Η
ταξιδιώτισσα
Δύσκολη
μέρα σήμερα και να προσέχετε τις τσάντες σας, έλεγαν οι πωλήτριες στο
πολυκατάστημα. Πρώτη επίσημη μέρα των εκπτώσεων, ουρά στα ταμεία, πωλήτριες πιεσμένες, πελάτισσες πιεστικές,
διάχυτη αγωνία να βρεθεί το κομμάτι το καλό και συμφέρον. Είχα καιρό να το
ζήσω, και προσπαθώντας να συγκεντρωθώ να δω κι εγώ την πραμάτεια, σα να
πλησίασε και να με πήρε από τους ώμους μια θεία αγαπημένη που έχω χάσει από
δεκαετίες, και που της άρεσε πολύ να ψωνίζει στην Αθήνα.
Σε άλλη
περίπτωση θα έκανα μεταβολή να φύγω βλέποντας
τόσες γυναίκες να φωνάζουν ταυτόχρονα, νευρικές και γκρινιάρες, αλλά
έμεινα να ψαχουλεύω κρεμάστρες και
ράφια. Δεν θυμάμαι αν είχαμε πάει ποτέ μαζί για ψώνια με τη θεία, μιλούσε όμως
πολύ με τη μητέρα μου, η οποία μάλλον βαριόταν, και προσπαθούσε να της
μεταδώσει γνώσεις, τον ενθουσιασμό της και τα συμπεράσματα της. Ταξίδευε από
την επαρχία για να ψωνίζει στις εκπτώσεις,
οργανωμένα και πολύ σοβαρά, έκανε έρευνα αγοράς, συγκρίσεις, παρατηρήσεις,
τηλεφωνήματα, ολόκληρη εκστρατεία. Κυρίως μετέδιδε την ευφροσύνη της για το
ταξίδι, τη χαρά της που μπορούσε να
ψωνίζει στην Αθήνα. Ήξερε τι έφτιαχνε ο τάδε, τι έραβε η δείνα, τι εισαγωγές
υπήρχαν κι απο πού, ξεχώριζε ποιότητες. Έψαχνε συγκεκριμένα πράγματα, αλλά ήταν
ανοιχτή στις προτάσεις, στους νεωτερισμούς, αλλιώς τι νόημα είχε να έρχεται
στην πρωτεύουσα;
Θες η
συζήτηση για την Αθήνα του 60, εποχή που άξιζε τη μετακίνηση, θες οι γιορτές
που μας βυθίζουν στη νοσταλγία, με συνόδεψε ολοζώντανη η γλυκιά μου η θεία, και
με συμβούλευε ακούραστα ό,τι κι αν ψηλάφιζα, με οδηγούσε σοφά και μετρημένα.
Δεν έχασε στιγμή την πρωταρχική χαρά, το
βαθύτερο χαμόγελο, πίσω από το αυστηρό ύφος που έπαιρνε ενίοτε, μα όχι αυτό,
δεν σου πάει, όχι ετούτο, ακριβά τα έχουν, ποικιλία γιοκ, δεν υπάρχει αυτό που
ψάχνεις. Και πίσω από το περισπούδαστο ύφος των γνώσεων που συστηματικά
συσσώρευε και των πληροφοριών που ακούραστα μάζευε, συνέχεια τα ματάκια της
έλαμπαν, μα για δες τι σπουδαία πράγματα σκέφτονται οι υφαντές, τι φτιάχνουν οι
σχεδιαστές, τι συνδυάζουν οι ράφτες, κι οι έμποροι πόσο σπουδαία τ' αραδιάζουν,
τι θαυμάσια που είναι η Αθήνα, όλα τα έχει, τα πάντα βρίσκεις εδώ, φτάνει να
έχεις παραδάκι βέβαια, κατέληγε στη γνωστή επωδό. Ή πιστωτική κάρτα και άτοκες
δόσεις, αλλά αναρωτιέμαι αν πρόλαβε αυτά τα θαύματα.
Βγήκαμε
στην Ομόνοια, δεν κατάλαβε τίποτε από την αλλαγή του τοπίου, τους ταξιδιώτες
πολύ σκληρών και πανάκριβων μετακινήσεων, τους ξένους και τους χαμένους, τους
κυνηγημένους, τους αιτούντες άσυλο και μη ευρήσαντες. Μπήκαμε αγκαλιά στο λεωφορείο, κρατούσε
σφιχτά τη σακούλα με τα ψώνια μου, με πήγε σπρώχνοντας ελαφρά, σα να ήμουν
κουρασμένο παιδί, μέχρι το σπίτι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου