Παιδικός παράδεισος.
Αν μπορούσα να διαλέξω πού θα μεγάλωνα, θα είχα
προτιμήσει ασυζητητί το Αγρίνιο, αλλά δεν με ρώτησαν. Δεν ρωτούν ποτέ κανέναν.
Μεγάλωνα στην Αθήνα και το Αγρίνιο ήταν για μένα ο παράδεισος των διακοπών του
Πάσχα, ένας δύσκολος παράδεισος, στο τέρμα οκτάωρου ταξιδιού με αυτοκίνητο από
την παλιά εθνική οδό, η οποία διέσχιζε ένα ένα τα παραθαλάσσια χωριά της
Πελοποννήσου. Δρόμοι με στροφές, με ζαλάδες, φέρι μποτ, πέρασμα από την
Κλεισούρα που φοβόμουν μήπως κλείσει
γύρω μας τελείως… Ξεκινούσαμε νωρίς το πρωί και βράδιαζε πια όταν βλέπαμε τα
πρώτα γκρίζα σπίτια του Αγρινίου, τα πέτρινα δίπατα σπίτια με το μικρό μπαλκόνι.
Ήταν αληθινά σπίτια, απλά και στιβαρά, όχι τα ανεξήγητα στριμωγμένα της Αθήνας.
Και ωραιότερο απ΄όλα μου φαινόταν εκείνο που με φιλοξενούσε, το σπίτι της θείας
μου της Στέλλας της Σκαλτσά, πάνω στην οδό Παπαστράτου. Είχε κήπο, είχε σκάλα
ξύλινη εσωτερική με ένα χαλάκι πιασμένο στα σκαλοπάτια με μπρούτζινες βέργες,
είχε υπόγειο, είχε ένα μεγάλο χωλ με σόμπα, όλα πράγματα μυθικά για παιδί που
μεγάλωνε σε διαμέρισμα. Κι ήταν κι ο παππούς μου εκεί, ο ακριβοθώρητος, ένα
πρόσωπο λατρεμένο, καθισμένος στην πολυθρόνα του, ο οποίος ήταν απλούστατα ο
καλύτερος άνθρωπος του κόσμου. Μας χαρτζηλίκωνε αδιάκοπα, διηγόταν υπέροχα
παραμύθια και καλαμπούρια που μας έκαναν να τον εκλιπαρούμε να σταματήσει γιατί
πονούσαμε απ’ τα γέλια και τραγουδούσε εκείνα τα παράξενα τραγούδια που δεν τα
ξανάκουσα ποτέ, δημοτικά γραμμένα για όπερες, όπως ήταν ο Γερο Δήμος ας πούμε,
γεμάτα γοητευτική μελαγχολία.
Όσο μπορούσε ο παππούς μου φρόντιζε και τη
θρησκευτική παιδεία μου, με αποκορύφωμα τα ευαγγέλια της Μεγάλης Πέμπτης, ένα
μαρτύριο που περνούσα στωικά, ως ελάχιστο αντίτιμο για τις άλλες απολάυσεις που
μου προσέφερε. Από τη Μεγάλη Παρασκευή
άρχιζε η ευτυχία της αδιατάραχτης γιορτής με όλη την τελετουργία, πρώτα του
θρήνου, ύστερα της χαράς. Θα ήθελα να στολίζω το Επιτάφιο, αλλά ήμουν ξένη και
δεν ήξερα πώς γίνεται. Βολτάριζα και λίγο έπληττα και μελαγχολούσα με τις
πένθιμες καμπάνες, έβλεπα το φως να πλημμυρίζει τους δρόμους χωρίς να το
εμποδίζουν τα μεγάλα κτίρια και νόμιζα ότι όλ’ αυτά τα θα ήταν αιώνια. Έχω στα μάτια μου
ακόμα εκείνο το καινούργιο ανοιχτό πράσινο της φύσης που φούντωνε και τη
μυρωδιά από τις πασχαλιές. Στα ωραία μου όνειρα βλέπω ακόμα εκείνο το σπίτι, το
χώλ με τη σκάλα που καθόμασταν και διαβάζαμε παλιούς «Θησαυρούς» δεμένους σε
τόμους.
Ήμουν παιδί, δεν είχα να νοιαστώ για τίποτα, ήμουν
σε διακοπές, με χαϊδολογούσαν πολύ γιατί με έβλεπαν σπάνια, φυσικό ήταν να μου
φαίνονται όλα εξαιρετικά και παραδεισένια. Σίγουρα για τους ίδιους τους
Αγρινιώτες η πόλη τους τότε δεν ήταν παράδεισος, γι’ αυτό και την άλλαξαν
συστηματικά. Έχει μείνει μόνο το σπίτι της θείας μου, χάρις στο πείσμα του
ξαδέρφου μου, τριγυρισμένο από υπερβολικά μεγάλες πολυκατοικίες. Το Ρουμελιώτικο Πάσχα παραμένει φημισμένο
βέβαια, και το ταξίδι έχει γίνει πολύ εύκολο, με αυτοκινητοδρόμους και γέφυρες,
αλλά δεν έχει πια παράδεισο στο τέρμα του να πάω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου