Συνήθως δεν κλαίνε τα τσιγγανάκια, ακολουθούν ήσυχα τους γονείς
τους. Ίσως η ζωή που κάνουν, χωρίς τη βασανιστική πειθαρχεία της τάξης και της καθαριότητας,
να είναι εύκολη για την ηλικία τους. Κι η ζητιανιά ακόμα να έρχεται εύκολη σε
τόσο μικρά ανθρωπάκια. Εκ φύσεως τα παιδιά απαιτούν. Το σίγουρο είναι ότι τα
παιδιά φαίνονται ανέμελα στους δρόμους που ξεροσταλιάζουν, γι αυτό κι όλοι
γύρισαν και κοίταζαν εκείνο το τρίχρονο που ούρλιαζε στην αγκαλιά της μάνας του,
στα σκαλιά της Καθολικής Μητρόπολης του Αγίου Διονυσίου. Με το άλλο μωρό στην
αγκαλιά η μάνα, θα ήταν δεν θα ήταν δεκαεξάχρονη, προσπαθούσε αμήχανα να το
ησυχάσει, να το καθήσει στη στάση ζητιανιάς, υποταγμένο, πλαγιασμένο στα πόδια της,
κι εκείνο κατόρθωνε και σηκωνόταν, γεμίζοντας ολόκληρη την Πανεπιστημίου με τη
διαμαρτυρία του. Δεν στρωνόταν στη δουλειά το νήπιο. Ήθελε να παίξει στο
πεζοδρόμιο. Ήθελα να πάει σχολείο, βόλτα στον Εθνικό Κήπο, να ρίξει κουλούρι
στα παπάκια, να γραφτεί στο φροντιστήριο ξένων γλωσσών της γειτονιάς του, να
διαβάσει τον Χάρι Πότερ, ακόμα κι αν θα χρειαζόταν για όλ’ αυτά να πλένεται
κάθε πρωί και να φοράει παπούτσια χειμώνα- καλοκαίρι. Ολόκληρη τη μοίρα του την
τίναζε στο πεζοδρόμιο. Δεν ήθελε τσιγγάνα καρδιά, ήθελε ζωή ανθρώπινη.
Έσκυψε το κορίτσι- μάνα ταραγμένο στις τσέπες του, το
σκέπασαν τα μακριά μαλλιά της, νεανικό ξανθό χρώμα, βρήκε κάτι εκεί μέσα, το έδωσε
στο γιο της να σωπάσει. Τον ξεγέλασε. Η τάξη επανήλθε. Μάζεψε τα μαλλιά της πίσω
από τ’ αυτί, φάνηκε το χρυσό της σκουλαρίκι, ζούπηξε στην ποδιά της το παιδί,
άπλωσε και το χέρι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου