Πέμπτη 20 Ιουλίου 2000

Θυμάστε τις πάπιες;

Στην Παιδική Χαρά με βροχή. Μετά απο χρόνια. Κάθομαι σ’ ένα παγκάκι κρατώντας μιαν ομπρέλλα. Είμαι μόνη μου με το Σπύρο και το Ντίνο που παίζουν ουρλιάζοντας σε διάφορα παιχνίδια.
Δεν έχει πια πολλά παγκάκια η  Παιδική Χαρά. Παρακολουθήσαμε την παρακμή της καθώς τα παιδίά μεγάλωναν: Πρώτα χάθηκαν οι πάπιες απο τη λιμνούλα. Ύστερα χάθηκε το νερό της λιμνουλας. Ύστερα γκρεμίστηκε σιγά σιγά το σπιτάκι που υπήρχε για τις πάπιες σ’ ένα μικροσκοπικό νησάκι στη μέση της λιμνούλας. Τώρα έχει μείνει μόνο η τσιμεντωμένη λακκούβα και μάλλον τα παιδά δεν θυμούνται σε τι χρησίμευε. Τις πάπιες τις πήρανε στη Φιλοθέη, Εκεί σηκώνει ακόμα τέτοιες πολυτέλειες. Εδώ τώρα να έχεις φτωχούς μετανάστες να απολαμβάνουν λιμνούλα με πάπιες, πάει πολύ. Και τα παγκάκια, όσα έσπασαν απο την παιδική κακομεταχείριση, δεν τα αντικατέστησαν ποτέ. Απλώς κάποια στιγμή έβγαλαν τα επικινδυνα απομεινάρια τους κι αυτό ήταν όλο
               Κάθονται απέναντι μου δύο Πολωνέζες. Οι Πολωνοί απο καθαρό σαδισμό υπάγονται στην κατηγορία «μετανάστες». Στην πραγματικότητα φαίνονται πολύ πιο φινετσάτοι και πολιτισμένοι απο τους Έλληνες. Είναι όμορφοι και καλοντυμένοι, και ελαφρώς ακατάδεκτοι. Κλεισμένοι στον κόσμο τους, ο οποίος προς το παρόν στεγάζεται εδώ, μαζί μας, στην Κυψέλη.
               Έρχεται μια γυναίκα που κάνει έρευνα αγοράς. Η βροχή κοντεύει να ξεσπάσει. Της λέω να καθήσει, αλλά δεν μπορώ να της χρησιμεύσω σε τίποτα. Δεν αγοράζω λάδι, διότι η πεθερά μου έχει εληές και διακατέχεται γενικώς απο μεγάλη αγωνία, μην τυχόν κι αγοράσω ποτέ λάδι. Καλά, τότε μήπως αγοράζω οικογενειακά παγωτά; Ναί; Ωραία! Κάθεται η γυναίκα αλλά ξανασηκώνεται γιατί με ρωτάει αν τα τρώω κιόλας κι η αλήθεια είναι πως δεν τα τρώω. Δεν έφαγα ούτε ένα παγωτό όλο το καλοκαίρι. Ήταν το καλοκαίρι που η λαιμαργία μου, όσον αφορά τα παγωτά τουλάχιστον, νικήθηκε ολοσχερώς. Τι κρίμα. Αν ήξερα ότι η κυρία ερευνήτρια θα απαογοητευόταν τόσο απ’ αυτό, θα φρόντιζα να φάω τουλάχιστον μια φορά.
               -Κανονικά πρέπει να πηγαίνουμε στα σπίτια, μου εξομολογείται η κυρία που δυσκολεύεται να ξανασηκωθεί μόλις έχει καθήσει. Αλλά οι άνθρωποι δεν μας ανοίγουν την πόρτα τους. Εδώ στην παιδική χαρά, μιλάνε πιο εύκολα.
               -Πηγαίνετε στις κυρίες, της λέω και δείχνω τις Πολωνέζες. Δεν υπάρχει κανένας άλλος εκεί γύρω.
               -Ξέρετε, λέει δισταχτικά, είναι ξένες. Και δεν.. τι να κάνω. Δεν …
               -Τουλάχιστον δεν θα έχουν λάδι απο το χωριό τους. Θα είναι υποχρεωμένες να αγοράζουν τυοποιημένο, οπότε θα κάνετε την έρευνα σας.
               -Ναι σωστά. Αγοράζουν οπωσδήποτε. Αλλά δεν μπορώ να δώσω ένα ξένο όνομα, να συνενοηθώ όπως πρέπει κι ‘ όλα αυτά, καταλάβατε;
               Δεν κατάλαβα, αλλά λέω πως κατάλαβα.
               Φεύγει κι αμέσως αρχίζει η βροχή. Σηκώνονται κι οι Πολωνέζες και φεύγουν τρέχοντας, κουκουλώνοντας τα κεφάλια τους με ζακεττάκια. Τα παιδιά μου ούτε που εμφανίζονται. Συνεχίζουν να παίζουν αμέριμνα κι η βροχή απλώς τους διπλασιάζει το κέφι. Γεμίζει το χώμα σκούρες κηλίδες, αλλά δεν βαραίνει στ’ αλήθεια ούτε υγραίνεται και πολύ, το νοιώθεις  ότι θα χρειαζόταν πολύ περισσότερο νερό για να το φχαριστηθεί στ’ αλήθεια το χώμα. Πίσω απο το πρώην φυλάκιο της παιδικής χαράς που είναι τώρα ένα απολίθωμα με σπασμένα τζάμια εμφανίζετααι μια ξανθιά μαμά μ’ ένα ξανθό κοριτσάκι που φοράει κόκκινο καπέλλο. Στέκονται κάτω απο ένα υποτυπώδες στέγαστρο που διαθέτει το απολίθωμα, για να μη βραχούν. Το κοριτσάκι είναι γλύκα, με τα τ’ απαλά μαλλιά του κι ένα προσωπάκι για φίλημα με μυτίτσα γαλλική και ματάκια όλο σπιρτάδα. Επιτρέπω στον εαυτό μου να τις χαζέψει με την ησυχία του, καθώς μάλιστα κρύβει το βλέμμα μου η ομπρέλλα. Η μαμά είναι τόσο νέα,  μπορεί και να μην είναι μαμά. Έχει σγουρά μαλλιά κι αυτή και μόλις η βροχή σταματά λίγο πάει και κάνει μονόζυγο στις κεραίες του σαλίγκαρου. Ωωπ, σηκώνεται στα μπράτσα της με απίστευτη ευκολία. Την θαυμάζω ανυπόκριτα.
               Μια βρέχει μια σταματάει και σε λίγο μπαίνει στην Παιδική Χαρά ένας νεαρός  πατέρας με το αγοράκι του τυλιγμένο σ’ ένα αδιάβροχο που το περιβάλλει απο το κεφάλι ως τους αστραγάλους και δεν έχει ούτε μανίκια. Γραμμή το κοριτσάκι πάει και τους συναντά με το που πλησιάζουν το πρώτο πολύζυγο. Η συνοδός του όμως δεν θέλει. Στέκεται απόμακρη, ενώ μέχρι τώρα παρακολουθούσε τη μικρή βήμα βήμα. Φοβάται μήπως ο νεαρός πατέρας νομίσει ότι ενδιαφέρεται γι’ αυτόν. Κι έχει δίκηο που το φοβάται, γιατί ο νεαρός πατέρας φαίνεται πολύ ενδιαφέρων. Κατ’ αρχήν είναι όμορφος, ψηλός με μακριά χέρια που πιάνουν το παιδί επιδέξια και χωρίς δισταγμούς. Φοράει ένα άχαρο αδιάβροχο πάνω απο το τζήν του, δεν φρόντισε καθόλου την εμφάνιση του, ωστόσο ερήμην του, η εμφάνιση του είναι απολύτως γοητευτική. Χλωμό, αρμονικό πρόσωπο, ομορφοπλασμένο, με μύτη λεπτή, μακριά σαν επιβλητικό ερεισίνωτο μιας αόρατης σκάλας που σε ανεβάζει σε ορίζοντες νέους, μάτια σχεδιασμένα με ευρύτητα, από κείνα τα σπάνια με την πνευματικότητα να σφραγίζει την πλούσια, γεμάτη χρωματικές ανταύγειες ομορφιά. Μάτια που γελάνε καλωσυνάτα με τα καμώματα του μικρού κοριτσιού, του ξένου μικρού κοριτσιού που τον ακολουθεί απο κοντά όπου κι αν πηγαίνει, παρά τις παρατηρήσεις της μαμάς του. Καλός, ωραίος και γενναιόδωρος, όπως πρέπει να είναι οι ωραίοι.  Πόσο καιρό έχω να δώ κατι τέτοιο, τόσο που για λίγο ξεχνιέμαι, σα να είμαι και γώ έτοιμη να δοκιμάσω την τύχη μου μαζί του, σα να είμαι είκοσι χρονών. Μόνο το αγοράκι δεν ταιριάζει στο σύνολο, άχρωμο και δειλό αγοράκι που προδίδει κάποια μέτρια μαμά, κάποιον βιαστικό γάμο, οι γυναίκες είμαστε πάντα έτοιμες να βγάλουμε ταπεινωτικά συμπεράσματα για τις ομόφυλες μας… Τελοσπάντων το αγοράκι θα μπορούσε να είναι και καλύτερο, αλλα είναι αυτό που είναι, τυλιγμένο σα σουβλάκι στο αδιάβροχο του , γκρινιάζει όποτε ο μπαμπάς του χαμογελά ή δίνει σημασία γενικότερα στο νοστιμότατο κοριτσάκι που τους παρακολουθεί. Ή του απλώνει τη μπάλλα, να την κρατήσει ο μπαμπάς την ώρα που ο μπαμπάς ετοιμάζεται να απλώσει τα χέρια στο κοριτσάκι, να το κατεβάσει απο το σαλίγκαρο. Κακομαθημένο διεκδικητικό, ζηλιάρικο αγοράκι.
               Στο μεταξύ η κοπέλλα πηγαινοέρχεται νευρική σε απόσταση ασφαλείας απο την τριάδα, για να μη νομίσει ότι… ποιός να νομίσει, μόνο εγώ υπάρχω στην Παιδική Χαρά, εγώ να μη νομίσω λοιπόν. Κι εγώ φυσικά νομίζω ακριβώς αυτό. Κι ο μπαμπάς κρατά το ανιδιοτελές χαμόγελο του. Κι είμαι πρόθυμη να μείνω εκεί ώσπου να νυχτώσει, να δω τι θα γίνει με τους δυο αυτούς, με τα παιδιά τους, με τα δικά μου. 
              Η βροχή δυναμώνει ξαφνικά και τους διώχνει όλους. Τρεχάτη η μαμά με την πιτσιρίκα στην αγκαλιά, φεύγει χωρίς να χαιρετήσει. Σηκώνομαι και φωνάζω τα παιδιά μου. Θα έμεναν ευχαρίστως να μείνουν μούσκεμα, αλλά έχω καθήκον να τους προφυλάξω. Ο όμορφος μπαμπάς και το αγοράκι του φεύγουν πριν καν οι δικοί μου αποφασίσουν να μου δώσουν σημασία. Μείναμε για λίγο οι δυο μας πάντως κάτω από τη βροχή, δεχτήκαμε παρέα τις σταγόνες. 

Σάββατο 15 Ιουλίου 2000

Η ταυτότητά μας



Εγκαταλείπουμε το μετερίζι των Ενθεμάτων μέσα σε συνθήκες κλασσικών ελληνικών διακοπών. Η θάλασσα μας καλεί καθώς τα αιρ-κοντίσιον βογκάνε μαζικά κι απελπισμένα. Σκάει ο τζίτζικας κι όμως ο Χριστόδουλος μέσα στη ζέστη οργανώνει συλλαλητήρια. Η θρησκευτική αυταπάρνηση προστατεύει τα μαύρα ράσα από την απορρόφηση της ακτινοβολίας. Οι παπάδες δεν βγάζουν τη μπέμπελη, κι ας είναι ντυμένοι κατάλληλα για βαρύ χειμώνα. Ο βαρύς χειμώνας υπάρχει στην ψυχή τους και βάλθηκαν τα πλήθη να τους ζεστάνουν.
Παράξενο φαινόμενο αυτή η ομοιοπαθητική της φλόγας. Αντί να δραπετεύεις από το τσιμέντο, χώνεσαι βαθύτερα μέσα του, το προκαλείς. Τα πάθη ενίοτε διεγείρονται ακριβώς την εποχή που θα έκανε καλό στους παθόντες και παθιασμένους οργανισμούς να καταλαγιάσουν. Μέσα στον καυτό Ιούνιο λειώνουν στο καμίνι της υπέροχης ορθόδοξης συλλογικότητας οι εξεγερμένοι πιστοί. Μεσήλικες με ανεπιθύμητα κιλά συντάσσονται δίπλα σε νέους σφριγηλούς, που εκρήγνυνται από την ανάγκη να προσφέρουν το περίσσευμα της ζωτικότητας τους σε κάποιο μεγάλο σκοπό. Ορχούνται με ύμνους βυζαντινούς και τον εθνικό ύμνο αντάμα. Τα ράσα φρικιούν από συγκίνηση. Τα ράσα της αυταπάρνησης βρίσκουν το στόχο. Ιερός πόλεμος. Σταυροφορία. Έξοδος από τη μιζέρια της καθημερινότητας! Δεν θα γίνουμε εμείς Ευρωπαίοι, με τη ρουτίνα και με το μετρό, χωρίς εξάρσεις, χωρίς χαρακτήρα! Πέρα από το μετρό το μπουλό και το ντοντό μας περιμένουν οι δρόμοι και οι πλατείες.
Τα είχαν πάντα οι άλλοι τα αγαθά των συλλαλητηρίων. ΤΟ βάπτισμα στην κοινή ψυχή του πλήθους. Αυτές τις εμπειρίες που σε γεμίζουν αναμνήσεις κι ενίοτε σου βρίσκουν και ταίρι σου. Χρόνια ολόκληρα οι χριστιανοί ορθόδοξοι έβλεπαν τους άλλους, τους κομμουνιστές, τους αριστερούς, τους πασόκους, τις φεμινίστριες καμιά φορά, ακόμα και τους Κούρδους, να έχουν αυτή τη χαρά,  κι εκείνοι τίποτα. Τώρα επιτέλους πήρανε τα όνειρα εκδίκηση. 
Υπάρχει ένας άνθρωπος που τη βρίσκει. Ο Χριστόδουλος σε ρόλο πάπα Ουρβανού, με τη λάμψη και τη γοητεία της αρχιεπισκοπικής τελετουργίας, μεταφερμένη σε χώρο ανοιχτό, Ελευθερωμένος πια από το στενό πλαίσιο του καθεδρικού ναού, με ναό την πλατεία που έχει το όνομα του ανθρώπου που θεμελίωσε τις επιστήμες. Πλατεία Αριστοτέλους. Συγχωρούμε τον Αριστοτέλη, διότι επί αιώνες λατρεύτηκε με θρησκευτική ευλάβεια από τα δυτικά πανεπιστήμια και κάηκαν μερικοί χριστιανοί στ’ όνομα του, αλλά εν μέρει, μόνο εν μέρει. Κι εκεί στην πλατεία Αριστοτέλους, ή στην Συντάγματος, ακόμα καλύτερα, στίλβουν ολοκαίνουργα τα άμφια, μας θαμπώνουν, μας μεθούν. Δεν χρειάστηκε να βάλει τα χρυσοκέντητα ο αρχιεπίσκοπος, για να αποκτήσει νέα λάμψη η όψη του. Από μόνες τους οι πλατείες χρυσοκεντήθηκαν ολόκληρες. Καλέ τέτοιο γλέντι, πώς κανείς δεν το σκέφτηκε ως τώρα;
Τροπάρια, ψαλμοί, βαθιές φωνές, συντονισμοί χορωδιών, ντρεσάρισμα σε αργό βηματισμό, οι ιερείς κάθε θρησκείας ξέρουν απ’ αυτά. Οι ιεροτελεστίες είναι θέατρο, η ίδια η τέχνη του θεάτρου από ιεροτελεστία ξεπήδησε. Ρόλο πολιτικό, ρόλο εθνάρχη, κάποιο ρόλο πάντως, με ασαφές περίγραμμα, αλλά με σαφή ηγετική κατεύθυνση, δεν θέλει απλώς να τον παίξει ο αρχιεπίσκοπος, τον παίζει ήδη. Αυτό θέλει, να μιλά στο μπαλκόνι και να αλαλάζουν τα πλήθη. Δεν υπάρχει ηθοποιός, δεν υπάρχει πολιτικός, δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην το έχει ονειρευτεί αυτό το πράγμα κάποια στιγμή της ζωής του. Αταβιστικά μέσα μας ζει ο πρώτος αρχηγός φυλής που εμψύχωσε τους άνδρες του να ορμήσουν στην αντίπαλη φυλή. Τους πρώτες μαλθακούς άντρες,, που θα προτιμούσαν ίσως να καλλιεργήσουν τη γη τους και να πούνε παραμύθια στα παιδιά τους. Τους πρώτους που χρειάζονταν ρητορική. Τα αποτελέσματα θα πρέπει να υπήρξαν αξέχαστα στο ανθρώπινο είδος, αφού επί χιλιετίες εφάρμοσε την ίδια τακτική.
Ναι, Ο Χριστόδουλος τη βρίσκει. Έφτασε σε ένα βαθμό ευτυχίας που δεν θα του ξαναδώσει ο άμβωνας σκέτος. Ο θεός να μας φυλάει από το τι θα σκεφτεί ακόμα για να μπορέσει να ξαναβρεθεί στην ίδια θέση. Και τα ορχούμενα πλήθη πώς θα ξοδέψουν τη χαρά της νέας τους ταυτότητας;
Αλήθεια, θα τους έφτανε τώρα πια η αναφορά στα δελτία πως είναι χριστιανοί ορθόδοξοι; Πρέπει να κεντήσουν τουλάχιστον ένα σταυρό στον ώμο. Με τατουάζ θα είναι καλύτερα, ανεξίτηλο και επιδεικτικό στις παραλίες. 
Μιλώντας για παραλίες, καιρός να ετοιμαζόμαστε κι εμείς. Υπάρχει μια σοφία ορθή κι αλάθητη στα χρώματα της θάλασσας, όταν βουτάς χωρίς γυαλιά, κι αφού η γαλανόλευκος προέρχεται από τη θάλασσα, δεν βλέπω γιατί να μην εντρυφήσω στο πρωτότυπο. Τι άλλο καλύτερο έχει να μας προτείνει η ορθόδοξη σταυροφορία;
Ο Μάης του 68, η αγαπημένη επανάσταση, πριν ανατρέψει οριστικά το αστικό καθεστώς της Δύσης, ξεθύμανε με τις σχολικές διακοπές. Ελπίζω να ξεθυμάνει με τον ίδιο τρόπο κι ο Ιούνης του 2000, αυτή η παράξενη τοπική επανάσταση των μητροπόλεων (μητέρων πόλεων και καθεδρικών ναών) και τον Σεπτέμβρη να μην θυμόμαστε ούτε τα ρίγη του Χριστόδουλου ούτε τα δικά μας, ρίγη τόσο διαφορετικής φύσεως, πάντως όμως ρίγη. Ν’ αφήσουμε στην πάντα τους μεγάλους –ριγηλούς- διχασμούς και να πιάσουμε τις μικρές μας δουλειές, ανανεωμένοι και ξεκούραστοι. Να έχουμε τις καινούργιες μας αστυνομικές ταυτότητες και  να μην έχουμε χάσει εντελώς την παλιά μας ταυτότητα, να αναγνωρίζουμε ακόμα το πρόσωπο μας στις κινήσεις του, στις εκφράσεις του, στο λίγο χώρο που του δίνεται. Να μας έχουν απομείνει μια χούφτα λέξεις για να συνεννοούμαστε και μια σταλιά κουράγιο για να σωπαίνουμε όταν βλέπουμε ότι δεν έχει νόημα να μιλάμε

Παρασκευή 30 Ιουνίου 2000

Κραυγές και ψίθυροι


Ομιλία στο συνέδριο "Δημοσιογραφία και γλώσσα"
Γλώσσα της δημοσιογραφίας είναι οι εικόνες των ειδήσεων στην τηλεόραση, είναι η μουσική υπόκρουση στα ραδιοφωνικά δελτία ειδήσεων, είναι το πάτσγουορκ  των πρώτων σελίδων στις εφημερίδες όταν κρέμονται όλες μαζί στα περίπτερα. Περπατώντας μια μέρα σ’ ένα ωραίο φαρδύ παριζιάνικο πεζοδρόμιο, είχα βρεθεί ξαφνιασμένη μπροστά σ’ αυτό το τελευταίο «ιδίωμα», σ’ ένα περίπτερο που είχε  ελληνικές εφημερίδες. Ήταν κρεμασμένες η μία κάτω από την άλλη και το μέγεθος των γραμμάτων στους τίτλους ήταν τρομακτικό. Αγωνία μ’ έπιασε, τι είχε συμβεί στην Ελλάδα; Χρειάστηκε να τις διαβάσω όλες για να καταλάβω ότι δεν είχε συμβεί τίποτα το ιδιαίτερο στην Ελλάδα, να θυμηθώ ότι αυτά τα τεράστια γράμματα είναι η καθιερωμένη  ρουτίνα στα πρωτοσέλιδα των απογευματινών εφημερίδων. Είναι αυτά που βλέπουμε όλοι μας καθημερινά, σ’ όλα τα περίπτερα, ότι κι αν συμβαίνει, ότι κι αν δεν συμβαίνει.
Αυτή η κατάσταση δημιουργήθηκε σταδιακά μετά τη μεταπολίτευση. Οι πρώτες σελίδες των εφημερίδων μίκραιναν, ενώ τα γράμματα των τίτλων μεγάλωναν. Έχουν φτάσει πια να μοιάζουν με μικρές αφίσες, να περιέχουν τόσο λίγο κείμενο που θα μπορούσε να το φωνάξει ένας τελάλης με πολύ λίγες φράσεις. Κι αυτό κάνουν ακριβώς, αντικαθιστούν τον τελάλη. Ίσως μάλιστα να εξηγείται το όλο φαινόμενο από το γεγονός ότι δεν υπάρχουν πια τελάληδες, ούτε εφημεριδοπώλες να διαλαλούν την πραμάτεια.. Κι επειδή οι εφημερίδες είναι όλες στρατευμένες πολιτικά,, επειδή είναι όλες εκτός από μέσα ενημέρωσης και μέσα διάδοσης πολιτικών απόψεων με μικρότερο ή μεγαλύτερο φανατισμό η κάθε μία, κι επειδή τα γεγονότα κι οι ειδήσεις ερμηνεύονται σε κάθε μία από την πολιτική της σκοπιά, οι φωνές των απλών τελάληδων και εφημεριδοπωλών θα ήταν πολύ ειρηνικές για τους τίτλους και τη μαχητικότητα που τους διακρίνει. Ευτυχώς που είναι οπτικοί και δεν τους ακούμε παρά μόνο στο ραδιόφωνο και στην τηλεόραση, όταν τους διαβάζουν ήσυχα σε κάποια γραφεία.
Πολιτικά η συνήθεια επικράτησε την εποχή που η ΝΔ του Κωνσταντίνου Καραμανλή κυβερνούσε μετά τη μεταπολίτευση, κι αφού είχαν προηγηθεί μερικά χρόνια δεξιών κυβερνήσεων. Οι μαχητικοί μεγάλοι τίτλοι της κεντροαριστερής αντιπολίτευσης εξέφραζαν δυναμικά τη λαχτάρα της  για εξουσία. Όταν όμως την κέρδισε της έμειναν τα ξύλινα γράμματα ως βαριά κληρονομιά που δεν έχει τι να την κάνει. Φυσικά υιοθετήθηκαν από την έκτοτε δεξιά αντιπολίτευση, ακόμα πιο μαχητικοί και κραυγαλέοι. Υποτίθεται ότι προκαλούν τον αναγνώστη, υποτίθεται ότι θα τον ξαφνιάσουν, θα τον ανησυχήσουν, κάπως θα τον καταφέρουν να βάλει το χέρι στην τσέπη.
Όμως είναι γνωστό ότι οι αναγνώστες των εφημερίδων είναι μάλλον σταθεροί, πιστοί σε κάποιο φύλλο, δεν αλλάζουν επειδή βλέπουν έναν εντυπωσιακό τίτλο σε κάποιο άλλο. Έτσι οι μεγάλοι τίτλοι απλώς διευκολύνουν τους διαβάτες να έχουν ένα πανόραμα των απόψεων σε όσο το δυνατόν μικρότερο χρόνο, μπροστά στο περίπτερο. Το να σταματάς και να ρίχνεις μια ματιά στους τίτλους είναι συνήθεια που την έχουν πολλοί περισσότεροι άνθρωποι από όσους αγοράζουν τελικά εφημερίδα.
Υπάρχει λοιπόν αυτή η πολυφωνία του περιπτέρου, πολύ δημοκρατική, διότι όλοι οι τίτλοι φαίνονται από αρκετά μακριά και κατευναστική, διότι όλες μαζί οι κραυγές αποδυναμώνονται με την συνύπαρξη. Αυτή η εικόνα της υπερβολής άνευ λόγου είναι η πρώτη που φέρνει στο μυαλό μου ο τίτλος του Συνεδρίου «Δημοσιογραφία και γλώσσα». Τα μεγάλα γράμματα, αυτή η τεράστια λακωνικότητα έχει κάτι απειλητικό, παρ’ όλη την πολυφωνία. Ο κίνδυνος μιας κραυγής ομόφωνης δεν είναι φανταστικός, έχει υπάρξει κι έχει πιέσει εξαιρετικά την ελεύθερη έκφραση και τη σκέψη. Είναι δύσκολο να αντιστέκεσαι στους δραματικούς τόνους.
Η εμφάνιση αυτή των πρώτων σελίδων, είναι περισσότερο αρχιτεκτονική παρά γλώσσα, για την οποία ελάχιστοι από τους δημοσιογράφους είναι υπεύθυνοι. Οι άνθρωποι που τη χτίζουν κάθε βράδυ, που την δημιουργούν, δεν είναι αυτοί που γράφουν τα ρεπορτάζ, δεν είναι αυτοί που γράφουν τα χρονογραφήματα, ακόμα κι αν είναι όμως, μεταμορφώνονται σε αφανείς εργάτες οικοδομών. Οι λέξεις στην πρώτη σελίδα γίνονται αετώματα, τσιμεντόλιθοι, φράχτες και μετώπες. Οι διευθυντές, αυτοί συνήθως κατασκευάζουν την πρώτη σελίδα, έχουν εγκλωβιστεί σε κάτι πέρα από την πολιτική στράτευση, πέρα από την ενημέρωση, πέρα από τη δημοσιογραφία. Αυτό το κάτι υποτίθεται πως είναι η λογική της αγοράς, από την οποία δεν μπορείς να ξεφύγεις. Ότι κάνουν οι άλλοι πρέπει να το κάνουμε κι εμείς, σκέφτεται χωριστά ο καθένας.
Πάντως η κυκλοφορία των εφημερίδων όλ’ αυτά τα χρόνια των ξύλινων κραυγών, πέφτει αντί να ανεβαίνει. Παλεύοντας με ξένα μέσα, με την εικόνα και με το ξάφνιασμα, μέσα που η τηλεόραση τα κρατά και τα ελέγχει από γεννησιμιού της, ο Τύπος χάνει το παιχνίδι. Το ξανακερδίζει στις εσωτερικές  σελίδες, στους ψιθύρους. Εκεί που τα κείμενα μεγαλώνουν και τα γράμματα μικραίνουν, γίνονται εξαράκια, όπως τα λέγαμε κάποτε. Τα ρεπορτάζ, που έχουν ήδη δοθεί στην τηλεόραση και στο ραδιόφωνο, είναι λιγόλογα, αλλά πιο αναλυτικά, πληθαίνουν όμως οι στήλες των σχολίων, τα άρθρα, οι αναλύσεις, τα σχόλια, τα χρονογραφήματα, που βρίσκονται τώρα σπαρμένα σε ολόκληρο το σώμα της εφημερίδας, σε κάθε της γωνιά. Ο πλούτος των εφημερίδων είναι όλα αυτά τα δευτερογενή κείμενα, που τις Κυριακές ειδικά τις κάνουν υποκατάστατα των περιοδικών ποικίλης ύλης.
Οι συγγραφείς των κειμένων αυτών δεν είναι πάντα δημοσιογράφοι, έρχονται από άλλους χώρους, ειδικεύονται σε άλλες γραφές, δεν πέρασαν την τυραννία  του κυνηγητού της είδησης. Πιστεύω ότι και η δημοσιογραφία, η καθαρή και πρωτογενής δημοσιογραφία, βρίσκει την καλύτερη στιγμή της σ’ αυτή τη μορφή. Όταν έχει καταλαγιάσει το άγχος της αγοράς, όταν έχουν ξεθυμάνει τα κλισέ, κι ο δημοσιογράφος, ερμηνευτής της πραγματικότητας, βρίσκεται απέναντι της με τα πιο απλά γλωσσικά εργαλεία και μπορεί επιτέλους να ψιθυρίσει. Δεν είναι καθόλου εύκολο. Είναι ένα στάδιο ωριμότητας, μια κατάσταση πολυτελής, που την κατακτά κανείς με κόπους. Εκεί ακουμπά κανείς τα βαριά μπαγκάζια του, καταθέτει τα όπλα του εντυπωσιασμού κι αρχίζει την κατάκτηση του προσωπικού του ύφους που θα δώσει ξανά την εικόνα του κόσμου. Να ψιθυρίζουμε, για να μπορούν τα πράγματα να μας μιλούν, θα συμπλήρωνα την παραίνεση του Χρήστου Βακαλόπουλου, που μας θύμισε χτες ο Ηλίας Κανέλλης. Υπάρχει πλούτος μυστικός στις εσωτερικές σελίδες των εφημερίδων και τον ονομάζω μυστικό, ονομάζω τα κείμενα αυτά ψιθύρους διότι κατά κάποιο τρόπο αγνοούνται, από τους αναλυτές, τους γλωσσολόγους, τους μελετητές των μέσων ενημέρωσης, αλλά καμιά φορά και τους ίδιους τους επικεφαλής τους. Όλοι ασχολούνται με τα πρωτοσέλιδα, αλλά τα εσωτερικά κείμενα σαν να παρεισφρύουν ερήμην των εφημερίδων, σαν να μην αναγνωρίζονται, σαν να βρίσκονται εκεί τυχαία, λες και θα μπορούσαν να βρίσκονται και κάπου αλλού. Οι εφημερίδες κατατρύχονται από το άγχος του ανταγωνισμού, μεταξύ τους και με την τηλεόραση και συνηθίζουν να περιφρονούν αυτό που είναι το πραγματικό ατού τους.
Γι’ αυτό οι δημοσιογράφοι βασανίζονται. Πρέπει να μάθουν πρώτα να κραυγάζουν. Πρέπει να αποστηθίσουν τα κλισέ και να τα χρησιμοποιούν καταλλήλως σε κάθε περίσταση. Είναι το πρώτο τους οπλοστάσιο, διαβατήριο για τη μύηση στο θαυμαστό γενναίο κόσμο της επικοινωνίας. Λέξεις αναγνώρισης, σύνθημα και παρασύνθημα. Κι εδώ που τα λέμε βοηθούν σαν μπούσουλας ν’ αντιμετωπίσει ο νέος την πραγματικότητα σε συνθήκες πίεσης χρόνου, να μη μείνει άφωνος μπροστά της. Ας μην είμαστε τόσο απόλυτοι με τα κλισέ και με τις ξένες λέξεις. Ο δημοσιογράφος πρέπει πρώτα να εντυπωσιάσει για να μπορέσει κάποτε να ψιθυρίσει. Οι ξένες λέξεις τραβάνε την προσοχή, ώσπου να γίνουν συνηθισμένες κι ίσως οι ίδιοι που τις λανσάρησαν θα ψάξουν να βρουν κάποια άλλη τότε, η οποία πιθανόν να είναι αρχαία ελληνική. Είναι κι αυτές αρκετά εντυπωσιακές εξ άλλου. Οι δημοσιογράφοι είναι άνθρωποι που πρέπει να τραβάνε την προσοχή. Υπάρχει μεγάλος ανταγωνισμός, δεν είναι εύκολο. Χρειάζεται πια ταλέντο  σώου- μπίζνες. Οι υπερβολές, τα δράματα, η εκζήτηση, η πρόκληση οι εξυπνάδες, όλ’ αυτά  είναι συνηθισμένα μέσα για να ξεχωρίσεις, ή έτσι νομίζουμε πολλοί. Η γλώσσα μπαίνει σ’ αυτό το παιχνίδι, χρησιμοποιείται ως υλικό χλιδής. Όχι μόνο δεν συρρικνώνεται αλλά φουσκώνει με τη χρήση αυτή, λάμπει κι αστραφτοκοπά σαν χριστουγεννιάτικο δέντρο. Εκείνο που συρρικνώνεται με όλα αυτά είναι η πραγματικότητα, ο γύρω μας κόσμος και η δυνατότητα να τον καταλάβουμε. Και φτάνει ώρες ώρες να χάνεται το νόημα των λέξεων μπροστά στ’ αυτιά μας, από την κατάχρηση και τη μεταφορά. Αλλά πώς να προστατέψεις τις λέξεις; Να τις βάλεις σε κανένα κλουβί; Δεν γίνεται. Να βγάλει φιρμάνια η ΕΣΗΕΑ για την χρήση τους; Ούτε αυτό γίνεται.
Υπήρξε διεθνώς ένα κίνημα σχετικό με τη χρήση των ονομασιών, το κίνημα της πολιτικής ορθότητας, που ξεκίνησε από την Αμερική και είχε στόχο κυρίως αντιρατσιστικό, στην Ελλάδα όμως το αντιμετωπίσαμε μόνο με ειρωνεία.  Η προσπάθεια να εντοπιστούν οι λέξεις που στιγματίζουν αρνητικά άτομα ή ομάδες ατόμων και οδηγούν σε διακρίσεις φυλετικές και άλλες, έφτασε σε μας μόνο ως ανέκδοτο, παρόλο που η επιλογή των λέξεων και των εκφράσεων που χρησιμοποιούμε, θα μας το πουν και οι γλωσσολόγοι, δεν είναι ποτέ τυχαία. Τα σημερινά παιδιά π.χ. χρησιμοποιούν αυθορμήτως τη λέξη «βουλεύτρια», θηλυκό του «βουλευτής», που εμείς δεν μπορούμε να την πούμε ούτε να τη γράψουμε. Αυτά όμως μεγαλώνουν σε έναν κόσμο χωρίς προκαταλήψεις κατά των γυναικών και λένε «βουλεύτρια» όπως λένε «χορεύτρια», πράγμα που θ’ αναγκαστεί κι η γραμματική να το δεχθεί οσονούπω. Ελπίζω μόνο κανένα λεξικό να μην γράψει στις έννοιες της λέξης «Αλβανός» το «διαρρήκτης» διότι εκεί υπάρχει μια καινούργια γλωσσική παρεξήγηση που κάνουν τα σημερινά παιδιά, αφού έχουν μετατοπιστεί σε βάρος εθνικοτήτων  οι υποτιμητικές διακρίσεις. Αλλά ακόμα και σ’ αυτά τα πράγματα δεν ξέρω τι νόημα θα είχαν κάποιες συστάσεις της ΕΣΗΕΑ π.χ., από τη στιγμή που οι χρήστες των λέξεων δεν πιστεύουν απόλυτα και φανατικά ότι κάθε φύλο, κάθε ομάδα, και κάθε εθνικότητα δικαιούται την αξιοπρέπεια του ονόματος του. Βρισκόμαστε εκεί πάντα στο στάδιο των κραυγών, στο στάδιο του ρεπορτάζ, της βιασύνης, της ευκολίας, όταν προέχει η εντύπωση και η εξασφάλιση μιας θέσης στη σελιδοποίηση ή στο μεγάλο δελτίο. Όλοι αυτοί οι προβληματισμοί χρειάζονται κάποιο χρόνο, μια ελάχιστη περίσκεψη, χρειάζονται τις εσωτερικές σελίδες και την ωριμότητα των ψιθύρων.
Το Συνέδριο αυτό,  γίνεται μια εβδομάδα μόνο μετά τις εκλογές, και το τέλος της προεκλογικής περιόδου, κατά τη διάρκεια της οποίας συζητήθηκε τόσο πολύ η μορφή της επικοινωνίας κι αναλύθηκε σε τέτοιο βάθος, που δεν έμειναν πολλά περιθώρια για την ουσία. Μας κατέχει ακόμα δέος μπροστά στη δύναμη και τη λάμψη του μέσου και δεν αναλύουμε αρκετά το μήνυμα. Τι γράφεται από ποιόν με τι ύφος και τι επιδιώκει. Όλοι αυτοί οι τίτλοι, αυτή μανία της λακωνικότητας, της δημιουργίας σλόγκαν, πώς διαπερνά την εικόνα και τη σελίδα, πώς ισορροπεί ανάμεσα στην εικόνα και στη σελίδα, γιατί υπάρχει και στις δύο, επηρεάζει τον τρόπο ομιλίας μας; Την άσκηση της πολιτικής; Πολλά απολαυστικά θέματα( είναι πάντα απολαυστικό να γνωρίζεις το βαθύτερο νόημα των επιλογών σου)  θα μπορούσαν να βρουν οι γλωσσολόγοι ερευνώντας και συγκρίνοντας τις μεντιακές γλωσσικές συνήθειες και διατυπώσεις και πιστεύω ότι στον πλούτο των εσωτερικών σελίδων τα συμπεράσματα των ερευνών που ελπίζουμε να κάνουν, θα βρίσκουν πάντα εξαράκια και άφθονο χώρο να φιλοξενούνται.


Κυριακή 7 Μαΐου 2000

Ηellenes



To αεροπλάνο  της Ολυμπιακής έρχεται από το Παρίσι, αλλά με κάποια στροφή εναέρια, φτάνει και κατεβαίνει για προσγείωση στο Ελληνικό πάνω από τις παραλιακές συνοικίες της μείζονος Αθήνας. Φαίνονται από ψηλά λαμπερά και κατάλευκα τα καινούργια κτίρια κατοικιών, όλα με αρκετό χώρο γύρω γύρω, αρκετό πράσινο που φωτίζει τον ήλιο του Δεκεμβρίου, και λες, καθώς γρήγορα τα προσπερνά και μπαίνει στο διάδρομο προσγείωσης, σε τι παράδεισο πηγαίνω… Μόλις το αεροπλάνο σταματήσει, κι αφού κανένας πια δεν χειροκροτεί τον πιλότο, ενώ του άξιζε, η φωνή στο μεγάφωνο σε καλωσορίζει:
Καλώς ήρθατε στην Ελλάδα κυρίες και κύριοι, λέει αγγλικά και γαλλικά.
 Αλλά το «Ελλάδα» δεν το λέει Γκρης, όπως το ξέρουν οι αγγλομαθείς, ούτε Γκρες, στα γαλλικά. Το λέει «Ελλάς» Όπως στα γραμματόσημα. Hellas.
Eν συνεχεία αναφέρεται στην Αθήνα. Αλλά δεν τη λέει Άθενς στην αγγλική φράση. Την λέει Αθήνα. Ας πούμε, «Αthina». Κι ύστερα διστάζει, στη γαλλική γλώσσα, διότι οι γάλλοι δεν έχουν τον φθόγγο θήτα. Και τονίζουν όλες τις λέξεις στη λήγουσα. Πώς να το πει λοιπόν, να το πει, «Αθηνά» ή «Ατινά»; Θα μπερδευτεί η πόλη με τη θεά της. Κι έτσι, παίρνει βαθιά ανάσα και λέει τη γαλλική λέξη, Ατέν, αλλά πραγματικά τη λυπάσαι που αναγκάζεται να υποχωρήσει μ’ αυτόν τον τρόπο. Πρόκειται για μικρή ήττα της μάχης περί ελληνικότητας, ενώ μόλις έχεις πατήσει το πόδι σου επί ελληνικού εδάφους.
Φτάσαμε λοιπόν στο σημείο να έχουμε τόσο πολύ διορθώσει τη γλώσσα μας και τα τοπωνύμια της χώρας μας, ώστε να μπορούμε να βάζουμε χέρι και στις γλώσσες των άλλων. Διότι θα μας φαινόταν ίσως γελοίο να μας υποχρέωναν οι Γερμανοί να λέμε στα ελληνικά, όταν μιλάμε μεταξύ μας τη χώρα τους Ντόιτσλαντ, ή οι Γάλλοι τη δική τους Φρανς- ίσως όμως αρκούνταν στο Φραγκία;-    άσε πια τους Ελβετούς και τους Ολλανδούς, εκεί δεν συζητάμε, αλλά το να ξεκινάμε εμείς τέτοια εκστρατεία είναι καλό και άγιο. Διότι είμεθα Ελλέν εμείς κι όχι ότι ότι. Όλα μας επιτρέπονται.
Κατόπιν όλων αυτών βγαίνεις στους δρόμους, όπου τα αυτοκίνητα δεν σταματούν στις διαβάσεις για να περάσουν οι πεζοί, όπου οι οδηγοί κορνάρουν συνέχεια κι όπου οι ταξιτζήδες σε σνομπάρουν ή σε βασανίζουν με πολλαπλές μισθώσεις και πολλαπλές διαδρομές κι αναρωτιέσαι αφελώς, δεν μπορεί να γίνει άλλου τύπου εκστρατεία σ’ αυτή την Hellas, τελοσπάντων, να αποκτήσουν οι Hellenes ανθρώπινη συμπεριφορά στους δρόμους; Αλλά βέβαια αυτά είναι απορίες ευρωλιγούρηδων, που ξεχνιούνται καμιά φορά και λένε μπροστά στον καθρέφτη:
-Εγώ γραικός γεννήθηκα, γραικός θε να πεθάνω!


Φωτογραφίες μη υποψηφίων



«Με τις φωτογραφίες μπαίνουμε σε έναν επίπεδο θάνατο. Η φράση του Ρολάν Μπαρτ, που την είχα ακούσει με τα αυτιά μου στις παραδόσεις του λίγο καιρό πριν πεθάνει από αυτοκινητιστικό δυστύχημα στο Παρίσι, δεν παύει να με σοκάρει όσα χρόνια κι αν πέρασαν από τότε. Ωστόσο θα ήθελα να έχω φωτογραφηθεί μαζί του, πριν εκείνο το αυτοκίνητο που έστριψε απότομα στη rue des Ecoles, την οδό των Σχολείων, τον στείλει σε έναν κυριολεκτικά επίπεδο θάνατο, πάνω στην άσφαλτο, λίγα μέτρα πιο κει από το σαντουιτσάδικο όπου παίρναμε δυνάμεις για να μπορέσουμε να παρακολουθήσουμε κι άλλα μαθήματα, δικά του κι αλλονών. Αν είχα προνοήσει να έχω μια φωτογραφία κοντά στην έδρα όπου παρέδιδε κι όπου συχνά έβρισκα θέση από κάτω με τους στριμωγμένους στο πάτωμα, γιατί γέμιζε ασφυκτικά η αίθουσα, θα μπορούσα τώρα να πλουτίσω τα άλμπουμ που έχω αρχίσει να φτιάχνω και που με κάνουν να τον θυμάμαι συνεχώς. Όμως όταν είμαστε νέοι δεν καταλαβαίνουμε πάντα πότε ζούμε στιγμές ξεχωριστές και πότε πρέπει να τις απαθανατίζουμε. Περνάνε τα καλύτερα μας χρόνια χωρίς φωτογραφίες κι ύστερα χρειαζόμαστε κραγιόν και ρουζ και μάσκαρα για να βρει το πρόσωπο τις σβησμένες γραμμές του και να ποζάρει όπως περίπου ήταν στα καλύτερα του. Με τις φωτογραφίες μπαίνουμε τότε, καθυστερημένα, σε πόζες που πλαστογραφούν τη ζωή, αλλά μήπως σ’ αυτό δεν χρειάζονται κυρίως οι φωτογραφίες;
Αν δεις τα άλμπουμ που φτιάχνω, νομίζεις ότι η ζωή μας είναι μια ατέλειωτη εκδρομή. Παρέες γελαστές ποζάρουν σε μέρη όμορφα, και καμιά φορά τα μπερδεύω κιόλας. Αυτά τα αρχαία μάρμαρα είναι από τους Δελφούς, ή από τους στύλους του Ολυμπίου Διός; Πότε πήγαμε εκεί; Κι αυτή η αμμουδιά σε ποια χρονιά ανήκει;
Οι εξαιρετικές περιστάσεις γεμίζουν τις σελίδες. Δεν έχουμε καμιά φωτογραφία που να μας δείχνει αγουροξυπνημένους στις εφτά το πρωί να ξεκινάμε την εργάσιμη μέρα με τα μέλη ακόμα μουδιασμένα, δεν μας δείχνουν στη δουλειά, στους διαδρόμους που τρώμε τη ζωή μας και μυρίζουν τσιγαρίλα, δεν μας δείχνουν ποτέ στριμωγμένους στα τρόλεϊ το μεσημέρι, τη χειρότερη στιγμή της μέρας που νομίζουμε πως δεν θα τη βγάλουμε. Δεν αποτυπώνουν το πέρασμα από τους βρώμικους δρόμους που γίνεται συνέχεια και δεν χρειάζεται να τυπωθεί στους κόκκους του φωτογραφικού χαρτιού, τυπώνεται στα κύτταρά μας και μένει εκεί, δεν χρειάζεται να ξεφυλλίσεις το άλμπουμ για να το κοιτάξεις. Κι όταν δεχόμαστε επίθεση, λεκτική, ή κλαξονική κι απαντάμε ή δεν απαντάμε, όταν μας βασανίζουν οι υπάλληλοι της εφορίας, όταν βάζουμε τις φωνές στο νεαρό που απειλεί να μας χτυπήσει με το μηχανάκι του πάνω στο πεζοδρόμιο, δεν φωτογραφιζόμαστε, ούτε θέλουμε. Αυτό το άλμπουμ είναι καταχωνιασμένο στην ψυχή μας και το αφήνουμε να σκονίζεται με την ελπίδα ότι τα χρώματα του θα σβηστούν κάποτε, ενώ στο σπίτι κορνιζάρουμε τη φωτογραφία με τα παιδιά μπροστά στην Παναγία των Παρισίων. Μόνο που φαίνεται σαν φωτομοντάζ όσο περνά ο καιρός, σα να είναι ψεύτικη η εκκλησία και η πέτρινη γέφυρα και τα παιδιά μπροστά να έχουν ποζάρει σε χαρτόνι φωτογράφου. Ξεθώριασε τελείως το άρωμα από τα ωραία μέρη πάνω μας, καθώς ο σκονισμένος αέρας μας σπρώχνει ολοένα γκροπλαν στα μούτρα της άσχημης Αθήνας. Βάζουμε άλλη κορνίζα, στην Πάρνηθα με φρέσκα έλατα. Την κοιτάμε ξαφνικά και λέμε, εμείς είμαστε αυτοί; Κι η Πάρνηθα είναι δίπλα, μια ώρα με το αυτοκίνητο, αλλά το νιώθεις ότι η σκόνη της αθηναϊκής πλεονεξίας ξεθωριάζει τα χρώματα της.
Με τα παιδιά γίνεται το πιο σκληρό παιχνίδι, οι φωτογραφίες σου δείχνουν πόσο αλλάζουν και στην καθημερινή προσπάθεια να τα εκπολιτίσεις δεν αντιλαμβάνεσαι πόσο γρήγορα χάνεται από το πρόσωπο τους η υπέροχη νηπιακή αύρα, πόσο δεν έχεις χρόνο να χαρείς αυτό που ζήλευες στα ξένα παιδιά πριν αποκτήσεις τα δικά σου. Μόνο οι φωτογραφίες βεβαιώνουν ότι ο καιρός αυτός υπήρξε κι ήσουν κι εσύ εκεί, στην καρδιά του, αλλά τι τον έκανες; Κάποιος αιχμαλώτισε στο φακό μια στιγμή που όταν τη ζούσες σου είχε ξεφύγει. Μήπως έπρεπε να αφήσεις ολότελα την προσπάθεια, να μην φωτογραφίζεις τίποτε απολύτως, και να ξεδιαλέξεις μετά την προσωπική σου ιστορία, να την πεις, ή να τη γράψεις όπως νομίζεις εσύ; Η φωτογραφία είναι αυθαιρεσία σε βάρος των εικόνων σου!
Ωστόσο συνεχίζω να τακτοποιώ άλμπουμ, δύσκολη δουλειά που θέλει πολλές ημέρες, αυθαιρετώντας πάνω στην αυθαιρεσία, τακτοποιώντας το χάος, καταλαβαίνοντας γιατι οι μεγάλοι άνθρωποι αποφεύγουν να φωτογραφηθούν και γιατί φτιάχνονται με επιμέλεια πριν στηθούν στο φακό και προβλέποντας τη θλίψη των μικρών όταν θα είναι μεγάλοι και να κοιτάνε τον εαυτό τους στις παλιές φωτογραφίες. Γιατί τίποτε δεν αποτυπώνεται τόσο λαμπερό όσο η εφήμερη παιδική χάρη και τίποτε δεν είναι τόσο χαμένο στην ενήλικη κατάσταση. Οι φωτογραφίες ξαναδίνουν στο χρόνο της παιδικής ηλικίας τη μικρή του διάσταση, ενώ στον καθένα μας φαίνεται αιώνας. Μήπως ο Ρολάν Μπαρτ είχε δίκιο τελικά όταν μιλούσε για επίπεδο θάνατο; Τι μανία είναι αυτή, να θέλεις να αποτυπώσεις ό,τι δεν μπορείς πια να είσαι;
Μεταφέρω τις σκέψεις στις φωτογραφίες των υποψηφίων για να ελαφρώσω τη μελαγχολία μου. Ευτυχώς διάλεξα να φτιάξω τα άλμπουμ σε προεκλογική περίοδο και η πολιτική κάνει όλα τα παιχνίδια του χρόνου σε βάρος μας να φαίνονται αστεία. μας βοηθούν οι υποψήφιοι να κρατάμε την ελαφρότητά μας, να μην την βλέπουμε αβάσταχτη, να δίνουμε λίγη στο φαίνεσθαι, λίγη στο είναι.


Κυριακή 26 Μαρτίου 2000

Παρέλαση στη βροχή

 

     Παρέλαση στη βροχή

 

 Έριχνε χιονόνερο την Τετάρτη, αλλά ακόμα κανένα δέντρο δεν είχε πέσει και το ρεύμα δεν είχε κοπεί και δεν σκέφτηκε κανένας ότι θα έπρεπε να αναβάλλουν την παρέλαση της 25ης Μαρτίου.

Ήταν παρέλαση μαθητών και μαθητριών. Την ορισμένη ώρα μαζεύτηκαν έξω από το σχολείο, λιγοστοί, τουρτουρίζοντας μέσα στις επίσημες στολές που δεν προβλέπουν ποτέ τίποτα ζεστό, για λόγους οικονομίας μάλλον. Οι γονείς από κοντά, τριπλοί σε μέγεθος, σαν ΄να ανήκαν σε άλλο είδος, μπαμπουλωμένοι σε κασκόλ και σκούφους, να κρατάνε με σπαραγμό ψυχής τα απαγορευμένα μπουφάν των νεαρών βλαστών τους.

-Θα πηγαίνω από κοντά, να της το δώσω όταν στέκονται τουλάχιστον..

-Μη στεναχωριέσαι, είναι νέοι, βράζει το αίμα τους!

-Μέχρι προχτές πάντως έβραζε το θερμόμετρο από τον πυρετό της.

-Ξεκινάνε. Πρώτα έχει κατάθεση στεφάνου.

-Κράτα τα μικρά από το χέρι μην τα χάσουμε.

-Εγώ δεν θέλω κράτημα, Δε θέλω, δε θέλω! Έχω το πιστόλι μου και θέλω να σκοτώνω Τούρκους!

-Δεν έχει Τούρκους εδώ. Κράτα με σφιχτά!

-Θέλω να σκοτώσω, να σκοτώσω, να σκοτώσω! Είμαι ο Κολοκοτρώνης!

-Έλα δω μη σε χάσω και το πιστόλι δώσ’ το να το βάλω στην τσάντα μου.

-Γιατί έχουνε απλωμένα αυτά τα σκοινιά στο πεζοδρόμιο; Θα βάλουνε τρικλοποδιά στην παρέλαση;

-Σιωπή! Είναι για να στεκόμαστε μπροστά και να βλέπουμε!

-Μαμά ήθελα και γώ να πάω στην παρέλαση. Να ντυθώ Κολοκοτρώνης! Τετρακόσια χρόνια σκλάβοι, το φαντάζεστε;

-Όχι!

-Μαμά, να σου πω, ο Κολοκοτρώνης τους πολεμούσε τετρακόσια χρόνια τους Τούρκους; Συ-νε-χώς!

-Τι γελάτε κυρία μου; Γίνεται κατάθεση στεφάνου!

-Μαμά απάντησε μου!

Κάτω από τη συγκίνηση του ουρανού που μεταφραζόταν σε ήσυχες σταγόνες, έγινε η κατάθεση, σκόρπισε το πλήθος, άρχισε η παρέλαση. Τα περήφανα νιάτα ήταν κατάχλομα, με κόκκινες πρησμένες μύτες. 

-Αχ τι χαριτωμένα παιδάκια! Κάντε λίγο πιο πέρα να βλέπουμε κι εμείς!

-Πάντως από βήμα είναι χάλια. Κοίτα πώς πάνε, σαν ξεβιδωμένα!

-Δεν κάνουν αρκετές πρόβες. 

-Κι ο κόσμος χωρίς πάθος βρε παιδί μου. Ούτε χειροκροτάνε, ούτε τίποτα!

-Η γειτονιά είναι τέτοια, δε νοιάζονται για την εκπαίδευση..

-Οι γυμνάστριες φταίνε. Δεν έχουν μεράκι πια. Στα χρόνια μας αν βγαίναμε από τη γραμμή μας έριχναν με το βούρδουλα!

-Βεβαίως! Και σε μας το ίδιο. Και για μέρες πριν χάναμε μαθήματα για να κάνουμε την παρέλαση. Ήμασταν άψογοι! Σαν στρατιώτες! Όχι αυτό το αίσχος. Κοίτα δω, ο καθένας πάει όπως του αρέσει;

-Μαμά τι λένε αυτοί οι χοντροί;

-Σουτ! Μη φωνάζεις! Μην τους λες χοντρούς!

-Πηγαίνετε πιο πέρα τέλος πάντων μαντάμ, να βλέπουμε!

-Μα γιατί θέλετε να τους βλέπετε, αφού είναι τόσο χάλια;

-Μαμά βρήκα καλύτερη θέση. Έλα δω. Να η Μπουμπού μας που έρχεται. Να της φωνάξω;

-Όχι δεν είναι σωστό.

-Μαμά θα πολεμήσουμε τους Τούρκους;

-Ελπίζω όχι.

-Πέρασαν τα τετρακόσια χρόνια, ε;

-Ελπίζω ναι.

-Μαμά όταν ήσουνα μικρή, σε χτυπούσαν με βούρδουλα για να πηγαίνεις ίσια στην παρέλαση;

-Εγώ δεν πήγα ποτέ σε παρέλαση. Ούτε είδα άλλη φορά. Πρώτη φορά βλέπω παρέλαση!

-Αλήθεια μαμά; Όπως κι εγώ; Κι ας είσαι τόσο μεγάλη...

-Από παρελάσεις είμαι σαν εσένα, πρωτάρα.

-Δεν είχες γεννηθεί όταν ήταν τα τετρακόσια χρόνια;

-Όχι, αχ όχι. Δώσε μου εδώ αυτό το πιστόλι. Είμαι πολύ πιο μικρή από τόσο. Όταν ήμουν παιδί, είχε καταργηθεί ο βούρδουλας!

-Είσαι πιο νέα από κείνους τους χοντρούς μαμά;

-Ουφ, είπες και κάτι σωστό σήμερα, επιτέλους!

 

                                                    

Πόσο δύσκολο να γίνει το προσωπικό, πολιτικό.

Τη νύχτα που έφτασε ο Καραμανλής στο Ελληνικό να αναλάβει τα ηνία της χώρας που είχε βρεθεί στο χείλος του γκρεμού, πενήντα χρόνια πριν, δεν...