Τρίτη 24 Ιουλίου 2018

Νεκροί στις εξοχές

Τα πεύκα της ανατολικής Αττικής καίγονται από χτες, και δεν λένε να σβήσουν. Εξήντα νεκροί μέχρι στιγμής, παιδιά, άντρες και γυναίκες. Κόλαση το ωραίο Μάτι, η ωραία Κινέτα, το όμορφο Κόκκινο λιμανάκι, ένα σωρό μέρη που τα ζηλεύαμε όταν πηγαίναμε εκεί, με τα δέντρα να φτάνουν ως τα βότσαλα της παραλίας. Μακάρι να μην έφταναν ως τα βότσαλα της παραλίας τα πεύκα...
Μερικοί μιλούν τώρα για εμπρησμούς, είδαν και βανάκια να περνάνε με στουπιά, λέει. Αστεία πράγματα. Δεν χρειάζεται εμπρηστές η Αττική για να πάρει η φωτιά, ούτε ολόκληρη η Ελλάδα. Όποιος ταξιδεύει με αυτοκίνητο, μια ματιά προσεχτική να ρίξει στο δρόμο, βλέπει τις όχθες του στρωμένες με εύφλεκτες ύλες, Σκουπίδια και χόρτα ξερά. Αν πάει βόλτα σε οποιοδήποτε δάσος, ας πούμε στον Εθνικό Δρυμό Σουνίου που πηγαίνω εγώ συχνά, δεν υπάρχει περίπτωση να μην πετύχει σωρούς σκουπιδιών. Επειδή έχει διακηρυχτεί Εθνικός Δρυμός, τόσο βαρύγδουπα, δεν σημαίνει ότι μπορεί μόνος του να μαζεύει τα σκουπίδια. Δεν χρειάζεται ούτε στουπί, ούτε σπίρτα. Ένα τσιγάρο που πετάγεται από αυτοκίνητο, ένα μπουκάλι που γίνεται φακός συγκέντρωσης, αμέσως βρίσκει εύφλεκτη ύλη.
Είναι δουλειά των Δήμων να καθαρίζουν τους δρόμους; Πρέπει να γίνουν σώματα εθελοντών; Πρέπει να το κάνουν οι περίοικοι υποχρεωτικά; Κανένας δεν το κάνει πάντως. Έχουμε απολύτως συνηθίσει να μην ασχολούμαστε με τον δημόσιο χώρο. Αποκλείεται να αλλάξουμε, όσοι νεκροί κι αν μετρηθούν από πυρκαγιές κι απο πλημμύρες. Μην ελπίζετε. Σε λίγο θα ξεχαστεί, σε μια βδομάδα. Βάζουμε στοίχημα ό,τι θέλετε. Θλιβερό, αλλά έτσι είναι. 
Είναι πολύ βαθιά ριζωμένη η στάση  περιφρόνησης του δημόσιου χώρου στον έλληνα πολίτη. 
Για τον σχεδιασμό της αντιμετώπισης όταν η φωτιά ξεκινά, δεν ξέρω να πω. Δεν έχω τύχει σε πυρκαγιά, περνάω όμως συνέχεια από εξοχικούς δρόμους. Ας πούμε, έχω πάει στο Μάτι. Έχει μικρούς στενούς δρόμους ως την παραλία. Χωράνε μόνο ένα αυτοκίνητο, και λένε οι κάτοικοι, καλύτερα είναι έτσι, να μη μάθει όλος ο κόσμος τις εξοχές μας και να πλακώσει στις παραλίες, να μη βρίσκουμε θέση. Αυτή η αντίληψη υπάρχει σε πολλές εξοχές. Πυροσβεστικά δεν περνάνε απ' αυτά τα κρυμμένα δρομάκια. Η φωτια όμως τα δρασκελά εύκολα. Πώς να τη σβήσεις όταν ξεσπάσει; Έχουν έτσι σχεδιαστεί τα σπίτια και οι οικισμοί... σχεδιαστεί, μεγάλη κουβέντα! Δεν νομίζω να υπήρξε ποτέ σχέδιο. Μάλλον κάποιος κτηματίας θα χώρισε το κτήμα του σε οικοπεδάκια, μικρούτσικα για να πουληθούν εύκολα, με στενούς δρόμους, μη χάσει και πολύ πράμα σε δρόμους, κλπ, κλπ, όπως έχει γίνει η Αθήνα ολοκληρη. Στην Πεντέλη πρέπει να είναι η ίδια η Μονή που έκανε αυτή τη δουλειά. Η Εκκλησία της Ελλάδος ως κτηματίας είναι άπληστη, φαίνεται από τα κτίρια της στην Αθήνα, πώς γλύφουν το πεζοδρόμιο εξαντλώντας κάθε χιλιοστό οικοδομήσιμης δυνατότητας.
Οι πολιτικοί επιτρέπουν κι ενθαρρύνουν αυτές τις συνήθειες. Οι οικοπεδούχοι είναι η εκλογική τους πελατεία. Διευκολύνουν τα αυθαίρετα, έτσι έχουν τους κατοίκους ολόκληρων περιοχών στο χέρι. Είναι οι μεγαλύτεροι υπεύθυνοι σε βάθος χρόνος, γιατί αυτοί θα ώφειλαν να σχεδιάσουν τις πόλεις μιας Πολιτείας που υποτίθεται κυβερνούν βάσει των νόμων κι όχι των παρανομιών. Αλλά πόσο βαρετό να ζητάς ευθύνες από τους παππούδες που άρχισαν το νταραβέρι αυτό, και να φωνάζεις ότι δεν πρέπει να συνεχιστεί. Πόσο μάταιο.
Ενώ οι εμπρηστές, αυτό μάλιστα, έχει σασπένς, έχει άμεση κατανάλωση και ωραία στάχτη στα μάτια. Αυτό ακριβώς που χρειαζόμαστε δηλαδή, γιατί όσο πιο πολλή η στάχτη στον αέρα, τόσο πιο πολλή η ανάγκη για στάχτη στα μάτια. 

Αντίο Σταύρο

Ο Μόλυβος και λίγα ερείπια της αρχαίας Μήθυμνας
Ταξιδέψαμε στο Μόλυβο για την κηδεία του Σταύρου Τσακυράκη, και συναντούσαμε φίλους του στο πλοίο, στο λιμάνι, στο ξενοδοχείο, παντού. Κόσμος πολύ στη μικρή εκκλησία του χωριού του (αλλά είναι χωριό ο Μόλυβος;) στο μικρό νεκροταφείο του (είδαμε και τον τάφο του Βενέζη με τη λέξη ΓΑΛΗΝΗ γραμμένη επάνω, και τίποτε άλλο, ούτε όνομα, ούτε τίποτε), και στο αποχαιρετιστήριο τραπέζι. Οι φοιτητές του, φοιτητές από πολλά έτη της Νομικής, μερικοί είναι πια καθηγητές και σε άλλες χώρες, σε γνωστά Πανεπιστήμια, έδωσαν ζωντάνια στις συνάξεις αυτές, ένας μάλιστα, ο Γιώργος Νικολού, πέρασε ώρες αργά το βράδυ, να τον μιμείται σε συζητήσεις με συναδέλφους του, και να μας κάνει να γελάμε ασταμάτητα, όπως πρέπει να γελά κανείς στις κηδείες. Του άξιζε του Σταύρου η αγάπη και η ενθύμηση, αγαπούσε κι αυτός τους νέους πολύ, τους φρόντιζε όλους, συνέχεια βρισκόταν με τους φοιτητές του.
Τον θυμάμαι στη Δράκεια, μερικές χρονιές συνεχόμενες που έτυχε και πηγαίναμε για λίγες μέρες στις διακοπές της Πρωτοχρονιάς, πόσο καλή παρέα έκανε με όλα τα πιτσιρίκια που ήταν τότε τα παιδιά μας. Μαζεύονταν γύρω του λες κι είχε μέλι, ήταν ο μεγάλος που δεν βαριόταν να παίξει μαζί τους, να τα πειράξει, να τους δώσει σημασία. Τους έβγαζε παρατσούκλια, κι είχε κι εκείνος το δικό του. Αν ήθελες να κουβεντιάσεις μαζί του σχέδια για το μέλλον και τις σπουδές τους, δεν υπήρχε περίπτωση να κουραστεί πρώτος, θα επέμενε ως το τέλος να δίνει τη συμβουλή του, που ήταν πάντα η πιο φιλόδοξη, αυτή που πίστευε περισσότερο στις ικανότητές τους.
Στον ξενώνα της Δράκειας πριν κάμποσα χρόνια, με παιδιά
της παρέας
Ταίριαζε η αγάπη που είχε για τα παιδιά με το ενδιαφέρον του για την πολιτική, για την Πολιτεία. Το μέλλον θα ήταν καλύτερο. Αυτό πίστευε νομίζω, γι αυτό πάλευε, έφερνε ανθρώπους σε επαφή, συζητούσε, έδινε τη συμβουλή και τη γνώμη του, συνέχεια τη ζητούσαμε εξάλλου. Προσπαθούσε συνέχεια, για πολιτικούς σχηματισμούς, για κινητοποίηση ανθρώπων που θεωρούσε ικανούς, τιμούσε και εκτιμούσε αυτούς που συναντούσε.
Η επιστροφή στο Μόλυβο με κάνει να συνειδητοποιώ ότι κι η τιμή προς το γενέθλιο τόπο έδειχνε ένα πρότυπο ταυτότητας, αυτό το πράγμα που τόσο μας παιδεύει. Είμαστε αυτοί που είμαστε, από τα μέρη που είμαστε, έτσι όπως είμαστε μπορούμε να ζητάμε το καλύτερο, και μπορούμε να υπάρχουμε ως άνθρωποι με δικαιώματα και ως Ευρωπαίοι. Και να καλυτερεύουμε συνέχεια, να αλλάζουμε χωρίς να αλλοτριωνόμαστε.. Ο ίδιος ας πούμε έγινε φεμινιστής στην Αμερική, κι ενώ ένιωθες πως είχε μεγαλώσει με τα παραδοσιακά κλισέ της ελληνικής ανδροκρατίας, έβλεπες καθημερινά ότι το πάλευε να δεχτεί τις καθημερινές εκφάνσεις του φεμινισμού, με τη γυναίκα του ας πούμε, έναν άνθρωπο με πάμπολλα ενδιαφέροντα και υψηλές απαιτήσεις από τον εαυτό της.
Προσπαθούσε για κάτι θετικό ως την τελευταία στιγμή. Η στάση αυτή αντανακλούνταν σε όσους τον γνώριζαν, σε όσους τον είχαν δάσκαλο, σε όσους τον διάβαζαν ή τον άκουσαν. Αν μπορούσαμε να κρατήσουμε το βλέμμα και το γέλιο του, την αγάπη του και την πίστη του, να μη σταματήσουμε να ελπίζουμε και να προσπαθούμε, να βλέπουμε στους ανθρώπους το καλό που έχουν να δώσουν, να μοιραστούμε το ταλέντο του...

Τις πταίει;

Πριν χρόνια ταξιδεύοντας στη Γαλλία εντόπισα μια λεπτομέρεια στο τοπίο μετά από προσπάθεια να καταλάβω σε τι διέφερε από το δικό μας: Οι δρόμοι δεν είχαν σκουπίδια και χόρτα στις όχθες τους. Κάτι τόσο απλό που θα έπρεπε να διατηρούμε στην εύφλεκτη Ελλάδα με ευλάβεια, αλλά ανέμελοι δεν προσέχουμε ποτέ. Έκτοτε ταξιδεύοντας στην Ελλάδα κοιτάζω μπας και δω έναν δρόμο καθαρό, για να μη μιλήσουμε για τα σκουπίδια στα δάση.
Είναι οι Γάλλοι καλύτεροι άνθρωποι; Δεν νομίζω. Αλλά φαντάζομαι ότι αν αφήσουν τους δρόμους όπως εμείς θα πληρώσουν πρόστιμο. Κάποιοι το κάνουν, υποχρεωτικά, πολίτες, ο δήμος, αρμόδιοι; Δεν ξέρω. Αν δεν το κάνουν, έχουν συνέπειες πριν καούν.
Όμως, το να λειτουργήσει έτσι το ελληνικό κράτος είναι πιο απίθανο κι από σενάριο επιστημονικής φαντασίας

Παρασκευή 20 Ιουλίου 2018

Βρεξιτανία

Οφείλω να ξέρω αυτή την πόλη. Ζουν και τα τρία μου παιδιά εκεί, άρα οφειλω να μη χάνομαι, να μπορώ να προσανατολίζομαι, και στοιχειωδώς να συνενοούμαι. Δεν δικαιολογείται, μετά από τόσες φορές που έχω έρθει να μη θυμάμαι τι είναι στο κέντρο και τι όχι, να μην έχω ιδέα για το πώς λειτουργεί το μετρό, να ξεκινάω κάθε φορά σε λάθος κατεύθυνση. Με το τηλέφωνο στο χέρι να κάνω μερικά βήματα και να με δείχνει ότι πηγαίνω ανάποδα, άντε πάλι πίσω. Τι έκανα πριν αποκτήσω GPS; Χανόμουν, ναι, το θυμάμαι αυτό, αλλά πάθαινα τέτοιο πανικό, ή το είχα συνηθίσει; Με πιάνει αγωνία συνέχεια, μήπως πάρω λάθος τραίνο, μήπως βγω σε λάθος σταθμό, μήπως δεν χτυπήσει σωστά το εισιτήριο και δεν ανοίξει η μπάρα. Σα χωριατοπούλα που ήρθε πρώτη φορά στη μεγάλη πόλη. Ποιος, εγώ που είμαι στα μέρη αυτά σαν ψάρι στα νερά. Ο άνθρωπος των μεγάλων πόλεων, που ανάσαινα τον αέρα τους και άνοιγε η ψυχή  μου.
Δεν είναι μόνο ο χρόνος που με αποξένωσε. Είναι και το Brexit που δηλητηρίασε τη σχέση μου με τη χώρα αυτή. Πάντα θαύμαζα τους Άγγλους, κάθετι που έκαναν το θεωρούσα σπουδαίο, δεν περίμενα με τίποτε ότι θα ψήφιζαν έξοδο από την Ευρώπη. Αυτοί, που πολέμησαν για να μη γίνει φασιστική, που κέρδισαν τον πόλεμο κι έχασαν τις αποικίες, που έχτισαν τη δημοκρατία βήμα βήμα χωρίς να χρειαστεί να καρατομήσουν κανέναν βασιλιά μετά τον δέκατο έβδομο αιώνα.
Ο θαυμασμός μου, η εκτιμηση, η αγάπη στη χώρα και τους ανθρώπους, έχει πληγωθεί ανεπανόρθωτα. Με πόση λαχτάρα ερχόμουν κάποτε, με πόση χαρά μιλούσα με τους ανθρώπους σε κάθε ευκαιρία, τ' αυτιά τεντωμένα να καταλάβω τι λένε, τα δικά τους αγγλικά ευαγγέλιο. Γελούσα με την κριτική των Ελλήνων, που τους λένε βρώμικους, που τους κοροϊδεύουν για τις χωριστές βρύσες. Κι αυτή τη φορά είδα κι εγώ τη βρώμα, και σκέφτηκα επίσης πόσο ηλίθιο πράγμα είναι αυτό με τις χωριστές βρύσες. Είδα τις τεράστιες ταξικές διαφορές χωρίς ιστορική κατανόηση, είδα τα ομοιόμορφα σπιτάκια στις γειτονιές σα να μη με αφορούν πια καθόλου. Δεν θαμπώθηκα από τα ωραία, δεν ήμουν επιεικής με τα άσχημα. Ένιωσα, φαντάζομαι, όπως οι περισσότεροι Έλληνες όταν ταξιδεύουν σε ευρωπαϊκές χώρες, από αδιάφορα έως εχθρικά.
Σχεδόν χάρηκα, έγινα επιτέλους όπως όλος ο κόσμος. Όμως τι κρίμα! Και πώς είναι δυνατόν; Τη γριάν Αγγλία την αγαπώ, που έλεγε και το τραγούδι. Την αγαπούσα. Έχω βγάλει τα μάτια μου μια ολόκληρη ζωή να διαβάζω Ντίκενς στο πρωτότυπο, και Τζέιν Ώστεν, και τις αδελφές Μπροντέ, και τον Θάκερεϊ, όλη την κλασσική αγγλική λογοτεχνία χωρίς βοήθεια από σχολεία, δυστυχώς. Τα παιδικά, τόμους ατελείωτους. Μόνο στον Σαίξπηρ κώλωσα, εκεί θέλει δασκάλους. Το σχεδίαζα για το μέλλον, πού να πήγαινα για αγγλική λογοτεχνία. Ξανά και ξανά τους πεζογράφους όμως, με το λεξικό δίπλα, κι ένα σωρό νέους, ακόμα πιο δύσκολους, και Ιστορία με τη σέσουλα, και τα γενεαλογικά των βασιλιάδων, και βιογραφίες επιστημόνων, του Νεύτωνα, του Σάμουελ Τζόνσον που έφτιαξε τα λεξικά, κι ενός ερασιτέχνη λογίου που τον βοηθούσε, χωριστά. Και μιας επίσης ερασιτέχνιδας κυρίας που μάζευε παλαιοντολογικά απολιθώματα σε κάποια ακτή. Ήξερα και της ακτής το όνομα και το δικό της, τα ξέχασα και δεν με νοιάζει. Οι Βρετανοί δεν μας θέλουν, αποφάσισαν. Αυτό το τραύμα καταστρέφει αναδρομικά τα πάντα. Μπαίνω στα βιβλιοπωλεία, κι εκεί που δεν χόρταινα να χαζεύω και δεν ήξερα τι να πρωτοδιαλέξω, δεν με τραβάει τίποτε, φεύγω με άδεια χέρια.
Ήμουν περήφανη που τα παιδιά μου ζουν εκεί και εργάζονται, τώρα είμαι κυρίως αγχωμένη. Γι αυτό χανόμουν και μπερδευόμουν, από αδιαφορία, από έλλειψη λαχτάρας να ξαναβρώ μια πόλη αγαπημένη. Εχασα την αγάπη. Το βλέμμα μου ήταν ψυχρό, κι όσο κι αν προσπαθούσε η λογική να ελέγξει το συναίσθημα, στο κάτω- κάτω η πολιτική δεν είναι η ζωή μας, και οι Λονδρέζοι ψήφισαν να παραμείνουν στην Ευρώπη, όλ' αυτά τα σωστά δεν κατάφερναν να με θεραπεύσουν, το στραπάτσο είχε γίνει.
Ωστόσο έκανα τα σχέδια, το πρόγραμμά μου. Με συμβούλευσαν φίλοι να πάω σε διάφορα μοντέρνα θεάματα και εκθέσεις, η καρδιά μου όμως ήθελε κλασικά, σα να χρειαζόταν να στραφεί στο παρελθόν για να ισορροπήσει. Πήγα δυο μέρες στο Βρετανικό Μουσείο, σε μέρη του που δεν είχα ξαναπάει, άλλες δυο στην Εθνική Πινακοθήκη, άλλες δυο στο Victoria & Albert, κι ένα πρωινό στο Temple, τον ναό των Ιπποτών. Πήγα σε δυο κονσέρτα σε εκκλησίες με χορωδία και όργανο, και σε μια μπαρόκ όπερα. Τα μοντέρνα άλλη φορά, αν επιζήσω να ξαναπάω. 

Τετάρτη 18 Ιουλίου 2018

Αρχίζουν τα μουσεία


Τη δεύτερη μέρα, αφού συνήλθα ελαφρώς, αποφάσισα να παραστήσω ότι απλώς συνεχίζω τη σχέση μου με την πόλη αυτή εκεί που την είχα αφήσει πριν μερικά χρόνια, ένα πρωί που πέρασα από το μουσείο Victoria & Albert λίγο πριν πάρω το τραίνο για το αεροδρόμιο. Δεν είχα πάει ποτέ πριν στο μουσείο αυτό, κι εκείνο το πρωί ίσα που πρόλαβα να δω το μαγαζί του, αγόρασα κι ένα μαντίλι που ήταν εξαιρετική συντροφιά όλ' αυτά τα χρόνια.
Έχουμε τώρα τους χάρτες στα κινητά, που σου λένε πώς να πας στο κάθε μέρος, κι αν κι ενίοτε κάνουν λάθος και σε στέλνουν άλλ' αντ' άλλων, συνήθως είναι αξιόπιστοι. Αλλά εγώ πήρα κι ένα χάρτη του μετρό στο σταθμό, καλού- κακού, και βρήκα τη διαδρομή για το V&A, πάνω από μισή ώρα έκανα με το μετρό. Καθόμουν και παρατηρούσα, όλοι γύρω ήταν βυθισμένοι στα κινητά τους, καναδυό διάβαζαν και μερικοί μιλούσαν μεταξύ τους. Οι απέναντι μου αίφνης, μια νεαρή πολύ κομψά ντυμένη αλλά χωρίς τσάντα, κι ένας νεαρός που μιλούσαν ασταμάτητα. Μα πού πήγαινε έτσι αυτή, σα να ήταν στο σπίτι της; Κρατούσε μόνο ένα τετράδιο κι ένα στυλό που το χτυπούσε στο εξώφυλλό του. Μού θύμησε εκείνον τον σιδηροδρομικό στη διαδρομή Θεσσαλονίκη- Κομοτινή, πριν τριάντα τόσα χρόνια, που ταξίδευε με τις παντόφλες του. Στο τέλος δεν άντεξα και τους έβγαλα φωτογραφία.
Η διαδρομή από το σταθμό του South Kensington ως το μουσείο ήταν όπως τη θυμόμουν, εξαιρετικά ευχάριστη, από έναν πεζόδρομο γεμάτο εστιατόρια και ζαχαροπλαστεία, που λες, δεν αφήνω την τέχνη να φάω κάτι καλύτερα;Ευτυχώς δεν υπέκυψα στον πειρασμό, γιατί είναι απείρως ωραιότερο να τρως στη μεγάλη και πολυτελέστατη αίθουσα εστιατορίου του V&A, η οποία μάλιστα σχεδιάστηκε από την αρχή για το σκοπό αυτό με ανακτορικές προδιαγραφές.
Δεν το χορταίνεις αυτό το μουσείο. Αφιερωμένο στην τέχνη, στο σχέδιο, και στην καλλιέπεια, είναι χάρμα οφθαλμών σε κάθε γωνία. Έχουν προσπαθήσει να μαζέψουν δείγματα από ό,τι όμορφο υπάρχει στην ανθρωπότητα ανά τους αιώνες, το δε μαγαζάκι τους είναι το ωραιότερο μαγαζί μουσείου που έχω δει στη ζωή μου. Εννοείται ότι πέρασα εκεί περισσότερη ώρα από όσο σε όλες τις άλλες αίθουσες μαζί, εξαιρουμένου του εστιατορίου, και τελικά αγόρασα άλλο ένα μαντίλι, σχεδόν στην τύχη, γιατι τα ήθελα όλα...
Έκανε ζέστη. Βγήκα στον κήπο, πλατσούριζαν τα πιτσιρίκια σ' ένα ρηχό συντριβανάκι, τα φτιάχνουν ίσως ειδικά πια αυτά ως πλατσουρολιμνούλες. Η πρόσοψη αυτού του δεύτερου, του εσωτερικού κτιρίου του μουσείου σου κόβει την ανάσα από ομορφιά
Στην αρχή πήρα ένα σάντουιτς από μια καντίνα στην αυλή αυτή, ύστερα ανακάλυψα τη μέσα αίθουσα. Αφού είχα ήδη φάει, πήρα ένα κυπελάκι με φρούτα μόνο και μόνο για να καθήσω να το φάω εκεί μέσα
Ναι, είναι κάπως απίστευτο. Αλλά αληθινό. Κι έχει και ζωντανή μουσική. Χάρηκα πολύ που τη γνώρισα στο γιο μου, που δουλεύει σχεδόν δίπλα, αλλά δεν είχε μπει ποτέ στο μουσείο.

Ταξίδι στο Λονδίνο


Έφυγα για το Λονδίνο κομμάτια από την κούραση, δεν είχα κουράγιο ούτε να πάρω τη φωτογραφική μηχανή μαζί μου. Γι αυτό όλες τις φωτογραφίες τις έβγαλα με το κινητό, όλο και περισσότερες καθώς ανακτούσα δυνάμεις. Τα παιδιά μου ζουν εκεί μερικά χρόνια τώρα, και μου έλεγαν συχνά να τα επισκεφτώ, αν και στην ουσία δεν έχουν χώρο να με φιλοξενήσουν. Μου έδωσε το δωμάτιο του ο ένας, και κοιμόταν στον καναπέ. Τον ξεβόλεψα.
Τα παιδιά στο Λονδίνο, και δεν είναι πια παιδιά, ζουν ακόμα σαν φοιτητές, κι αλλιώς δεν γίνεται έτσι ακριβά που είναι τα νοίκια. Πρέπει να μένουν πολλοί μαζί σε μεγάλα σπίτια όπου έχει ένα δωμάτιο ο καθένας και μοιράζονται μπάνιο, κουζίνα, τον κήπο όταν υπάρχει. Τα νοίκια ακριβαίνουν συνέχεια, είναι σκέτη τρέλα. Στο μεταξύ χτίζονται παντού τεράστιοι ουρανοξύστες, γύρω από το "αγγουράκι τουρσί" που το χαζεύαμε πριν μερικά χρόνια και φαινόταν χαριτωμένο, έχουν στριμωχτεί ένα σωρό ακόμα, δεν προλαβαίνουν να τους βγάλουν ονόματα. Του γουώκι τώκι πρέπει να ήταν το τελευταίο, μαζί με το shard, κομμάτι σπασμένο γυαλί, στη νότια όχθη. Τώρα, δίπλα στην καμινάδα της Modern Tate που ήταν ορόσημο του λονδρέζικου ορίζοντα, έχει υψωθεί ένα πελώριο και άσχημο κατασκεύασμα, φουσκωμένο στη μέση, καλυμμένο το μισό από μια γιγαντοαφίσσα που λέει ότι υπάρχουν διαμερίσματα για πώληση, σαν πολυκατοικία της Κυψέλης ένα πράμα. Παντού στην πόλη βλέπεις γιαπιά, τεράστια, τα παλιά σπίτια χαμένα μπροστά στα τεράστια καινούργια. Οι τιμές ωστόσο παραμένουν στα ύψη, όσο πιο πολλά χτίζονται, τόσο ακριβαίνουν. Δεν μοιάζει να έχει τέλος αυτο το πανηγύρι.
Η γειτονιά του τωρινού διαμερίσματος είναι  το Shoreditsh, από τις ανερχόμενες, πρώην βιομηχανική περιοχή που μεταβάλλεται με ιλλιγγιώδη ταχύτητα σε μοδάτη και νεανική διαμονή και δράση, γεμάτη γκράφιτι και μετανάστες που θα πρέπει σε λίγο να μετακομίσουν μάλλον, λόγω ακρίβειας. Γκρουπ τουριστών και φιλοτεχνών τριγυρίζουν και ξεναγούνται μέρα- νύχτα στα γκράφιτι, που δεν είναι και τίποτε σπουδαίο μπροστά στα εξαρχειώτικα και τα άλλα αθηναϊκά που ξέρουμε, αλλά εμένα δεν με συγκινούν τα γκράφιτι γενικά.
Τι με συγκινεί; Η παλιά πόλη φυσικά, ό,τι μένει, κι ευτυχώς αν μετακινηθείς λίγο βόρεια, λίγο δυτικά, προς το ποτάμι, περάσεις το Σίτυ και βρεθεις στο κέντρο, ή και πιο μακριά προς τα έξω, σε άλλες ήσυχες γειτονιές, ξαναβρίσκεις το παλιό καλό Λονδίνο, μόνο που πια σε τρώει η αγωνία: πόση ζωή έχει η κάθε γειτονιά, πόσο ακόμα αντέχουν να ζουν εδώ οι νέοι εργαζόμενοι, πόσο θα αντέξουν τα παιδιά μου, τι μέλλον μπορούν να σχεδιάσουν σ' αυτές τις πυρετώδεις συνθήκες;


Τρίτη 3 Ιουλίου 2018

Η βιογραφία του κοσμου μας

Βιβλίο που φτουράει, αδύνατον να το διαβάσεις μονομιάς. Η βιογραφία της Ιερουσαλήμ είναι πραγματικά η ιστορία του κόσμου. Μοντεφιόρε γράφει συναρπαστικά και σε παρασέρνει παρακάτω, αλλά καταλαβαίνεις ότι πρέπει να ξαναπάς πίσω, δεν αφομοιώνονται όλα με την πρώτη. Και μέσα στους αιώνες παρακολουθείς τις περιπέτειες των θεών και των ανθρώπων, κατανοείς τη βαθύτερη φύση τους.( των ανθρώπων)

Πόσο δύσκολο να γίνει το προσωπικό, πολιτικό.

Τη νύχτα που έφτασε ο Καραμανλής στο Ελληνικό να αναλάβει τα ηνία της χώρας που είχε βρεθεί στο χείλος του γκρεμού, πενήντα χρόνια πριν, δεν...