Τα βράδια στα βαγόνια του ηλεκτρικού είναι σαν να έχεις ταξιδέψει σε παράλληλο σύμπαν.
Δεν αλλάζει το φως που παραμορφώνει τα πρόσωπα δείχνοντας όποια ασχήμια έχουν καταφέρει να κρύψουν, λες και το διάλεξαν μετά από πολλή μελέτη οι μηχανικοί των συρμών, με αποκλειστικό στόχο να διώχνει τους ανθρώπους από το δημόσιο μέσο, να τους στέλνει σπίτι τους πανικόβλητους, να ζητάνε στον καθρέφτη-καθρεφτάκι τους την αλήθεια, την κάπως καλύτερη αλήθεια.
Οχι, το φως είναι το ίδιο, αλλά κάπως κουρασμένο από τη δουλειά της μέρας, ασχήμυνε κάθε άνθρωπο που έκανε το λάθος να καταφύγει εκεί, αλλά πια το βράδυ αντιμετωπίζει τον μεγάλο του εχθρό, τα πλήθη της νεότητας.
Κι εκεί πλέον, το καημένο το κακιασμένο φως, σηκώνει τα χέρια ψηλά. Τι να κάνει μόνο του απέναντι στις δεκάδες, τις εκατοντάδες φρέσκα πρόσωπα που μπαίνουν και βγαίνουν αδιάκοπα;
Πώς ξεστράτισα κι εγώ και μπήκα βράδυ, ήταν μάλιστα Σάββατο, ακόμα πιο αστραφτερά τα μάτια από την προσδοκία του αλάλητου πράγματος που θα βρεθεί λέει τάχα στην πλατεία Μοναστηρακίου. Κοντή ξαφνικά μέσα στη νέα γενιά, ενώ ήμουν από τις ψηλές στη δική μου.
Παραστάτις σημαιοφόρου, και τώρα πατικωμένη ανάμεσα σε σαγόνια που τα έβλεπα από χαμηλά, σφριγηλά, γελαστά, περήφανα, και πλήρως αδιάφορα στην παρουσία ατόμων που υπερβαίνουν το τεσσαρακοστό έτος της ηλικίας.
Κι όμως, τα σκουλαρίκια που έχουν μπήξει σε όλο το σώμα τους, στα πιο απίθανα μέρη, είναι σαν να φωνάζουν ότι βιάζονται να φθαρούν, να νιώσουν πόνο, να μαζέψουν εμπειρίες, έστω από το τρύπημα αυτιών, μύτης, χειλιών, φρυδιών ή το τατουάζ εκεί που είναι λεπτό το δέρμα.
Ισως επειδή οι ζητιάνοι ξέρουν ότι τα παιδιά είναι πιο αδιάφορα, ίσως τυχαία, δεν μπήκε κανένας μέσα ν' αρχίσει να ζητάει ψιλά με αντάλλαγμα μια κακοειπωμένη ιστορία ζωής.
Τόσο που μου ήρθε εμένα ν' αρχίζω να φωνάζω, «κυρίες και κύριοι, συγγνώμη για την ενόχληση, αλλά έχω στο σπίτι γονιό πιο γηραιό από μένα, από το υστέρημά σας δώστε μου μια εξήγηση, πού το πάτε όλο αυτό το μέταλλο με το σώμα σας;
»Του ζητάτε να κρατηθεί νέο όσο εσείς θα μεγαλώνετε ή βιάζεστε να το δείτε να σκουριάζει από συγκινήσεις που ακόμα δεν γνωρίζετε; Μια εξήγηση παρακαλώ, πώς να σας ερμηνεύσω επιστρέφοντας στο σπίτι.
Δεν αλλάζει το φως που παραμορφώνει τα πρόσωπα δείχνοντας όποια ασχήμια έχουν καταφέρει να κρύψουν, λες και το διάλεξαν μετά από πολλή μελέτη οι μηχανικοί των συρμών, με αποκλειστικό στόχο να διώχνει τους ανθρώπους από το δημόσιο μέσο, να τους στέλνει σπίτι τους πανικόβλητους, να ζητάνε στον καθρέφτη-καθρεφτάκι τους την αλήθεια, την κάπως καλύτερη αλήθεια.
Οχι, το φως είναι το ίδιο, αλλά κάπως κουρασμένο από τη δουλειά της μέρας, ασχήμυνε κάθε άνθρωπο που έκανε το λάθος να καταφύγει εκεί, αλλά πια το βράδυ αντιμετωπίζει τον μεγάλο του εχθρό, τα πλήθη της νεότητας.
Κι εκεί πλέον, το καημένο το κακιασμένο φως, σηκώνει τα χέρια ψηλά. Τι να κάνει μόνο του απέναντι στις δεκάδες, τις εκατοντάδες φρέσκα πρόσωπα που μπαίνουν και βγαίνουν αδιάκοπα;
Πώς ξεστράτισα κι εγώ και μπήκα βράδυ, ήταν μάλιστα Σάββατο, ακόμα πιο αστραφτερά τα μάτια από την προσδοκία του αλάλητου πράγματος που θα βρεθεί λέει τάχα στην πλατεία Μοναστηρακίου. Κοντή ξαφνικά μέσα στη νέα γενιά, ενώ ήμουν από τις ψηλές στη δική μου.
Παραστάτις σημαιοφόρου, και τώρα πατικωμένη ανάμεσα σε σαγόνια που τα έβλεπα από χαμηλά, σφριγηλά, γελαστά, περήφανα, και πλήρως αδιάφορα στην παρουσία ατόμων που υπερβαίνουν το τεσσαρακοστό έτος της ηλικίας.
Κι όμως, τα σκουλαρίκια που έχουν μπήξει σε όλο το σώμα τους, στα πιο απίθανα μέρη, είναι σαν να φωνάζουν ότι βιάζονται να φθαρούν, να νιώσουν πόνο, να μαζέψουν εμπειρίες, έστω από το τρύπημα αυτιών, μύτης, χειλιών, φρυδιών ή το τατουάζ εκεί που είναι λεπτό το δέρμα.
Ισως επειδή οι ζητιάνοι ξέρουν ότι τα παιδιά είναι πιο αδιάφορα, ίσως τυχαία, δεν μπήκε κανένας μέσα ν' αρχίσει να ζητάει ψιλά με αντάλλαγμα μια κακοειπωμένη ιστορία ζωής.
Τόσο που μου ήρθε εμένα ν' αρχίζω να φωνάζω, «κυρίες και κύριοι, συγγνώμη για την ενόχληση, αλλά έχω στο σπίτι γονιό πιο γηραιό από μένα, από το υστέρημά σας δώστε μου μια εξήγηση, πού το πάτε όλο αυτό το μέταλλο με το σώμα σας;
»Του ζητάτε να κρατηθεί νέο όσο εσείς θα μεγαλώνετε ή βιάζεστε να το δείτε να σκουριάζει από συγκινήσεις που ακόμα δεν γνωρίζετε; Μια εξήγηση παρακαλώ, πώς να σας ερμηνεύσω επιστρέφοντας στο σπίτι.