Η Χρύσα Βουδούρογλου
ζωγραφίζει χρόνια με βελούδο και μετάξι.
Οι μεγάλες, εντυπωσιακές ταπισερί της
που “δημιουργούν αισθήματα ευφροσύνης,
όπως λέει ο Γιώργος Χατζημιχάλης,
κατάγονται από τα paper cuts του
Ματίς”. Τις φτιάχνει με υφάσματα που
βρίσκει στα μαγαζιά της Αθήνας, τα
σχεδιάζει, τα κόβει και τα ράβει με μια
ραπτομηχανή Σίνγκερ. Είναι τα υλικά της
τα υφάσματα αυτά, όπως είναι οι ακουαρέλες,
τα λάδια και οι καμβάδες τα υλικά της
ζωγραφικής της.
Δεύτερη φορά
βλέπω σε έκθεση τα υφασμάτινα αυτά έργα.
Γεμίζουν τον τοίχο με ζεστασιά και
χρώμα, με άφατα συναισθήματα, αφηρημένα
αλλά τόσο εκφραστικά, σα μουσική που σε
καλεί σε άλλους κόσμους.
Για δεύτερη φορά
αναρωτιέμαι πώς της ήρθε να επιλέξει
τη σκληρή δουλειά της ραπτομηχανής που
δεν είναι σαν τη σκληρή δουλειά της
παλέτας, όπως και να το κάνεις. Είναι
δουλειά με αναφορά στις εργάτριες, ενώ
η άλλη, κακά τα ψέμματα, είναι δουλειά
με αναφορά στους καλλιτέχνες.
Και ξαφνικά
μοιραία μου έρχεται στο μυαλό το σπιτάκι
στη Νέα Ιωνία που μεγάλωσε μαζί με την
αδερφή της, η μητέρα κι ο πατέρας της,
πολυαγαπημένοι μας θείοι, που πηγαίναμε
να επισκεφτούμε συχνά, και πάντα με
ευφροσύνη τους συναντούσαμε. Έβρισκες
στο σπίτι εκείνο τους τελευταίους
δίσκους, τα πιο ψαγμένα περιοδικά, ό,τι
μοντέρνο κυκλοφορούσε, κι ανθρώπους
γεμάτους ιδέες και δημιουργικότητα. Οι
τοίχοι στα δωμάτια ήταν γεμάτοι ως πάνω
με τους πίνακες του Μιχάλη, του πατέρα
της, ο οποίος έφτιαχνε σχέδια για
υφάσματα, για ελληνικές βιομηχανίες.
Αυτά που έχουμε ακόμα μερικοί, παλιωμένα
πια, σε τέντες, σεντόνια, καλύμματα,
μπορούσες να τα δεις στην αποθήκη τους,
σε υπερμεγέθη τελάρα. Μεγάλα λουλούδια
και κλάρες που ντύνανε έπιπλα, στόλιζαν
κρεβάτια, φέρνανε τη φύση επιτακτικά
στη μέσα πλευρά της βεράντας. Ήταν
καλλιτέχνης ακόμα και στον τρόπο που
μιλούσε, δεν υπήρχε πιο τρυφερός, ήπιος
άνθρωπος, που είχε περάσει του λιναριού
τα πάθη ως αριστερός και δεν είχε χάσει
την αρχοντιά, την ευγένεια, τη γενναιοδωρία
του. Η γυναίκα του, ένα περιβόλι ζωντάνιας,
κεφιού, με μια φωνή αξέχαστη, μικρασιάτικη,
βαθιά και υγρή, με μυθικές μαγειρικές,
είχε δουλέψει παλιότερα εργάτρια σε
κλωστήρια, κι έπαιρνε στο σπίτι φασόν
τα υφάσματα, “θυμάμαι να κυλιέμαι πάνω
τους, κι εκείνη τα είχε φέρει για δουλειά
στο σπίτι” μου είχε πει κάποτε η Χρύσα.
Σαν αποκάλυψη
γεμίζει το μυαλό μου με τις αξέχαστες
μορφές τους καθώς κοιτάζω τις μεγάλες
συνθέσεις της έκθεσης. Ο μόχθος τους
έχει μετουσιωθεί εδώ, στις απίστευτες
δημιουργίες της Χρύσας. Τα υφάσματα και
τα σχέδια, το ράψιμο, οι συνδυασμοί, η
καθημερινότητα του εργάτη και του
καλλιτέχνη, η αναμέτρηση με τα χρώματα
του βελούδου και του μεταξιού, είναι
ύμνος αγάπης και τελετή αναβίωσης της
δουλειάς των γονιών της, είναι δικαίωση
και αναγνώριση του ταλέντου τους, αλλά
μαζί και κατάθεση των παιδικών επιθυμιών
για χειραφέτηση κι ελευθερία. Αυτή η
ταπεινή χειρωνακτική δουλειά, η γυναικεία
και άρα κακοπληρωμένη, δίνει το τολμηρό
καλλιτεχνικό αποτέλεσμα στην υπηρεσία
της δικής της φαντασίας. Κυλιέμαι κι
εγώ στις παιδικές εικόνες από το φωτεινό
σπιτάκι, αλλά πιο πολύ σε όσες ποτέ δεν
είδα, στη χαρά που μπορεί να δώσουν αυτές
που οι ζωγράφοι επινοούν για μένα.
Η έκθεση είναι
στη γκαλερί Ελευθερίας Τσέλιου, Ηρακλείτου
3, ανοιχτή από τις 12 το πρωί ως τις 8 το
βράδυ, 12 με 3 το Σάββατο, ως τις 16 Απριλίου.
Και στις 15 Μαρτίου
εγκαινιάζεται στο βιβλιοπωλείο του
ΜΙΕΤ, Αμερικής 13, έκθεση ζωγραφικής της
Χρύσας, με τίτλο “Δίδυμα τοπία”.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου