Τότε είπε και
γεννήθηκε η θάλασσα
Και στη μέση της έσπειρε κόσμους μικρούς
Κατ’ εικόνα και ομοίωση μου (Οδυσσέας Ελύτης, Άξιον εστί)
Μας είχαν στρώσει το δρόμο ποιητές νομπελίστες και όχι μόνο.
Νομίζω ότι το Νόμπελ δεν το είχε πάρει ακόμα ο Ελύτης, αλλά στα έκθαμβα μάτια
μας είχε κάτι καλύτερο, βρισκόταν εκτός σχολικής ύλης επί χούντας που τέλειωσα
το σχολείο, αφού τον είχε μελοποιήσει ο Θεοδωράκης τον απέφευγαν οι άλλοι.
Ελύτης λοιπόν μας είχε στρώσει το δρόμο μ’ εκείνη τη Γένεση στο Άξιον εστί, που
προσωπικά δεν ήξερα καν τότε ότι υπήρχε και στους θρησκευτικούς ύμνους, ήταν
και εικόνα, το Άξιον εστί.
Ελύτης και Σεφέρης με το κρυφό περιγιάλι του που για άλλους
λόγους γεννήθηκε κρυφό και για άλλους συνέχισε να είναι. Μια φράση του
Καζαντζάκη επίσης, «δεν υπάρχει ευτυχία μεγαλύτερη από το να ταξιδεύεις
ηλιόλουστη μέρα στο Αιγαίο». Συμφωνώ και επαυξάνω.
Έτσι είχε γίνει και σε μια εποχή που η ελευθερία άνθιζε και
φούντωνε δυτικά όλο και πιο απαιτητική, εμείς την ψάχναμε ανατολικά, στα νησιά
όπου έφταναν οι δυτικοί για να απολαύσουν το ίδιο όραμα σε ύλη, φως, δροσιά,
και γεύση. Εκείνοι φορτωμένοι με τις πιο προχωρημένες ιδέες στα μπαγκάζια τους,
νέοι, ωραίοι και απελευθερωμένοι όσο δεν είχε ξαναγίνει ως τότε και μάλλον δεν
θα ξαναγίνει σύντομα, άγνωστοι σε ξένο τόπο, απρόσβλητοι ακόμα κι από τη γλώσσα
του, αδιάβροχοι σε βλέμματα ενοχλημένα ντόπιων, άσπροι που κοκκίνιζαν και
ξεφλούδιζαν, ξανθοί και ίδιοι με τους Μπητλς, με τους Άμπα, με τη Φρανσουάζ
Αρντί, με ό,τι αγαπούσαμε και ήταν απαγορευμένο τέλος πάντων, ημίγυμνοι έως
γυμνοί, ανάλαφροι, με κάτι ινδικά ρούχα που δεν βρίσκονταν σε βιτρίνες της Αθήνας.
Κι εμείς, μέχρι την προηγούμενη μέρα με την ποδιά του σχολείου που την ελέγχαν
μήπως κόντυνε, βουτηγμένοι στη ζήλια, διψασμένοι για όσα μας στερούσε η χούντα
και ο περιρρέων συντηρητισμός, ξελιγωμένοι από λαχτάρα να μάθουμε τα όσα μας
είχαν κρύψει, έτοιμοι να εξασκήσουμε τα γαλλικά του ινστιτούτου και τα αγγλικά
του σχολείου, εμείς από δίπλα, στην ουρά για το πλοίο, στην παράταξη υπνόσακων
στο κατάστρωμα, έτοιμοι να προσφέρουμε υπηρεσίες διερμηνέα, ξεναγού,
διαμεσολαβητή, τα πάντα.
Από τότε αγαπώ τους τουρίστες, δεν μπορώ να ξεχάσω εκείνη τη
λατρεία, κι εκείνη την ευτυχία που έζησα στα φοιτητικά καλοκαίρια μου, να
ανακατεύομαι μαζί τους και να ξεσηκώνω τρόπους με τέτοια επιτυχία που ακόμα
τώρα μοιάζω αλλοδαπή όταν ταξιδεύω στην Ελλάδα. Μας είχαν στρώσει το δρόμο οι
ποιητές, και τον περπατήσαμε με τους πιο φωτεινούς συνοδοιπόρους. Τα μικρά
άσπρα σπίτια της φτώχειας και της πειρατείας, τα είχαμε εμείς κατοικήσει σαν
τον ιδανικό χώρο αισθητικής τελείωσης που ξέραμε ότι ήταν. Με μεταπτυχιακό στην
αισθητική ταξιδεύαμε. Κρίμα να μη χρειαστεί αυτό το δίπλωμα όταν οι ίδιοι οι
κάτοικοι των νησιών χρειάστηκε να αναπτύξουν, να επεκτείνουν, να ανακαινίσουν
το οικιστικό τους περιβάλλον.
Είδα τη Σαντορίνη τότε που δεν υπήρχε άγλυφο νερό στα σπίτια
και αγοράζαμε μεγάλα γυάλινα μπουκάλια, πλαστικά δεν κυκλοφορούσαν ακόμα, για
μαγείρεμα, πλύσιμο, τα πάντα. Γλυφό το νερό, όπως στην Άρνηση του Σεφέρη. Άλογα του στρατού χαρισμένα μετά το σεισμό
έκαναν τη συγκοινωνία ανάμεσα στα χωριά, κι έπρεπε να μάθεις να καβαλικεύεις
δερμάτινες σέλες για ώρες. Στα περισσότερα λιμάνια τα πλοία εκείνα, μικροί
σκυλοπνίχτες που βρωμοκοπούσαν εμετό, δεν μπορούσαν να πλευρίσουν, έπρεπε να
ξεμπαρκάρεις και να μπαρκάρεις με λάντζα. Ακόμα τη γράφω με συγκίνηση αυτή τη
λέξη, λάντζα, δηλαδή μεγάλη, φαρδιά βάρκα που λικνιζόταν ακατάπαυστα κι έλεγες
θα πετύχω να μπω μέσα, ή θα βρεθώ στα νερά μαζί με το σακίδιο; Καΐκια σε
πήγαιναν από το ένα νησί στο άλλο, δεν κατάλαβα ποτέ γιατί καταργήθηκε εκείνη η
απλή και τόσο αξέχαστη συγκοινωνία.
Περπατήσαμε ό,τι περπατιόταν φορώντας σαγιονάρες, ακόμα και
οι σαγιονάρες σέβονται τα νιάτα και δεν κόβονται ποτέ σε ακατάλληλα σημεία. Σκαρφαλώσαμε
βουνά, περάσαμε μονοπάτια, πίναμε νερό από στάμνες αφημένες σε ξωκκλήσια επί
τούτου και φτάσαμε σε πολλές πλατείες χωριών μισοέρημων όπου πάντα μας έφτιαχναν
μια σαλάτα και ομελέτα με πατάτες.
Σαν ιερά μυστήρια τα πρωτογνωρίσαμε, τα νησιά. Εμείς και οι
νεαροί ξένοι τουρίστες που τους έλεγαν μπατιροτουρίστες και δεν τους ήθελαν οι
οικονομικές αναλύσεις. Ωστόσο οι νησιώτες πάντα ήταν ευγενικοί, συχνά φιλόξενοι,
κοπιάστε για ένα γλυκάκι, μας έλεγαν. Ανοιχτοί στο καινούργιο, για λόγους
ιστορικούς, ίσως, που πολύ αργότερα άρχισα να ερευνώ διαβάζοντας μονογραφίες
ντόπιων λογίων και παίρνοντας συνεντεύξεις.
Οι ωραίες αναμνήσεις απωθούν τις δύσκολες στιγμές, όταν μόνο
εμείς ανάμεσα στους ξένους τουρίστες καταλαβαίναμε την απελπισία των ανθρώπων
στα απομονωμένα χωριά. Τι θα γίνονταν, πώς θα ζούσαν, πώς θα μορφώνονταν τα
παιδιά τους; Σε όσα πήγα ξανά, τέτοια προβλήματα δεν υπάρχουν, ο τουρισμός έχει
λύσει τα οικονομικά θέματα, η τεχνολογία και η οργάνωση όλα τα υπόλοιπα.
Αν μπορούσα να ξεκινήσω τα ταξίδια από την αρχή, θα άλλαζα
ταχτική: ένα κάθε καλοκαίρι, να έχεις μέρες να το ανακαλύψεις και να εμβαθύνεις,
γιατί όσο και να μοιάζουν μεταξύ τους, το καθένα είναι χώρα ξεχωριστή.
Αλλά στη Σαντορίνη και στη Μύκονο θα πήγαινα χειμώνα.