Παρασκευή 29 Απριλίου 2022

Ιστορίες με βασιλιάδες

 Το βασιλιά τον έρριξα  με τα χεράκια μου. Και δεν υπερβάλω καθόλου. Ήμουν τελειόφοιτη της Νομικής στη Θεσσαλονίκη όταν έγινε το δημοψήφισμα. Υπήρχε μια επιτροπή Αντιβασιλικού Αγώνα, είχε ανοίξει γραφεία στην Τσιμισκή, δεχόταν δωρεές και εθελοντές. Δωρεά δεν μπορούσαμε να κάνουμε, πήγαμε εθελόντριες, η Κατερίνα κι εγώ.

 Έψαχναν δυο άτομα για την περιοδεία στη Θράκη. Θα ξεκινούσαμε μόνες μας με ένα μεγάλο πούλμαν, 54 θέσεων, για την Κομοτινή, όπου είχε ανοίξει εκείνη τη χρονιά η Νομική Σχολή της, θα το γεμίζαμε εκεί με φοιτητές, και θα κάναμε μια εβδομάδα περιοδεία στη Θράκη. Τελευταία στιγμή ήρθαν μαζί μας και δυο δεκαοχτάρηδες Πασόκοι. Το υλικό από αφίσες, τρυκάκια, κι όλα τα συναφή, έπιανε μόνο του άλλα έξι καθίσματα, κι έπρεπε να προσέξουμε να μην πάρουμε παραπάνω φοιτητές…

Καθήσαμε λοιπόν οι τέσσερεις μας στις μπροστινές θέσεις και ξεκινήσαμε για την Κομοτινή όλο αισιοδοξία και έξαψη, γιατί πού να φανταστούμε τι μας περίμενε; Μας υποδέχτηκαν εκεί μερικοί θαυμάσιοι μεσήλικες της αντίστοιχης επιτροπής Αντιβασιλικού Αγώνα, αλλά φοιτητές δεν υπήρχαν. Άδεια ή Σχολή, ψυχή δεν κυκλοφορούσε. Δύσκολο να το παραδεχτούμε, αλλά αυτό μας έμενε να κάνουμε, αφού μιλήσαμε και με τα γραφεία Θεσσαλονίκης: να συνεχίσουμε την καμπάνια μόνοι μας. Τι να κάνουμε; Κολλήσαμε αφίσες σε όλα τα παράθυρα, να μη φαίνεται πως ήταν άδειο το πούλμαν, και ξεκινήσαμε.

Μια εβδομάδα που θα μπορούσε να είναι ένα συναρπαστικό ταξίδι. Και πού δεν πήγαμε. Κομοτινή, Ξάνθη, Αλεξανδρούπολη, Καβάλα, κι ένα σωρό μικρότερες πόλεις και χωριά στο ενδιάμεσο, μέρη που δεν τα ξέραμε και που δεν επρόκειτο να ξαναδούμε, πολλά χαμένα στα βουνά. Γυναίκες με μαύρα ράσα και μαντίλες έκαναν κύκλο στα χωριά και μας γύριζαν την πλάτη για να μην μας  ακούσουν, άντρες στα καφενεία έμεναν σιωπηλοί καθώς μπαίναμε να τους μιλήσουμε. Ήταν μια πορεία κάπως παρανοϊκή, πολλοί δεν καταλάβαιναν καν περί τίνος επρόκειτο, ωστόσο εμείς επιμέναμε να μην αφήσουμε απέξω κανένα χωριό της διαδρομής που μας είχαν καθορίσει. Ο οδηγός του πούλμαν γκρίνιαζε ασταμάτητα να πρέπει να υπακούει σε δυο άσχετες νεαρές, οι μικροί πασόκοι ήταν μάλλον εμπόδια, έπαιρναν τη ντουντούκα (είχαμε και ντουντούκα) και φώναζαν συνθήματα δικής τους έμπνευσης στα χωριά, ύστερα τσακωνόμασταν, θύμωναν, δεν κόλλαγαν αφίσες. Η Κατερίνα κι εγώ κολλήσαμε τόσο πολλές εκείνες τις μέρες, όσο δεν έχουν κολλήσει οι αναρχικοί των Εξαρχείων σε όλη τη ζωή τους, και το εννοώ. Ακόμα κι ένας να υπάρχει σε κάθε χωριό που σκέφτεται να ρίξει Όχι, λέγαμε, πρέπει να τον ενθαρρύνουμε. Κι από την αγωνία δεν μας έπαιρνε ο ύπνος τη νύχτα, γιατί βλέπαμε παντού ότι ήμασταν μειοψηφία. Λέγανε τότε ότι η γραμμή του προξενείου, του τουρκικού, στους μουσουλμάνους, ήταν να ρίξουν Ναι στο βασιλιά. Δεν ξέρω αν έγιναν τα πράγματα τόσο ξεκάθαρα, πάντως οι νομοί της Θράκης είχαν όντως βγάλει πλειοψηφικό Ναι στο βασιλιά, αμέσως μετά τη Λακωνία.

Γυρίσαμε αφού είχε λήξει επίσημα η εκστρατεία, έχοντας σκορπίσει στους δρόμους της Καβάλας τα τελευταία τρυκάκια βροχηδόν, γιατί δεν προλαβαίναμε πια κάτι άλλο. Άυπνες, φτάνουμε στο σπίτι, και βλέπουμε απέξω γραμμένο ένα σύνθημα «Όχι στο βασιλικό γουρούνι» κάτι τέτοιο. Κάτι με γουρούνι. Πολύ προβοκατόρικο μας φάνηκε, κι όπως ήμασταν πτώματα, ανεβήκαμε στο σπίτι μας, πέντε ορόφους χωρίς ασανσέρ, πήραμε μπογιά και σβήσαμε το Όχι, το κάναμε ΝΑΙ. Ναι στο βασιλικό γουρούνι!

Γι αυτό έχω να λέω ότι έδιωξα το βασιλιά με τα χεράκια μου, τα νεανικά και δυνατά τότε μου χέρια. Κι έχω δικαίωμα να θυμώνω κάπως με τις βλακείες περί σχεδίου επανόδου του. Αλλά περισσότερο έχω θυμώσει με το χάλι του Τατοΐου τόσα χρόνια, να μη μπορεί ένα κράτος της Ευρώπης, τρομάρα μας, να περιποιηθεί και να αξιοποιήσει ένα μικρό ανάκτορο, δεν είναι δα κι οι Βερσαλλίες. Θα πήγαινα, ειλικρινά, να το βάψω κι αυτό με τα χεράκια μου αν μου είχε δοθεί η ευκαιρία τόσα χρόνια, θα πήγαινα

 να βοηθήσω να ξαναστηθεί και να μπορούμε να το επισκεπτόμαστε και να το θαυμάζουμε μέσα κι έξω, να αγοράζαμε σουβενίρ. Είναι η ιστορία μας, δικαιούμαστε να βλέπουμε, να μαθαίνουμε, να απολαμβάνουμε και να αναπνέουμε καθαρό αέρα. Αντ’ αυτού, πυρκαγιά… Να λειτουργούσε και το αγρόκτημα, να καθόμασταν να πιούμε καφέ και να τρώμε τοπικά προϊόντα. Γιατί είναι τόσο δύσκολο; Έχει περάσει σχεδόν μισός αιώνας. Κι ο Κωνσταντίνος πρέπει να μπορεί να έρχεται πια, να κυκλοφορεί όπως θέλει, τι φοβόμαστε; Αν ντρέπομαι για κάτι σε σχέση με την επίσκεψη του Μητσοτάκη στον Κάρολο, είναι που βλέπουν κι οι ξένοι αυτή την ανικανότητα.  Ποιοι επενδύουν ακόμα σε αυτό το κομπλεξικό, το κοντόθωρο κόλλημα με το παρελθόν, σε  αυτή τη δυσπραγία;

Σάββατο 23 Απριλίου 2022

Επιτάφιος

 Νομίζω ότι θα πάω στον Επιτάφιο μετά από καμιά δεκαριά χρόνια, μπορεί και παραπάνω, μαζί με τις Ουκρανές πρόσφυγες και θα κλαίω γι αυτές, που συνέχεια προσπαθούν να είναι γελαστές, να φροντίζουν τα παιδάκια τους, να μην τα αφήνουν να τα πάρει από κάτω η απορία για το παράξενο αυτό ταξίδι, για την αιφνίδια αυτή ξενιτιά, θα κλαίω για τους πρόσφυγες που είναι υποχρεωμένοι να είναι ταπεινοί, να δέχονται ό,τι τους δίνουν και να λένε ευχαριστώ. Θα κλαίω και  για το μπαμπά μου που στα δέκα του ήρθε πρόσφυγας με όλες τις γυναίκες της οικογένειας και δεν του άνοιξαν την αγκαλιά τους οι Έλληνες, κι έπρεπε να είναι ταπεινοί όλοι τους, να λένε ευχαριστώ και να δέχονται ό,τι τους έδιναν, αν τους έδιναν κάτι, εκατό χρόνια πριν. Ακόμα αυτός ο πιτσιρίκος έρχεται πρόσφυγας με κάθε καραβάνι, με μαύρους, ασιάτες, ευρωπαίους, σε κάθε 'κύμα' και σε κάθε 'ροή' είναι εκεί ανάμεσα τους, κι όλο τον ψάχνω να τον ανακουφίσω επιτέλους, να τον κρατήσω στην αγκαλιά μου για πάντα, κι όλο μου ξεφεύγει με τις διευθετήσεις, με τις υποδοχές, και με τις επαναπροωθήσεις, τον σπρώχνουν, τον επαναπροωθούν, τον διώχνουν από τις παρέες των ντόπιων, τον στέλνουν στα κοντέινερ, και δεν βγάζει κιχ, μόνο όταν βρεθούν τίποτε ξένα χέρια να τον κρατήσουν στοργικά, μόνο τότε βρίσκει το θάρρος και ξεσπά, 'εγώ τι δουλειά έχω εδώ' λέει επιτέλους, αλλού θα έπρεπε να βρίσκομαι, κάποιο λάθος έχει γίνει'. Αλλά δεν μπορεί να φύγει. Πρέπει να μείνει εδώ, να ζήσει εδώ, να συμφιλιωθεί εδώ με όλους αυτούς τους ανώτερους, πρέπει να καταπιεί τις προσβολές, να χαμογελάσει με τις επιθέσεις και να συνεχίσει να μεγαλώνει και να προσπαθεί, να τους δείξει αυτός. Ναι, φυσικά έχει τη ζωή μπροστά του, θα μάθει να μιλάει τέλεια τη γλώσσα, θα σπουδάσει, θα δουλέψει, θα πολεμήσει κιόλας, αλλά κάτι μέσα του πάντα θα απορεί για όλ’ αυτά, ‘τι δουλειά έχω εδώ εγώ;’ θα ψιθυρίζει μια φωνή, και θα την επαναλαμβάνουν σιωπηλά οι πρόσφυγες από τη Συρία, από το Αφγανιστάν, από την Αφρική, από την Ουκρανία, ο καθένας το ίδιο κατάπληκτος με αυτό που του συμβαίνει, το ίδιο αμήχανος, το ίδιο παράξενος κι ανεπιθύμητος. Απορία των λέξεων και των τρόπων, τι να κάνω, τι να πω εδώ, ποια είναι οι θέση μου, τι είναι το σωστό, τόσα πράγματα έχω να μάθω, ποια γλώσσα να μιλήσω; Απορία, έλλειψη πόρων. Μόνο ένα είναι σίγουρο, να είσαι ταπεινός, να παίρνεις ό,τι σου δίνουν, να λες ευχαριστώ.

Θα κλάψω πολύ, θα ψάλλω τα λόγια του θρήνου, κι ας ξέρω πως είναι για έναν θεό αρχαίο, της ρωμαϊκής εποχής, έναν από τους πολλούς που κατάφερε να εκθρονίσει τους άλλους χάρις στις έξυπνες αποφάσεις αυτοκρατόρων και  στρατηγών, κλέβοντας ιδέες και ιερουργίες, αφομοιώνοντας φόβους και ελπίδες, και την ιεροτελεστία της άνοιξης πρωτίστως, αυτή την ακαταμάχητη. Αυτή που κάνει τους ανθρώπους να σκέφτονται τα θαύματα, και να αναλογίζονται το θάνατο, μήπως γίνεται θεούλη μου να γλιτώσουμε κι εμείς όπως η κερασιά κι ο πλάτανος, που βγάζουν νέα φύλλα κάθε τέτοια εποχή, κι οι φαινομενικά νεκροί ξαναζωντανεύουν; Ο θεός αν υπήρχε θα γελούσε πολύ με την ανοησία τους, αλλά δεν υπάρχει, οπότε ελεύθερα ελπίζουμε, ελεύθερα παρερμηνεύουμε την άνοιξη και τα λοιπά φαινόμενα, ελεύθερα ψάλλουμε, κι ελεύθερα, αλίμονο, πιο ελεύθερα από οτιδήποτε, κλαίμε.

Τετάρτη 20 Απριλίου 2022

Η διπλή ζωή του Γεβγένι

Έκλεισε τα πέντε του χρόνια στην Ελλάδα, ο μικρούλης από το Χάρκοβο. Η φίλη της γιαγιάς του, που ζει εδώ πολλά χρόνια, του αγόρασε πατίνι και τον πήγε βόλτα στο πάρκο, μαζί με τη μαμά του φυσικά, δεν την αφήνει τη μαμά εύκολα. Στη λιακάδα παίρνει χρώμα σιγά- σιγά, αλλά είναι ακόμα χλωμός. Τον χαζεύω και μαζί ρίχνω και μια ματιά στο τηλέφωνο, κολλημένη στην καινούργια αυτή συνήθεια της διαρκούς ενημέρωσης, λες και πρέπει να βγάζω πρωτοσέλιδα κάθε τέταρτο. Ας είναι. Κι εκεί που κοιτάζω τη ροή των εικόνων, βλέπω τον ίδιο μικρούλη σε μια σκοτεινή αυλή, «αφήνει κονσέρβες στον τάφο της μαμάς του» γράφει η λεζάντα. Σηκώνω το βλέμμα, ο εδώ μικρούλης κρατά τη δική του μαμά από το χέρι και την τραβάει να πάνε στις κούνιες. Το φως είναι αλλιώτικο εδώ, λάμπει ο ήλιος, το χώμα είναι ανοιχτόχρωμο εδώ, δεν χρειάστηκε να σκαφτεί, αλλά τα πρόσωπα των δυο παιδιών είναι ολόιδια. Ίδια μάγουλα, ίδιο μέτωπο, ίδιο βλέμμα, μοιάζουν σαν δίδυμα, τόσο που για μια στιγμή μπερδεύομαι σαν σε κακό όνειρο, μήπως δεν είμαστε στην Αθήνα; Αμέσως περνάει βέβαια η παραίσθηση, από χαρά ουρλιάζουν τα παιδάκια στην παιδική χαρά, η νεαρή μαμά χαμογελά στο γιο της που ετοιμάζεται ν’ ανέβει στη μεγάλη τσουλήθρα, ήταν τυχερή που υπήρχε στην Ελλάδα φίλη, έφυγε εγκαίρως, δεν κινδυνεύει. Έχει τα μύρια όσα προβλήματα βέβαια, σε μια ξένη χώρα που δεν ξέρει τη γλώσσα, χωρίς δουλειά, χωρίς τους δικούς της, αλλά είναι ασφαλής, το παιδί της γελά, δεν κλαίει όπως αυτό της φωτογραφίας, την έχει δίπλα του ζωντανή, χαμογελαστή. Θα πρέπει να αντιμετωπίσουν χίλιες δυσκολίες, αλλά είναι μαζί, ζωντανοί, εδώ στην Αθήνα. Το ορφανό πατριωτάκι του, τι δυστυχίες ακόμα θα περάσει;

Θυμάμαι την ταινία «Η διπλή ζωή της Βερόνικας», όπου η Ιρέν Ζακόμπ έπαιζε δυο ρόλους, μια Βερονίκ στη Γαλλία και μια Βερόνικα στην Πολωνία. Ήταν ίδιες, μουσικοί και οι δυο, δεν συναντήθηκαν ποτέ, μόνο η Πολωνή μια μέρα είδε τη Γαλλίδα να φεύγει με ένα πούλμαν. Λίγο μετά πέθανε η Πολωνή, κι η Γαλλίδα ένιωσε άσχημα, μια περίεργη απειλή την τριγύριζε, όμως το ξεπέρασε εκείνη και συνέχισε να ζει. Ψάχναμε τότε εξηγήσεις για την παράξενη  πλοκή, ενώ απλώς μπορεί να εννοούσε ότι η ζωή προστατεύεται στη Γαλλία καλύτερα από ό,τι στην Πολωνία. Η Ουκρανία δεν υπήρχε καν σαν σενάριο τότε.

 

Τετάρτη 13 Απριλίου 2022

Πρόσφυγες του δικού μας χρόνου

Για φέτος ετοίμαζα αφιερώματα στην επέτειο του 1922, τα δικά μου, τα προσωπικά, αυτά που με μεγάλωσαν. Δεν φανταζόμουν ότι θα ξεχνιόντουσαν εκείνα μπροστά στα τωρινά, στην ανάγκη των Ουκρανών προσφύγων για κομμάτια ζωής κι αξιοπρέπειας δίπλα μας. Θα μου πείτε, τόσα χρόνια δεν είδες άλλους πρόσφυγες; Βεβαίως είδα, και πρόσφυγες και τις ανάγκες τους, αλλά με τη βεβαιότητα πως είναι και πρόσφυγες χρόνου. Έρχονταν από μια εποχή που ακολουθούσε τη δική μας, έτρεχε πίσω της. πρόσφυγες χρονοκαθυστέρησης.

 Υπήρξαμε αφελείς. Τόσο σίγουροι ότι η ζωή με ειρήνη ήταν απείρως καλύτερη από την προηγούμενη, με τους πολέμους, κι ότι αφού ημασταν τόσο τυχεροί να έχουμε γεννηθεί στην Ευρώπη, έχοντας περάσει οι δικοί μας τους δυο Παγκόσμιους πολέμους, δεν είχαμε παρά να περιμένουμε να δούμε αυτή τη συνείδηση, αυτή τη γνώση, να περνά και στους υπόλοιπους που ακόμα έκαναν το λάθος να πολεμούν μεταξύ τους, αντί να υπογράφουν συνθήκες. Αργούσε βέβαια λίγο, αλλά η βεβαιότητά μας δεν χανόταν, και περιλάμβανε τη Ρωσία που κι αυτή είχε πολεμήσει, είχε νικήσει, είχε συμβάλει τα μέγιστα στη νίκη.

Ως ένα βαθμό βέβαια η Ρωσία παραμένει στη συνθήκη ειρήνης. Συνεχίζει αυτό που έκαναν οι δυο υπερδυνάμεις και την εποχή του Ψυχρού πολέμου, πολέμους περιφερειακούς όπως τους λέγαμε. Αλλά στην Ουκρανία επιτέθηκε αυτοπροσώπως, δεν υποστήριξε κάποιους εμπολέμους, δεν έμεινε σ’ αυτό. Θα μου πείτε, δεν ήταν άνθρωποι όσοι σκοτώνονταν στο Βιετνάμ και στη Γεωργία; Ναι, ίσως να ήμασταν κάπως ρατσιστές τότε που καμαρώναμε για την ειρήνη μας. Ρατσισμό χρόνου θα τον έλεγα. Είχαμε τη μεγάλη κληρονομιά των γονιών μας. Μας είχαν αφήσει αυτό το απέραντο κτήμα, τις καταστροφές που τους οδήγησαν στην απόφαση για ειρήνη, η οποία κάθε χρόνο εδραιωνόταν. Η ισορροπία των εξοπλισμών σαν ένα Jenga που υψώνεται όλο και πιο εύθραυστο, άντεχε, συνέχιζε, κι η βύθιση στα προβλήματα πολυτελείας τι γλυκιά που ήταν. Ο κόσμος μας πάχυνε, μετά από χιλιετίες πείνας. Άντε τώρα να χάσει τις βολές του.

Οι πρόσφυγες από την Ουκρανία δεν είναι σαν τους άλλους, δεν είναι πρόσφυγες χρόνου. Είμαστε στην ίδια εποχή. Τα σπίτια μας είναι γερά, τα παιδιά μας δεν χρειάστηκε να αποχαιρετίσουν τον πατέρα τους και να φύγουν με τη μάνα τους μπουλούκι, αλλά η απειλή περνά στην καθημερινότητα μας σαν δηλητηριασμένος αέρας.

Τι κρίμα, κι είχα τόσες ωραίες ιστορίες για το 1922…

Τρίτη 5 Απριλίου 2022

Για ένα μπρελοκάκι



Έρχονται οι φωτογραφίες από την πόλη Μπούτσα. Ένας άντρας πεσμένος στο πεζοδρόμιο μπρούμυτα δίπλα σε μια σακούλα με πατάτες. Οι πατάτες έχουν χυθεί από τη σακούλα κι έχουν σκορπιστεί τριγύρω. Μπορεί αυτές να φταίνε για τη ζωή του που χάθηκε, να είχε βγει να αγοράσει πατάτες. Τις αγόρασε, αλλά δεν πρόλαβε να τις πάει στο σπίτι. Σε άλλη φωτογραφία, το χέρι μιας γυναίκας γεμάτο λάσπες, ανοιγμένο στο χώμα, νεκρό. Έπεσε από τη χούφτα της αυτό που κρατούσε, τα κλειδιά της. Ίσως να στεκόταν μπροστά στην πόρτα του σπιτιού της, έτοιμη ν’ ανοίξει. Το μπρελόκ γυαλίζει, το πιο καθαρό σημείο όλης της εικόνας, ένα στρογγυλό επισμαλτωμένο μπρελοκάκι, μπλε με αστεράκια τριγύρω, η σημαία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Έρχονται τα νέα από τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο Όρμπαν νικητής στην Ουγγαρία με μεγαλύτερο ποσοστό, ο ηγέτης που χλευάζει την Ένωση, καταπατά τις δημοκρατικές  αρχές. Και στη Γαλλία φοβούνται πολύ τη Λεπέν, άλλη εχθρό της ΕΕ. Αυτοί που ζουν μέσα στην Ε.Ε. δεν την εκτιμούν και τόσο. Κατηγορούν τη γραφειοκρατία των Βρυξελλών για κάθε κακό που τους συμβαίνει. Κάθε τόσο προβλέπουν ότι θα διαλυθεί η ΕΕ. Έγινε το Brexit. Ποιος άλλος περιμένει στην έξοδο; Δεν αξίζει η Ευρώπη, δεν έχει στρατό. Μα αφού δεν θέλατε να έχει; Δεν αξίζει, δεν έχει πυγμή! Πώς να έχει αφού βάζετε βέτο; Δεν έχει δύναμη να εμποδίσει έναν Πούτιν, μια Ρωσία, να εισβάλει στην Ουκρανία, δίπλα της σχεδόν. Τι τη θέλουμε την άχρηστη;

Είδαν σε όλο τον κόσμο τη φωτογραφία με το μπρελοκάκι. Για κάποιους αξίζει η σημαία της Ένωσης να την κρατούν στη χούφτα σα φυλαχτό, κι ας μην τους φύλαξε. Ας τη δούμε κι εμείς ξανά, ας τη δουν οι ευρωσκεπτικιστές, όσοι βρίζουν την Ευρώπη, οι Άγγλοι, όλων των χωρών οι πολιτικοί, οι γραφειοκράτες, οι πολίτες. Για το χατήρι αυτής της ανοιγμένης χούφτας ας κάνουν μια προσπάθεια να δώσουν νόημα στην Ένωση. Μπορεί να είναι κυνικοί κι απογοητευμένοι ως το μεδούλι, ας προσπαθήσουν για μια γυναίκα που πέθανε να βρουν μέσα τους κάτι να ξεπεράσουν τον εαυτό τους. Ας κοιταχτούν με τα δικά της μάτια, κι ας μην βλέπουν εκείνα πια. Για λίγο καιρό ας ψάξουν μήπως μπορούν στο βάθος να κάνουν κάτι καλύτερο. Να πιστέψουν λίγο περισσότερο σε αυτή την Ένωση. Ας ψάξουν τον καλό εαυτό τους, για το χατίρι της.

Πόσο δύσκολο να γίνει το προσωπικό, πολιτικό.

Τη νύχτα που έφτασε ο Καραμανλής στο Ελληνικό να αναλάβει τα ηνία της χώρας που είχε βρεθεί στο χείλος του γκρεμού, πενήντα χρόνια πριν, δεν...