Το βασιλιά τον έρριξα με τα χεράκια μου. Και δεν υπερβάλω καθόλου. Ήμουν τελειόφοιτη της Νομικής στη Θεσσαλονίκη όταν έγινε το δημοψήφισμα. Υπήρχε μια επιτροπή Αντιβασιλικού Αγώνα, είχε ανοίξει γραφεία στην Τσιμισκή, δεχόταν δωρεές και εθελοντές. Δωρεά δεν μπορούσαμε να κάνουμε, πήγαμε εθελόντριες, η Κατερίνα κι εγώ.
Έψαχναν δυο άτομα για
την περιοδεία στη Θράκη. Θα ξεκινούσαμε μόνες μας με ένα μεγάλο πούλμαν, 54
θέσεων, για την Κομοτινή, όπου είχε ανοίξει εκείνη τη χρονιά η Νομική Σχολή
της, θα το γεμίζαμε εκεί με φοιτητές, και θα κάναμε μια εβδομάδα περιοδεία στη
Θράκη. Τελευταία στιγμή ήρθαν μαζί μας και δυο δεκαοχτάρηδες Πασόκοι. Το υλικό
από αφίσες, τρυκάκια, κι όλα τα συναφή, έπιανε μόνο του άλλα έξι καθίσματα, κι
έπρεπε να προσέξουμε να μην πάρουμε παραπάνω φοιτητές…
Καθήσαμε λοιπόν οι τέσσερεις μας στις μπροστινές θέσεις και
ξεκινήσαμε για την Κομοτινή όλο αισιοδοξία και έξαψη, γιατί πού να φανταστούμε
τι μας περίμενε; Μας υποδέχτηκαν εκεί μερικοί θαυμάσιοι μεσήλικες της
αντίστοιχης επιτροπής Αντιβασιλικού Αγώνα, αλλά φοιτητές δεν υπήρχαν. Άδεια ή
Σχολή, ψυχή δεν κυκλοφορούσε. Δύσκολο να το παραδεχτούμε, αλλά αυτό μας έμενε
να κάνουμε, αφού μιλήσαμε και με τα γραφεία Θεσσαλονίκης: να συνεχίσουμε την
καμπάνια μόνοι μας. Τι να κάνουμε; Κολλήσαμε αφίσες σε όλα τα παράθυρα, να μη
φαίνεται πως ήταν άδειο το πούλμαν, και ξεκινήσαμε.
Μια εβδομάδα που θα μπορούσε να είναι ένα συναρπαστικό
ταξίδι. Και πού δεν πήγαμε. Κομοτινή, Ξάνθη, Αλεξανδρούπολη, Καβάλα, κι ένα
σωρό μικρότερες πόλεις και χωριά στο ενδιάμεσο, μέρη που δεν τα ξέραμε και που
δεν επρόκειτο να ξαναδούμε, πολλά χαμένα στα βουνά. Γυναίκες με μαύρα ράσα και
μαντίλες έκαναν κύκλο στα χωριά και μας γύριζαν την πλάτη για να μην μας ακούσουν, άντρες στα καφενεία έμεναν σιωπηλοί
καθώς μπαίναμε να τους μιλήσουμε. Ήταν μια πορεία κάπως παρανοϊκή, πολλοί δεν
καταλάβαιναν καν περί τίνος επρόκειτο, ωστόσο εμείς επιμέναμε να μην αφήσουμε
απέξω κανένα χωριό της διαδρομής που μας είχαν καθορίσει. Ο οδηγός του πούλμαν
γκρίνιαζε ασταμάτητα να πρέπει να υπακούει σε δυο άσχετες νεαρές, οι μικροί
πασόκοι ήταν μάλλον εμπόδια, έπαιρναν τη ντουντούκα (είχαμε και ντουντούκα) και
φώναζαν συνθήματα δικής τους έμπνευσης στα χωριά, ύστερα τσακωνόμασταν,
θύμωναν, δεν κόλλαγαν αφίσες. Η Κατερίνα κι εγώ κολλήσαμε τόσο πολλές εκείνες
τις μέρες, όσο δεν έχουν κολλήσει οι αναρχικοί των Εξαρχείων σε όλη τη ζωή τους,
και το εννοώ. Ακόμα κι ένας να υπάρχει σε κάθε χωριό που σκέφτεται να ρίξει
Όχι, λέγαμε, πρέπει να τον ενθαρρύνουμε. Κι από την αγωνία δεν μας έπαιρνε ο
ύπνος τη νύχτα, γιατί βλέπαμε παντού ότι ήμασταν μειοψηφία. Λέγανε τότε ότι η
γραμμή του προξενείου, του τουρκικού, στους μουσουλμάνους, ήταν να ρίξουν Ναι
στο βασιλιά. Δεν ξέρω αν έγιναν τα πράγματα τόσο ξεκάθαρα, πάντως οι νομοί της
Θράκης είχαν όντως βγάλει πλειοψηφικό Ναι στο βασιλιά, αμέσως μετά τη Λακωνία.
Γυρίσαμε αφού είχε λήξει επίσημα η εκστρατεία, έχοντας
σκορπίσει στους δρόμους της Καβάλας τα τελευταία τρυκάκια βροχηδόν, γιατί δεν
προλαβαίναμε πια κάτι άλλο. Άυπνες, φτάνουμε στο σπίτι, και βλέπουμε απέξω
γραμμένο ένα σύνθημα «Όχι στο βασιλικό γουρούνι» κάτι τέτοιο. Κάτι με γουρούνι.
Πολύ προβοκατόρικο μας φάνηκε, κι όπως ήμασταν πτώματα, ανεβήκαμε στο σπίτι
μας, πέντε ορόφους χωρίς ασανσέρ, πήραμε μπογιά και σβήσαμε το Όχι, το κάναμε
ΝΑΙ. Ναι στο βασιλικό γουρούνι!
Γι αυτό έχω να λέω ότι έδιωξα το βασιλιά με τα χεράκια μου, τα νεανικά και δυνατά τότε μου χέρια. Κι έχω δικαίωμα να θυμώνω κάπως με τις βλακείες περί σχεδίου επανόδου του. Αλλά περισσότερο έχω θυμώσει με το χάλι του Τατοΐου τόσα χρόνια, να μη μπορεί ένα κράτος της Ευρώπης, τρομάρα μας, να περιποιηθεί και να αξιοποιήσει ένα μικρό ανάκτορο, δεν είναι δα κι οι Βερσαλλίες. Θα πήγαινα, ειλικρινά, να το βάψω κι αυτό με τα χεράκια μου αν μου είχε δοθεί η ευκαιρία τόσα χρόνια, θα πήγαινα
να βοηθήσω να ξαναστηθεί και να
μπορούμε να το επισκεπτόμαστε και να το θαυμάζουμε μέσα κι έξω, να αγοράζαμε
σουβενίρ. Είναι η ιστορία μας, δικαιούμαστε να βλέπουμε, να μαθαίνουμε, να
απολαμβάνουμε και να αναπνέουμε καθαρό αέρα. Αντ’ αυτού, πυρκαγιά… Να
λειτουργούσε και το αγρόκτημα, να καθόμασταν να πιούμε καφέ και να τρώμε τοπικά
προϊόντα. Γιατί είναι τόσο δύσκολο; Έχει περάσει σχεδόν μισός αιώνας. Κι ο
Κωνσταντίνος πρέπει να μπορεί να έρχεται πια, να κυκλοφορεί όπως θέλει, τι
φοβόμαστε; Αν ντρέπομαι για κάτι σε σχέση με την επίσκεψη του Μητσοτάκη στον
Κάρολο, είναι που βλέπουν κι οι ξένοι αυτή την ανικανότητα. Ποιοι επενδύουν ακόμα σε αυτό το κομπλεξικό,
το κοντόθωρο κόλλημα με το παρελθόν, σε αυτή τη δυσπραγία;