Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2018

Με μια επέκταση ξεχνιέμαι

Βεβαίως να επεκταθούμε. Οι επεκτάσεις ήταν πάντα ανθρώπινη ανάγκη και, αφότου υπάρχουν έθνη, έχει γίνει εθνική. Από παιδιά μαθαίνουμε στην Ιστορία, τρεις φορές σε τρεις διαφορετικές ηλικίες, το πώς επεκτάθηκε από το 1821 μέχρι το 1948 η νέα Ελλάδα, οπότε είναι ακατανόητο στην εθνική μας ψυχολογία το γιατί έχει σταματήσει να επεκτείνεται έκτοτε.
Μπορεί να μην είναι όλοι καλοί μαθητές στα φιλολογικά, αλλά επειδή στη φύση ενυπάρχει η ανάγκη της επέκτασης, δεν χρειάζεται μεγάλος κόπος για να πείσεις τον οποιονδήποτε ότι χρειάζεται να επεκταθεί, έστω κι αν δεν το έχει ανάγκη -πώς το έχουν αποδείξει οι αναλυτές για τις καλλιέργειες αναγκών; Το στρίμωγμα, εξάλλου, είναι αρχαία μέθοδος ταπείνωσης και εξευτελισμού με διαχρονικά εγγυημένα αποτελέσματα.
Αρκεί μια βόλτα με μέσο συγκοινωνίας για να δει κανείς πώς επεκτείνουν, ας πούμε, οι άνδρες τον χώρο που καταλαμβάνει το σώμα τους, ανοίγοντας τα πόδια, ενώ οι γυναίκες του καιρού μου μαθαίναμε ότι πρέπει να τα κρατάμε ενωμένα γιατί γινόμαστε άσχημες και πρόστυχες κι απέμενε μόνο η μέθοδος επέκτασης με τσάντες και μπαγκάζια.
Γενικά ως λαός μοιάζουμε συχνά να γεννηθήκαμε σε λάθος εποχή, τα συναισθήματά μας είναι κάπως αρχαία, συζητάμε με σοβαρότητα για επεκτατικούς πολέμους, σαν να είναι ο κατ’ εξοχήν τρόπος στις μέρες μας που λύνονται τα προβλήματα, μας βρήκε η μακρόσυρτη αυτή ευρωπαϊκή ειρήνη ανώριμους, ασφυκτιούμε στο σαβουάρ βιβρ της.
Αντί για μεγαλειώδεις εκστρατείες πρέπει να ξεδίνουμε με επεκτάσεις της αιγιαλίτιδας ζώνης κι άλλα τέτοια ξενέρωτα, στο Ιόνιο μάλιστα, ούτε μια ναυμαχία δηλαδή δεν παίζει. Εστω κι έτσι ανάβουν τα αίματα, αμέσως ξυπνά ο πατριωτισμός όλων, ξεχνάνε τα βάσανα και την καθημερινότητά τους, βγαίνουν να δείξουν ότι τον έχουν μεγαλύτερο, τον πατριωτισμό.
Ετσι πάμε μπροστά στον παθιασμένο δρόμο της ύπαρξης, ενώ όταν ανακοινώνεται ξέρω 'γώ επέκταση της γραμμής Β του μετρό προς Κοκκινιά και Πέραμα, τι να βγεις να πεις, ότι θα μολυνθεί η μνήμη της εργατιάς με γερμανική τεχνολογία; Αν κι αυτό δεν είναι κακή ιδέα, εδώ που τα λέμε. Πώς δεν το σκέφτηκε ώς τώρα κανείς; Θα πηγαίνουν με το αστικό μετρό του καπιταλισμού τα εγγόνια των τιμημένων εργατών; Είναι σωστό και πατριωτικό κάτι τέτοιο;
http://www.efsyn.gr/arthro/me-mia-epektasi-xehniemai

Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2018

Ανακαίνιση

 Εγινε πολύ ωραία η Δημοτική Αγορά της Κυψέλης μετά την ανακαίνιση από το Δήμο. κι ελπίζω να πετύχει, να μαζεύεται κόσμος στα μαγαζιά που τα έχουν κοινωνικές επιχειρήσεις, να τρέχουν μαθητές στα μαθήματα που προσφέρονται.

Επιτρέψτε μου και μια σκέψη. Την αλλαγή αυτή τη χρωστάει στην κατάληψη που ξεκίνησε το 2006 και τράβηξε σκούντα- βρόντα μέχρι το φθινόπωρο του '11. Μπορεί να είχε παρακμάσει και αρτηριοσκληρωθεί η 'κατάληψη' εκείνη, αλλά υποστηρίζω ότι αν δεν είχε γίνει καθόλου, δεν θα ασχολιόταν ποτέ ο Δήμος με την Αγορά. Εκείνη η πρώτη κίνηση, το 2006, με πολύ κόσμο από τη γειτονιά, ξεκούνησε την εγκατάλειψη και άλλαξε τα πράγματα. Ας τσακώθηκαν κάποια στιγμή με το Δήμο, τελικά το πνεύμα της επαφής με τη γειτονιά, της ζωντάνιας, της πρωτοτυπίας, πέρασε στην τωρινή προσπάθεια. Είναι δύσκολες οι συνεργασίες, αλλά έστω κι έτσι, με συγκρούσεις και αποχωρήσεις, κατά βάθος οι δυο φορείς συνεργάστηκαν.
Βεβαίως η Δημοτική Αγορά ανήκει στο Δήμο και ορθώς την ανέλαβε. Όμως πολύ λανθασμένα την είχε εγκαταλείψει όλα αυτά τα χρόνια πριν το 2006 και νομίζω ότι ορθώς αποφάσισαν οι δημοτικές παρατάξεις της Αντιπολίτευσης τότε να την ανοίξουν πραξικοπηματικά. Το πνεύμα που κυριάρχησε ήταν άψογο, όσα έγιναν ήταν υπόδειγμα για το τι θα μπορούσε να κάνει σε δημόσιο χώρο ο Δήμος για τους Δημότες του, κι επιτρέψτε μου να πω ότι τα μαθήματα σε μετανάστες που δίναμε εκεί οι εθελοντές ήταν κάτι το μοναδικό.

Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2018

Απέραντη λιακάδα



Έγινε αβλαβής για τον άνθρωπο βιολογικός καθαρισμός, γράφει ένα χαρτί κολλημένο στον κάδο. Κάτι αόρατο πέρασε και τον άγγιξε, παραμένει απ’ έξω το ίδιο σιχαμένος, πάντα ανοιχτός, και γύρω του μαζεύονται όσα σκουπίδια δεν πετυχαίνουν τη βολή για καλάθι, που σημαίνει ότι είναι άμπαλοι στη γειτονιά, καθότι το καλάθι είναι τεράστιο και θα έπρεπε να το βρίσκουν εύκολα νέοι, γέροι και παιδιά. Προσωπικά πλησιάζω πάντα κοντά  να εμπιστευτώ τη σακούλα μου, από αρχαία συστολή ως προς τα σκουπίδια, ανάλογη  με την πολιτική ευπιστία μου.  Πόσα χρόνια γράφουμε και διαβάζουμε για τα ελληνικά σκουπίδια,  πιο ελληνικά από τον ελληνικό ήλιο και την ελληνική θάλασσα, αυτά δεν τα φτιάξανε ελληνικά χέρια.
Φταίνε οι αριθμοί, καλύτερα να μη μετρά κανείς, καλύτερα να μη θυμάται.  Αυτή η βιολογική λεξούλα ποιος ξέρει τι πυροδότησε στο νου μου και βγήκαν τα χρόνια ξαφνικά από τον κάδο μάτσο, όπως βγάζει τα χαρτόνια ο ρακοσυλλέκτης παραπλεύρως. Ταχτικά και στοιβαγμένα. Τα βάζει στο τρίκυκλο, άλλα χρόνια μετράς εκεί, άλλες αναμνήσεις χυμάνε, ενώ αγκομαχά το κακόμοιρο να προλάβει να κάνει στην άκρη, του κορνάρουν από πίσω, σου περνάει από το μυαλό σκέψη απρόσκλητη,  μπορούσε κάποτε να σκοτώσει άνθρωπο  τέτοιο εργαλείο. Στο μεταξύ πάλιωσε, πέρασε σε ξένα χέρια, δεν τραβά στην ανηφόρα, επιτελεί πια κοινωνικό σκοπό εκ πλαγίου. Μαζεύει ανακυκλώσιμα, τα προωθεί ένας θεός ξέρει πού και πώς, πολλαπλασιάζεται τις νύχτες. Την άλλη μέρα, τρία παρόμοια δεμένα με αλυσίδες στο σιδερένιο παλούκι- σύνορο του κάδου. Αυτά να κρατούν την πόλη ζωντανή; Σύμφωνα με έρευνες προ δεκαετίας οι χωματερές και χυτα είχαν ξεχειλίσει, λογικά θα μας είχαν πνίξει προ πολλού. Ζήσαμε το έπος της Κερατέας, πάει κι αυτό, δεν ανέβηκε ούτε στο Ηρώδειο, δεν έγινε μια μελοποίηση, κάτι. Αν κάνουν έστω και λίγη δουλειά τώρα τέτοια άθλια τρίκυκλα, πώς να ασχοληθούν σοβαροί πολιτικοί μαζί τους; Είναι δυνατόν να αντέξει έλληνος ο τράχηλος τέτοιον συμφυρμό;
 Δεν αρκεί βιολογικός καθαρισμός, χρειαζόμαστε κι εκείνον που καθαρίζει το μυαλό από μνήμες και το απαλλάσσει από συνειρμούς, του χαρίζει απέραντη λιακάδα. Να ξεχνάμε, κι άλλο τίποτε. Τα λόγια και τα χρόνια τα χαμένα. Χρώματα κι αρώματα.
 http://www.efsyn.gr/arthro/aperanti-liakada

Τετάρτη 10 Οκτωβρίου 2018

Μια πλατεία γεννιέται



Μπορεί να ήταν τραγουδισμένη αλλά πλατεία δεν ήταν. Υπήρχε ένα τριγωνάκι ελεύθερο ανάμεσα στους δρόμους που συγκλίνουν, ούτε που φαινόταν. Έβλεπες ανθρώπους να περπατούν γρήγορα, κοιτάζοντας πίσω τους πριν στρίψουν κι εξαφανιστούν, σαν κάτι να φοβούνταν. Τριγύρω  παλιά ξενοδοχεία με νεοκλασικές προδιαγραφές και εντυπωσιακά ονόματα κατέρρεαν σταθερά.
Την πρώτη φορά που αποφάσισα να αγοράσω φαλάφελ σε ένα μικρό μαγαζάκι που είχε ανοίξει εκεί, ένιωσα τολμηρή που έμεινα παραπάνω λεπτά στην κακόφημη πλατεία από όσα χρειάζονται να τη διασχίσεις. Άξιζε τον κόπο το φαγητό.  Το μαγαζάκι πήγε καλά, επεκτάθηκε, προχτές είδα ότι έβγαλε τραπεζάκια έξω. Μερικές οικογένειες μεταναστών ή προσφύγων έτρωγαν εκεί, τα παιδιά παίζαν στο τριγωνάκι, νεαρές παρέες γελούσαν. Πέρασα ανάμεσα παρατηρώντας τα πιάτα, να διαλέξω το δικό μου.  Μου φάνηκε πως η πλατεία είχε γίνει πλατεία επιτέλους.
Όσο πλατιά κι αν είναι, μια πλατεία δεν έχει νόημα αν δεν σε καλεί  να πλατύνεις τον προσωπικό σου χώρο και χρόνο. Εάν δεν υπάρχει δυνατότητα να καθήσεις έστω και για ένα λεπτό σε  παγκάκι, ή ακόμα καλύτερα σε καρέκλα καφενείου, να αλλάξεις το ρυθμό της τρεχάλας. Να πιείς  καφέ, ή να φας κάτι. Να συναντήσεις κάποιον.  Να γίνεται ο δημόσιος χώρος  ιδιωτικός, να τρως και να σε κοιτούν, να προσηλώνεσαι στο τραπέζι σου και να επιτρέπεις να σε χαζεύουν. Αυτή η αλλαγή ρυθμού την ξεχωρίζει από την κίνηση του δρόμου, ενώ τα αυτοκίνητα συνεχίζουν να τρέχουν γύρω- γύρω, μέσα η βραδύτητα χτίζει το δικό της χώρο, τη δική της ζωή.
Στην ευχάριστη λιακάδα οι ταλαιπωρημένοι ταξιδιώτες είχαν ξαναγίνει άνθρωποι, τσιμπώντας με το πηρούνι τους ψιλοκομμένες μελιτζάνες, μιλώντας ήρεμα, χαζεύοντας τα παιδιά τους τριγύρω. Είχαν εξοβελίσει τη βλοσυρότητα και τη μιζέρια που συνήθως τους τυλίγει, τόσο που σε ξάφνιαζαν με τη χαλαρότητα της στιγμής. Σα να ξέχασαν να είναι δυστυχείς για λίγο, να απελευθερώθηκε μέσα τους η ικανότητα μικρών απολαύσεων.
 Κοίτα να δεις που είχε χώρο τελικά η πλατεία, άξιζε τον τίτλο της. Αρκούσαν μερικά τραπεζάκια έξω. Να που βγάζοντας τα, κάνοντας το άνοιγμα, το μαγαζάκι με τα φελάφελ της έδωσε το αληθινό της νόημα.


Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2018

Έλα να μάθεις στην πλατεία Βάθης

Ξενοδοχείο Sans rival, απέναντι από το Δημαρχείο της Λιοσίων. Κάθε φορά που το βλέπω αναρωτιέμαι αν οι υπάλληλοι του Δήμου, οι υψηλόβαθμοί που εργάζονται εκεί, αισθάνονται κάτι ανάλογο με τη δική μου θλίψη καθώς το αντικρίζουν κάθε μέρα πηγαίνοντας στη δουλειά τους, κι αν μπαίνουν στον πειρασμό να φανταστούν ότι ως Δήμος μπορεί και να έχουν τη δυνατότητα να παρέμβουν και να σταματήσουν την παρακμή του  με κάποιον τρόπο, με κάποια λεφτά, στο κάτω -κάτω Δήμοι και κράτος είναι οι πλουσιότεροι φορείς της χώρας.
Αλλά βέβαια έχουμε όλοι μάθει να ζούμε ανάμεσα σε ωραία ερείπια και άσχημα νεόδμητα χωρίς να μας ενοχλούν, σα να μην μας αφορά. Κι όταν ψάχνω τη φωτογραφική μου μηχανή στην τσάντα όποτε περνάω από κει, και βγάζω ξανά και ξανά το ξενοδοχείο αυτό και μερικά ακόμα στην πλατεία Βάθης, λες και κάθε φωτογραφία χτίζει κάτι σαν αόρατο τείχος που θα προστατέψει τα καημένα τα κτίρια, αισθάνομαι λίγο νούμερο, εκκεντρική. Ανάμεσα σε φτωχούς ανθρώπους, μετανάστες ταλαιπωρημένους, εγώ με τη μηχανή, να φωτογραφίζω πάνω από τα κεφάλια τους...
Ωστόσο δεν κρατιέμαι να μην κοιτάξω, να μη φωτογραφίσω τα κτίρια αυτά. Άραγε να είχε ήδη αρχίσει η παρακμή όταν ολοκληρώθηκαν, ή πρόλαβαν να ζήσουν καλύτερες μέρες; Και για πόσον καιρό; Όσο θυμάμαι τον εαυτό μου η πλατεία Βάθης ήταν όνομα και πράγμα, κάτι βυθισμένο και σκοτεινό, με υπόκοσμο και αθλιότητα.
Στην τελευταία βόλτα είχε βγάλει τραπεζάκια έξω το μαγαζάκι με τα φελάφελ, το οποίο επεκτάθηκε κι έγινε εστιατόριο, κι αρκεί αυτή η απλή αλλαγή για να φανεί η πλατεία σαν πλατεία, όπου οι άνθρωποι κάθονται φανερά, τρώνε, μιλάνε και ξεκουράζονται, δεν τρέχουν να κρυφτούν κάπου, όπως ήταν η αισθηση που σου έδινε ως τώρα. Αλλαγή που έχει γίνει και στην Ομόνοια τώρα τελευταία, αν κι εκεί τα τραπεζάκια είναι περιχαρακωμένα σε πλαστικά πετάσματα, ο περιβάλλων χώρος ακόμα εχθρικός.
Κάθονταν κι έτρωγαν δυο φίλες που γελούσαν, μια οικογένεια με παιδιά που έτρεχαν γύρω- γύρω, δυο τρεις ακόμα παρέες ξένων, ντόπιων της περιοχής δηλαδή. Ζουν εκει ξένοι σε ξενοδοχεία για καιρό, με τη βοήθεια οργανώσεων ή κοινοτήτων. Σ' ένα δωμάτιο μια οικογένεια, πλένουν τα ρούχα στο νιπτήρα και τα απλώνουν στο μπαλκονάκι να στεγνώσουν. Παράξενη ζωή νομάδων που εγκαθίστανται χωρίς να το καταλαβαίνουν.
Κάποια ξενοδοχεία (Υπάρχει και το Λωζάννη) θα χτίστηκαν εξαρχής ως ξενοδοχεία, θα ήταν η περιοχή κατάλληλη, ίσως επειδή βρισκόταν κοντά στο σταθμό. Κάποια σπίτια θα χτίστηκαν για σπίτια, πολύ γρήγορα όμως απαξιώθηκε ολόκληρη με τη μεταφορά εκεί βιομηχανιών. Έφυγαν γρήγορα οι αστοί κι έμειναν τα σπίτια τους, για πόσο καιρό τα χάρηκαν χωρίς να σκέφτονται ότι είχαν κάνει λάθος επιλογή περιοχής;
Με ενδιαφέρει η ταχύτητα αυτή, πόσο κράτησε ο χρόνος της ακμής. Νομίζω ότι γίνονται όλα πολύ γρήγορα στην Ελλάδα, αυτού του τύπου οι προσπάθειες δηλαδή και όχι μόνο. Χτίζει κάποιος ένα ωραίο σπίτι με την προοπτική να ζήσει εκεί μια ζωή, να το αφήσει στα παιδιά του κλπ, και σε λίγα χρόνια τα παιδιά το γκρεμίζουν για να αξιοποιήσουν το οικόπεδο, και μετακομίζουν κάπου καλύτερα. Καμιά φορά δυσκολεύονται μάλιστα, όπως στο ωραίο τετραώροφο μπροστά μας, τρόμαξαν να ρίξουν τους τοίχους οι μπουλντόζες των κληρονόμων, το είχε φτιάξει πολύ γερό ο πατέρας, θυμόντουσαν οι γείτονες.
Υπάρχει ενσωματωμένη στους τοίχους αυτή η αντίφαση, τοίχοι χοντροί που φτιάχτηκαν για να κρατήσουν αιώνες, σχέδια φιλόδοξα προορισμένα να θαμπώνουν την πόλη, και γρήγορα μεταμορφώθηκαν σε μικρά σχετικά με τις πολυκατοικίες κτίρια, που κανένας δεν τα προσέχει και τα αντιμετωπίζουν οι περισσότεροι σαν ενόχληση.

Τετάρτη 3 Οκτωβρίου 2018

Χαιρετώ τους τολμηρούς



Ερμηνείες δόθηκαν πολλές και θα δοθούν και άλλες. Ένθεν και ένθεν, με πολιτικές αναλύσεις του τύπου, τι συμφέρει ποιον πολιτικό, ποιο κόμμα, ποιους ξένους. Μερικοί τα ξέρουν όλα σε βάθος χρόνου, παρελθόντος και μέλλοντος, άλλοι  μιλούν για  προγόνους, για προδοσίες και ξεπούλημα, για αποτυχία και παρακμή. Αν διατυπώσεις σκέψεις πιο απλές σε κατακεραυνώνουν. Δύσκολα κυκλοφορείς με το θάρρος της γνώμης σου στα τραγουδισμένα Βαλκάνια, κι αυτό κάνει περήφανους, όσους είναι σίγουροι  πως θα ανήκουν πάντα σε αυτούς που δημιουργούν τις δυσκολίες, ποτέ σε αυτούς που τις υφίστανται.
Βαρέθηκα να μιλάω με γλωσσοδέτες, να μην τολμώ να αναφέρω την ύπαρξη γειτόνων βόρειων και νότιων χωρίς να θεωρηθώ ύποπτη ανθελληνικών θέσεων. Βαρέθηκα το κάλπικο αίσθημα ανωτερότητας που θρέψαμε με τα ταπεινότερα υλικά, επειδή υπήρξαμε η πλούσια δυτική χώρα όταν έβγαιναν όλες από κομμουνισμούς και μπαίναν σε εμφυλίους, κι έρχονταν οι δασκάλες πιάνου να φυλάνε γέρους και μωρά και οι καθηγητές να μαζεύουν ελιές. Ούτε κι η πτώση απ’ αυτή την ακμή δανεικού πλούτου με συγκινεί. Θέλω να μπορώ να μιλάω σαν άνθρωπος με ανθρώπους, με το όνομα που δίνουν στον εαυτό τους, και με έχουν στριμώξει οι ασυμβίβαστοι, οι αδέκαστοι, οι αδιάλλακτοι, οι γνήσιοι απόγονοι του Μεγαλέξανδρου χρόνια τώρα, να πρέπει να σκύβω το κεφάλι στις δικές τους απόψεις, αυτές που υποχρεωτικά ταπεινώνουν τον άλλον. Να πρέπει να συμμετέχω στον τσαμπουκά των πολιτικών που έχτισαν καριέρα με την αδιαλλαξία τους περί το όνομα.
Έτσι μπουχτισμένη θα πρέπει τώρα να ζητήσω και συγγνώμη που ήλπισα ότι θα τελειώναμε κάποια στιγμή μ’ αυτή την ιστορία χάρις στην τόσο πρωτότυπη, στη μεγαλειώδη για τα κομπλεξικά Βαλκάνια απόφαση του Ζάεφ να συμβιβαστεί; Ναι, το θεωρώ πολύ σημαντικό, πολύ σπουδαίο σαν κίνηση, κι αν μπορώ, αν έχω φωνή σαν απλός πολίτης, το γράφω, το καταθέτω, για μένα αυτό είναι το θάρρος, η πρωτοτυπία, η πρόοδος, το μεγαλείο: η επιλογή της διαπραγμάτευσης. Η απόφαση της παραχώρησης. Είναι πιο τολμηρός ο Ζάεφ από όλους τους δικούς μας πολιτικούς. Οι δικοί μας τα μασάνε μια ζωή. Του βγάζω το καπέλο. Σε αυτόν και σε όσους πήγαν στις κάλπες και ψήφισαν το ναι. Κι ακόμα ελπίζω στο σχέδιο, στο συμβιβασμό, στο κοινό ευρωπαϊκό μέλλον.


Πόσο δύσκολο να γίνει το προσωπικό, πολιτικό.

Τη νύχτα που έφτασε ο Καραμανλής στο Ελληνικό να αναλάβει τα ηνία της χώρας που είχε βρεθεί στο χείλος του γκρεμού, πενήντα χρόνια πριν, δεν...