Πέμπτη 20 Ιουλίου 2017

Στα Νικιά, στη Νίσυρο



Έφτασα και στα Νικιά. Στη δεκαετία του 70 κάναμε με τα πόδια όλες αυτές τις διαδρομές. Εδώ μας είχαν φτιάξει μια σαλάτα στο καφενείο, μας ρωτούσαν αν θέλαμε να αγοράσουμε σπίτι. Φοιτητές ήμασταν, δεν αγοράζαμε σπίτια
3000 δραχμές τα δίνουμε παιδί μου
Γιατί θέλετε να πουλήσετε τα όμορφα σπίτια σας, ρωτούσαμε με καρδιά σφιγμένη
Τι να κάνουμε δω πάνω παιδιά; Να αυτό πουλιέται χίλιες δραχμές, δεν το θέλετε; Φύγαμε με τη θλιμμένη σιγουριά πως είχαμε επισκεφτεί έναν τόπο πανέμορφο που θα χανόταν. Κι όμως, να που κάθομαι και τρώω μεζέδες στην πλατεία, τα σπίτια ανακαινισμένα, ο τόπος ζωντανός, η αξία του αναγνωρισμένη. Τα κατάφεραν οι άνθρωποι. Ξένοι εκτίμησαν το τοπίο, τον αέρα, την αρχιτεκτονική, το κλίμα, αγόρασαν τα σπίτια που εμείς τότε δεν μπορούσαμε. Τα έφτιαξαν, βρήκαν δουλειά μερικοί ντόπιοι που σίγουρα θα είχαν φύγει διαφορετικά. Ανοιξαν μερικές ταβέρνες, δεν ερήμωσε εντελώς το χωριό.
Πώς θα ζούσαν αυτά τα μέρη διαφορετικά; Τα νησιά του Αιγαίου, αυτά τα τόσο κολλητά στην Τουρκία ειδικά, αναπτύχθηκαν πριν γίνουν ελληνικά από το εμπόριο με τα παράλια. Τα προϊόντα του τόπου, από ψάρια και σφουγγάρια μέχρι σύκα και ελαφρόπετρες, πουλιούνταν στις πόλεις απέναντι. Στην πόλη της Μυτιλήνης τα αρχοντικά χτίστηκαν από τους επιχειρηματίες που εξήγαγαν λάδι στην Πόλη. Όταν το κέντρο έγινε η Αθήνα, ήταν πολύ μακριά για να μπορέσει αυτή η οικονομία να επιβιώσει. 
Λέμε, αχ τι κρίμα πολύ τουριστικό το τάδε νησί. Αν δεν ήταν τουριστικά, τα περισσότερα, απλώς θα ήταν ήδη ακατοίκητα. Και τα ακατοίκητα νησιά νομίζουμε ότι μας αρέσουν, δεν θα μπορούσαμε να τα δούμε καθόλου.

Τετάρτη 12 Ιουλίου 2017

Η ροκού και η άλλη

Μα πώς αφήνουν να γίνονται ροκ συναυλίες στο Ηρώδειο, αναρωτήθηκε η ροκ της παρέας, κάπως συγκλονισμένη από τη μίξη των ειδών. Αυτά παθαίνουν οι ροκ άνθρωποι, μπερδεύονται. Ενώ εμείς του κλασικού, που ακούγαμε Μότσαρτ το καλοκαίρι πριν τις Πανελλήνιες (δεν τις έλεγαν έτσι τότε, και γίνονταν Σεπτέμβρη) έχουμε προ πολλού ξεσκολίσει κι όλα τα ξέρουμε.
Μα η Αρχαιολογική Υπηρεσία δεν άφησε να γίνει παρουσίαση του Gucci στην Ακρόπολη για να μην κουνηθούν/ σοκαριστούν/ πιθανώς λεκιάσουν ή κάτι παρεμφερές τέλος πάντων, οι πέτρες, κι επιτρέπει τέτοιο χαλασμό στο Ηρώδειο, επιμένει η ροκού. Καλά εσύ παιδί μου, δεν είσαι με το ροκ; Δεν καταλαβαίνω πια τίποτε. Είμαι με το ροκ, γι αυτό παίρνω το θάρρος κιόλας, και λέω την απορία μου σε σένα που δεν είσαι, πώς σου φαίνεται αυτό όλο;
Εγώ δεν είμαι του ροκ, γιατί να το κρύψωμεν άλλωστε, φαίνεται πολύ εξάλλου, αλλά τολμάω να βγω να το πω; Να θεωρηθώ πασέ στο άνθος της ηλικίας μου; Όμως εδώ μπερδέψαμε τους ρόλους, η ροκ μας βγήκε υπέρ της συντήρησης, κυριολεκτικά, κι η κλασική υπέρ της συναυλίας, και της χρήσης του Ηρωδείου. Φαντάζεσαι, της λέω, να την πιάσει ευαισθησία την Αρχαιολογική Υπηρεσία και να τ’ απαγορεύσει όλα; Μη μιλάς καθόλου. Στο κάτω- κάτω το Ηρώδειο είναι της ρωμαϊκής περιόδου, δηλαδή ρωμαϊκό πες, ο δε Ηρώδης ήταν ένας πάμπλουτος που έφτασε να γίνει Συγκλητικός στη Ρώμη, άρα σχεδόν Ρωμαίος. Και τα ρωμαϊκά δεν μας νοιάζουν, δεν είναι παρά αντίγραφα, εμείς είχαμε τον 5ο αιώνα αυτοπροσώπως, κι όλα τ’ άλλα είναι απλώς οδοντόκρεμες. Δεν πας στον Εθνικό κήπο να δεις μωσαϊκά αβέρτα; Και κολώνες βεβαίως, και άλλα διάφορα, όλα καταγής, ρωμαϊκής περιόδου είναι, σαν της κατοχής δηλαδή. Ε, πόσα να μαζέψει κανείς σε μουσεία, πόσα να μαντρώσει; Ας μείνει και κάτι στην πόλη να το βλέπουμε περπατώντας, να συνδεόμαστε με το παρελθόν. Ας μείνει κι ένα θέατρο να λειτουργεί, μας έπνιξαν τα ερείπια.
Έχει μωσαϊκά στον Εθνικό κήπο, ρωτά η ροκού δύσπιστα. Εγώ μόνο τη λιμνούλα με τις πάπιες ξέρω. Εμ βέβαια, δεν πάνε σε κήπους οι ροκούδες, ενώ εμείς του κλασικού, πού μας χάνεις, πού μας βρίσκεις; Έλα ένα πρωινό να σου τα δείξω, πάνε οι πάπιες πια, μόνο τα μωσαϊκά έχουν μείνει, και οι πεσμένες κολώνες βεβαίως, βάλανε και ταμπελίτσα τώρα που τα εξηγεί, ήταν η πόλη του Αδριανού εκεί, αυτή που γράφει επάνω και η πύλη του Αδριανού, η τραγουδισμένη. Κοντά στου Μακρυγιάννη.
Είναι παρελθόν μας αυτό, του ανήκουμε; Μας ανήκει; Οι αιώνες της ρωμαϊκής κυριαρχίας έχουν αρχαιολογική αξία; Συναισθηματική αξία; Ιστορική αξία; Προβλήματα ταυτότητας βάζει η ροκού μέσα στον καύσωνα. Ας κοιτάξουμε το μέλλον, προτείνω η κλασική. Αλλά και τα μωσαϊκά όμως βρε παιδί μου, τα ψηφιδωτά, έτσι αβέρτα; Να τα λυπηθούμε ή όχι;
Ας τα πάρουμε μια φωτογραφία τουλάχιστον, λέει η ροκού, πιο εξοικειωμένη εν τέλει με το εφήμερο απ’ όσο δείχνει.

Χελιδονόψαρα και σολομοί



Πέφτει ο αέρας το βραδάκι, και η θάλασσα μοιάζει με καθρέφτη. Βαραίνουμε κι εμείς από τη ζέστη της μέρας, δεν θέλουμε να μετακινηθούμε πιθαμή. Κολυμπούν εδώ παιδιά και γέροι, όρθιοι με τα καπέλα τους συζητούν για ένδοξα ψαρέματα του παρελθόντος, κάποτε έπιανα ροφούς εδώ, τώρα ούτε σαρδέλες δεν βλέπω. Πού να τις δεις, δεν πηδάνε έξω από το νερό! Αφού σου λέω, έχουν εξαφανιστεί τα ψάρια, ο πρώτος επιμένει. Άδικα περιμένεις, φωνάζει στο πιτσιρίκι που έχει πάρει την αδιάβροχη φωτογραφική μηχανή από τον μπαμπά του και στέκεται με τα πόδια ανοιχτά στα ρηχά, περιμένοντας κάποιο ψάρι να ποζάρει.
-Θα βγάλω χελοδονόψαρο, τους πληροφορεί και τη στρέφει στον ουρανό, στον ήλιο που πάει να δύσει. Γελά η παρέα των μεγάλων. Είναι δύσκολο να πετύχεις το χελιδονόψαρο την ώρα που πετάει,  λέει ο πατέρας του. Ξαφνικά θυμάμαι μια στιγμή που δεν πρόλαβα να απαθανατίσω, αν και κουβαλούσα κι εγώ φωτογραφική μηχανή κρεμασμένη στο λαιμό μου. Ήμουν στη Σκωτία, αδερφοποιημένη χώρα για γονείς φοιτητών που επωφελήθηκαν από τις υποτροφίες προς μη Βρετανούς Ευρωπαίους, κι είχαμε πάρει τα βουνά, κυριολεκτικά. Έστω, τους λόφους,  βουνά δεν τα λες, τριακόσια μέτρα ύψος το ψηλότερο, όμως πόσο όμορφα, με τα σημαδεμένα τους μονοπάτια, οργανωμένα, νιώθεις την ανάσα της αγάπης και της φροντίδας των κατοίκων τους σε κάθε βήμα. Ανεβαίναμε δίπλα σ’ ένα ρυάκι που κυλούσε ορμητικό, κι εκεί που ο γκρεμός ήταν μεγάλος είχαν φτιάξει γούρνες σαν σκαλοπάτια, να μειώνεται η απόσταση για τους σολομούς που κολυμπούσαν κόντρα στο ρεύμα, να φτάσουν πίσω στην πηγή που γεννήθηκαν, να κάνουν εκεί τ’ αυγά τους. Όλ’ αυτά τα έγραφαν σε μια κατατοπιστική ταμπελίτσα και τα εξηγούσαν με σκίτσα, κι αφού τα διάβασα σαν το πιο απίστευτο παραμύθι, είπα η έξυπνη, σιγά να μην πηδάνε οι σολομοί απ’ αυτά τα σκαλοπάτια! Και μόλις το είπα, λες και με είχε ακούσει, βλέπω μια ψαρούκλα, μεγάλη σαν τον πήχυ μου, να πηδάει μονοκόμματη, οριζόντια, από τη χαμηλή γούρνα, και να φτάνει την ψηλή, που ήταν ένα μέτρο πιο πάνω. Κι έμεινα με το στόμα ανοιχτό, άφωνη, για κάμποση ώρα, ύστερα άρχισα να φωνάζω σα μικρό παιδί.
 Πρέπει πάντα να επαγρυπνείς, λέω στον πιτσιρίκο, τα χελιδονόψαρα τινάζονται εκεί που δεν το περιμένει κανείς.

Βοήθεια στο δρόμο δεν υπάρχει



Η ταλαιπωρία της μέρας. Κάτι μπανάλ, ούτε που αναστενάζουν πια οι άνθρωποι. Ανεβαίνοντας από Ομόνοια τη Σταδίου, λέει ο οδηγός του τρόλεϊ, έχει πορεία θα στρίψουμε Ακαδημίας. Εντάξει, και τι έγινε; Ρουτίνα. Εννοεί, θα στρίψει από το στενό, την Πεσμαζόγλου, που κάνει ένα τέταρτο μόνο να καταφέρει να χωθεί μέσα.
 Κατεβαίνω εγώ εκεί, να πάω με τα πόδια. Συναντάω και την πορεία, είναι 150 άτομα, με ομπρέλες για τον ήλιο, σωστούς τους βρίσκω. Έχουν τη ντουντούκα τους, περπατούν αργά και βασανιστικά (για τους οδηγούς που απέκλεισαν) Τους προσπερνάω, βλέπω και το πανώ, «Βοήθεια στο σπίτι». Πρέπει να είναι κάποια υπηρεσία του Δήμου. Συμβασιούχοι προφανώς, γιατί να μη διεκδικήσουν μονιμότητα; Είναι κεφάτοι, τραγουδάνε. Βάζουν στιχάκια στο γνωστό σκοπό του γιούπι- γιάγια. Πήγανε στις τράπεζες, κάτι τέτοια λένε. Μπορεί να είναι απλήρωτοι οι άνθρωποι. Αλλά όχι, γιατί το γυρίζουν στην πρόζα, φωνάζουν «Το Βοήθεια είναι εδώ/ ενωμένο- δυνατό» κι αμέσως το ξανασκέφτονται: «Το Βοήθεια είν’ εδώ/ και θα γίνει μόνιμο!» Αυτό το φωνάζουν πιο δυνατά, πιο άγρια.
 Έφτασα στην Κλαυθμώνος, ο δρόμος είναι έρημος, ποτέ δεν κατάλαβα γιατί η Αστυνομία κλείνει το κέντρο τόσο πρόθυμα για κάθε συγκέντρωση, όσο μικρή και να είναι. Τι κέρδος έχει απ’ αυτό, κάποιο κέρδος θα έχει, δεν μπορεί. Τώρα πια είμαι πολύ δύσπιστη με όλ’ αυτά. Τυχαία δεν γίνεται τίποτε, αλλά δεν βγάζω συμπέρασμα. Οι «Βοήθεια» από πίσω συνεχίζουν να απειλούν ότι θα γίνουν μόνιμοι, και τι άλλο είναι παρά απειλή αυτή η κραυγή, στην ταλαιπωρημένη πόλη που υφίσταται χρόνια τώρα τη συνδικαλιστική δύναμη του καθενός με διάφορες συνέπειες, κι ύστερα την πληρώνει κι από πάνω; Έχει ξεχαστεί το ΑΣΕΠ, όπως και η υπογραφή που βάζουν οι συμβασιούχοι στη σύμβαση τους. Τώρα έχουν μαζί την Αστυνομία, που κλείνει τους δρόμους, για να περάσουν και να απειλήσουν. Τώρα έχουν την απάθεια μας, τους σιωπηλούς υπολογισμούς μας, έχουν τη δόση που θα πάρουμε, έχουν κι αυτοί την ελπίδα τους, το πείσμα τους, να γίνουν μόνιμοι.
Αυτός είναι ο δρόμος μας. Κάτι σαν ιερά οδός των διεκδικήσεων από το κράτος. Όπως τότε που η Κλαυθμώνος γέμιζε κλαυθμούς και της έμεινε το όνομα. Ακόμα είναι πλατεία κλαυθμώνος και οδυρμώνος. Τώρα όμως δεν κλαίνε αυτοί, τώρα πρέπει να κλάψουμε εμείς οι υπόλοιποι. Ανεβαίνουν οι συμβασιούχοι, φωνάζουν γενναία, κι άλλοι υπάλληλοι, κι άλλοι διεκδικητές, κι άλλοι μόνιμοι, κι άλλο χρέος του κράτους, κι άλλη πίεση. Κάποια τροπολογία να γίνει. Όχι ΑΣΕΠ, είναι καπιταλιστικό, είναι αντιδραστικό. Και δεν οργανώνει πορείες, αν και ποτέ δεν ξέρεις.
 Τυχαία, όταν κανείς δεν θέλει να περάσει, κανένα ισχυρό σωματείο κρατικών υπαλλήλων με την ευρεία έννοια, αφήνουν και κανα τρόλεϊ, κανα λεωφορείο. Αλλά ο δρόμος τους ανήκει. Ποτέ κανείς συνδικαλισταράς δεν πρότεινε να μην κλείσει η έρμη η Σταδίου, να παρελάσουν δίπλα στ’ αυτοκίνητα, να τους βλέπουμε κιόλας, να τους συμπαθήσουμε ίσως. Βοήθεια στο σπίτι δίνουν, κάτι χρήσιμο, να σκεφτούμε το αίτημα τους.
 Όμως έχει τελειώσει η περίοδος της συμπάθειας. Τώρα όλοι θέλει να ενσπείρουν φόβο, να μας τρομάξουν, είναι ισχυροί, να λέμε,  πρέπει να τους πληρώσουμε κι αυτούς μαζί με τους άλλους. Βοήθεια στο δρόμο δεν υπάρχει. Βοήθεια στην κυκλοφορία δεν νοείται.

Ti είναι ο Άτλαντας, ποιο το βάρος;



Βραδάκι στη Διονυσίου Αεροπαγίτου παρακολουθούμε το δεκάλεπτο βίντεο του Γουίλιαμ Κέντριτζ «Παίξτε το χορό ακόμα πιο γλυκά», μια παρέλαση σκιών όπου συμμετέχουν κι οι περαστικοί με τις δικές τους. Περνούν στην οθόνη άνθρωποι γερμένοι από το βάρος των συμβόλων που κουβαλούν, λάβαρα, σημαίες, ταμπούρλα… Στέκονται και οι διαβάτες, κάνουν κι αυτοί τα δικά τους, σκυλάκια που ανοιγοκλείνουν το στόμα, κουνελάκια, καλόγριες που προσεύχονται. Τα παιδιά γελούν, οι μεγάλοι παιδιαρίζουν. Είναι ζεστές οι βραδιές, και κάθε προσπάθεια διαφυγής επιτρέπεται. Λίγο πιο κάτω, η πόρτα για το χώρο της αρχαίας Αγοράς είναι ανοιχτή, κάποιο κομμάτι του χώρου προσφέρεται στους νέους που έχουν όρεξη να σκαρφαλώσουν στα βράχια και να πιουν τη μπύρα τους απλωμένοι σε κατηφορικές επιφάνειες. Στην πύλη διακρίνω από μακριά ένα γλυπτό που δεν έχω ξαναδεί, ο Άτλαντας σηκώνει στους ώμους την Υδρόγειο. Πότε έβαλαν εκεί πάνω νέα έργα; Σίγουρα είναι κάτι διαφορετικό από τις προτομές που συνέχεια τοποθετούνται εδώ κι εκεί. Ένα γλυπτό με κάποια κίνηση τέλος πάντων, σαν αυτά τα χάλκινα γλυπτά που βλέπεις σε άλλες πόλεις.
Πλησιάζοντας καταλαβαίνω ότι δεν είναι γλυπτό, είναι ζωντανός άνθρωπος που ανέβηκε κει πάνω και παριστάνει τον Άτλαντα. Ελάχιστα κινείται η τεράστια Υδρόγειος καθώς τη σφίγγουν τα δάχτυλά του, κι έτσι συνέρχομαι, πώς θα ήταν δυνατόν να μπει γλυπτό εκεί πάνω και να μη χαλάσει ο κόσμος, να μην έχουν διαμαρτυρηθεί οι αρχαιολόγοι, να μην έχουν μαζέψει υπογραφές οι γλύπτες, να μην έχει γίνει επερώτηση στη Βουλή; Αφελής είμαι ώρες -ώρες, μάλλον τις περισσότερες ώρες της μέρας. Ένας άνθρωπος μόνος, ένας άντρας δυνατός, φαίνεται αυτό, κάθησε και βάφτηκε ολόκληρος, σκαρφάλωσε την παραστάδα αυτής της πόρτας και στήθηκε πάνω εκεί να ισορροπεί παριστάνοντας τον Άτλαντα. Σηκώνει την Υδρόγειο, την ανάγκη του, το κουράγιο του, τη μοναξιά του, την απόφαση του. Πλησιάζω κι αφήνω λίγα νομίσματα στο καπέλο που έχει βάλει στη βάση της κολώνας. Για δευτερόλεπτα αναρωτιέμαι πόσο μέτρησε το συμβολικό βάρος και πόσο το αληθινό στην επιχείρηση αυτή, πόσο τα σέντσια που μαζεύονται μπορούν να πληρώσουν τα έξοδα της κατασκευής και κάποιο γεύμα επιπλέον. Η εφήμερη τέχνη, με τόσο πενιχρή αναγνώριση, με τόσο αμφιλεγόμενη αξία, μπορεί ν’ αφήσει στην ψυχή αβάσταχτο βάρος σε νύχτες με καύσωνα.


Τι είναι ο Άτλαντας, ποιο το βάρος;
Βραδάκι στη Διονυσίου Αεροπαγίτου παρακολουθούμε το δεκάλεπτο βίντεο του Γουίλιαμ Κέντριτζ «Παίξτε το χορό ακόμα πιο γλυκά», μια παρέλαση σκιών όπου συμμετέχουν κι οι περαστικοί με τις δικές τους. Περνούν στην οθόνη άνθρωποι γερμένοι από το βάρος των συμβόλων που κουβαλούν, λάβαρα, σημαίες, ταμπούρλα… Στέκονται και οι διαβάτες, κάνουν κι αυτοί τα δικά τους, σκυλάκια που ανοιγοκλείνουν το στόμα, κουνελάκια, καλόγριες που προσεύχονται. Τα παιδιά γελούν, οι μεγάλοι παιδιαρίζουν. Είναι ζεστές οι βραδιές, και κάθε προσπάθεια διαφυγής επιτρέπεται. Λίγο πιο κάτω, η πόρτα για το χώρο της αρχαίας Αγοράς είναι ανοιχτή, κάποιο κομμάτι του χώρου προσφέρεται στους νέους που έχουν όρεξη να σκαρφαλώσουν στα βράχια και να πιουν τη μπύρα τους απλωμένοι σε κατηφορικές επιφάνειες. Στην πύλη διακρίνω από μακριά ένα γλυπτό που δεν έχω ξαναδεί, ο Άτλαντας σηκώνει στους ώμους την Υδρόγειο. Πότε έβαλαν εκεί πάνω νέα έργα; Σίγουρα είναι κάτι διαφορετικό από τις προτομές που συνέχεια τοποθετούνται εδώ κι εκεί. Ένα γλυπτό με κάποια κίνηση τέλος πάντων, σαν αυτά τα χάλκινα γλυπτά που βλέπεις σε άλλες πόλεις.
Πλησιάζοντας καταλαβαίνω ότι δεν είναι γλυπτό, είναι ζωντανός άνθρωπος που ανέβηκε κει πάνω και παριστάνει τον Άτλαντα. Ελάχιστα κινείται η τεράστια Υδρόγειος καθώς τη σφίγγουν τα δάχτυλά του, κι έτσι συνέρχομαι, πώς θα ήταν δυνατόν να μπει γλυπτό εκεί πάνω και να μη χαλάσει ο κόσμος, να μην έχουν διαμαρτυρηθεί οι αρχαιολόγοι, να μην έχουν μαζέψει υπογραφές οι γλύπτες, να μην έχει γίνει επερώτηση στη Βουλή; Αφελής είμαι ώρες -ώρες, μάλλον τις περισσότερες ώρες της μέρας. Ένας άνθρωπος μόνος, ένας άντρας δυνατός, φαίνεται αυτό, κάθησε και βάφτηκε ολόκληρος, σκαρφάλωσε την παραστάδα αυτής της πόρτας και στήθηκε πάνω εκεί να ισορροπεί παριστάνοντας τον Άτλαντα. Σηκώνει την Υδρόγειο, την ανάγκη του, το κουράγιο του, τη μοναξιά του, την απόφαση του. Πλησιάζω κι αφήνω λίγα νομίσματα στο καπέλο που έχει βάλει στη βάση της κολώνας. Για δευτερόλεπτα αναρωτιέμαι πόσο μέτρησε το συμβολικό βάρος και πόσο το αληθινό στην επιχείρηση αυτή, πόσο τα σέντσια που μαζεύονται μπορούν να πληρώσουν τα έξοδα της κατασκευής και κάποιο γεύμα επιπλέον. Η εφήμερη τέχνη, με τόσο πενιχρή αναγνώριση, με τόσο αμφιλεγόμενη αξία, μπορεί ν’ αφήσει στην ψυχή αβάσταχτο βάρος σε νύχτες με καύσωνα.

Πόσο δύσκολο να γίνει το προσωπικό, πολιτικό.

Τη νύχτα που έφτασε ο Καραμανλής στο Ελληνικό να αναλάβει τα ηνία της χώρας που είχε βρεθεί στο χείλος του γκρεμού, πενήντα χρόνια πριν, δεν...