Μια μέρα, πριν χρόνια,
αλλά δεν θυμάμαι πόσα ακριβώς, πήρα
μεγάλη χαρά στο βιβλιοπωλείο ενός
ιταλικού αεροδρομίου, δεν θυμάμαι τίνος.
Έψαχνα κάτι να πάρω να διαβάζω στο
ταξίδι, δεν είχαμε τάμπλετ ακόμα, ήμουν
έτοιμη να συμβιβαστώ με οτιδήποτε
αξιοπρεπές, και βλέπω ξαφνικά ένα
εξώφυλλο κάπως αρ νουβώ, “Η μυστηριώδης
φλόγα της βασίλισσας Λοάνα” του Ουμπέρτο
Έκο. Θυμάμαι (επιτέλους κάτι θυμάμαι)
πόσο χάρηκα με την προοπτική της
ανάγνωσης, το αγόρασα χωρίς δεύτερη
σκέψη. Δηλαδή δεν μου πέρασε καν από το
μυαλό ο φόβος πως τα ιταλικά μου δεν θα
επαρκούσαν, τόσο σίγουρη, τόσο άνετη.
Αφού πριν άλλα τόσα (πόσα;) χρόνια είχα
περάσει βδομάδες στην Ιταλία και διάβαζα
τα πάντα, έγραφα γράμματα μετά στους
φίλους κλπ κλπ, δεν υπήρχε θέμα, νόμιζα.
Το πήρα λοιπόν όλο χαρά
κι άρχισε η προσπάθεια από το αεροπλάνο,
και συνεχίστηκε μετά στην Αθήνα, μέχρι
τελικής πτώσεως. Αμοιβαίας πτώσης, της
βασίλισσας και δικής μου, γιατί κάποια
στιγμή άλλα βιβλία ήρθαν να σωριαστούν
πάνω της και την εξαφάνισαν τόσο που να
μην τη βρίσκω τώρα που θα ήθελα να
ξανασυναντηθούμε με περισσότερη
αυτογνωσία- κι ακόμα λιγότερα ιταλικά.
H ιστορία
δεν έχει μέσα βασίλισσα, αλλά έναν
καθηγητή που παθαίνει αμνησία και
θυμάται μόνο τα βιβλία που έχει διαβάσει,
καθόλου τη ζωή του, πηγαίνει λοιπόν στο
εξοχικό του για ανάρρωση, γεμάτο με
βιβλία και περιοδικά της παιδικής του
ηλικίας και προσπαθεί με τη μελέτη να
ξαναβρεί τον εαυτό του, να θυμηθεί ποιος
είναι, αρχίζοντας από τα παιδικά του
χρόνια, με την ιδέα ότι όλο αυτό το
τυπωμένο χαρτί θα τον βοηθήσει.
Κι όσο αυτός
προσπαθούσε να θυμηθεί ποιος είναι, και
βυθιζόταν στο υλικό της ποπ ιταλικής
κουλτούρας επί Μουσολίνι, τότε που
μεγάλωνε ο Έκο, στις εικόνες και τους
ήρωες των παιδικών του χρόνων, τόσο
προσπαθούσα κι εγώ, πότε με λεξικά και
πότε χωρίς, να θυμηθώ τη γλώσσα που τόσο
αγαπώ και που την είχα μάθει κάποτε
χωρίς άλλο κίνητρο πέρα από την έλξη
που μου ασκούσε. Κι εκείνος μεν μέσα από
τα ανεξίτηλα σημάδια της παιδικής του
ηλικίας κάτι θυμήθηκε, εγώ όμως απλώς
μέτρησα το βάθος της λήθης και τη
ματαιότητα της προσπάθειας.
Κρίμα κι άδικο,
ό,τι επιλέγουμε και αγαπούμε να μην
μπορούμε να το οικειοποιούμαστε, ενώ
ό,τι μας δίνεται ανεξέλεγκτα, τότε που
δεν μπορούμε να αντιδράσουμε, να παραμένει
δικό μας, να γίνεται αυτό που είμαστε,
να μας δίνει ταυτότητα θέλουμε δεν
θέλουμε, όσο ζούμε.
Κι η βασίλισσα
Λοάνα ποια ήταν; Αδύνατον να θυμηθώ
πλέον. Ηρωίδα κόμιξ ή προϊόν φαντασίας
του ήρωα; Ενσάρκωση του παιδικού του
έρωτα, ή μάγισσα ωραία κι επικίνδυνη;
Να ξαναδιαβάσω το βιβλίο στα ελληνικά,
ή να φτιάξω μια δική μου Λοάνα με τις
δικές μου προτιμήσεις και τις υπερφυσικές
ιδιότητες που προτιμώ, δια ίδια χρήση;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου