Τρίτη 12 Μαΐου 2020

Εδώ ήρθαμε



Κρυμμένος σε κάποια μυστήρια γειτονιά, ο Άντονι Χόπκινς σε μια ταινία που παίζει το μέντιουμ, πιάνει φιλίες με ένα παιδάκι και του εμπιστεύεται ότι κινδυνεύει από κάποιους που θα τον πλησιάσουν βάζοντας αφίσες στους τοίχους: ότι κάποιο σκυλάκι χάθηκε, κάποιο γατάκι, τέτοια. Δεν θυμάμαι ποια ταινία είναι, μου έχει μείνει όμως αυτός ο φόβος της απειλής που εκτοξεύουν οι αφίσες, κάτοικος βαριά αφισωμένης  πόλης και ουδόλως στους κατοίκους της αφοσιωμένης, καθώς και τα συνθήματα με μπογιά βεβαίως, και καθώς περπατώ στο δρόμο ανατριχιάζω συχνά διαβάζοντας φράσεις επιθετικές, προσπαθώ να μην προχωρήσω παρακάτω αλλά το βλέμμα μου ανυπάκουο φτάνει συνήθως ως την υπογραφή. Αδιάλλακτοι στρατηγοί διαρκών επαναστάσεων που σαρκάζουν τις μικρές χαρές και τους μεγάλους συμβιβασμούς μας. Λίγοι αναζητούν σκυλάκια εδώ γύρω, οι περισσότεροι αναζητούν ανθρώπους, που δεν ήταν πριν δικοί τους αλλά μπορεί να γίνουν με λίγες έξυπνες ατάκες, λίγη υπόσχεση για συντροφιά και περιπέτεια, λίγη υποδόρια εγγύηση επιρροής και κάποιας εξουσίας, και την εξάσκηση γοητείας που διαθέτει η βία στα μέρη μας, παραδοσιακά. Αλίμονο, δεν απομακρυνόμεθα από τας παραδόσεις. Κι έτσι το πρωί της Κυριακής η πρόεδρος της Δημοκρατίας εγκαινιάζει το μικρό μνημείο των θυμάτων στη Μαρφίν δηλώνοντας ότι ελπίζει ποτέ πια να μην έχουμε θύματα μίσους και διχασμού, το βράδυ οι αγανακτισμένοι νεαροί ή καθοδηγητές νεαρών αυτοπραγματώνονται σπάζοντας τις γυάλινες πόρτες των σούπερ- μάρκετ της Κυψέλης, υπερασπιζόμενοι, λέει, τον δημόσιο χώρο. Ε, ναι, γιατί αν οι δημόσιες πέτρες δεν είναι σε θέση να πετάξουν μόνες τους ως τις γυάλινες πόρτες, να μην τις βοηθήσουν λίγο οι εκφραστές παντός αδικημένου;
Είναι καιρός να φύγω, λέει στην ταινία ο Άντονι Χόπκινς μόλις εμφανίζονται οι πρώτες ανησυχητικές αφίσες. Κι εγώ έχω ανησυχήσει εδώ και χρόνια, όσο εξανθρωπίζεται η Κυψέλη τόσο πιο σκληρά τα λόγια στις αφίσες, μην πάρουμε μια ανάσα χωρίς τον έλεγχο των αδιόριστων κριτών μας, αλλά είναι δύσκολη η μετακίνηση στην πραγματική ζωή. Και για τις μικρές ζωές και για τις μεγάλες ιδέες, ας πούμε την ιδέα της αστικής δημοκρατίας με την άψογη και σύννομη αστυνομική παρουσία, μεταξύ άλλων αψόγων. Πόσο κουραστικό όμως να ζούμε ξανά και ξανά τους ίδιους κύκλους, να παρακολουθούμε τα ίδια καταστροφικά έργα, χωρίς να μπορούμε να σηκωθούμε στα σκοτεινά και να αδειάσουμε τη θέση λέγοντας, εδώ ήρθαμε.


Πέμπτη 7 Μαΐου 2020

Ιδρυματισμός



Το βήμα που πάει να βγει έξω, ξάφνου διστάζει σα να φοβάται το κενό. Κανονικά, το κενό είναι μέσα, στη μοναξιά, στον εγκλεισμό, στην έλλειψη νοήματος της ύπαρξης που καιροφυλακτεί στην απραγία. Από την άλλη όμως, τι ον αντιφατικό ο άνθρωπος, αυτή η απραγία που στην αρχή έμοιαζε απελπιστική, με το ερώτημα αν υπάρχεις σαν κοινωνικό ον όταν δεν κάνεις τίποτε απολύτως για τους ανθρώπους, την κοινωνία, τίποτε για αναγνώριση και επιβράβευση, αυτή ακριβώς είχε εντέλει μοναδική γεύση. Είναι που μας έπεισαν με τόσα σλόγκαν, τόσα τραγούδια, τόση επιμονή, τόση ανατροπή της καθημερινότητας, των στόχων και συνηθειών μας, ότι δεν χρειάζεται να κάνουμε τίποτε. Μπορούσαμε να μείνουμε ως είχαμε, κανείς δεν περίμενε τίποτε άλλο από μας, πέρα από αυτό, το τίποτε. Ταυτόχρονα μας διαβεβαίωναν ότι υπήρχαμε κοινωνικά, αξίζαμε να υπάρχουμε, για τη ζωή μας γίνονταν όλα. Για τη ζωή ολονών. Μικρών, μεγάλων, καλών και κακών, φασαριόζων και γαλήνιων, Άγγλων, Γάλλων, Πορτογάλων, Ιταλών, αγάδων, πασάδων, δερβισάδων, προσφύγων, Ρομά και περιθωριακών, όλων ανεξαιρέτως. Σα μωρά που πρωτοέρχονται στον κόσμο και δεν έχουν παρά να τρώνε και να μεγαλώνουν, ανύποπτα για τις απαιτήσεις της ζωής.
Υπήρξε η δυνατότητα, λίγο λίπος, που λέγαμε στην προηγούμενη κρίση,  σπίτι, κουζίνα και οθόνη, όπου κάθε τόσο παιδιά και μεγάλοι, σπουδαίοι και μη, καλλιτέχνες, μουσικοί, σοφοί κι ωραίοι, υπουργοί και υγειονομικοί, όλοι μ’ ένα στόμα  μια φωνή, «Καθήστε σπίτι» έλεγαν, ήγουν, δεν χρειάζεται να κάνετε τίποτε.
Το πιστέψαμε. Στην αρχή σοκαριστήκαμε, πάθαμε ταχυπαλμίες, είδαμε εφιάλτες, ύστερα συνηθίσαμε. Ο χρόνος τεντώθηκε, χασμουρήθηκε, φάνηκε  κουρασμένος κι αυτός, ανακλαδίστηκε, γύρισε πλευρό, τόσο που είπαμε θα μας χαριστεί, θα παγώσει, θα μας περιμένει. Μπορούμε να υπακούσουμε λοιπόν τους νέους αυτούς παράξενους νόμους και τις εντολές, να μείνουμε σπίτι και να μην κάνουμε τίποτε. Ή σχεδόν. Μόνο να περιμένουμε την επιστήμη να βρει το γιατρικό, να συντονιστεί επιτέλους με την απαιτητική εποχή, πώς έμεινε τόσο πίσω; Περιμένετε με, μας φώναξε σαν αγαπημένη φιλενάδα που προσπεράσαμε στο δρόμο και τη χάσαμε.
Και περιμένοντας πέρασαν μέρες, κι η φιλενάδα ακόμα καθυστερεί, το λίπος έλειωσε, η καμπύλη ίσιωσε, ο Μάιος μας έφτασε, πρέπει να ξεκινήσουμε σιγά σιγά να επιστρέφουμε στην αληθινή ζωή, με τις ασίγαστες απαιτήσεις. Πώς να μην πάθουμε ιδρυματισμό;






Πόσο δύσκολο να γίνει το προσωπικό, πολιτικό.

Τη νύχτα που έφτασε ο Καραμανλής στο Ελληνικό να αναλάβει τα ηνία της χώρας που είχε βρεθεί στο χείλος του γκρεμού, πενήντα χρόνια πριν, δεν...