Τρίτη 26 Σεπτεμβρίου 2017

Φύλακας στη βρώμη

Προλάβαμε  λιακάδες το σαββατοκύριακο στην Άνδρο, γλυκό καιρό που κολυμπάς και περπατάς με άνεση, κρίμα να μην μπορείς να τον παραγγέλνεις όποτε θέλεις. Στην προκυμαία του μικρού λιμανιού χαζεύαμε ομάδες οδοιπόρων, ξένοι φαίνονταν, με γερές γάμπες, σωστό εξοπλισμό, καπέλα, αρβύλες. Ιταλοί ήταν, μια βδομάδα περπατούσαν στα μονοπάτια, που συνέχεια αναδεικνύονται και επισκευάζονται και τα ζηλεύουν οδοιπόροι από τα πέρατα της γης με τις μεγάλες σχιστολιθικές πέτρες τους και τους παράξενους τοίχους που τα ζώνουν. Τους γνωρίσαμε, γιατί αναγκαστήκαμε να ζητήσουμε φιλοξενία στο πούλμαν τους, άλλο τρόπο δεν βρίσκαμε να μετακινηθούμε εκείνη την ώρα. Μας δέχτηκαν μετά χαράς, μας είπαν πόσο τους αρέσει η Ανδρος, ζηλέψαμε εμείς την εβδομάδα στα μονοπάτια. Σε ποια ζωή θα αφιερώσουμε μια ολόκληρη εβδομάδα μόνο σε νησιώτικα μονοπάτια;
Τρία νησιά επισκέφτηκα φέτος, για λίγες μέρες το καθένα, κι όλα έλαμπαν σα να πλάστηκαν χτες. Σαν να χρησιμοποιούν καινούργιο στιλβωτικό, κι αν δεν είναι η δική μου εντύπωση μετά από έναν μακρύ χειμώνα στη μιζέρια της Αθήνας, πρέπει να είναι το βλέμμα που τα αγκαλιάζει από παντού και τα αναδεικνύει έτσι. Σα να κατάλαβε πια ο κάθε επίδοξος ταξιδιώτης του κόσμου ότι αν υπάρχει ένα μέρος που μπορεί να κάνει την ομορφιά αίσθηση απτική και γευστική και να την απολαύσει με αξιοπρέπεια, αυτό είναι οι Κυκλάδες, και τα Δωδεκάνησα, και τα Επτάνησα, και οι Βόρειες Σποράδες, και τα νησιά του Β.Α. Αιγαίου. Ξέχασα κανένα; Συγγνώμη, οι καλοί στη Γεωγραφία συμπληρώνουν.
Εκτός από τα μονοπάτια υπάρχουν και οι ξερολιθιές, οι πεζούλες, οι αιμασιές όπως τις λένε στην Άνδρο. Δεν πρέπει κι αυτές να διατηρηθούν και να αγαπηθούν και να φωτογραφηθούν; Γιατί όχι και να καλλιεργηθούν; Δεν θα υπάρχουν Ιταλοί που λαχταράνε να φυτέψουν με τα χέρια τους σε χώρο τόσο περιορισμένο όσο μια ζώνη ανάμεσα σε χτισμένο έδαφος, σε μικρά κλιμακωτά κηπάκια; Και σουηδοί, και δανοί και άλλοι ευρωπαίοι, ακόμα και αμερικάνοι ή κινέζοι; Θα πρέπει να μπει ένα κριτήριο βέβαια, όχι να έρχεται ο κάθε άσχετος να προσκυνάει τις ωραίες πέτρες. Θα γίνεται αξιολόγηση.
Εγώ θα είμαι φύλακας στη σίκαλη, μάλλον στη βρώμη της ξερολιθιάς, να κόβω εισιτήρια για πετρόχτιστα περάσματα, να εξασκώ τις ξένες γλώσσες.


Τετάρτη 13 Σεπτεμβρίου 2017

Η φίλη μου η Μαργαρίτα

 Εισαγωγή στην ταινία που είχε γράψει η Μαργαρίτα τα κείμενα, στο Πόκετ Φέστιβαλ που γινόταν στο βιβλιοπωλείο του Γαβριηλίδη

H εισαγωγή που θα κάνω δεν θα γινόταν αν δεν είχε μεσολαβήσει το πάντα απρόβλεπτο γεγονός. Η Μαργαρίτα Κoυλεντιανού που έγραψε το κείμενο της ταινίας, θα ήταν εδώ και ίσως έκανε εκείνη μια εισαγωγή, ίσως και όχι, ίσως καθόταν στο μπαρ και κάπνιζε γιατί δεν άντεχε πολλή ώρα χωρίς να καπνίζει. Εγώ σίγουρα δεν θα ήμουν εδώ, γιατί τέτοια ώρα δεν συνηθίζω να βγαίνω, το έχω αφήσει αυτό στη νεώτερη γενιά, δεν μπορεί να μην έχετε παρατηρήσει ότι οι νέοι τώρα πια ζουν τη νύχτα, ίσως είναι η μόνη ελεύθερη ζώνη του 24ωρου, έχουμε πιασμένες εμείς όλες τις υπόλοιπες, οπότε το θεωρώ δίκαιο να τους παραχωρώ τις νυχτερινές ώρες. Αλλά το πάντα απρόβλεπτο γεγονός σε κάνει να τα ξεχνάς όλα αυτά, τις αρχές και τις συνήθειες και τα προγράμματα, κι έτσι εγώ βρίσκομαι εδώ να σας μιλήσω λίγο εκτός προγράμματος για τη Μαργαρίτα Κουλεντιανού που έγραψε το κείμενο της ταινίας. Θα μπορούσε αντί να έχει γράψει το κείμενο, να εμφανίζεται στην ταινία και να μιλάει, αυτό ήταν κάτι  που έκανε με εξαιρετικά γοητευτικό τρόπο, ο τρόπος που μιλούσε ήταν το μεγάλο της ταλέντο. Ένα ταλέντο που δυστυχώς δεν αποτυπώνεται, ακόμα κι αν το βάλεις σε ταινία, ή σε θεατρικό έργο, ή το περιγράψεις, ή το αφηγηθείς, δεν μπορείς να το αναπαράγεις. Ειδικά κάποιον άνθρωπο που δεν φωνάζει, δεν μιλάει σε κοινό, μιλάει σε μικρές παρέες, χαμηλόφωνα, πώς να τον καταγράψεις; Το απολαμβάνεις δια ζώσης, δεν μεταφέρεται, μόνο αν είσαι τυχερός και συναντήσεις έναν τέτοιον καλλιτέχνη θα τη γνωρίσεις. Η Μαργαρίτα ήταν ένας τέτοιος καλλιτέχνης, κι εγώ ήμουν μια τέτοια τυχερή. Εφόσον όμως έγραψε απλώς το κείμενο της ταινίας, θα σας μιλήσω για τα κείμενα. Ευχαριστώ το πόκετ φέστιβαλ που οργάνωσε για δεύτερη φορά η Αθηνά Κεφαλά, για την ευκαιρία που μου δίνει. 

Ως κειμενογράφοι  ήμασταν συνάδελφοι για μερικές δεκαετίες στις εφημερίδες. Ασκούσαμε μια τέχνη ξεχασμένη, με την έννοια ότι διαδόθηκε πια τόσο πολύ που μπορεί να έχει ξεχαστει η καταγωγή της. Νομίζω ότι έχει ξεχαστεί και η ίδια η λέξη, κανείς δεν τη χρησιμοποιεί πια. Γράφαμε χρονογραφήματα. Να θυμίσω τι εστί χρονογράφημα. Είναι ένα κείμενο που δημοσιεύεται σε ειδική θέση στις εφημερίδες και ασχολείται με την καθημερινότητα, με διάφορα φαινόμενα της ζωής στην πόλη κυρίως, με ασήμαντα εκ πρώτης όψεως περιστατικά, ή μπορεί βέβαια και να σχολιάζει τις ειδήσεις, αλλά κατ' αρχήν όχι τις πολιτικές. Οφείλει να έχει προσωπικό στυλ, αλλιώς δεν γίνεται. Στην καταγωγή του το χρονογράφημα είναι υποχρεωμένο να βρει κάτι άλλο να ασχοληθεί, πλην πολιτικής. Σιγά σιγά αυτό άλλαξε, το ζήσαμε ν’ αλλάζει, η Μαργαρίτα κι εγώ, μεταξύ λίγων άλλων βέβαια, αντισταθήκαμε πιστεύω, αλλά πόσο ν’ αντισταθείς; Για χρόνια γράφαμε παράλληλα, πολύ συχνά είχαμε διάλογο για διάφορα θέματα, εκείνη έγραφε στην Ελευθεροτυπία, εγώ στην Αυγή, σε διάφορα περιοδικά, ανταλλάσαμε απόψεις, διαφωνούσαμε, συμφωνούσαμε, προσπαθούσαμε να καταπλήξουμε η μία την άλλη. Είχαμε τα αγαπημένα μας θέματα, τις γυναίκες και τα παιδιά, κατεξοχήν, αν μπορούσαμε να μετρήσουμε πόσες φορές γράψαμε για τις γυναίκες και για τα παιδιά, δεν ξέρω ποια θα κέρδιζε. Διαβάζοντας τα τελευταία της κείμενα διαπίστωσα πως ήταν όλα με θέμα τα παιδιά, μικρά παιδιά, έναν παιδί ηθοποιό που είχε δει στο θέατρο, μεγάλα παιδιά, φίλες των θυγατέρων της που έψαχναν για δουλειά.  Η προστατευτική αυτή στάση, η μητρική θα έλεγα, ήταν πολύ χαρακτηριστική της, αλλά δεν έμοιαζε καθόλου με την κλασσική προστατευτική στάση των γονιών ή των μεγάλων φίλων που ξέρουμε. Ήταν ένα χαρμάνι εντελώς ιδιαίτερο, που έχει να κάνει με την εποχή που μεγαλώσαμε, τα ιδανικά που είχαμε την εποχή που συναντηθήκαμε με τη Μαργαρίτα, στα 18 μας χρόνια.

 

Ήταν το 1971, τέτοια εποχή, φθινόπωρο. Είχαμε περάσει στη Νομική Θεσσαλονίκης, η κολλητή μου κι εγώ, εκείνη την είχε βάλει πρώτη προτίμηση κρυφά, εγώ ευτυχώς είχα μόλις γλυτώσει την Αθήνα, και το λέω γιατί για μας είχε τεράστια σημασία να φύγουμε από το σπίτι των γονιών μας, και δεν υπήρχε άλλος τρόπος. Ήμασταν λοιπόν πανευτυχείς έξω από τη γραμματεία της Σχολής, είχαμε πάει πρώτη μέρα, κι είχαμε σταθεί στην ουρά για εγγραφές όλο χαρά και κέφι, κι εκεί ήρθε μια παρέα νεαρών και άρχισε να μας κολλάει. Βρεθήκαμε να κουβεντιάζουμε, μάλλον να ανταλλάσσουμε πειράγματα. Πού μένετε, πάρτε μας για συγκάτοικους, σιγά μη σας πάρουμε, μήπως μια φίλη μας που ψάχνει σπίτι; Έχετε φίλη ή μας δουλεύετε; Περιμένετε να τη φωνάξουμε! Φύγανε, περνούσε η ώρα και δεν εμφανίζονταν, ψέμματα έλεγαν για τη φίλη σκεφτήκαμε εμείς. Όμως εμφανίστηκαν μετά από κάμποση ώρα κουβαλώντας τη Μαργαρίτα στους ώμους όπως σηκώνουν τους παίκτες που βάζουν γκολ στο ποδόσφαιρο και κάνουν το γύρο του θριάμβου. Αξέχαστη εμφάνιση ανάμεσα στο πλήθος από πρωτάκια.

Ήρθε να μείνει στο σπίτι μας, είχαμε μια κρεβατοκάμαρα που περίσσευε, έφερε μια βαλίτσα, κι άπειρες παρέες αγοριών που γνώριζε από την Αθήνα. Εμείς μπροστά της ήμασταν σα χαζές, άβγαλτες, αδέξιες, φοβισμένες, αν και γεμάτες επιθυμίες και φιλοδοξίες. Βυθιστήκαμε στο πλήθος που εκείνη προσέλκυε, και στις συζητήσεις που εκείνης της άρεσαν. Αν και τόσο πλούσια σε πείρα και γνωριμίες, δεν ήταν δεσποτική καθόλου, ανάμεσα μας κυριαρχούσε ένα είδος καθημερινού διαγωνισμού ελαφρότητας. Αστειευόμασταν με τα πάντα, χωρίς να χάνουμε το σεβασμό για ό,τι άξιζε να σέβεται κανείς, ισορροπούσαμε τη στάση μας ανάμεσα στην κριτική και την αναζήτηση εκείνου που άξιζε. Δεν μπορώ πια να μεταφέρω εύκολα το κλίμα της εποχής εκείνης, την καθημερινότητα της φοιτητικής ζωής επί χούντας. Κάναμε πολλές φιλοσοφικές συζητήσεις, Ένα απ’ τα αγαπημένα θέματα της Μαργαρίτας ήταν η ελευθερία. Μπορούσε να διατηρήσει το άτομο την εσωτερική του ελευθερία ζώντας σε δικτατορικό καθεστώς; Περνούσαμε νύχτες άυπνες να συζητάμε, να αναλύουμε. Η Μαργαρίτα ήταν σα λαγωνικό ιδεών περί ελευθερίας. Μάθαινε πρώτη τις συγκλονιστικές ιδέες που κυκλοφορούσαν τότε στην Ευρώπη, στο Παρίσι κυρίως, ανέλυε τον Σάρτρ, μιλούσε για τη σκέψη του Φουκώ πχ, πριν εμείς πληροφορηθούμε καν την ύπαρξη του.

Στο σπίτι μας ήταν σπάνιο να συναντήσεις λιγότερους από δέκα ανθρώπους ανά πάσα στιγμή. Η Μαργαρίτα ενορχήστρωνε όλο εκείνο το πλήθος με απέραντη ηρεμία, σιγουριά και χάρη. Ήταν το εντελώς αντίθετο μου, εγώ έκανα φασαρία ενώ ήμουν δειλή, ανασφαλής, και νευρική. Μιλούσα πολύ, άνοιγα την καρδιά μου πανεύκολα, ζητούσα βοήθεια όποτε κάτι μου συνέβαινε, κυρίως από κείνη. Εκείνη άκουγε, όχι μόνο εμένα φυσικά, άκουγε τους πάντες. Είχε άπειρη ώρα και υπομονή ν’ ακούει τον καθένα. Με ύφος ανάλαφρο, μ’ ένα κούνημα του χεριού της, έδιωχνε τα προβλήματα, πρότεινε τις λύσεις.

-Μη δίνεις σημασία μου έλεγε για όσα με πλήγωναν, με βασάνιζαν και με ταλαιπωρούσαν. Μη δίνεις σημασία, έγινε η φράση φυλαχτό.

 Ήθελα να μάθω να μη δίνω σημασία σε ό,τι δεν άξιζε.  Επιπλέον, ήθελα να γίνω σαν εκείνη. Να μπορώ να μιλώ ήρεμα, να ακούω προσεχτικά, να αντιμετωπίζω ψύχραιμα και με χιούμορ τις δυσκολίες. Την έφερνα στο νου όταν δυσκολευόμουν, εδώ τι θα έκανε προσπαθούσα να σκεφτώ. Κι είχα τη φιλοδοξία κάποτε  να μου ανοίξει κι εκείνη την καρδιά της, να μπορέσω κι εγώ μια φορά να της φανώ χρήσιμη. Αλλά αυτή την πολυτέλεια δεν την πρόσφερε η Μαργαρίτα εύκολα.

Μέσα σ’ αυτό το κλίμα ήταν μάλλον καταπληκτικό που μπορούσε να είναι και εξαιρετική φοιτήτρια, αλλά συνέβαινε και αυτό. Θα μπορούσε να είχε γίνει καθηγήτρια στη Νομική, κάτι τέτοιο φανταζόμουν εγώ όταν έφυγε για μεταπτυχιακές σπουδές στη Γαλλία, αλλά δεν έγινε. Η αγάπη της για την ελευθερία κάτι άλλο της υπαγόρευσε, και στράφηκε σταδιακά σε δουλειές που είχαν περισσότερη σχέση με το γράψιμο, έτσι που βρεθήκαμε ξανά μαζί στις εφημερίδες. Περίπου την ίδια εποχή δεσμευτήκαμε στο ρόλο της μητέρας, κι εκεί είδα τη Μαργαρίτα να συνδυάζει όλη εκείνη την αναζήτηση περί ελευθερίας με τις ανάγκες της αγάπης και της προστασίας. Ήταν βέβαια κάτι που έζησε έντονα η γενιά μου, πώς οι ακραίες και ασυμβίβαστες φεμινίστριες που υπήρξαμε, φιλοσοφικά τουλάχιστον, έγιναν οι πιο προσεκτικές, ενίοτε κι οι πιο προστατευτικές μητέρες, οι πιο αφοσιωμένες σύντροφοι. Θα μπορούσε να είναι μυθιστόρημα ποταμός η απάντηση στο ερώτημα αυτό, και το αφήνω ανοιχτό για να το βρει όποιος ενδιαφέρεται και μπορεί να ρωτήσει και να μάθει.

Η φιλία μας, από τα 18 μας χρόνια, μέχρι τα 63 μας, φέτος το Φεβρουάριο που πέθανε, έμεινε ζωντανή, και πάντα εγώ έβρισκα σοφία κι ανακούφιση κοντά της, και πάντα ήθελα να την κάνω να μου μιλάει περισσότερο για την ίδια, να μη μ’ αφήνει συνέχεια εμένα να λέω, να μου ανοίγει κι εκείνη την καρδιά της.

Την τελευταία φορά που την είδα μου έκανε ένα δώρο, κάθισε και μου διηγήθηκε με το νι και με το σίγμα τα τελευταία τηλεφωνήματα που είχε με την κόρη της από το Λονδίνο, όλες τις λεπτομέρειες, πώς είχε βρει δουλειά, τι της είχε πει, τι είχε συμβεί, όλα. Με τις ώρες. Είχα βουρκώσει από χαρά, ήταν σα να γιορτάζαμε. Κάτι που συνέβαινε κατά κάποιον τρόπο, αλλά δεν το ξέραμε. Ήταν η τελευταία φορά που την είδα.

Σάββατο 9 Σεπτεμβρίου 2017

Πώς μένουν λεπτές οι Γαλλίδες;


Βλέποντας την Μπριζίτ Μακρόν στην Αθήνα αναρωτήθηκα γι άλλη μια φορά, όπως νομίζω, πολλές και πολλοί, ποιο να είναι το μυστικό της και μένει έτσι λεπτή σε μια ήλικία που πολύ δύσκολα το πετυχαίνει κανείς; Συνομήλικες είμαστε, το πώς συσσωρεύονται τα περιττά κιλά μετά τα πενήντα το ζω στο πετσί μου με κόπο και πείνα. Τι κάνουν αυτές οι γυναίκες και παραμένουν λεπτές;
Το πώς και γιατί είναι λεπτές οι Γαλλίδες, με απασχολούσε πολύ την εποχή που έζησα στο Παρίσι, και προσπαθούσα να το καταλάβω παρατηρώντας τις συστηματικά, πριν οι Αμερικανοί δημοσιογράφοι και συγγραφείς πιάσουν δουλειά για ν' ανακαλύψουν το μέγα  μυστικό. Με μια έρευνα που είδα τις προάλλες σε αμερικανικό κανάλι, έβαλα τα γέλια: σταματούσαν με το ματσούκι διάφορες Παριζιάνες στο δρόμο και τις ρωτούσαν τι κάνουν για να μένουν λεπτές. Τρώμε λαχανικά, έλεγαν μερικές.  Ψωνίζω μόνη μου  και μαγειρεύω σπίτι, έλεγαν  άλλες. Και στην Ελλάδα ψωνίζουμε μόνες μας και μαγειρεύουμε σπίτι, τρώμε και λαχανικά, αλλά δείτε το αποτέλεσμα. Καλό θα κάνει βέβαια στους Αμερικανούς λίγο μαγείρεμα και λίγες φυτικές ίνες, αλλά δεν είναι τόσο απλό, κορίτσια.
Υπάρχει κάτι άλλο πίσω απ' όλ' αυτά, κάτι που δυσκολεύτηκα να αποδεχτώ τότε που ήμουν νέα στο Παρίσι. Αναγκάζομαι όμως να το δω καθώς περνούν τα χρόνια, κάτι που έχει να κάνει με την κουλτούρα και ξεκινάει από τα πρώτα χρόνια και τις πρώτες μπουκιές. Κι αν δυσκολευόμουν να το αποδεχτώ, είναι επειδή έχει να κάνει με την επιτήδευση. Σαν πρωτοποριακό παιδί του καιρού μου, υπήρξα φυσικά οπαδός του αυθορμητισμού, της απλότητας και της αμεσότητας. Κι όσο προσπαθούσα να καταλάβω το μυστικό της κομψότητας των Γαλλίδων,  αυτό από νωρίς με ενδιέφερε, τόσο διαπίστωνα ότι είχε να κάνει με διαφορετικό τρόπο ζωής, ριζωμένο βαθιά στην παιδική ηλικία, τρόπο περίπλοκο, επίμονα καλλιεργημένο και εντέλει άκρως επιτηδευμένο. Όχι όμως ψεύτικο, έτσι που να ανιχνεύεται από το είδος της δικής μου φανατικής προσήλωσης στη γνησιότητα. Τόσο καλλιεργημένο κι ενσωματωμένο στη ζωή που γίνεται εντέλει ένα με την ανθρώπινηη φύση.
Φάτε με μαχαιροπήρουνο, μας έλεγε ο καημένος ο πατέρας μου όταν ήμασταν μικρά. Στο δεξί το μαχαίρι, στο αριστερό το πηρούνι. Δυσφορούσαμε, αφού έπρεπε ταυτόχρονα να τρώμε γρήγορα, και να τρώμε πολύ, γιατί υπήρχε το τραύμα της Κατοχής πρόσφατο ακόμα. Η μητέρα έβαζε στο πιάτο μας πρόσθετα κομμάτια. Ενίοτε τα έχωνε κατευθείαν στο στόμα μας, ακόμα κι όταν είχαμε κάμποσο μεγαλώσει. Στο τέλος και οι δυο γονείς σκούπιζαν το πιάτο με μπουκίτσες ψωμιού, διευκρινίζοντας ότι κάτι τέτοιο δεν πρέπει να το κάνεις σε επίσημο τραπέζι. Οπότε, η απλή προτροπή για το μαχαιροπήρουνο, δεν είχε αποτέλεσμα. Καλύτερα να έτρωγες λαίμαργα, αυτό ήταν πιο ειλικρινές, στο βάθος. Τέτοιο μήνυμα παίρναμε τελικά.
Μεγαλώσαμε πιστεύοντας ότι είμαστε λιγόφαγοι, ότι πάντα κάποια άλλα καλύτερα παιδάκια από μας τρώνε όλο το φαί τους πιο εύκολα και πρόθυμα, χωρίς να τυραννούν τους γονείς τους, κλπ. Κι ακόμα και τώρα, ενώ η Κατοχή έχει πια απομακρυνθεί, δεν είναι στις αναμνήσεις των σημερινών γονιών, βλέπεις μαμάδες να κυνηγάνε τα παιδιά με τη μπουκιά στο πηρούνι, να τη χώσουν στο στόμα του. Λάθος ξεκίνημα για να γίνουμε λεπτές σαν Γαλλίδες.
Θα έχετε δει τα μικρά των Γάλλων στο τραπέζι, είναι σα να ανήκουν σε άλλο είδος. Τρώνε όντως με μαχαιροπήρουνο, μόνα τους, αργά, σοβαρά, σε βαθμό που σε ελληνική ταβέρνα να προκαλούν πολιτιστικό σοκ και να απειλούνται οι γονείς από μηνύσεις για κακοποίηση παιδιών. Απλώς εξασφαλίζουν τη μελλοντική κομψότητα των βλαστών τους, διατηρώντας και τη δική τους φυσικά. Κοιτάζουν το πιάτο προσεχτικά, κόβουν μικρά κομματάκια. Παρατηρώντας τους σκέφτηκα κάποτε ότι ίσως ζυγίζουν την επιθυμία τους σε κάθε μπουκιά, μήπως χόρτασα; αναρωτιούνται. Προσπάθησα να τους μιμηθώ, κατάφερα να εξυγειάνω κάπως τη σχέση μου με το φαγητό. Γαλλίδα δεν έγινα, ορμάω ακόμα στην κατσαρόλα μ' ένα κουτάλι, όταν πεινάω, αλλά ο αγώνας συνεχίζεται.
Διότι, ναι, οι Γάλλοι μάλλον δεν τρώνε πάνω από τις κατσαρόλες. Κάθονται στο τραπέζι, εμφανίζουν διάφορα τζάντζαλα- μάντζαλα, κάνουν περίπλοκη τη διαδικασία. Πιατάκια, μπολάκια, αξεσουάρ. Το φαγητό είναι κι αυτό περίπλοκο στη γαλλική κουζίνα. Κάθε Γάλλος έχει παραστάσεις και εμπειρίες απίστευτων επινοήσεων και κατασκευών ακόμα και στο φτωχότερο σπίτι. Η μαγειρική είναι τέχνη, είτε υψηλή, είτε λαϊκή, σε κάθε επίπεδο είναι τέχνη.
Και φυσικά δεν είναι η μόνη. Οι Γαλλίδες δεν ξέρουν μόνο να μαγειρεύουν εξ απαλών ονύχων. Μαθαίνουν και να ντύνονται, να μακιγιάρονται, να περπατάνε, να μιλάνε και να γελάνε κομψά, η επιτήδευση δεν είναι επιτήδευση, περνάει στο σώμα τους, είναι η φύση τους πια, ο εαυτός τους. Όπως εμείς μαθαίνουμε από μωρά να λέμε τον άλλο μαλάκα, Γαλλίδες και Γάλλοι μαθαίνουν να μιλάνε στον πληθυντικό σε όλον τον κόσμο πλην των πολύ οικείων. Δυστυχώς, έτσι έχουν τα πράγματα. Στην εφηβεία οι Γάλλοι βέβαια αντιδρούν, κάνουν τους μάγκες, αντιστρέφουν τις λέξεις, προσπαθούν να προκαλέσουν όπως όλοι οι έφηβοι. Οι δικοί μας δυσκολεύονται περισσότερο, ξανά από το

 Μπορεί να το θεωρείτε καταπίεση και δυστυχία όλο αυτό, και να προσέχετε μόνο το σνομπάρισμα που, όντως, ρίχνουν ειδικά οι Παριζιάνοι σε κάθε επισκέπτη της πόλης τους, και μπορεί να έχετε δίκιο. Μπορεί να είναι όντως δυστυχία, δεν ξέρω. Το βέβαιο είναι ότι εξασφαλίζει κομψότητα. 

Πέμπτη 7 Σεπτεμβρίου 2017

Κεφάτη στη Ρόδο

Το μεγάλο ταξίδι μου του καλοκαιριού ήταν στη Ρόδο, μια μέρα κράτησε, αλλά άξιζε πολλές. Ντροπή μου τόσα χρόνια να μην έχω πάει στη μεσαιωνική της πόλη, στο Παλάτι του Μαγίστρου, να μην έχω περπατήσει την Οδό των Ιπποτών, αλλά επανόρθωσα τον Ιούλιο με όλες τις δυνάμεις μου. Οι οποίες δεν ήταν πολλές μέσα στη ζέστη και δεν τις βοηθούσαν τα ακατάλληλα για τα βοτσαλωτά δρομάκια της παπούτσια, αλλά δεν τους χαρίστηκα.
Περπάτησα μέχρι τελικής πτώσεως (κυριολεκτικά), πήγα στα δύο σημαντικότερα μουσεία, έφαγα βλακείες για να μη χάνω χρόνο αναζητώντας κάτι καλό, την ίδρωσα τη φανέλα του τουρίστα. Κι ακόμα δεν καταλαβαίνω γιατί δεν είχα κάνει νεότερη αυτή την περιήγηση, κι ας είχα πάει στο νησί. Εβλεπα τη Ρόδο ως νησί, έψαχνα παραλίες. Τα νιάτα είναι λίγο άσχετα, όπως διαρκώς διαπιστώνω.
Εκτός κι αν μάντευα ενστικτωδώς την κούραση που με περίμενε ή τις κακουχίες που παραμόνευαν στο καταπληκτικό εκείνο κτίριο που στεγάζει το Αρχαιολογικό Μουσείο. Νοσοκομείο των Ιπποτών υπήρξε κι εκείνοι οι ιππότες ήταν ακριβώς αυτό, δηλαδή νοσοκομειακοί ιππότες.
Μεγάλες αίθουσες, ωραίες αυλές, επίπεδα, κρήνες, προσθήκες μεταγενέστερες, ένα αριστούργημα χωρίς τέλος. Και χωρίς καφενείο, κι ας είχε ταμπελίτσες που σε οδηγούσαν στο πουθενά. Και χωρίς μαγαζάκι για σουβενίρ. Υπεράνω τέτοιων ευτελών συνηθειών πάντα τα ελληνικά μουσεία. Και με τουαλέτες πολύ βρόμικες, γιατί τι να σου κάνουν κι αυτές με τόσο κόσμο; Δεν αυτοκαθαρίζονταν. Κακώς. Δηλαδή ο πληθυντικός είναι μεγαλοπρεπείας, μόνο μία λειτουργούσε.
Ωστόσο θα έπρεπε να είμαι ευγνώμων, γιατί στο Παλάτι του Μαγίστρου, το δεύτερο μουσείο, δεν λειτουργούσε καμία. Είχε όμως μαγαζάκι εκεί που πουλούσε βιβλία. Οχι μαντίλια και ξύστρες και θήκες γυαλιών ή ομπρέλες που παίρνουμε στο Λούβρο, είμαστε σοβαροί εμείς. Και είχε και ηλεκτρονικό εισιτήριο, το οποίο όμως δεν ελεγχόταν ηλεκτρονικά, περνούσες δίπλα από τις μπάρες. Ε, να μην μπερδεύονται οι άνθρωποι με τα μηχανήματα του διαβόλου.
Αν κι έφυγα χωρίς τα χαζά σουβενίρ που πάντα με παρηγορούν στα μουσεία για το τέλος της επίσκεψης, δεν μου χάλασε το κέφι. Προσπάθησα λίγο και ταυτίστηκα κάπως με τους ντόπιους που θα πρέπει να νιώθουν ένα είδος ανωτερότητας απέναντι στους ξένους, αφού δεν θαμπώνονται από τα μνημεία τους και την ιστορία τους και δεν χολοσκάνε να τα περιποιούνται με πάθος. Τους έτυχε ένας υπέροχος τόπος, συρρέουν μιλιούνια να τον θαυμάσουν, ε, με λίγη συγκατάβαση τους ανέχονται.

Παρασκευή 1 Σεπτεμβρίου 2017

Το τροπάριο του Σεπτέμβρη, οι χαμηλές βάσεις

Κάθε χρόνο τέτοια εποχή, όταν αναγγελλονται οι βάσεις εισαγωγής στις σχολές, επεναλαμβάνεται η τελετουργία της αγανάκτησης για το πόσο χαμηλές είναι. Ω Θεέ μου, στο τάδε επαρχιακό ΤΕΙ μπήκαν παιδιά με 5, ξέρωγώ, ή με ακόμα πιο χαμηλό βαθμό. Οποία κατάπτωση και παρακμή! Μα γιατί πρέπει να σπουδάζουν όλοι, αναρωτιούνται οι προγραμματιστές της ζωής των άλλων, μάλιστα θεωρούνται πολλοί και φιλελεύθεροι με τη βούλα. Είναι ανάγκη να γίνουν όλοι επιστήμονες;
Τις περισσότερες φορές οι χαμηλές αυτές βάσεις, που δεν είναι ποτέ τόσο χαμηλές όσο φαίνονται όταν αναφέρεται κανείς σε βαθμούς ενός μόνο μαθήματος, εφόσον όλα τα παιδιά που περνούν σε σχολές πρέπει να έχουν Απολυτήριο, δηλαδή τουλάχιστον 9,50, οι βάσεις λοιπόν αυτές εξασφαλίζουν είσοδο σε σχολές εξειδικευμένες, που απευθύνονται σε νέους με συγκεκριμένες προσδοκίες. ΤΕΙ Αισθητικής και Κοσμητολογίας ας πούμε, ή Τμήμα Οχημάτων του ΤΕΙ Θεσσαλονίκης,  Υδατοκαλλιέργειες, Νοσηλευτική,  Τουριστικά επαγγέλματα, Επισκέπτες υγείας, Οδοντοτεχνίτες, Οινολογία, Φυσικοθεραπεία, Τεχνολογία τροφίμων, Ανθοκομία και Ιχθυοκομεία, Διαιτολογία, Ηχοληψία, κλπ, κλπ, λίγο ψάξιμο θα σας εντυπωσιάσει. Πολλά επαγγέλματα που άλλοτε τα μάθαινες με μαθητεία, ή πουθενά, ή στου κασίδη το κεφάλι, μπορείς σήμερα να τα σπουδάσεις, ζώντας τα πολυτελή φοιτητικά χρόνια, όσο γίνεται βέβαια. Γιατί στις σχολές αυτές περνάνε παιδιά από οικογένειες με χαμηλά εισοδήματα, κατά κύριο λόγο, και συχνά δεν μπορούν να ανταποκριθούν στα έξοδα και καθώς τα τμήματα είναι στεγανά, αν δεν είναι ακριβώς αυτό που θέλουν, δεν παρακολουθούν καθόλου.
Οι νέοι αυτοί λοιπόν, για να μπουν στις σχολές αυτές και να γίνουν νοσηλευτές και αισθητικοί κι ό,τι άλλο, δίνουν εξετάσεις μαζί με τους άλλους. Όλοι μαζί, στις Πανελλήνιες. Ίδια ύλη, για τη Νομική και την Ιατρική, και την Ανθοκομία Ηπείρου. Σκεφτείτε λίγο. Αυτά τα Μαθηματικά, που εξασφαλίζουν τα χιλιοστά των Ιατρικών και τα προστατεύουν από τα χιλιοστά των Οτδοντιατρικών, τα ίδια φοβερά Αρχαία που ξεχωρίζουν την ήρα των νηπιαγωγών από το στάρι των εκλεκτών της Νομικής, για όλους. Μονοκαλλιέργεια. Η ίδια Φυσική. Η ίδια παπαγαλιστί Ιστορία. Ή ίδια παραμόρφωση εγκεφάλου, που ίσως αντέχεται αν ζεις σε πόλη και έχεις πάρει μια ιδέα για την αληθινή ζωή, πληρώνουν οι γονείς σου φροντιστήριο, ιδιαίτερα και τα ρέστα,  αλλά είναι πιο βαριά όταν  δεν έχεις τα μέσα και τα λεφτά, αν δεν μπορείς να εναγκαλιστείς το αντικείμενο της παπαγαλίας, αν δυσκολεύεσαι με οποιονδήποτε τρόπο.
Εχει γίνει χρόνια τώρα το τροπάριο των θεωρούμενων φιλελευθέρων, κι αυτή είναι η μεγάλη ειρωνία, να μην περνά κανείς σε σχολή, αν δεν πιάνει τη βάση του 10. Νοσηλευτές, ανθοκόμοι, ιατρικοί επισκέπτες, όλοι αυτοί των χαμηλών βαθμών, μηχανικοί αυτοκινήτων, καμαριέρες, σερβιτόροι, θέλουν, σου λέει, και σπουδές; Αφού δεν αποστήθισαν καλά το βιβλίο Ιστορίας, να πάνε στα ιδιωτικά ΙΕΚ, να πληρώσουν. Να κόψουν το λαιμό τους. Μόνο οι υψηλού επιπέδου φοιτητές δικαιούνται την κρατική γενναιοδωρία! Μόνο γιατρούς, καθηγητές και δικηγόρους να τρέφει το κράτος. Α ναι, και μηχανικούς.  Έχουμε και κρίση.
Κάθε φθινόπωρο το ίδιο τροπάριο, χωρίς ενημέρωση, χωρίς περίσκεψη, (και βέβαια χωρίς αιδώ) Χωρίς άλλα νούμερα πέρα από τις περίφημες βάσεις, το πόσο φτάνει κανείς στο μέτρο που έχει στηθεί για να βγάζει τους πρώτους των πρώτων, το τροπάριο ξεκινά στα άρθρα και στα κοινωνικά δίκτυα, χωρίς άλλη βάση πέρα από την κοινή αποδοχή ότι οι χαμηλοί βαθμοί είναι κακό πράμα. Και τόσες σχολές, τι τις χρειαζόμαστε; Τεχνολογία τροφίμων, πφ, βλακείες. Στη χώρα που δίνει μάχες για το ΠΟΠ φέτας; Αμ ιχυοκαλλιέργειες στην Ελλάδα; Καμία σχέση. Εμείς πάντα θα τρώμε τσιπούρες αλανιάρες. Και θα είμαστε αλανιάρηδες κι οι ίδιοι. Και θέλουμε αλανάρηδες μηχανικούς αυτοκινήτων και αισθητικούς, και νοσηλευτές, και ηλεκτρολόγους, κι όλ' αυτά τα παρακατιανά.

Στα σόσιαλ μίντια λοιπόν, τις μέρες που ανακοινώθηκαν οι βάσεις, έβλεπες στη μια παράγραφο τα συγχαρητήρια για το παιδί που πέρασε, στην επόμενη τον αποτροπιασμό για τη χαμηλή βάση σε κάποια επαρχιακή σχολή, που πήρε κάποιο άλλο παιδί, το παιδί του κατώτερου θεού και του κατώτερου βαθμού. Αν μπορούσα να τα βρω ένα- ένα αυτά τα παιδιά, για τα οποία συχνά η περιφρονημένη αποτυχία έχει τεράστιο κόστος, θα ήθελα να τα συγχαρώ αυτοπροσώπως. Συχνά έφτασαν στο επιτυχημένο τους αποτέλεσμα με τρομερές δυσκολίες, συχνά κόντεψαν να τα παρατήσουν, συχνά οι οικογένειες δεν τους ενθάρρυναν, συχνά έδωσαν μάχη ακόμα και για να πάνε  στο Λύκειο. Η αγωνία μας θα έπρεπε να είναι αν αυτά τα παιδιά θα καταφέρουν να τελειώσουν, αν οι σχολές είναι στο ύψος των προσδοκιών τους, και των δικών μας. Και πώς θα μπορούσαν τα στεγανά τμήματα να γίνουν λιγότερο στεγανά, ειδικά στις εξειδικευμένες σχολές με χαμηλές βαθμολογίες, αφού οι υψηλές είναι στο ανέγγιχτο και το απυρόβλητο. Και το τι γίνεται πιο πίσω; Πόσα εγκαταλείπουν την προσπάθεια, και γιατί; Πόσα δεν πάνε καν στο Λύκειο, και γιατί; Πόσα δεν πάνε καν στο Γυμνάσιο, και γιατί;  Αυτά θα έπρεπε να ανησυχούν τους αληθινούς φιλελεύθερους, που υποτίθεται πιστεύουν στις ίσες ευκαιρίες.

Πόσο δύσκολο να γίνει το προσωπικό, πολιτικό.

Τη νύχτα που έφτασε ο Καραμανλής στο Ελληνικό να αναλάβει τα ηνία της χώρας που είχε βρεθεί στο χείλος του γκρεμού, πενήντα χρόνια πριν, δεν...