Τι παράξενο κορίτσι, απο τη μία να ξεφορτώνει σαβούρα, από την άλλη να μην αφήνει τίποτε να πηγαίνει χαμένο. Συλλέκτης στιγμών, διαλόγων, συναντήσεων, θησαυριστής και μαζί θησαυρός. Θησαυρός κρυμένος της σκληρής πόλης, αυτή η μάγισσα του θερμού καλωσορίσματος. Που μπορεί να είχες τις μαύρες σου και τις χειρότερές σου, να νόμιζες ότι η ζωή σου πήρε την κάτω βόλτα, να μην έβρισκες νόημα σε τίποτε, κι αρκούσε να την αντικρίσεις και να σου πει μια κουβέντα, αστεία, αποστασιοποιητική και ταυτόχρονα θερμαντική, να σου χαρίσει ένα χαμόγελο που σε έκανε αμέσως να αλλάξεις, να δεις το πράγμα ψύχραιμα, να αγκαλιάσεις τη στιγμή και να ευγνωμονείς που είσαι ζωντανός και απολαμβάνεις.
Είχα εξασφαλίσει το συλλέκτη μου, έτσι νόμιζα. Εγώ ξεχνούσα τα πάντα, εκείνη θυμόταν τα πάντα, οπότε δεν θα χρειαζόταν παρά να συναντιόμαστε στα γεράματα και να καθόμαστε να τα λέμε, θα μου χάριζε το πλούσιο άλμπουμ των αναμνήσεων της, που το καλλιεργούσε με εμμονή. Στο μεταξύ θα κάναμε μερικές εκδρομές ακόμα, μερικές βόλτες, μερικές... Αλίκη γιατί δεν κατεβαίνεις λίγο στο κέντρο να πιούμε καφέ; Έλα να κανονίσουμε ένα ταξίδι στην Τουρκία. Μέχρι να γεράσουμε, έχουμε καιρό, θα γελάσουμε πολύ ακόμα μέχρι να γεράσουμε.
Μέχρι να γεράσουμε έχουμε να γελάσουμε!
Έτσι νόμιζα.
Κι αναβάλαμε διαρκώς τα ταξίδια, τις συναντήσεις, τις βόλτες, έτσι που τώρα ξαφνικά, να βρίσκομαι εγώ να πρέπει να ξύνω τη μνήμη, να ψάχνω τις παλιές φωτογραφίες, να πρέπει εγώ να θυμάμαι! Αν είναι δυνατόν! Πλήρης ανατροπή σχεδίων!
Σα μια τελευταία ζαβολιά, από αυτές που όλο και σχεδίαζε, κι όλο τις ανέβαλε, η μικρή ζαβολιάρα.
Θυμάμαι λοιπόν εγώ εδώ και λίγες μέρες, αφότου κατάλαβα ότι ο θησαυρός κινδυνεύει εξ ολοκλήρου, θυμάμαι το πρώτο γέλιο στο σπιτάκι της οδού Αποκαύκων, την πρώτη γελαστή της εμφάνιση με μια γελαστή φούστα και ένα χορό γελαστών κινήσεων. Δεν χόρευε, έκανε τους άλλους να χορεύουν. Δεν τραγουδούσε, έκανε τους άλλους να τραγουδάνε, και να παίζουν μουσική. Έκανε το Θέμη να βρίσκει τραγούδια. Νομίζω ότι έκανε και το ραδιόφωνο να παίζει.
Θυμάμαι τον κόσμο που άνοιξε με το γέλιο της. Είχα πάει δύσθυμη, μου έφτιαξε το κέφι. Μια φορά την είδα, κι έφτασε για να με προμηθεύει με μαγικές συνταγές για όλες τις δυσκολίες της ζωής, που φάνταζαν τόσο αξεπέραστες την εποχή εκείνη. Με υιοθέτησε με δυο χαμόγελα, με μια κουβέντα εμπιστοσύνης. Μου έδωσε το μαγικό καρύδι που χαρίζουν οι νεράιδες στις βαφτιστήρες τους, με τη μία.
Τριγυρίσαμε με τα μηχανάκια σε όλη την Αθήνα. Πήγαμε εκδρομές στα νησιά. Μείναμε μαζί σε παλιά σπίτια που πλημμύριζαν με την πρώτη βροχή. Και γελούσαμε με όλα.
Τριγυρίσαμε σε ανθρώπους που την αγάπησαν όλοι, κι όλοι τρύγησαν αυτό τον πλούτο που είχε, αυτή τη γενναιοδωρία, να σε κάνει να βλέπεις τον εαυτό σου με αγάπη, να σε κάνει να βλέπεις τη ζωή πιο φιλοσοφημένα, χωρίς να φιλοσοφεί καθόλου.
Καμιά φορά εξαφανιζόταν. Μου έλειπε πολύ, δεν το έβαζα κάτω. Μιά απο αυτές τις φορές, που αργούσε να εμφανιστεί, πήγα και την έψαξα σαν ντέντεκτιβ, και τη βρήκα. Νόμιζα πως ανακάλυψα πως αυτό ήθελε, να την ψάξουμε λίγο οι φίλοι της.
Ήμουνα πρόθυμη να την κακομάθω, ελπίζω ότι κάτι κατάφερα σε αυτό το θέμα, αν και δεν άφηνε περιθώρια. Μας κακομάθαινε εκείνη όλους. Πάντως το πάλεψα. Τα αδέσμευτα νιάτα μας, πριν παντρευτούμε και κάνουμε παιδιά, ήταν μοναδικά, όμως όταν είχαμε τα παιδιά μικρά η παρέα μας έγινε υπέροχη. Τότε, με τα παιδιά μικρά γίναμε αρχιπρόσκοποι και Ροβινσώνες, εξερευνητές, εφευρέτες, τότε παίξαμε με την ψυχή μας, τότε το ταλέντο της Αλίκης, να σε κάνει να πιστεύεις στις δυνάμεις σου και να απολαμβάνεις την κάθε στιγμή, το κάθε δώρο που έχει να σου προσφέρει ο κόσμος, ξεδιπλώθηκε στα καλύτερα του. Στο πείσμα αυτών που νομίζουν ότι οι μεγάλες φιλίες και οι σημαντικές σχέσεις είναι πριν τους γάμους και τα παιδιά, εμείς ανταμώσαμε με παιδιά, ξαναπεράσαμε την παιδική μας ηλικία μαζί τους, επειδή παιδιά δεν είχαμε γνωριστεί, υπήρχε κι αυτό το χρέος.
Πάσχα στο Νιοχώρι, καλοκαίρι στο Πήλιο, Κυριακή στον Εθνικό Κήπο, παντού η Αλίκη με μια φωτογραφική μηχανή να απαθανατίζει τα πιτσιρίκια, και τον εαυτό της ποτέ, και να μη μπορώ να βρω τώρα μια μαρτυρία εκείνης της μοναδικής ομορφιάς της, να έχω μόνο κάτι τυχαίες, πρόχειρες φωτογραφίες, να πρέπει να οργανώσω τη μνήμη, εγώ που ακουμπούσα επάνω της...
Ας είναι λοιπόν. Μια μέρα καλοκαιρινή, στο Πήλιο, ένα απο τα τολμηρά σχέδια έλεγε ότι θα ξεκινούσαμε να πάμε βόλτα στο μονοπάτι για την Πορταριά απο τη Δράκεια. Αυτο το μονοπάτι που δεν ξέρουμε ακόμα αν υπάρχει κι αν το έχει βρει κανείς.
Και ξεκινήσαμε. Παιδιά, εμείς, και ο καύσωνας. Ανεβαίναμε, και πηγαίναμε, και χαθήκαμε φυσικά, με κείνο το βιβλιο του Χαρατσή, "Τα μονοπάτια του Πηλίου" ανά χείρας. Σκαρφαλώναμε, και μας παράστεκαν τα δέντρα, οι θάμνοι, ακολουθούσαμε παμπάλαια καλντερίμια που χάνονταν, βγαίναμε σε ξέφωτα, ξαναχωνόμασταν στα δάση και τα παιδιά ήταν διστακτικά ανάμεσα στο φόβο και στην ομορφιά και μεις το ίδιο. Και διψούσαμε.
Κάποια στιγμή φτάσαμε σε ένα μικρό πλάτωμα με ένα ξωκκλήσι που υπήρχε στην περιγραφή και ψάξαμε να βρούμε τη συνέχεια. Είχε εκεί μια μουριά γεμάτη μούρα, τεράστια, μαύρα ζουμερά μούρα, τριπλά απο αυτά που βλέπουμε καμιά φορά στην Αθήνα. Και η Αλίκη σε τέτοιες περιπτώσεις πάντα έλεγε, αυτή είναι η λύση. Έβρισκε πάντα τη λύση και την προσέφερε.
Και ορμήξαμε στο δέντρο οι διψασμένοι, κόψαμε μούρα, φάγαμε, εγώ φύλαξα και μερικά σε ένα κουτί που είχα μαζί μου, γίναμε μπλε απο το χυμό τους όλοι, τα πρόσωπα, τα μπράτσα, τα στόματα, κολλούσαμε ολόκληροι, παιδιά και μεγάλοι. Χωρίς νερό, αλλά γεμάτοι απο τα ζουμιά της μουριάς, συνεχίσαμε για την κορφή.
Έτσι θέλω να μας θυμόμαστε, με τα μούρα να μας βάφουν τα μπράτσα, να σκαρφαλώνουμε στη μουριά, να μη διστάζουμε, να φεύγουμε στολισμένοι με το πορφυρό της χρώμα που άλλαζε σε επαφή με το δέρμα, γινόταν μελανί.Να μπορούσα να κρατήσω αυτή τη στιγμή κάπως μετέωρη, σε ένα πίνακα, ένα γλυπτό, ένα φιλμ, σε ένα τραγούδι σαν αυτά που αγαπούσες, Αλίκη, να κάνω κάτι με το παρελθόν και τις ανατριχίλες των ανακαλύψεων του κόσμου, να μπορούσα να σε κρατήσω λίγο.
Γιατί τώρα που εσύ αρνήθηκες να γεράσεις, δεν ξέρω πώς θα γίνει, τι θα κάνουμε με τη μνήμη, τι θα κάνουμε με το γέλιο;
Στα ΝΕΑ έγραψα κάτι άλλο:
http://www.tanea.gr/default.asp?pid=2&ct=1&artid=4624518
Είχα µια φίλη που πίστευε ότι µπορείς να προλάβεις πολλά τις µεγάλες ηµέρες. Οταν η νύχτα αργεί όπως τώρα, υπάρχουν ώρες που ξεγελιέσαι και νοµίζεις ότι δεν θα νυχτώσει ποτέ. Αν και όταν ήταν νέα τής άρεσαν οι νύχτες, καθόταν ξύπνια µέχρι αργά, καµιά φορά δεν κοιµόταν καθόλου, µεγαλώνοντας ανακάλυψε τα θέλγητρα των ηµερών της άνοιξης, οι οποίες απτόητες από κρίσεις και µακρινούς σεισµούς, διαρροές ραδιενέργειας και καταστροφολογίες, επανήλθαν τρυφερές, χλιαρές και γενναιόδωρες.
Η φίλη µου λοιπόν όταν ωρίµασε, όλα εκείνα που ίσως περίµενε να της φέρει η νύχτα, τα έκανε µόνη της µέσα στην ηµέρα. Είναι η σοφία των µητέρων αυτή η δυνατότητα. Κάθε εικοσιτετράωρο είναι περιπέτεια.
Το µυστικό µε αυτές τις ηµέρες είναι ότι καµιά φορά πραγµατικά κρατάνε περισσότερο. Η φίλη που σας έλεγα, ένα καλοκαίρι κατάφερε να µεγαλώσει την ηµέρα απλώς λέγοντάς µας να ξεκινήσουµε την εξερεύνηση ενός µονοπατιού λίγο πριν νυχτώσει.
Εγώ που ήµουν άνθρωπος µετρηµένος και µε το ρολόι στο χέρι της έλεγα ότι αυτό δεν γίνεται, θα µας έπαιρνε η νύχτα. Εκείνη επέµενε ότι θα προλαβαίναµε. Τα παιδιά ήταν µε το µέρος της φυσικά, πάντα έτοιµα για περιπέτεια. Επειδή η φίλη µου ήταν και λίγο µάγισσα µε έπεισε, όπως πάντα µε έπειθε, και ξεκινήσαµε για το µονοπάτι λίγο πριν νυχτώσει. Είναι ένα µονοπάτι που το περπατώ έκτοτε συχνά, αλλά ξανά δεν πήγα µαζί της. Κάθε φορά θυµάµαι πώς εκείνη τη βραδιά κρατήσαµε την ηµέρα λίγο παραπάνω, πώς περπατήσαµε κάτω από τα φουντωµένα κλαριά που έκρυβαν το φως κι όµως βλέπαµε και συνεχίσαµε και φτάσαµε εγκαίρως, λίγο λαχανιασµένοι βέβαια, αλλά πριν πέσει η νύχτα. Είναι µερικοί άνθρωποι που το καταφέρνουν αυτό. Πολύ λίγοι όµως κρατάνε τη νύχτα κάπως µακριά, ίσως επειδή την έχουν σπουδάσει και τους αναγνωρίζει, της λένε στάσου, όπως στο τραγούδι, «Νύχτα στάσου!», και εκείνη γελώντας, όπως η αγαπηµένη µου φίλη που πάντα γελούσε, µε όλα έβρισκε ένα γέλιο, καθυστερεί λίγο για το χατίρι αυτών των πολύ ξεχωριστών ανθρώπων.