Δημοσιεύτηκε στο Books' journal, τεύχος 4 Annie Leclerc, το τελευταίο βιβλίο, το πρώτο τραύμα
Στους τοίχους του παρισινού μετρό τεράστιες αφίσες προτρέπουν τα θύματα βιασμών να καταγγέλλουν τη βία που υφίστανται. Κόκκινα γράμματα δίπλα σε πρόσωπα γυναικών που κραυγάζουν, γράφουν: «Η βία, αν σωπαίνεις, σε σκοτώνει». Το διαβάζω σε διάφορους σταθμούς όπου κυκλοφορώ με το τελευταίο βιβλίο της Αννί Λεκλέρ υπό μάλης. Ελαφρύ και μικροσκοπικό, δεν βαραίνει την τσάντα. Αυτό δεν σημαίνει ότι διαβάζεται εύκολα. Πραγματεύεται ακριβώς αυτό, τη δυσκολία να μιλήσει το θύμα της σεξουαλικής βίας. Ειδικότερα ακόμα, τη δυσκολία να μιλήσει το παιδί που είναι θύμα σεξουαλικής βίας.
Τι θα σκεφτόταν η συγγραφέας του για την καμπάνια αυτή; Δεν θα μάθουμε ποτέ.
Πέθανε πριν τέσσερα χρόνια σε ηλικία 66 χρονών, από καρκίνο. Ετοίμαζε ένα βιβλίο τους τελευταίους μήνες της ζωής της το οποίο κυκλοφόρησε αμέσως μετά το θάνατο της. Αυτό το βιβλιαράκι όμως που διαβάζω τώρα, το απολύτως τελευταίο, δεν το είχε δείξει σε κανέναν. Μπορεί και η ίδια να μην συνειδητοποιούσε ότι ήταν κάτι ολοκληρωμένο. Αυτό το μικρό βιβλίο το ανακάλυψε, το αποκόλλησε κατά κάποιο τρόπο από τα προσωπικά της χαρτιά, η φίλη της, η συγγραφέας Νάνσι Χιούστον, η οποία έγραψε και τον πρόλογο στην έκδοσή του. Η ίδια ήξερε από καιρό ότι η Αννί Λεκλέρ προσπαθούσε να γράψει κάτι για το θέμα αυτό. Ομολογεί μάλιστα στον πρόλογο ότι είχε θεωρήσει την εμμονή της ένα είδος νεύρωσης, απέφευγε να το συζητά μαζί της. Έξι δεκαετίες μετά από ένα τραυματικό περιστατικό στην παιδική της ηλικία, η συγγραφέας, φιλόσοφος και καθηγήτρια δεν μπορούσε να βρει τα λόγια που θα εξηγούσαν, θα περιέγραφαν, θα μπορούσαν επιτέλους να καταγγείλουν κάτι που την είχε πληγώσει και αλλάξει, κι ακόμα βασανιζόταν κι έψαχνε κι αναρωτιόταν. Γιατί την ένοιαζε τόσο πολύ; Τι νόημα είχε να σκαλίζει εκείνη την παλιά ιστορία;
Δεν ήταν τόσο τα προσωπικά της τραύματα που τη βασάνιζαν, όσο τα όσα γράφονταν και λέγονταν από ανθρώπους της διανόησης και της τέχνης για τη σιωπή των θυμάτων. Είναι πολλοί που ερμηνεύουν την σιωπή σαν συναίνεση. Η άποψη της συμμετοχής και συνενοχής των θυμάτων στα σεξουαλικά εγκλήματα, στηρίζεται και στη δυσκολία που έχουν τα θύματα να καταγγείλουν και να περιγράψουν τη δική τους θέση, την πλήρη αθωότητα. Ποια πλήρη αθωότητα δηλαδή; Κάθε ανθρώπινο πλάσμα έχει τη σεξουαλικότητα στη φύση του, αυτό λοιπόν δεν μπορεί να το καταστήσει κατά κάποιο τρόπο ένοχο για την επίθεση που υφίσταται από κάποιον που επιθυμεί να το αποκτήσει ερωτικά; Μήπως ο βιαστής απλώς προσφέρει την απόλαυση στο θύμα;
Απέναντι στην κοινωνική κατακραυγή που ξεσηκώνει ο βιαστής και ο παιδόφιλος, υπάρχει κι αυτή η άποψη. Η καλλιτεχνική, ελευθεριάζουσα και τολμηρή υποτίθεται άποψη, που συναντά την αντίστοιχη χυδαία και αρκετά λαϊκή άποψη, πως κατά βάθος τα θύματα συναινούν. Ειδικά για το βιασμό, η άποψη της πρόκλησης εκ μέρους των θυμάτων είναι εξαιρετικά διαδεδομένη, αυτό το κοινώς λεγόμενο, «τα ήθελε και τα έπαθε» που με άλλα λόγια είπε και ο Τσόκλης τελευταία ξεσηκώνοντας αρκετές αντιδράσεις. Το βέβαιο είναι ότι ο αντίλογος δεν τον έπεισε πως έχει άδικο. Στις φωνές διαμαρτυρίας παρέμεινε σαρκαστικός, υπονοώντας ότι γνωρίζει τα πράγματα καλύτερα και σε βάθος.
Εξάλλου, αυτά που είπε ο Τσόκλης τα έχουν πει πολλοί σε πολλές εποχές. Για τους ενήλικες συζητείται σοβαρά. Αλλά ακόμα και τα παιδιά είναι ύποπτα για συναίνεση. Έχουν γίνει αναλύσεις για να το αποδείξουν. Η κοκκινοσκουφίτσα ας πούμε, αρχέτυπο μικρού κοριτσιού που πέφτει θύμα του λύκου, ο οποίος ερμηνεύτηκε από τον Περρώ ως σύμβολο ανδρών με ανήθικες προθέσεις, κάποια στιγμή μπήκε στο στόχαστρο. Γιατί να φοράει εκείνο το κόκκινο σκουφί που την έκανε τόσο νόστιμη; Γιατί η μαμά της και η γιαγιά της υπέκυψαν στον πειρασμό να την κάνουν έναν μικρό κινούμενο πειρασμό σε επικίνδυνες περιοχές;
Έχουμε από τη μία τους αποστόλους της πλήρους απελευθέρωσης, ακόμα και της αποδοχής βιαστών, παιδοφίλων και άλλων παρεμφερούς «τόλμης» ανθρώπους, κι από την άλλη την κοινωνική κατακραυγή. Η κοινωνία μπορεί να πάσχει από σεμνοτυφία και μικροαστισμό, κλείνει τους βιαστές και τους παιδόφιλους στη φυλακή (αν και δεν τους πολυκλείνει, σε τελευταία ανάλυση, κατά κάποιο τρόπο το ‘δικαίωμα στο βιασμό’ έχει αναγνωριστεί στην πράξη), ορισμένοι καλλιτέχνες όμως διεκδικούν την απελευθέρωση και έμπρακτη έκφραση των βίαιων ενστίκτων.
Ανάμεσα στα δυο αυτά στρατόπεδα υπάρχουν μεγάλα κενά σιωπής. Της σιωπής των θυμάτων κυρίως. Τα θύματα όντως δεν μιλούν, κι αν μιλήσουν δεν γίνονται πιστευτά, όπως συνέβη με το νεαρό κορίτσι στην Εύβοια που κατάγγειλε τον ομαδικό της βιασμό στο σχολείο, αλλά χρειάστηκε τελικά να αλλάξει πόλη αφού οι κατηγορούμενοι, μετά από αρκετό καιρό που έγινε η δίκη, τελικά αθωώθηκαν.
Τι συμβαίνει με αυτή τη σιωπή; Μήπως όντως τελικά τα θύματα συναινούν; Μήπως αδίκως χαλάνε τον κόσμο οι υπόλοιποι, προτείνουν θανατική ποινή, ευνουχισμό και άλλες βάρβαρες τιμωρίες για τους ενόχους; Αφού η σεξουαλικότητα υπάρχει σε κάθε ανθρώπινο πλάσμα, μήπως έχει λογική η άποψη ότι δεν παθαίνει δα και τίποτε κακό ένα κορίτσι που βιάζεται, ειδικά αν έχει φορέσει και λίγο τολμηρό ντεκολτέ; Ακόμα και ένα παιδί, μπορεί απλώς να εκπαιδεύεται με τη βοήθεια ενός μεγάλου… Μεγάλοι καλλιτέχνες έχουν περιγράψει παιδιά επτά χρονών να συμμετέχουν χαρούμενα σε απελευθερωτικά σεξουαλικά όργια, ο Εμπειρίκος ας πούμε στο Μεγάλο Ανατολικό, πιστός στις θεωρίες του για την απελευθέρωση. Μήπως κάνουν λάθος οι νομοθέτες; Αφού τα θύματα δεν μιλούν, μήπως δεν είναι θύματα; Πώς εξηγείται η σιωπή τους;
Ψίθυρος μέσα στη σιωπή
|
Η Αννί Λεκλέρ (1940-2006) |
Το μικρό βιβλιαράκι της Αννί Λεκλέρ είναι ένας ψίθυρος μέσα σε αυτή τη σιωπή,.
Η συγγραφέας του «Γυναικείου Λόγου», του βιβλίου που είχε σημαδέψει το γυναικείο κίνημα στη δεκαετία του 70, πλησιάζει το θέμα του βιασμού όπως συνήθιζε να πλησιάζει όλα τα θέματα που διαπραγματεύτηκε: Μέσα από τα προσωπικά της βιώματα. Αποκαλύπτει ότι στα παιδικά της χρόνια είχε πέσει θύμα σεξουαλικής επίθεσης. Και είχε μείνει σιωπηλή. Δεν είχε μιλήσει σε κανέναν, και δεν μίλησε ποτέ. Δεν μπόρεσε να μιλήσει ούτε αργότερα, όταν έγραψε για τόσα άλλα ζητήματα, γυναικεία και ανθρώπινα, με ρηξικέλευθες και συγκλονιστικά άμεσες προσεγγίσεις.
Είχε καταφέρει να μιλήσει, και να μιλήσει συγκλονιστικά, με τρόπο που άλλαξε το βλέμμα ολόκληρου του κόσμου, για τον τοκετό, για τον έρωτα, για την ουσία της σχέσης με τη μητέρα, για το θάνατο, για τη φιλοσοφία και τον ανθρωπισμό, για την επανάσταση και τις κατεδαφίσεις της, για την παλινόρθωση των αξιών στις ζωές των ανθρώπων. Αλλά όχι για το περιστατικό αυτό της παιδικής της ηλικίας, το οποίο την είχε σημαδέψει.
Η σιωπή της δεν ήταν επιλογή. Ήταν άνθρωπος που πίστευε στο λόγο, ζούσε με τη σκέψη και τη συγγραφή, με την ανάλυση και την εμβάθυνση των συναισθημάτων. Επί χρόνια προσπαθούσε να βρει έναν τρόπο να γράψει, να καταλάβει τι της είχε συμβεί, τι είχε υποστεί, γιατί είχε κρατήσει το στόμα της κλειστό, τι είχε χάσει και τι είχε αποκαταστήσει. Τι κάνει τα παιδιά να κρατάνε κλειστό το στόμα; Και τι είναι τέλος πάντων αυτή η έλξη προς τα παιδιά, αυτή η αγάπη που όλοι αισθανόμαστε αλλά μερικούς τους ωθεί στο έγκλημα; Αυτό που η ίδια ονομάζει με την ελληνική λέξη Paedophilia.
Η γαλλική γλώσσα, όπως όλες πλην της ελληνικής, έχουν το πλεονέκτημα να μπορούν να χρησιμοποιήσουν αρχαίες ελληνικές λέξεις εκμεταλλευόμενες το ειδικό βάρος που έχουν. Πράγμα που στα ελληνικά δεν είναι απλό, επειδή χρησιμοποιούμε τις ίδιες αυτές λέξεις στην καθημερινή μας γλώσσα. Διαλέγοντας αυτή την ελληνική λέξη για τίτλο του βιβλίου της, Paedophilia, η Αννί Λεκλέρ θέλει να λανσάρει έναν όρο για την αγάπη που κάθε φυσιολογικός ενήλικος τρέφει για τα παιδιά. Η σεξουαλική ροπή προς τα παιδιά γράφεται pédophilie. Oι δυο λέξεις δεν διαφέρουν πολύ. Στα ελληνικά δεν θα μπορούσαμε να τις ξεχωρίσουμε, κι εκείνη αυτό θέλει, να ονομάσει με μια λέξη αυτό που συμβαίνει σε όλους, με μια επίσημη, ελληνική λέξη, την αγάπη κάθε ανθρώπου για τα παιδιά.
Όλοι οι άνθρωποι αγαπούν τα παιδιά. Δεν υπάρχει κανείς που να μην τα βρίσκει χαριτωμένα, που να μην αρέσκεται να τα βλέπει, να τα φροντίζει, να τα πλησιάζει, να τα προστατεύει, να απολαμβάνει τη μορφή τους, το γέλιο τους, να μη θέλει να τον συμπαθούν. Η όψη τους, η χάρη τoυς, είναι η θεά της εποχής μας. Η Παιδοφιλία, όπως εκείνη την περιγράφει, «δίνει τη ζωή, το γάλα, την εμπιστοσύνη, και τις λέξεις. Όμως συμβαίνει να κάνει καμιά φορά το εντελώς αντίθετο, να στρέφεται εναντίον της ζωής. να σπέρνει το φόβο, τη σιωπή και το θάνατο. Αν η Παιδοφιλία γεννά το πιο πολύτιμο καλό σε μικρούς και μεγάλους, καμιά φορά μπορεί να κάνει το μεγαλύτερο κακό.»
Πώς γίνεται και αυτή η πανανθρώπινη αγάπη προς τα παιδιά, αγάπη που καλεί στη ζωή, που εκφράζει την αποδοχή του νέου ανθρώπου από τα μέλη της κοινωνίας, που διδάσκει στο παιδί τις λέξεις και τα πράγματα, πώς γίνεται να φτάνει σε τέτοια διαστροφή που αντί για ζωή να επιθυμεί θάνατο, αντί για αποδοχή να υπόσχεται εκμηδένιση, αντί για διδασκαλία της γλώσσας να φέρνει τη σιωπή;
«Είναι ένα απίστευτο μυστήριο. Και τόσο βασανίζει τη συνείδηση που δεν βρίσκει κανείς να πει τίποτε…» Αυτά όλα συμβαίνουν στην περίπτωση της σεξουαλικής επιβολής του ενήλικα σε ένα παιδί, αλλά η Αννί Λεκλέρ δεν έγραφε για να λιθοβολήσει μαζί με τους νόμους και τις τηλεοράσεις τους βιαστές παιδιών, ούτε για να πλουτίσει με κατάρες τις κατάρες που συχνά ακούγονται εναντίον τους. Το να φωνάζουμε ότι πρέπει οι άνθρωποι αυτοί να εκτελούνται, να ευνουχίζονται, να κλείνονται στη φυλακή για όλη τους τη ζωή, δεν βοηθάει, πιστεύει.
Το περιστατικό που θυμάται δεν ήταν βίαιο, εξωτερικά τουλάχιστον. Ένας καλότροπος μεγάλος την πλησίασε, την τράβηξε με ευγένεια παράμερα, δυο βήματα από το σπίτι της. Τον ακολούθησε, αν και καταλάβαινε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Τον ακολούθησε επειδή είχε εμπιστοσύνη στην Παιδοφιλία. Ήταν ένα τρισχαριστωμένο κοριτσάκι, όλος ο κόσμος το αγαπούσε. Και ήταν ευτυχισμένο με την ανακάλυψη της γλώσσας εκείνη την εποχή. Ήταν ευτυχισμένο με την ομιλία. Βρισκόταν στην ηλικία που μάθαινε τις λέξεις. Καινούργιες λέξεις κάθε μέρα, ξεδίπλωναν τον κόσμο και τη δυνάμωναν μέσα σε αυτόν:
«Έτσι αυτή η μικρή, που θυμάμαι καλά, μιλά όπως αναπνέει, χωρίς να σκέφτεται. Οι λέξεις και τα πράγματα είναι γι αυτήν το ίδιο. Δεν έχει ακόμα προσέξει τη διαφορά. Η λέξη δίνει το πράγμα, το πράγμα καταφτάνει με το όνομά του. Βρίσκοντας τη σωστή λέξη νοιώθεις τη δύναμή σου να μεγαλώνει. Γι αυτό λατρεύει τις λέξεις, κυρίως αυτές που ακόμα της ξεφεύγουν λίγο, και όπου να’ ναι θα τις κατακτήσει. Της αρέσει αυτό το πέρασμα από την αβεβαιότητα στη βεβαιότητα, αυτή η στιγμή όπου αισθάνεται να μεγαλώνει…»
Αυτή την υπέροχη ευτυχία της γλωσσικής κατάκτησης έρχεται να διαλύσει η σεξουαλική βία.
«Πώς να περιγράψω την πρώτη σεξουαλική βία, την πρώτη φορά που η γλώσσα πέτρωσε, στο στενό δρομάκι ανάμεσα στα κτίρια και τους τοίχους του κήπου, τόσο κοντά στο σπίτι; Κάθε φορά που η εικόνα εμφανίζεται, μια ανάμνηση που θαμποτρέμει- του πρώτου παιδόφιλου, η γλώσσα μου μπερδεύεται, χάνω τις λέξεις. Φταίει που από την αρχή υπήρξα αποκλεισμένη από τη σκηνή. Αυτό το κοριτσάκι ήμουν εγώ, είμαι σίγουρη γι αυτό, αλλά διαμιάς είχα αποτραβηχτεί από το μυαλό του, και τώρα δεν μπορώ παρά να την παρατηρώ απ’ έξω με λέξεις σημερινές που δεν μπορούσε να διαθέτει- της είχαν ξεριζώσει τη γλώσσα- πράγμα που σημαίνει ότι δεν μπορώ να αναφερθώ στη δοκιμασία της παρά μόνο κατά προσέγγιση.
Αυτό που θα πω τώρα είναι βέβαιο ότι εκείνη δεν μπορούσε να το πει. Όχι επειδή δεν ήξερε τις λέξεις, αλλά επειδή ήταν η εμπειρία του ίδιου του ανείπωτου.
Μη φανταστείς ότι το παιδί δεν καταλαβαίνει τι του συμβαίνει. Ξέρει από την αυγή του χρόνου ότι τα σώματα αναζητούνται μυστικά. Ξέρει ότι αυτό συμβαίνει πίσω από την κλειστή πόρτα του δωματίου των γονιών, ή μάλλον ξέρει ότι κάτι υπάρχει εκεί που δεν λέγεται. Κάτι που βρίσκεται κάτω από τις λέξεις, στο σκοτάδι των σωμάτων, κάτι που αφορά από τη μια πλευρά τους ενήλικες, και από την άλλη πλευρά την ίδια τη μικρή, τη δική της επιθυμία να δει, να μάθει, να εξερευνήσει…
Πρώτον, η πόρτα των γονιών είναι κλειστή. Δεν μπαίνουμε στο δωμάτιό τους χωρίς άδεια. Δεύτερον, δεν λέμε τίποτα για τη φύση αυτού του μυστικού. Είναι αληθινό μυστικό. Μυστικό για μεγάλους. Αλλά αισθάνεται κανείς ότι το μυστικό αυτό έχει κάποια σχέση με τις εξαιρετικά ενδιαφέρουσες έρευνες που θέλουμε να κάνουμε κρυφά, μυστικά, μακριά από τους γονείς. Αυτό που απαγορεύεται είναι να λέμε, να δείχνουμε, όχι να κάνουμε. Και δεν θέλουμε καθόλου να λέμε. Όχι επειδή θα τιμωρηθούμε, αλλά επειδή λατρεύουμε αυτό το μυστικό που το θέλουμε μυστικό, αλλιώς δεν θα ήταν πια παιχνίδι, ένα παιχνίδι ιδιωτικών απολαύσεων.
Η κλειστή πόρτα των γονιών απαγορεύει, δηλαδή προστατεύει τουλάχιστον εξίσου το μικρό μυστικό του παιδιού καθώς κι εκείνο των γονιών. Επειδή η μικρή δεν έχει πρόσβαση σε αυτό που απασχολεί τους γονείς, επειδή υπάρχει αυτή η απόσταση ανάμεσα σε εκείνη και σε αυτούς, αυτή η κλειστή πόρτα που γεννά περιέργεια χωρίς να εξαναγκάζει, γι αυτό μπορεί να επινοήσει τη θέση της, να βρει την απαραίτητη άνεση για το δικό της μυστικό. Η κλειστή πόρτα δεν είναι λογοκρισία. Είναι το εντελώς αντίθετο. Είναι η πιο προσεκτική μύηση, η λιγότερο καταναγκαστική που μπορεί να υπάρξει, του παιδιού προς τη δική του σεξουαλικότητα. Και η μικρή δεν είναι ένοχη για τις επιθυμίες της, ούτε ένοχη για το μυστικό της…
Όλα αυτά για να σε διαβεβαιώσω ότι δεν είναι η αποκάλυψη κάποιου πράγματος για το οποίο δεν έχει ιδέα που κατακεραυνώνει το παιδί τη στιγμή της συνάντησης του με τον παιδόφιλο στο δρομάκι κοντά στο σπίτι της, είναι το ό,τι όλα συμβαίνουν ανάποδα από αυτά που ξέρει, το μυστικό ξεκοιλιάζεται, η βλέννα του απλώνεται παντού και τα λεπτά ποδαράκια μύγας του παιδιού παγιδεύονται, πετρώνουν σε μια σιχαμερή σούπα μη νοήματος, επειδή εξαφανίζεται η πόρτα, εξαφανίζονται οι αναφορές, κλυδωνίζεται βίαια ό,τι κρατούσε τον κόσμο σε τάξη, ό,τι κρατούσε το παιδί χωρίς φόβο στη φωλιά του μυστικού του.
Σε μια στιγμή μένει διαλυμένη, χωρίς φωνή, χωρίς καταφύγιο, λεία αιχμάλωτη στο μυστικό του άλλου.
Σε σημείο που δεν αναγνωρίζει πια τίποτε. Ούτε τι είναι ο ενήλικας, ούτε τι είναι το παιδί, η ίδια στην περίπτωση της. Το ‘εγώ’ καταρρέει. Γίνεται άμορφη μάζα, γίνεται εσύ…
Αυτή η ακίνητη γλώσσα, αυτή η βουβαμάρα με ταλανίζει ακόμα και με κάνει να μισώ- εμένα που τόσο μισώ να μισώ- αυτόν που… ή μάλλον εμένα.. ή μάλλον εκείνους… τους γονείς που δεν το εμπόδισαν αυτό, ή το δρομάκι που δεν έπρεπε να χρησιμεύει παρά για τα παιχνίδια των παιδιών έξω… Υπάρχει μίσος μέσα μου, μια θυμωμένη και θλιμμένη αηδία, που δεν ξέρει πώς να ξεπλυθεί, η δοκιμασία μιας προδοσίας που δεν ξέρω πού να αποδώσω. Πράγμα που σημαίνει πως η μικρή δεν ξέρει πια καθόλου πού βρίσκεται. Στον άντρα στο δρομάκι δεν μπορεί να πει τίποτε. Ούτε στους γονείς της. Επειδή δεν υπάρχουν λέξεις γι αυτά.
Γι αυτή την κατάρρευση του ξεκάθαρου κόσμου, αυτή τη συσκότιση των νοημάτων μου είναι αδύνατον να κατηγορήσω κάποιον, εκτός πια κι αν τα βάλω με το ίδιο το παιδί, που από αμέλεια εγκατέλειψε το φως και χωρίς να το καταλάβει, το πρόδωσε…»
Το σοκαρισμένο παιδί δεν μίλησε ποτέ στους γονείς του για το τι του συνέβη. Δεν μίλησε ποτέ σε κανέναν, αυτό το μικρό βιβλίο που κυκλοφορεί τέσσερα χρόνια μετά το θάνατο της, αυτό είναι η πρώτη φορά που αποφασίζει να μιλήσει. Είναι πολύ δύσκολο να μιλήσεις, μας αναλύει εκτενώς. Για ποιο λόγο; Μήπως επειδή είναι ένοχα κάπως τα μικρά κορίτσια για την επιθυμία που προκαλούν, όπως διατείνονται πολλοί μοντέρνοι και απελευθερωμένοι; Αλλά και οι άλλοι, οι μη μοντέρνοι, οι συμβατικοί και οι μικροαστοί θα μπορούσαν εύκολα να δεχτούν μια τέτοια κατηγορία, για το χατίρι τους δεν διατυπώνεται;
Η Αννί Λεκλέρ στο μικρό αυτό βιβλιαράκι θέλει να απευθυνθεί στους μοντέρνους αυτούς και τους απελευθερωμένους πρωτίστως. Είναι οι φίλοι της, οι σύντροφοί της, είναι άνθρωποι των γραμμάτων, γίγαντες της σκέψης ορισμένες φορές. Κι εκείνη αγωνίστηκε συχνά μαζί τους για την απελευθέρωση, των επιθυμιών, μεταξύ άλλων απελευθερώσεων. Είναι κι εκείνη κομμάτι των κινημάτων αμφισβήτησης, σημαντικό και μαζί σημαδιακό κομμάτι. Σε αυτό τον κόσμο απευθύνεται, θέλει απεγνωσμένα να γίνει κατανοητή από αυτόν τον κόσμο. Και θυμάται πόση ειρωνεία συνάντησε από τους πνευματικούς ανθρώπους όποτε, κατά καιρούς, κάτι προσπάθησε να ψελλίσει. Εκείνη η ίδια, ή άλλες γυναίκες, πόσο γρήγορα έγιναν αντικείμενα επιθέσεων, με πόση εύκολη συγκατάβαση αντιμετωπίστηκαν. Και με τον τρόπο αυτό εξαναγκάστηκε να καταφύγει στην ίδια σιωπή που είχε πέσει τότε που της συνέβη η σεξουαλική επίθεση, στα παιδικά της χρόνια.
Προσπαθεί εκτενώς να εξηγήσει το γιατί τότε δεν μίλησε. Δεν ήταν ότι ένιωθε συνένοχη βεβαίως, ή ότι δεν είχε καταλάβει. Είχε καταλάβει πολύ καλά, και όντως, ντρεπόταν, αλλά όχι για δικό της λογαριασμό. Ντρεπόταν για λογαριασμό των μεγάλων, του κόσμου που εκείνοι είχαν στήσει, των αξιών και των ορίων που εκείνοι είχαν βάλει, και που αποδεικνύονταν ανυπόστατοι. Αν μιλούσε θα γκρεμιζόταν ο τοίχος που τη χώριζε από τους μεγάλους, το σύστημα που καθόριζε τους ρόλους, που προστάτευε την κρεβατοκάμαρα των γονιών, και μυστικά εγγυούνταν την υγιή δική της σεξουαλικότητα στο μέλλον. Από ντροπή για λογαριασμό των μεγάλων κράτησε το στόμα κλειστό.
Τα θύματα δεν μπορούν να μιλήσουν επειδή στα μάτια τους απειλείται η υφή του κόσμου από τη δική τους καταγγελία. Όταν λίγο καιρό αργότερα μίλησε στους γονείς της για κάποιον απλό ηδονοβλεψία, που δεν είχε αγγίξει τα παιδιά, απλώς τα κοίταξε από έξω από το φράχτη του σχολείου να παίζουν, αντέδρασαν τόσο έντονα οι μεγάλοι που μετάνιωσε την ώρα και τη στιγμή. Αν χαλούσαν τον κόσμο για κάποιον τόσο αβλαβή, τι θα έκαναν αν ποτέ μάθαιναν το άλλο; Έμεινε σιωπηλή ως το θάνατο.
Αυτό το κλειστό στόμα μπορεί να σημαίνει πάρα πολλά. Μπορεί να σημαίνει ότι το θύμα μένει στάσιμο στο λόγο, η γλώσσα δεν προχωρά πια, οι λέξεις δεν είναι υπέροχα κλειδιά που ανοίγουν νέες πόρτες στον κόσμο κάθε μέρα. Μπορεί να σημαίνει μόνιμη αλαλία, καθήλωση, αποκλεισμό από το λόγο ο οποίος ανήκει στους κυρίους με το κύρος, με τη βεβαιότητα για την ενοχή της. Μπορεί να σημαίνει μόνιμη και βαριά βλάβη στη σεξουαλικότητα. Διότι η σεξουαλικότητα είναι εκεί βεβαίως, ζωντανή από τα πρώτα χρόνια του παιδιού, και θέλει χρόνο και ελευθερία να αναπτυχθεί, να ανακαλυφθεί, να επενδυθεί. Μόνη της όμως, με το ρυθμό της, με το αντικείμενο που θα θέσει η ίδια, όχι με την τυραννία του μεγάλου που απειλεί εντός της παιδικής ψυχής την αντίληψη του κόσμου και της ύπαρξης της.
|
Σταθμός μετρό στο Παρίσι με αφίσα που προτρέπει να
καταγγέλεται η βια |
«Όταν κοιμόταν μόνος του κανείς μέσα στο μικρό του κρεβατάκι, καθώς ακουγόταν το γουργουρητό από τα λόγια των γονιών στο κάτω πάτωμα, μπορούσε να πετάξει στα όνειρα χωρίς γονείς, να συναντήσει άγνωστους με μπλε φτερά, να χαϊδέψει την όχθη μελλοντικών ηδονών, κανείς δεν τον εγκατέλειπε. Κολυμπούσε στη εμπιστοσύνη του δοθέντος λόγου. Η Παιδοφιλία επέτρεπε στο μυστικό να περιφέρεται.
Αλλά ξαφνικά όλα μουτζουρώθηκαν. Το μυστικό που δεν υπήρξε ένοχο ποτέ, γινόταν τώρα. Ποτέ δεν θα είχαν συναινέσει οι γονείς σε ένα τέτοιο περιστατικό. Θα είχαν φρίξει, θα είχαν πληγωθεί ανεπανόρθωτα. Το παιδί ξαφνικά βρίσκεται φορτωμένο με το τρομερό κακό που θα πάθαιναν αν ήξεραν. Να που τώρα είναι υποχρεωμένη να σηκώσει αντί γι αυτούς το κακό των γονιών.
Για πρώτη φορά είναι μόνος του κανείς, αληθινά μόνος. Τον εγκατέλειψαν οι γονείς, αλλά με δική του απόφαση, με δική του επιλογή. Γι αυτό αισθάνεται το θάνατο. Τον θάνατο, που ακατανόητα αναγνωρίζεται μέσα στην ίδια την καρδιά της Παιδοφιλίας.
Βλέποντας την έτσι απ’ έξω, τη μικρή, θα μπορούσε κανείς να πει ότι είναι μπερδεμένη από αυτό που την έβαλε ο άγνωστος να κάνει, στο δρομάκι, δυο βήματα απ’ το σπίτι. Κάπως σα να τη μάλωσαν στο σπίτι επειδή έκανε μια ανοησία. Και μάλιστα βλέποντας την από λίγο πιο μακριά, επειδή δεν σάλευε, δεν φώναζε, δεν κουνιόταν, θα φανταζόταν κανείς ότι ο τύπος θα της έδινε κάποιο ζαχαρωτό, της έλεγε κάποια αστεία ιστορία.
Αλλά εγώ ξέρω ότι αμέσως όλα μπερδεύτηκαν στο λαιμό της, ότι οι λέξεις έμπλεξαν η μία με την άλλη, ότι πια καμιά δεν ξεχώριζε και δεν μπορούσε να περάσει το έρκος των οδόντων. Ούτε καν το όχι, όχι, όχι… Ακόμα και το όχι είχε χαθεί. Να μη μιλήσουμε για τον ουρανό, τη γη, τα δέντρα, τα πουλιά…»
Το μπέρδεμα αυτό κάνει το παιδί βουβό. Ντρέπεται για λογαριασμό των μεγάλων, για λογαριασμό του κόσμου που χάνει το καθαρό του περίγραμμα. Ο κόσμος πρέπει να σωθεί. Αναλαμβάνει να συγκρατήσει το κύρος των νόμων με τη σιωπή του. Δεν μπορεί να εκθέσει τους μεγάλους, να τους παραδώσει στο τσακισμένο οικοδόμημα. Υποκρίνεται πως τίποτε δεν συνέβη. Γι αυτό σωπαίνει, για να προστατέψει τους μεγάλους, τον κόσμο που του παρέδωσαν, τα όρια που πίστεψαν ότι είχαν βάλει, τα περιγράμματα που σχεδίαζαν για λογαριασμό του.
Η σιωπή του δεν είναι ένοχη. Δεν μπορεί να αντέξει το βάρος της καταστροφής που θα φέρει η καταγγελία του.
Κι η μεγάλη γιατί δεν μιλάει; Τόσα χρόνια μετά, η γνωστή συγγραφέας που έγραψε για τόσα θέματα, που ανέτρεψε κλισέ, που αναζήτησε τολμηρά την ουσία των διατυπωμένων αιτημάτων και βάλθηκε να διατυπώσει νέα, γιατί δεν βρήκε το θάρρος να μιλήσει, να συζητήσει, να αποκαλύψει, να καταγγείλει επιτέλους;
Υπήρχαν πάντα οι θεωρητικοί του βιασμού, οι υποστηρικτές της ελευθερίας χωρίς όρια που κατάφερναν να της κλείνουν το στόμα. Είναι γενικά κλειστό το σώμα των θυμάτων. Οι θύτες το ξέρουν καλά αυτό, είναι κάτι στο οποίο έχουν πείρα και σιγουριά. Με βάση αυτή τη βεβαιότητα δρουν.
Αν τα παιδιά μιλούσαν θα μπορούσαν να πουν πολλά, να αντικρούσουν όλη την επιχειρηματολογία των υπερασπιστών του βιασμού, κι όλη τη φιλολογία περί συμμετοχής και συνενοχής τους. Αλλά δεν μιλούν. Και το παιδί που έγινε η φιλόσοφος και συγγραφέας Αννί Λεκλέρ, παραδέχεται:
«Ομολογώ ότι σώπασα. Όπως όταν ήμουν παιδί και αργότερα, στην εφηβεία, κάθε φορά που γινόταν λόγος για βιασμό, ή ακόμα και για φόνο δεν είπα τίποτε από ένα μίγμα φόβου του κακού και μια σκοτεινή γνώση που δεν μεταβιβάζεται μέσω της γλώσσας και που είναι ο νόμος: ότι δεν ήταν κατά βάθος τόσο κακοί τελικά…»
Δεν αντέδρασε ούτε όταν κυκλοφόρησε και έφτασε στα χέρια της ένα μανιφέστο ‘για τη σεξουαλική απελευθέρωση των παιδιών’
«Το παιδί, δεν έχει κι αυτό δικαίωμα στην ηδονή, στην απλή και χαρούμενη σεξουαλική ηδονή, που εσείς οι αλλοτριωμένοι λογοκριτές, οι καταπιεσμένοι ηθικολόγοι, του αρνείστε; Να σταματήσει η σεξουαλική καταπίεση του παιδιού» έλεγε ένα κείμενο που κυκλοφόρησε στη Γαλλία τη δεκαετία του 70 και μάζεψε τις υπογραφές πολλών καλοπροαίρετων ανθρώπων.
«Ήταν η εποχή που όλοι είχαν τη λέξη ‘απελευθέρωση’ στο στόμα. Από την πολλή καταγγελία των πιέσεων που είχαν υποστεί, και μέσα στον ενθουσιασμό να τις αποτινάξουν, δεν έβλεπαν τίποτε άλλο μπροστά τους. Ο νόμος ήταν τύραννος, οι κανόνες μας υποδούλωναν. Στο θέμα της σεξουαλικότητας, όλες οι μορφές επιθυμίας, και ιδίως εκείνες που η συνήθης ηθική καταπίεζε, έπρεπε να ακουστούν, και να ικανοποιηθούν. Να ελευθερώσουμε το σεξ από την καταπίεση που το φυλακίζει, να ελευθερώσουμε τη συνείδηση μας από τις προαιώνιες απαγορεύσεις που το αλλοιώνουν, να απολαύσουμε χωρίς κανένα εμπόδια αυτά που ποθούμε! Να είμαστε ελεύθεροι!
Οι τόνοι ανεβαίνουν. Απαγορεύεται να απαγορεύεις. Τίποτε δεν πρέπει να έχει εξουσία πέρα από την επιθυμία, την επιθυμία μου. Κι όλοι εμφανίζονται με τη διακήρυξη της επιθυμίας τους κυρίαρχης. Όσοι δεν συμφωνούν για τη χωρίς όρια ελευθερία, σωπαίνουν: φοβούνται πολύ μήπως εμφανιστούν σαν εν δυνάμει σκλάβοι…
Έτσι είναι αυτά. Πάντα φοβάται κανείς μήπως φανεί δειλός, φοβισμένος δούλος, μικρός, γελοία κότα απέναντι στο μεγαλείο των ψαγμένων.
Τρέμει κανείς από τρόμο ακούγοντας αυτά που άκουγα, διαβάζονταν αυτά που διάβαζα. Αλλά ακόμα περισσότερο έτρεμε να δείξει ότι τρέμει. Η αλαζονική διακήρυξη προερχόταν από το δικό μου κόσμο, από τον θεωρούμενο τόπο του πνεύματος, που ξεσηκωνόταν ενάντια στην καταπίεση, από μια αδιαφιλονίκητου κύρους εξουσία που μπορούσε να μου αφαιρεί τη δύναμη να τη μάχομαι τη στιγμή που εκδηλωνόταν».
Βλέποντας εκ των υστέρων την επαναστατική αυτή εποχή είναι εντυπωσιακό να διαπιστώνουμε πόσο υπήρξε δογματική εντέλει. Οι ανατρεπτικές ιδέες μέσα στον ορμητικό τους ενθουσιασμό δεν δημιουργούσαν τις καλύτερες προϋποθέσεις για διάλογο και ανταλλαγή ιδεών, ακόμα και σε μια χώρα σαν τη Γαλλία, όπου υποτίθεται πως ο διάλογος ήταν το χαρακτηριστικό τους.
Αφέθηκαν να κυκλοφορούν αυτές οι θεωρίες. Μήπως υπήρχε κάποια παιδαγωγική πλευρά στην υπόθεση; Μήπως όντως απελευθερώνει ο μεγάλος που πλησιάζει το παιδί και το οδηγεί επειδή είναι μεγάλος και δυνατός, να συμμετέχει στη σεξουαλική του απόλαυση; Η μήπως η επιβολή του μεγάλου προς το μικρό είναι απλά επιβολή βίαιη που καταστρέφει τη σεξουαλικότητα του μικρού, και τη σχέση του με τον κόσμο; Και η επιθυμία του παιδιού, ακόμα και το παιχνίδι του με τη σεξουαλικότητα, μάλλον δεν έχουν στόχο τη διέγερση του μεγάλου και την εκμετάλλευσή του, κι οι μεγάλοι, όταν μιλάνε για κάτι τέτοιο κάνουν απλώς προβολές των δικών τους επιθυμιών προς το παιδί;
Μέσα σε όλων μας την αγάπη για τα παιδιά υπάρχει μια τάση βίας. Ακόμα και μερικές μανάδες το βγάζουν με λόγια, μέσα στην τρυφερότητα προς το μωρό τους λένε «θα σε φάω», άλλοι, ξένοι, λένε, «σου έρχεται να το φας τόσο όμορφο», για ένα μικρό παιδί. Συγκρατούνται οι μανάδες, οι ξένοι, όλοι. Οι περισσότεροι, και σίγουρα όλοι μέσα στα κοινωνικά πλαίσια. Δεν τα τρώμε τα παιδιά, οι κουβέντες αυτές δείχνουν την αγάπη μας, την Παιδοφιλία που είναι αποδεκτή. Αλλά μπορεί να εκφράζουν και κάτι βαθύτερο, κάτι που έχει, επιτυχώς στις περισσότερες περιπτώσεις, απωθηθεί στα σκοτεινά έγκατα της ψυχής. Μπορεί αυτό το κάτι σκοτεινό να θέλει να σταματήσει το παιδί στην παιδική ηλικία. Ξέρουμε ότι το παιδί δεν θα είναι παιδί για πάντα. Στο σκοτάδι των ανθρώπινων ψυχών ο λόγος μπορεί να ρίξει μόνο στενές λουρίδες φως, σαν προβολέας που σαρώνει για λίγο. Η ερμηνεία των σκοταδιών μόνο ένα συμπέρασμα μπορεί να βγάλει, ότι κάποιος που υπέστη ο ίδιος βία σαν παιδί συχνά τείνει να την αναπαράγει.
Aποχαιρετισμός στην Αννί Λεκλέρ
Ίσως σε όλη της τη ζωή η Αννί Λεκλέρ να προσπαθούσε να γράψει για το θέμα αυτό, ίσως έγινε συγγραφέας για να το ξεπεράσει, υποθέτει στην εισαγωγή του βιβλίου η Νάνσυ Χιούστον. Το βέβαιο είναι ότι η Αννί Λεκλέρ κατάφερε να μιλήσει τελικά, και στη ζωή της πέρασε τα πάντα από τη δοκιμασία του λόγου. Μετά την απειλή της σιωπής επέστρεψε στο λόγο και τον δάμασε ξανά από την αρχή, με μεγαλύτερη δυσκολία πιθανότατα, με το φαρμάκι της προδοσίας που έπρεπε να γίνει κατανοητή, με την ασίγαστη, ως την τελευταία στιγμή της ζωής της, προσπάθεια να εκφράσει τα ανείπωτα των ανθρώπων, αλλά όχι μόνο τα μαύρα ανείπωτα, τα σκοτεινά και απειλητικά που πολύ καλά τα ξέρουμε πια, που τα έχουμε εμπεδώσει, που εν ολίγοις είναι το πιο αγαπητό θέμα της σύγχρονης Τέχνης. Κάποια άλλα, λευκότερα και αθωώτερα, ή απλώς πιο σύνθετα, μεταγενέστερα και καρπούς προσπαθειών, ερευνών και αναλύσεων. Τα λευκά μυστικά που κρατάνε τον κόσμο όρθιο. Αν υπάρχουν. Αν μπορεί να υπάρχουν.
Η Αννί Λεκλέρ ανήκε σε μια εποχή αμφισβήτησης παραδοσιακών θέσεων αλλά ακόμα και αμφισβήτησης επαναστατικών θέσεων, που είχαν αρχίσει να γίνονται παραδοσιακές. Είναι τα χρόνια μετά το Μάη του 68, με τα κοινωνικά και απελευθερωτικά κινήματα που ακολούθησαν. Ανάλυση των μηχανισμών εξουσίας από τον Μισέλ Φουκώ, σε κάθε τους έκφανση. Κινήματα για απελευθέρωση των πάντων. Απελευθέρωση στο σεξ. Απελευθέρωση στη σκέψη. Απελευθέρωση στην πληροφορία, γιατί είχαν αρχίσει να διαλύονται οι αυταπάτες περί του υπαρκτού σοσιαλισμού. Μετά το Μάη του 68 είχε ακολουθήσει ο Αύγουστος του 68. Τα σοβιετικά τανκς είχαν καταλύσει την άνοιξη της Πράγας. Η Λεκλέρ είχε υπάρξει σύζυγος του Νίκου Πουλαντζά, μαρξιστή φιλοσόφου και εξέχοντος στελέχους του ευρωκομμουνιστικού κινήματος στην Ελλάδα. Ανήκε στη γενιά που είχε γράψει στους τοίχους του Παρισιού, ‘το προσωπικό είναι πολιτικό’ και ξεκίνησε να το αποδείξει με τη ζωή της.
Ωστόσο η ίδια προσπάθησε μέσα στη θύελλα εκείνη να ανασυντάξει τη σκέψη της απέναντι σε όλα τα μεγάλα ζητήματα και τους θεσμούς που η επανάσταση των ιδεών είχε ξεκινήσει χαρούμενα να κατεδαφίζει.
Συνεργάτης στο περιοδικό των Σαρτρ- Μπωβουάρ Les Temps modernes, συμμετείχε στους φεμινιστικούς προβληματισμούς. Tο 1974 με το βιβλίο της Parole de femme ‘γυναικείος λόγος’ (κυκλοφόρησε και στα ελληνικά) διατύπωσε ρηξικέλευθες απόψεις. Στη θέση της Μπωβουάρ για τη γυναίκα που δεν γεννιέται γυναίκα αλλά γίνεται, σχηματίζεται από την οργανωμένη κοινωνική καταπίεση, με μια ανατροφή που διαστρεβλώνει την ανθρώπινη φύση της, η Λεκλέρ αντέτασσε τις αμφιβολίες της. Μήπως υπάρχει κάτι πραγματικό από αυτή την γυναικεία φύση τελικά; Το βιβλίο εκείνο ήθελε να αλλάξει τη στάση της υποτίμησης που υπήρχε απέναντι στις γυναικείες ιδιότητες και ασχολίες, τον τοκετό, το μεγάλωμα των παιδιών, τις δουλειές του σπιτιού, τάραξε τα νερά των φεμινιστικών προβληματισμών της δεκαετίας του 70 προτείνοντας μια ανατροπή στο μέχρι τότε βλέμμα πάνω στις γυναίκες, τις διεκδικήσεις, τις αξίες και τους στόχους τους. Στον αντίποδα της απαξιωτικής στάσης απέναντι σε κάθε γυναικεία συνήθεια, τέχνη και επίδοση εντός του θεωρούμενου αντρικού κόσμου, που είχε η Σιμόν ντε Μπωβουάρ, και που είχαν οπλίσει τις φεμινίστριες την εποχή των διεκδικήσεων του αντρικού κόσμου, των αντρικών επαγγελμάτων και δικαιωμάτων, στον αντίποδα της άποψης ότι η γυναίκα κατασκευάζεται κοινωνικά και άρα οφείλει να αλλάξει ολόκληρη αυτή την κατασκευή, η Λεκλέρ, την εποχή που πια οι κατακτήσεις έχουν προχωρήσει στο δυτικό κόσμο, αναδείκνυε και υμνούσε τις γυναικείες αξίες, ιδιότητες και αποκλειστικότητες. Με πρώτη τη μητρότητα. Δεν ήταν τυχαίο ότι ακολούθησε ρήξη με τη Σιμόν ντε Μπωβουάρ, η οποία είχε αρνηθεί να κάνει παιδιά ακολουθώντας με συνέπεια τις απόψεις της.
Φιλόσοφος, καθηγήτρια στο πανεπιστήμιο, με λόγο εξαιρετικά προσωπικό, ευαίσθητο, βαθύ, άμεσο και ποιητικό, η Αννί Λεκλέρ μιλούσε ακριβώς όπως είχε ανάγκη να το κάνει η γυναίκα της Δύσης σε κείνη τη γεμάτη αναζητήσεις δεκαετία. Δεν χρειαζόταν πια να αποδείξει τίποτε, είχε κατακτήσει νομικά δικαιώματα, μπορούσε να εμβαθύνει περισσότερο στον εαυτό της και στη σχέση της με τον κόσμο.
Η θέση εκείνη βέβαια, όπως εύκολα φαντάζεται κανείς, δεν ήταν καθόλου απλή υπόθεση. Καραδοκούσαν οι ειρωνικές κριτικές, αφ’ ενός, κινδύνευε η σκέψη από την ολίσθηση σε αντιδραστικές θέσεις του τύπου ‘ωραία, άντε πίσω λοιπόν στην κουζίνα και τις πάνες σου’, οι κάθε λογής καρικατούρες, αφ’ ετέρου. Ακόμα και ο τίτλος που επέλεξε τότε η ελληνική έκδοση, για παράδειγμα, οι ‘Γυναικείες κουβέντες’ μπορεί να ακουστεί σαν κάτι πολύ επιπόλαιο και κουτό. Γυναικείες κουβέντες είναι οι ασήμαντες κουβέντες, η φλυαρία γύρω από ζητήματα της καθημερινότητας που δεν έχουν καμία αξία για τις σοβαρές αναζητήσεις του ανθρωπίνου είδους. Το βιβλίο αναδεικνύει τη σημασία όλων αυτών των περιφρονημένων και υποτιμημένων πραγμάτων, με τίτλο πάντως «Γυναικείος λόγος». Η ελληνική μετάφραση μοιάζει πρωθύστερη, ξεκινά με τίτλο που πρέπει να διαβαστεί σα να γνωρίζεις ήδη το περιεχόμενο και την άποψη του. Οι γυναικείες κουβέντες είναι λόγος.
Η σκέψη της Λεκλέρ ακροβατούσε ανάμεσα στους κινδύνους αυτούς, αλλά έφτανε αισίως σε έδαφος στέρεο, φτιαγμένο με τα υλικά του ανθρωπισμού που αποδεικνύονταν καλύτερης ποιότητας από κάθε άλλα. Η τόλμη της άνοιγε δρόμους, διέλυε φόβους, δίδασκε την απελευθέρωση της σκέψης από τα στερεότυπα, την ασκούσε σε αυτήν. Σε κάθε υπερβολική σχηματοποίηση που οδηγούσε η επαναστατική λογική της ανατρεπτικής και εξόχως γαλλικής εκείνης εποχής, η Αννί Λεκλέρ στεκόταν κριτικά και ξανακοίταζε τα συντρίμμια με γνώμονα τον ανθρωπισμό. Αποστρεφόταν την ισοπεδωτική πλευρά των επαναστάσεων, την καταστρεπτική τους διάθεση, την τάση περιφρόνησης των ατόμων μέσα στη, μεταφυσική ενίοτε, διάθεση απελευθέρωσης του πλήθους. Προχωρούσε βαθιά στην ανάλυση των μηχανισμών καταπίεσης, αλλά από κάθε πλευρά. Ο δογματισμός των κατεδαφιστών την απασχολούσε περισσότερο από το να βάλει κι εκείνη το χεράκι της στην κατεδάφιση.
Για το δεύτερο βιβλίο της που μεταφράστηκε στα ελληνικά, το épousailles, ο τίτλος ήταν ‘παντρολογήματα’. Η λέξη αυτή φέρνει στο νου προξενιά και άλλα συνοδευτικά του γάμου, αλλά η ουσία του βιβλίου μιλούσε κυρίως μεταφορικά για την ουσία της γαμήλιας ανταλλαγής: για επιρροές, συντήξεις, συγχωνεύσεις, αλληλεπιδράσεις, αποδοχές, μίξεις, τέτοια πράγματα. Μίξη των παλιών αξιών με τις καινούργιες, αναζήτηση τρόπων συνύπαρξης, εξισορρόπησης.
Νομίζω ότι μετά από αυτό δεν μεταφράστηκε στη γλώσσα μας άλλο βιβλίο της. Είναι δύσκολα στη μετάφραση τα κείμενα της, παίζουν πολύ με τις λέξεις και τις έννοιες, ακολουθώντας την κλασσική αυτή φιλοσοφική παράδοση που παιδεύει τους μεταφραστές ενώ προορίζεται να γοητεύσει τους αναγνώστες. Στην ελληνική γλώσσα η ισορροπία ανάμεσα στο λόγο που επιθυμεί να κατακτήσει και να διατυπώσει η φεμινίστρια Λεκλέρ και τις γυναικείες κουβέντες που υπήρξαν πάντα περιθωριακές και κάπως γελοίες, η πλάστιγγα έγερνε προς τις δεύτερες, ίσως όχι και τόσο ανεπαίσθητα. Αλλά εδώ είμαστε χώρα μεσογειακή. Έχουμε τη φήμη πως οι γυναίκες εξουσιάζουν παρασκηνιακά, οπότε οι ‘γυναικείες κουβέντες’ δεν είναι απλώς ενασχολήσεις περί του ασήμαντου, αλλά μπορεί να περιέχουν και το υπονοούμενο της ίδιας τους της αξίας και του βάρους.
Πάντως η φιλόσοφος Λεκλέρ και μαζί της όσες και όσοι επιθυμούν να ορίσουν από την αρχή την ανθρώπινη ταυτότητά τους, διεκδικούσε από την αρχή καθαρότητα κρυστάλλινη στο λόγο και τη διατύπωση των ιδεών της.
Σε κάθε περίπτωση, η φιλοσοφική της άποψη περί φεμινισμού κατατέθηκε και επηρέασε πολύ τη γυναικεία σκέψη γύρω από το πώς χειραφετείται, πώς διεκδικεί, πώς αναγνωρίζεται κοινωνικά και βρίσκει ταυτότητα μια γυναίκα. Στη σημερινή αντίληψη μας περί των γυναικών και των δικαιωμάτων τους, πιστεύω ότι βρίσκονται οι ιδέες του ‘Parole de femme’ ακόμα και χωρίς να το έχει διαβάσει κανείς, χωνεμένες και γονιμοποιημένες.
Στην επαναστατική λαίλαπα που σάρωνε τα πάντα, θεωρητικά τουλάχιστον, εκείνη την εποχή, το έργο της Αννί Λεκλέρ ήταν πάντα ένα είδος θεραπείας μετά τις καταστροφές. Τη βλέπω κάπως σαν νοσοκόμα στο πεδίο των μαχών όπου ο ισοπεδωτικός ενθουσιασμός δεν άφηνε τίποτε όρθιο. Και μετά τη δεκαετία του 70 συνέχισε να παρατηρεί τον τρόπο που οι νέες ιδέες άλλαζαν, και να επιχειρεί κάθε τόσο μικρούς διορθωτικούς στοχασμούς με τα βιβλία της. Στο Hommes et femmes προσπαθεί να καταλάβει περισσότερα πράγματα για τις εχθρότητες, τις διαφορές και τις ομοιότητες ανάμεσα στις γυναίκες και τους άντρες, επιστρέφοντας ξανά στον ενθουσιασμό του «Γυναικείου Λόγου» και αναθεωρώντας. Γιατί χωρίς τις διαφορές τους, άνδρες και γυναίκες δεν θα μπορούσαν να συμμετέχουν στον έρωτα, για εκείνον καλλιεργούν τις διαφορές, για τον πλούτο της λατρείας του.
Καθώς περνούν τα χρόνια και τα κινήματα καταλαγιάζουν, η θεματολογία της αλλάζει. Γράφει το Origines, φόρο τιμής στον Ζαν Ζακ Ρουσώ, τον αγαπημένο της φιλόσοφο και εγχειρίδιο χρήσης της φιλοσοφίας. Το Au feu du jour, αποχαιρετισμό στο κάπνισμα όταν το έκοψε, στις μοναχικές ώρες και τις καθημερινές κινήσεις που είχε συνοδέψει.
Δίδασκε σε όλη τη ζωή της, όχι μόνο στο πανεπιστήμιο όμως. Για είκοσι χρόνια είχε αναλάβει εθελοντικά σεμινάρια δημιουργικής γραφής με κρατούμενους, μέσα σε φυλακές, πασχίζοντας να δώσει τα εργαλεία του λόγου στους άοπλους από λόγο αυτούς ανθρώπους. Μίλησε για την εμπειρία της αυτή στο βιβλίο: ‘L’enfant, le prisonnier’ ένα από τα τελευταία της, όπου παραλληλίζει την κατάσταση του φυλακισμένου με του παιδιού.
Έζησε σε συνέπεια με τις ιδέες της, αληθινή φιλόσοφος, που σκέφτηκε και ανέλυσε κάθε έκφανση της ζωής της ψάχνοντας την ουσία του κλασσικού φιλοσοφικού ερωτήματος. Βλέποντας τη μικρή στοίβα των βιβλίων της τώρα που πια έχει εντελώς συμπληρωθεί, συνειδητοποιώ ότι πιο πολύ την ενδιέφερε να εντοπίζει την αγάπη και τον έρωτα, που είναι μια λέξη στα γαλλικά, amour, να την αναλύει και να την αναδεικνύει, ακόμα και σε μια εποχή που θεωρούνταν μικροαστική αδυναμία. Οι δεσμοί και οι συμβιβασμοί δεν επιβάλλονται μόνο, επιλέγονται από την ανάγκη συμβίωσης με τους άλλους, την πιο βαθιά και αξεπέραστη, την πιο γόνιμη και απολαυστική τελικά όταν ικανοποιείται ανάγκη, αυτό πίστευε και διακήρυττε με διάφορους τρόπους.
Στο «Toi, Penelope» απευθύνεται στη σύζυγο του Οδυσσέα, για την οποία δεν ξέρουμε πολλά πράγματα πέρα από το ότι ήταν πιστή. Απλώς πιστή στο σύζυγο. Τι άλλο θα μπορούσε να γεμίσει αυτή την προσωπικότητα που πιάνει τόσο χώρο στη μυθολογία του γάμου με ένα πελώριο κενό;
Ένα από τα τελευταία της βιβλία ήταν το ‘Eloge de la nage’ (εγκώμιο στο κολύμπι). Μιλούσε για κολύμπι στην πισίνα, μια άσκηση που συνέχισε ακόμα και όταν ήταν άρρωστη με καρκίνο. Περιγράφει πώς ένιωθε κολυμπώντας, ότι θα μπορούσε να οδηγηθεί απαλά, μέσα στο νερό, από τη ζωή στην ανυπαρξία. Ήταν ένα βιβλίο που διαβάζοντας το έκλαιγα, κι όχι επειδή αγαπώ επίσης πάρα πολύ το κολύμπι. Μέσα στις φράσεις εκείνες που ζωντάνευαν το απαλό άγγιγμα του νερού, τον τρόπο που ξαλαφρώνει το σώμα, ήταν σα να προέβλεπε το θάνατο της, τον περιέγραφε καθώς προσπαθούσε να τον αντικρίσει συμφιλιωμένη με τον κύκλο της ζωής, και δεχόταν να τον πλησιάσει κολυμπώντας. Πέθανε στα 66 της χρόνια το 2006, και λίγο μετά κυκλοφόρησε, ημιτελές, το μικρό τελευταίο βιβλιαράκι της, «L’ amour selon Μme de Renal’ (o έρωτας κατά την κυρία ντε Ρενάλ) με θέμα τα συναισθήματα της ηρωίδας του Σταντάλ από το Κόκκινο και το Μαύρο, της γυναίκας που αγαπούσε τον νεαρό Ζιλιέν με έρωτα και ταυτόχρονα με μητρική αυταπάρνηση.
Τριάντα χρόνια πριν είχα συναντήσει την Αννί Λεκλέρ στο Παρίσι, με αφορμή μια συνέντευξη για την Αυγή, με δικαιολογία μάλλον, επειδή ήθελα να τη γνωρίσω κυρίως. Και πριν και μετά με συντρόφευε η σκέψη της, ο τρόπος που είχε να βλέπει τα πράγματα, να αμφισβητεί τα κλισέ, να νοιάζεται για την ουσία, να μην κάνει σκόντο στον ανθρωπισμό. Η χάρη του λόγου της, η χαρά που υποσχόταν στην επαφή με τη σκέψη, ο στοχασμός που συνόδευε τις απολαύσεις του σώματος, νομίζω πως είναι οι πιο επαναστατικές αρετές που μας κληροδοτεί και που δεν φθάρηκαν ούτε στις ανατροπές ούτε στις παλινορθώσεις.