Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2024

Περί φεσιού

 Το φέσι είναι κακό πράγμα, ανθυγιεινό και ψυχοπλακωτικό. Αφότου απηλάγημεν ως έθνος εκ του οθωμανικού φεσίου, είναι κρίμα κι άδικο να φεσωνόμαστε ως άτομα εκ του καλλιτεχνικού φεσίου, τη στιγμή μάλιστα που προσερχόμεθα σε ιδρύματα συχνά κρατικά και μεγάλα με τις καλύτερες των προθέσεων. Μια βραδιά εορταστική μπορεί να γίνει εφιαλτική, όταν καθισμένοι σε πολυθρόνες ο ένας δίπλα στον άλλο, στο σκοτάδι, ακίνητοι, αμίλητοι, γεμάτοι προσδοκία, υφιστάμεθα καταιγισμό παπαρολογίας και κενών, προκλητικά κενών νοήματος φράσεων, χωρίς να μπορούμε να αντιδράσουμε. 

Είμαστε κοινό ευγενικό, τρυφερό, υπομονετικό, ανθεκτικότατο. Μόνο μια γυναίκα είδα να φεύγει διακριτικά, και μάλιστα κάμποση ώρα εξηγούσε στην ταξιθέτρια την περίπτωση της με σκυφτό ένοχα το κεφάλι. Θα μπορούσα κι εγώ, σκέφτηκα, να πιάσω το στήθος μου, να βγάλω μια φωνή, να κυλιστώ στο πάτωμα, να διακόψω το μαρτύριο και ταυτοχρόνως να εξασκήσω την αγαπημένη τέχνη του ηθοποιού, στην οποία γνωρίζω ότι έχω τάλαντον, έστω και άνευ εξαργυρώσεως; Μήπως πρέπει να το αποφασίσω για την επόμενη φορά που σε σκηνή μεγαλειώδη, φιλόδοξη, ακριβή, θα επαναληφθεί η διαδικασία του φεσώματος με την ίδια πεισματώδη και ανενδοίαστη επιμονή ;

Αλλά βέβαια είμαι κορίτσι με τρόπους, κι απλώς θα ζω με την απορία: εκείνο το μικρό παιδί που κάποτε φώναξε ότι ο βασιλιάς είναι γυμνός, γιατί δεν ξαναφάνηκε σε μεγαλειώδεις παραστάσεις, σε μοντέρνα μεγαλόστομα κακόγουστα έργα, σε τελετές αποθέωσης της αρλούμπας, σε κακοφτιαγμένες σαλάτες ιδεών, εκείνο το αθώο παιδί, γιατί μας εγκατέλειψε για πάντα;

Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2024

Μπούμερ ή κάτι άλλο;

Μπούμερ ή κάτι άλλο;

 

Πάνε χρόνια που με πρωτοείπαν μπούμερ, τα παιδιά μου φυσικά, ποιος άλλος; Είναι ένας ευγενικός τρόπος να πεις σε κάποιον ότι οι απόψεις του είναι ξεπερασμένες, ο κόσμος έχει αλλάξει, ότι έχει μείνει πίσω, ότι είναι ντεμοντέ, ότι έχει γεράσει. Όταν οι νέοι δεν νοιάζονται να είναι ευγενικοί, ειδικά αν οδηγούν αυτοκίνητο ή σπρώχνουν στο λεωφορείο κλπ, δεν σε λένε μπούμερ, σε λένε πολύ χειρότερα πράγματα, λέξεις και εκφράσεις που περιέχουν το συνθετικό γερ- για τα γηρατειά. Το «μπούμερ», ως ξένη λέξη που είναι, πληγώνει λιγότερο, οπότε τη χρησιμοποιούν οι πιο ευγενικοί άνθρωποι. Μάλιστα τόσο λίγο πληγώνει που μόλις την άκουσα είχα την ψυχραιμία να ερευνήσω τη σημασία της.

Αχ αυτά τα αγγλικά με τις μονοσύλλαβες λεξούλες τους που μπορούν να δημιουργήσουν τα πάντα! Πώς να αντισταθεί κανείς στη γοητεία τους και στην κυριαρχία τους; Δεν αντιστεκόμαστε. Τα αρπάζουμε και τα καταναλώνουμε ωμά, δεν προλαβαίνουμε να τα μαγειρέψουμε λιγάκι. Θα άξιζε η προσπάθεια. Τι θα πει μπούμερ, ρώτησα λοιπόν ανύποπτη τους νεαρούς βλαστούς μου.

Μπούμερ είναι οι άνθρωποι της ηλικίας σου, μου εξήγησαν βιαστικά, κι έπρεπε μόνη μου να ψάξω τα υπόλοιπα. Μπούμερ είναι οι άνθρωποι που γεννήθηκαν  στη δεκαετία του 50 και του 60 στις ΗΠΑ, και η λέξη βγαίνει από το baby boom, διότι την εποχή εκείνη κάτι συνέβη που ενέπνευσε τους Αμερικανούς να κάνουν πολλά παιδιά. Η αισιοδοξία της εποχής, λένε μερικοί, όχι, κόπηκε το ρεύμα στις μεγάλες πόλεις, λένε άλλοι, και μέσα στο σκοτάδι τι να κάνουν οι άνθρωποι; Έκαναν έρωτα. Πάντως το αποτέλεσμα ήταν εκείνο το μπουμ. Πολλά μωρά εκεί πέρα μακριά, στο δυτικό ημισφαίριο, στα χρόνια εκείνα.

Όμως αυτά συνέβησαν εκεί. Εδώ δεν είχαμε baby boom την εποχή εκείνη. Στις δεκαετίες του 50 και του 60, από όσο ξέρω, οι γυναίκες στην Ελλάδα άρχισαν να κάνουν λιγότερα παιδιά, όχι περισσότερα, κι ας μην υπήρχε καθόλου ρεύμα σε πολλά μέρη. Στην τάξη μου οι συμμαθητές μας είχαν από ένα αδέρφι, μόνο δυο θυμάμαι από τους τριάντα που είχαν δυο αδέρφια. Οι περισσότερες οικογένειες είχαν δυο παιδιά, τα τρία ήταν εξαίρεση. Δεν μπορείς να μας πεις μπούμερ εμάς. Δεν είμαστε παιδιά του baby boom. Είμαστε ακριβώς το αντίθετο. Θα μπορούσες να μας πεις ξεμπούμερ.

Το ξέρω ότι δεν θα περάσει η ιδέα μου, είπαμε το αγγλικό είναι ακαταμάχητο, αλλά θα ήθελα πραγματικά να καταλάβω κάποτε αυτή την τάση που μας γέννησε και μας καθόρισε, αυτή την απόφαση που πήραν οι γονείς μας και την εφάρμοσαν, χωρίς να την ονομάσουν, χωρίς να τη δηλώσουν, χωρίς να τους το ζητήσει κανείς. Οι γονείς τους έκαναν πολλά παιδιά. Η οικογένεια του πατέρα μου ήταν  έξι παιδιά, της μαμάς μου επίσης. Ήταν ένας μέτριος αριθμός παιδιών. Υπήρχαν και οικογένειες με εφτά, οκτώ, ή δέκα.  Από τα έξι  παιδιά της οικογένειας του πατέρα μου  έκαναν δικά τους παιδιά οι τρεις, τρία η μεγαλύτερη αδερφή που παντρεύτηκε πρώτη, κι από δυο άλλοι δυο. Από την άλλη πλευρά, της μητέρας,  έκαναν παιδιά οι τέσσερις από τους έξι, τρία η μια αδερφή, δυο η δεύτερη, κι οι άλλοι δυο από ένα. Σε όλες τις οικογένειες που ξέρω συνέβη το ίδιο, παιδιά μεγάλων οικογενειών περιορίστηκαν να αποκτήσουν από ένα ή δυο, κατ’ εξαίρεση τρία, στη φάση εκείνη. Δεν υπήρξε πολιτική απόφαση, κάθε άλλο, το ελληνικό κράτος πάντα ήθελε περισσότερα παιδιά, δεν υπήρξε ντιρεκτίβα ούτε νόμος, όπως στην Κίνα με την πολιτική του ενός παιδιού, κι όμως οι γονείς μας έκαναν αυτό ακριβώς που επέβαλαν οι Κινέζοι ηγέτες στο λαό τους, λίγα παιδιά για να ανέβει το επίπεδο ζωής. Το έκαναν σιωπηλά, αλλά μαζικά. Και το αποτέλεσμα ήταν αυτό ακριβώς που ήταν και στην Κίνα. Το επίπεδο ζωής ανέβηκε. Κι όπως και στην Κίνα θα μπορούσαμε κι εμείς να αναρωτηθούμε, τι έγινε πρώτο, λιγότερα παιδιά, ή άνοδος του επιπέδου; Γιατί βλέπουμε παντού όπου το επίπεδο ζωής ανεβαίνει να γεννιούνται λιγότερα παιδιά, αλλά το αντίστροφο πώς γίνεται; Ανέβηκε τόσο πολύ το επίπεδο σε μας στη δεκαετία του 50, ή συνειδητά οι οικογένειες αποφάσισαν να το ανεβάσουν, η καθεμία για λογαριασμό της -κατά κάποιον τρόπο- κάνοντας λίγα παιδιά; Θα ήθελα να το καταλάβω αυτό, δεν ξέρω αν έχουν γίνει έρευνες, αλλά θα άξιζε τον κόπο.

Σκέφτομαι τους γονείς μας, ιδίως τις μητέρες μας. Πολλές εργάζονταν, δεν ήταν όμως οι περισσότερες. Υπήρχαν τότε πολλές γυναίκες που δεν εργάζονταν, κι αναρωτιέμαι πώς να ήταν γι αυτές η απόφαση να μην αποκτήσουν πολλά παιδιά. Δεν ένιωθαν ότι θυσιάζουν ένα είδος αίγλης, ακόμα κι εξουσίας που σου δίνουν τα πολλά παιδιά, όταν αποφάσισαν να σταματήσουν στα δυο; Ήταν τα χρόνια της μεγάλης αστυφιλίας, αλλά ακόμα ο περισσότερος κόσμος ζούσε στην επαρχία. Ήταν τόσο ισχυρό το κίνητρο της αστικής ζωής, της καλύτερης ζωής, της καθαρής, άνετης και κάπως απρόσωπης αστικής ζωής (ανακουφιστικά απρόσωπης)  που ενέπνευσε τις γυναίκες να κάνουν λίγα παιδιά, έστω κι αν δεν ζούσαν καθόλου αστικά; Το έζησαν σαν χειραφέτηση αυτό οι γυναίκες άραγε, σαν κάτι που τους χάριζε περισσότερη ελευθερία, ή ήταν καθαρά απόφαση σχετική με τις οικονομικές προσδοκίες; Αλλά μήπως και μόνο η δυνατότητα να επεμβαίνεις στον οικογενειακό προγραμματισμό, ή μάλλον να τον δημιουργείς πριν ακόμα ακούσεις τη λέξη, δεν είναι χειραφέτηση; Και πώς το πέτυχαν αυτό οι μητέρες μας; Πρακτικά τι έκαναν; Τι είδους αντισύλληψη; Δεν μας έλεγαν ποτέ, δεν συζητούσαν τέτοια μαζί μας. Αυτή η ακρίβεια στον αριθμό των δυο παιδιών επαναλαμβανόμενη σε δεκάδες χιλιάδες οικογένειες ανά την επικράτεια, τι προϋπέθετε, τι προγραμματισμό είχε;

Δεν ξέρουμε καλά τους γονείς μας, δεν γνωρίσαμε καλά τη γενιά που μας έκανε αυτό που είμαστε. Συχνά νοσταλγούμε ρομαντικές εικόνες που δεν υπήρξαν ποτέ, χωριά και μεγάλες οικογένειες.  Οι άνθρωποι πάντα αγωνίζονταν να καλυτερέψουν τη ζωή τους. Όταν ήμασταν παιδιά ζηλεύαμε τις διηγήσεις από τα παιδικά  χρόνια της μαμάς και του μπαμπά μας, τα παιχνίδια με τ’ αδέρφια τους, τις πλούσιες και περίπλοκες σχέσεις. Είχαμε ένα σωρό θείους και θείες, πολυτέλεια που δεν θα μπορούσαμε να χαρίσουμε στα δικά μας παιδιά. Ένας- δυο θείοι συνολικά, το πολύ, για την επόμενη γενιά. Καμία σχέση με την προηγούμενη. Τα πάντα άλλαξαν στην Ελλάδα με αυτό το δεδομένο.

Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η απόφαση να βελτιώσουν τη ζωή τους με κάθε τρόπο, που πήραν οι Έλληνες στη δεκαετία του 50 και του 60, είχε μοιραίες συνέπειες για πολλά πράγματα. Οι ωραίες και γραφικές μικρές πόλεις ασχήμυναν επειδή παντού έπρεπε να χτιστούν πολυκατοικίες, χωρίς καν τόσο μεγάλη ανάγκη στέγασης όπως υπήρχε στην Αθήνα, η οποία έχει να δικαιολογείται για την ασχήμια της. Οι συνήθειες άλλαξαν, οι παραδόσεις ξεχάστηκαν, συνταγές, γιορτές, φορεσιές, επίπονοι τρόποι καλλιέργειας, τέχνες και δεξιότητες, αρετές και ταλέντα. Με μεγάλη βιασύνη πετάχτηκαν πλούτη μαζί με τις δυσκολίες που είχε η ζωή στο παρελθόν, σα να μην υπήρχε χρόνος για ξεκαθάρισμα, να κρατηθούν κάποια πράγματα, να συντηρηθούν έστω κι αν χρειαζόταν λίγη παραπάνω προσπάθεια. Όχι, οι γονείς μας ήθελαν να αφήσουν πίσω το παρελθόν που είχε φτώχεια, που είχε εμφύλιο, που είχε τραύματα πολύ μεγάλα για να τα αντικρίσουν. Κι αν η Ελλάδα έχει αλλάξει τόσο πολύ οφείλεται σε αυτούς, στην απόφαση τους να μην αφήσουν καμία ευκαιρία να πάει χαμένη, έστω κι αν θα έχαναν κάποια στοιχεία πολιτισμού που τώρα πια τα εγγόνια τους τα αναζητούν και οργανώνουν πανηγύρια, μαθαίνουν υφαντική, αναζητούν τραγούδια και αφηγήσεις, συνταγές και συνήθειες, αναβιώνουν έθιμα, φωτογραφίζουν όσα όμορφα σπίτια δεν γκρεμίστηκαν. Είναι μερικοί μάλιστα που πιστεύουν ότι πια μπορούν να αφεθούν και στο θέμα του αριθμού των παιδιών πιο ελεύθεροι, να κάνουν παραπάνω από δυο, αν κι αυτό είναι πιο δύσκολο από κάθε αναβίωση κι αναπαλαίωση κι ανακάλυψη. Όμως το ποτάμι δεν γυρίζει πίσω, αφού πια το επίπεδο ζωής έχει ανέβει και τα δυο παιδιά ανά οικογένεια είναι ιδανικός  πλέον στόχος. Το να κάνεις παιδιά γενικά είναι πια απόφαση ζωής, που κάποτε δεν χρειαζόταν να πάρεις, τώρα όμως για τις νέες γυναίκες κυρίως, και για τους νέους άντρες βέβαια, είναι επιλογή, με όλες τις δυσκολίες που έχει κάθε επιλογή. Με τις δυσκολίες που έχει η ελευθερία.

Η οποία ελευθερία, για να ξαναγυρίσουμε στην ετικέτα του μπούμερ, έχει να κάνει με την επιλογή των γονιών και των παππούδων μας. Την αντίθετη από το μπουμ. Λιγότερα παιδιά αντί για περισσότερα. Όχι έκρηξη δηλαδή αλλά το αντίθετο. Αν στις ΗΠΑ το έφερε η τύχη να γεννηθούν πολλά παιδιά στις δεκαετίες του 50 και του 60, στην Ελλάδα υπήρξε στις οικογένειες συνειδητή απόφαση να γεννηθούν λιγότερα.

Κανονικά θα έπρεπε να βρούμε άλλη λέξη, αλλά είπαμε, το μπούμερ είναι μάλλον ευγενικός τρόπος να υποβαθμίσεις την άποψη του ηλικιωμένου, κι ίσως η ανακρίβεια της λέξης να την ακυρώνει, αν τελικά το σκεφτεί κανείς.

 


Αντίο κύριε Κώστα

 Πρώτη φορά στη ζωή μου κλαίω για θάνατο πολιτικού. Μα μήπως κλαίω για κάτι άλλο, εκείνη την ελπίδα που είχαμε με το Σημίτη πρωθυπουργό ότι ...