Παρασκευή 30 Αυγούστου 2024

Tην ομορφιά έτσι πολύ ατένισα

 Oταν πέθανε ο Αλαίν Ντελόν και γέμισε φωτογραφίες το διαδίκτυο, προσπαθούσα να θυμηθώ σε ποιους ρόλους τον είχα δει. Είχα δει σίγουρα την «Έκλειψη», τον «Κύριο Κλάιν» και τον «Γατόπαρδο», τον «Ρόκο και τ’ αδέλφια του», την «Πισίνα» και κάμποσα άλλα, αλλά δεν μου έρχονταν οι ρόλοι του στο μυαλό. Αδύνατον να θυμηθώ αν στον «Γατόπαρδο» με το μουστακάκι κάνει κάποιον ευαίσθητο αριστοκράτη, ή κυνικό προικοθήρα, κι ας είχα ξαναδεί την ταινία σχετικά πρόσφατα. Σίγουρα παίζει τον εγκληματία με το αγγελικό πρόσωπο σε ένα σωρό ταινίες, αλλά μέσα στο μυαλό μου αυτός ο συνδυασμός δεν έγραψε. Γι’ αυτό και δεν τις καταλάβαινα, έβγαινα από το σινεμά κάπως απογοητευμένη πάντα, με το παράπονο ότι η κάμερα δεν είχε δείξει αρκετά το πρόσωπό του, έχοντας ξεχάσει την υπόθεση κι όλα τα υπόλοιπα. Μα γιατί οι κάμερες μένουν τόσο πολύ στα γυναικεία πρόσωπα κι όχι στα αντρικά; Είχα φτιάξει ολόκληρη θεωρία επ’ αυτού, η οποία, κατά την ταπεινή μου γνώμη, ποτέ δεν διαψεύστηκε. Ποτέ η κάμερα δεν έμεινε όσο έπρεπε, για το δικό μου γούστο, στο πρόσωπο του Αλαίν Ντελόν.

Τελικά, ο μόνος ρόλος όπου θυμάμαι στ’ αλήθεια τον Αλαίν Ντελόν είναι όταν κάνει τον Ιούλιο Καίσαρα στον «Αστερίξ». Έχει μεγάλη πλάκα βέβαια, κι επιτέλους, έχοντας γεράσει, γράφεται στο μυαλό μου όχι σαν Ντελόν αλλά σαν Καίσαρας. Όσο ήταν νέος ήμουν τόσο θαμπωμένη από το πρόσωπο του, που δεν έβλεπα τον ρόλο. Καθώς, δε, έπαιζε πολύ συχνά τον αδίστακτο εγκληματία, πάθαινα ένα είδος βραχυκυκλώματος παρακολουθώντας την ταινία κι έχανα σίγουρα την ουσία της. Δηλαδή ούτε το πρόσωπο του Ντελόν χόρταινα (μα δείξε λίγο παραπάνω το τρουά καρ, μην απομακρύνεσαι τόσο γρήγορα, παρακαλούσα νοερά την κάμερα) ούτε το έργο καταλάβαινα, αφού δυσκολευόμουν να ταυτίσω τον αδίστακτο χαρακτήρα του ρόλου με το πρόσωπο που θαύμαζα. Πεταμένα λεφτά το εισιτήριο!

Του έδιναν συνήθως ρόλους σκληρών αντρών. Υπερβολικά συχνά έπαιζε τον ωραίο και ψυχρό εγκληματία. Οι σκηνοθέτες θα σκέφτονταν ότι μπορεί να ήταν βαρετή η ιστορία αν ένα πρόσωπο με τόσο λεπτά χαρακτηριστικά ανήκε σε κάποιον καλό άνθρωπο. Αν ενσάρκωνε την αντίφαση της ομορφιάς και της κακίας θα γινόταν πιο ενδιαφέρων. Ή, πολύ απλά, φοβόντουσαν ότι ομορφιά και καλοσύνη μαζί δεν θα δημιουργούσαν αρρενωπούς χαρακτήρες. Δεν είχαν φανταστεί ότι θα υπήρχαν θεατές τόσο απλοϊκοί σαν του λόγου μου, που προτιμούσαμε οι καλοί να είναι ωραίοι και οι κακοί να είναι άσχημοι, ή, ακόμα καλύτερα, να μη βλέπουμε καθόλου τους κακούς.

Στα αστυνομικά ήταν ο κακός που ξεγελούσε με την ομορφιά του, στα αισθηματικά ήταν απλώς ένας άντρας ωραίος. Δεν έπαιζε ρόλους όπως ο Τέρενς Σταμπ, για παράδειγμα, που η ομορφιά του έμπαινε στην ιστορία και τα τίναζε όλα στον αέρα. Γιατί έτσι έχουν τα πράγματα, η ομορφιά αναστατώνει. Αλλά για τον Αλαίν Ντελόν δεν είχαν βρεθεί τέτοιοι ρόλοι, όπως στο «Θεώρημα» για τον Τέρενς Σταμπ ή στο «Πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέι» για τον Χέλμουτ Μπέργκερ. Ωραίοι κι αυτοί, όμως εκείνος ήταν πολύ ωραιότερος και το πρόσωπό του δεν είχε τη δική τους σκληρότητα. Ήταν, κατά τη γνώμη μου, η επιτομή του κάλλους που μπορεί να βρεθεί σε άνθρωπο. Με δυο λόγια, αισθανόμουν ότι οι ταινίες τον πρόδιδαν, κατά κάποιο τρόπο.

Η μόνη λύση λοιπόν, για μένα προσωπικά, ήταν οι φωτογραφίες. Μάζευα μερικές όσο ήμουν μαθήτρια, στη συνέχεια βέβαια κιτρίνισαν και τσαλακώθηκαν, κάποια στιγμή χάθηκαν. Θα ήθελα πολύ να τις καρφιτσώσω στον τοίχο αλλά δεν τολμούσα, οι γονείς μας ήταν πολύ αυστηροί, δεν φαντάζονταν ότι μας απασχολούσε οτιδήποτε πέρα από τα μαθήματά μας, ότι κοιτούσαμε ποτέ, με τόση στοχοπροσήλωση μάλιστα, ανθρώπους από το γένος των αντρών έστω και σε φωτογραφίες, οπότε παρέμεναν κρυμμένες ανάμεσα στα σχολικά βιβλία. Έστω κι έτσι, μπορούσαν να με στηρίζουν στις δύσκολες στιγμές της εφηβείας, όταν νιώθεις τη ματαιότητα να σε τριγυρίζει. Δεν είναι ότι ελπίζεις κάπου να συναντήσεις και να κατακτήσεις αυτόν τον άνθρωπο, είναι ότι υπάρχει, αναπνέει και κυκλοφορεί κάπου στον κόσμο. Αυτή η βεβαιότητα κάπως σε ανυψώνει αισθητικά και πολιτιστικά. Σε κάνει μέτοχο πολύτιμης αλήθειας.

Τώρα που πέθανε ο Ντελόν, διάβασα ένα σωρό ιστορίες από τη ζωή του που δεν είχε τύχει να δω νωρίτερα, εξάλλου ήταν τόσο γέρος, που δεν ενδιέφερε πια κανέναν. Αλλά ξανάρθαν στην επικαιρότητα οι φωτογραφίες της νιότης του και συζητήθηκαν τα πάντα, τα παιδικά του χρόνια, οι πολιτικές του απόψεις και φιλίες, οι γάμοι, τα διαζύγια, τα παιδιά και τα σκυλιά του. Καλά θα ήταν να μάθαινα ότι υπήρξε υπόδειγμα πατέρα, συζύγου, φιλόζωου, φιλάνθρωπου, κεντροαριστερού κ.λπ., αλλά δεν μας έκανε τη χάρη εμάς, των παλιών του γκρούπις. Λες και ήθελε σώνει και καλά να ενσαρκώσει και στη ζωή ρόλους αμφιλεγόμενους, σαν αυτούς που τον έβαζαν να παίζει στο σινεμά.

Μα είναι ακριβείς οι δημοσιογραφικές περιγραφές ή παρεισφρύει κάποιο είδος ζήλειας ανεξέλεγκτο, που κάνει τους δημοσιογράφους και το κοινό τους να αντιστέκονται στη γοητεία, να την απωθούν με κάθε τρόπο; Πέρα από την οθόνη, έφερε η ομορφιά εύκολη ζωή στον κάτοχό της ή κατέληγε να φοβίζει τους ανθρώπους στην υπερβολή της; Κι αν το να είναι κάποιος εξαιρετικά ωραίος, αυτό που φανταζόμαστε οι κοινοί θνητοί ότι συνιστά προνόμιο, τον υπονομεύει από την παιδική ηλικία, δημιουργώντας γύρω του μια νησίδα ευκολίας που τον εμποδίζει να χτίσει χαρακτήρα; Τι επηρεάζει περισσότερο έναν όμορφο άνθρωπο, η αδυναμία όσων τον θαυμάζουν ή η έχθρα όσων των ζηλεύουν; Κι αν η αδυναμία των θαυμαστών τον οδηγεί τελικά να γίνει αναίσθητος, να μπορεί να φέρεται όπως ο περίφημος Ρίπλεϊ; Και μάλιστα σε συνδυασμό με τη ζήλεια των άλλων, που κι αυτή τον ωθεί να σκληραίνει, χτίζοντας γερές άμυνες γύρω του; Τότε, είναι σοφή η επιλογή των ιστοριών με ωραίους πρωταγωνιστές που αναστατώνουν και καταστρέφουν, εξαπατούν και εκμεταλλεύονται, δεν ενδιαφέρονται παρά μόνο για τον εαυτό τους, είναι μοιραία νάρκισσοι και αναίσθητοι. Μακριά από την ομορφιά, μην την αφήνετε να σας ζαλίσει, στέλνουν το μήνυμα. Ή χαρείτε τη συνειδητά για μικρή διάρκεια, όσο κρατά μια ταινία, και βγείτε από το σινεμά θεραπευμένοι! Είναι επιφάνεια η ομορφιά, μην ψάχνετε σ’ αυτήν τις μεγάλες αλήθειες! Το βάθος μπορεί να βρεθεί στην ασχήμια περισσότερο, μην παρασέρνεστε!

Αλλά και πάλι, δεν έχασα τίποτε όταν, ας πούμε, στο Δημοτικό περνούσα τις ώρες μου χαζεύοντας ατελείωτα τον όμορφο συμμαθητή μας. Είχαμε ένα αγόρι που διέθετε κι εκείνο λεπτά χαρακτηριστικά, θυμάμαι ακόμα στο προφίλ τις μακριές, συγκινητικές στην τελειότητα της καμπύλης τους βλεφαρίδες, που θα τις ζήλευαν πολλά κορίτσια. Προφίλ ή τρουά καρ έχω την εικόνα του, καθισμένοι στα θρανία είχαμε εκείνη την πολυτέλεια, να κοιτάμε διαρκώς κάποιον. Ήταν λίγο ριψοκίνδυνη, γιατί σε παρατηρούσαν οι άλλοι, μπορεί κι ο ίδιος να το αντιλαμβανόταν, και ίσως σε έπιαναν μετά στην καζούρα, αλλά ο συγκεκριμένος συγκέντρωνε όλα τα κοριτσίστικα βλέμματα οπότε χανόσουν στο πλήθος. Ανφάς δεν τολμούσα πολύ να τον κοιτάξω, ήταν ακόμα πιο δύσκολο, κοκκίνιζα υπερβολικά, τα μάτια μου είχαν την τάση να ανοιγοκλείνουν τρελά. Έμοιαζε λίγο στον Αλαίν Ντελόν αλλά όχι στους ρόλους του. Δεν ήταν πονηρός, δεν ήταν κακομαθημένος, ούτε έγινε ποτέ σκληρό αντράκι, όσο παρακολούθησα τη ζωή του. Ο ανταγωνισμός των κοριτσιών ήταν σκληρός βέβαια, κι εκείνος μάλλον προτιμούσε την πιο δυναμική της τάξης, πράγμα που μας πονούσε τις υπόλοιπες, αλλά τελικά κάτι κερδίσαμε κι εμείς γνωρίζοντας, νωρίς-νωρίς, από κοντά, την ομορφιά και τα πάθη της.

Και τώρα, αποχαιρετώντας τον Αλαίν Ντελόν στην οθόνη του λάπτοπ μου, με θαμπώνουν ξανά οι εικόνες του προσώπου του. Δεν άλλαξαν πολύ τα γούστα μου, ή τελικά αυτά τα χαρακτηριστικά είναι τέλεια, το λένε πολλοί. Χαζεύω τις φωτογραφίες στη σειρά, τη μια μετά την άλλη, με την ευκολία που προσφέρει το διαδίκτυο, και παρά την πατίνα του χρόνου και τις ξεπερασμένες πόζες που έχουν μερικές, η φρεσκάδα του προσώπου, η αθωότητά του, πάλι με ξαφνιάζει, όπως στην εφηβεία. Ίσως να βρήκαν το αληθινό βάθος της ομορφιάς τα σενάρια με ληστές κι απατεώνες, ίσως να το βρήκαν τα άλλα, με εγωιστές εραστές, ίσως να μην το βρήκε κανένα. Ήταν ένας άνθρωπος κομματιασμένος, διάβασα κάπου, που προσπαθούσε να δέσει τα κομμάτια του. Μα αυτό δεν είναι κάθε ηθοποιός; Δεν είναι το δοχείο που γεμίζει από τους ρόλους του, κάποιος που δεν θα καταλάβουμε ποτέ οι άλλοι κατά βάθος;

Ίσως να μην υπάρχει βάθος, να μην είναι η ομορφιά παρά κάτι σαν δοκιμασία της όρασης, ένα είδος άσκησης για ανέβασμα επιπέδου, μια σεμνή πολυτέλεια που οφείλουμε να απολαμβάνουμε σιωπηλά, όχι όπως ο Καβάφης ας πούμε, που παινεύεται «την ομορφιά τόσο πολύ ατένισα, που πλήρης είναι αυτής η όρασις μου». Πλήρης όχι, δεν μπορεί ποτέ να είναι. Πάντα θα υπάρχει κάποιο κενό.

Παρασκευή 23 Αυγούστου 2024

Ιπτάμενες γιαγιάδες

 

Σηκώνω το εγγόνι μου αγκαλιά να πάμε στην αλλαξιέρα και καθώς το μικρό του βάρος πλημμυρίζει το σώμα μου, προφέρω ασυναίσθητα τις χαϊδευτικές φράσεις που έλεγε η μάνα μου όταν σήκωνε αγκαλιά τα παιδιά μου, έτσι όπως τις άκουγα την ώρα που έφευγα από το σπίτι έτοιμη, ντυμένη για δουλειά, και ήθελα να σταθώ να της κάνω παρατήρηση να μη λέει χαζομάρες, αλλά έδινα τόπο στην οργή κι έκλεινα πίσω μου την πόρτα. Τώρα τις λέω και γεμίζει το στόμα μου, μου φαίνονται σοφές, αστείες και γεμάτες νόημα, ενώ δεν είναι παρά ασήμαντες και παλιοκαιρίσιες σαχλαμάρες. Κάτι vintage λέξεις. Ε, όχι, δεν θα τις γράψω κιόλας. Ντροπή. Εξάλλου δεν τις θυμάμαι καν, μου έρχονται από μόνες τους την κατάλληλη στιγμή – ή μάλλον την ακατάλληλη. Μου αρέσουν ξαφνικά τόσο πολύ, σαν να διασκεδάζω με τον παλιό αυστηρό εαυτό μου, τις λέω και τις ξαναλέω, ειδικά όταν λείπουν οι γονείς του μωρού, να μη θεωρήσουν ότι ακούει αμφίβολου γούστου καλαμπούρια το παιδί. Γελάω μόνη μου, και τον κοιτάζω συνωμοτικά, θα γελάσεις κι εσύ; Γελάει. Μεταφέρω κάτι παλιό στην ακοή και τη μνήμη του, κάτι που σίγουρα δεν θα θυμάται όταν μεγαλώσει, και απλώς αντηχεί παράξενα, κάπως ξεκούδουνα στο σπιτάκι των παιδιών στο Λονδίνο. Σαν να μη μιλάω εγώ ξαφνικά, σαν να μιλάει η μητέρα μου, με τη δική της εκφορά του λόγου, ακόμα και την ανεπαίσθητη προφορά της που τη θυμόταν κι εκείνη μόνο όταν ανέτρεχε σε αστεία που είχε ακούσει από τον πατέρα της, τον χιουμορίστα παππού μου.

Δεν είχα φανταστεί ποτέ αυτό που μου συμβαίνει. Όταν μεγάλωναν τα παιδιά μου ήμουν σίγουρη ότι δεν θα βρισκόμουν ποτέ στη θέση της μαμάς μου, η οποία κάθε πρωί στις 9 μου τηλεφωνούσε για να συσκεφθούμε πάνω στο μενού της ημέρας. Εγώ ακόμα έπινα καφέ και η ιδέα του μεσημεριανού αναστάτωνε το πεπτικό μου σύστημα. Δεν ήμουν το παιδί των φρονίμων που θα μαγείρευε πριν πεινάσει. Ήθελα να ζω ελεύθερη από τέτοιες έγνοιες, να πηγαίνω μια βόλτα για street food όταν πεινούσα. Κι όμως, τώρα έχω διάθεση να ρωτήσω τα παιδιά μου, και μάλιστα ακριβώς την ίδια ώρα, γύρω στις 9 το πρωί, τι θα ήθελαν να ετοιμάσω για γεύμα. Κρατιέμαι μόνο επειδή θυμάμαι πόσο με εκνεύριζε κάποτε.

Αλλάζουν οι άνθρωποι, αλλά με τρόπο που επιλέγουν, έτσι νόμιζα. Σκέφτονται, ζυγίζουν, αποφασίζουν. Δεν μπαίνουν σε στερεότυπους ρόλους με τα μάτια κλειστά, αναπαράγοντας φράσεις, λέξεις και χειρονομίες σαν αυτόματα. Και συνταγές, οι οποίες μάλιστα δεν είναι καν καταγραμμένες κάπου, εφαρμόζονται σαν να τις ήξερα εκ γενετής. Φτιάχνω τα παραδοσιακά αλλά ελαφρά πιάτα που έφτιαχνε η μαμά μου, χωρίς να τα διαφημίζει ιδιαίτερα όπως έκανε ο πατέρας. «Έλα, μωρέ, σιγά το πράμα», έλεγε όταν την επαινούσαμε για τις δημιουργίες της. «Σιγά το πράμα» λέω κι εγώ με ειλικρίνεια, γιατί υπάρχει ακόμα μεγάλη απόσταση από εκείνους τους μουσακάδες και τις σπανακόπιτες που εμφανίζονταν κατά καιρούς χωρίς εισαγωγές και πολλά ταρατατζούμ, και μας άφηναν όλους άφωνους να ψάχνουμε να βρούμε κατάλληλους τρόπους να εκφράσουμε τον ενθουσιασμό και την ευγνωμοσύνη μας. Δεν πιστεύω ότι θα φτάσω ώς εκεί, αλλά και πάλι, πού ξέρεις; Ποιος το περίμενε να συναντήσω τη μητέρα μου στη γιαγιαδοσύνη, εγώ, που ως μητέρα ήθελα κάθε στιγμή να είμαι διαφορετική από εκείνη;

Είναι παράξενο, γιατί έκανα παιδιά σχεδόν από πείσμα απέναντι στους γονείς μου, για να τα μεγαλώσω αλλιώτικα απ’ ό,τι είχαν εκείνοι μεγαλώσει εμάς. Στα παιδικά τους χρόνια προσπαθούσα κάθε στιγμή να εφαρμόσω αυτή την απόφαση. Με είχαν κλεισμένη στο σπίτι εμένα μικρή; Κάθε μέρα έτρεχα εγώ τα παιδιά στο πάρκο. Φοβόντουσαν τις τσουλήθρες, το παιχνίδι, το δρόμο, το χώμα; Ελεύθερα τα άφηνα εγώ να σκαρφαλώνουν, κι ας είχα αγωνία μην πέσουν, την έκρυβα μέσα μου, την κατάπινα και τους χαμογελούσα. Δεν θα σας κρατάω εγώ φυλακισμένα όπως με κρατούσαν οι δικοί μου γονείς, δεν θα φοβάμαι να σας αφήσω να ζήσετε. Θα καλλιεργήσω την ανεξαρτησία σας, όχι τις ενοχές απέναντί μου. Να γίνουν τα παιδιά ανεξάρτητα, να είμαι ανεξάρτητη κι εγώ, να μην κρεμαστώ επάνω τους, να μην τα εκβιάζω συναισθηματικά, να τα σέβομαι, να με σέβονται.

– Όταν θα κάνω παιδιά και θα γίνεις γιαγιά… είχε αρχίσει να μου λέει μια μέρα ο μεγάλος μου, και τον είχα διακόψει:

– Όταν θα κάνεις παιδιά, δεν θα είμαι γιαγιά σαν τη δική σου, αυτό είναι το μόνο βέβαιο.

Λάθος, μικρέ μου, λάθος. Πιστεύω ότι υπήρξα πολύ διαφορετική ως μητέρα από τη δική μου, αλλά ως γιαγιά τη συνάντησα χωρίς ραντεβού στο δρόμο. Ελπίζω να μη θυμάσαι αυτό που σου είχα πει και να γελάς μαζί μου. Γελάω μόνο εγώ μαζί μου, γελάω κάτω από τα μουστάκια μου και κάτω από τη φωνή της γιαγιάς σου που ακούγεται τώρα πάνω από την κούνια του εγγονού μου, με το δικό μου στόμα, να διηγείται μια αστεία ιστορία του παππού με θεσσαλική προφορά αλλοιωμένη από δύο γενιές αθηναϊκής ζωής. Διότι έχει κι αυτός εμφανιστεί τώρα, ο μόνος παππούς που γνώρισα, και που έμενε μακριά μας, ακριβοθώρητος και πολυαγαπημένος. Ερχόταν κάθε τόσο στην Αθήνα και έμενε στο σπίτι μας, στον καναπέ του σαλονιού. Ηταν μέρες μεγάλης χαράς όταν μπορούσα να τρέξω το πρωί να τον ξυπνήσω και να τον βοηθήσω να φορέσει τις τιράντες του για να πάμε βόλτα στο πάρκο. Θυμάμαι ότι συνήθιζε μια παράξενη συναλλαγή μαζί μου κάθε φορά που συναντιόμασταν τα χρόνια εκείνα, που έκανες περισσότερες ώρες να ταξιδέψεις από την Αθήνα στο Αγρίνιο, όπου έμενε, απ’ όσο κάνεις τώρα να πας από την Αθήνα στο Λονδίνο. Πήγαινα λοιπόν να τον βρω κρατώντας ένα μικρό νόμισμα, ας πούμε μια δεκάρα, και ρωτούσα: «Παππού, να σου δώσω μια δεκάρα, να μου δώσεις μια δραχμή;». Ή πενηνταράκι, ή τάλιρο, ή οτιδήποτε είχα, και πάντα έβαζα το μυαλό μου να δουλέψει να ζητήσει κάτι μεγαλύτερο, έκανα υπολογισμούς, κι εκείνος συμφωνούσε και μου έδινε αυτό που ζητούσα παίρνοντας αυτά που προσέφερα. Ήξερα ότι αυτό δεν ήταν σωστό, κανένας άλλος δεν θα μπορούσε ποτέ να δεχτεί κάτι τέτοιο, φοβόμουν λίγο κάθε φορά, και όταν έλεγε το ναι και άρχιζε να ψάχνεται για να βρει κέρματα, χοροπηδούσα από τη χαρά μου. Μπορούσα να αγοράσω το παγωτό που ήθελα ή το εικονογραφημένο περιοδικό, αλλά κυρίως ανάσαινα βαθιά γιατί υπήρχε στη ζωή μου έστω και για μικρές περιόδους αυτός ο άνθρωπος που μετρούσε αλλιώς τα λεφτά επειδή με αγαπούσε χωρίς μέτρο.

Ντύνω το μωρό και βγαίνουμε για βόλτα στο πάρκο. Κάθε πρωί κάπου στη γειτονιά υπάρχει πρόγραμμα για παιδάκια μικρότερα του ενός έτους, το προσφέρουν οι δήμοι δωρεάν και είναι μάλλον το μόνο δωρεάν πράγμα που υπάρχει για την ηλικία αυτή. Δευτέρα στη βιβλιοθήκη του πάρκου, Τρίτη στη βιβλιοθήκη της γειτονιάς, Τετάρτη στην κεντρική βιβλιοθήκη της συνοικίας, και ούτω καθεξής. Από βιβλιοθήκες, άλλο τίποτε. Στην πανάκριβη αυτή πόλη τα πάρκα και οι βιβλιοθήκες είναι η μεγάλη πολυτέλεια, ανοιχτά για όλο τον κόσμο. Το πρόγραμμα για βρέφη είναι παιδικά τραγούδια με παντομίμα που συμμετέχουν γονείς και παιδιά καθισμένοι σε κύκλο. Όλα τα χρώματα και τα σχέδια της ανθρώπινης φυλής ανακατεύονται σε αυτούς τους κύκλους, αλλά τα τραγούδια είναι πάνω-κάτω τα ίδια. Κοντεύω να τα μάθω απέξω. Εκτός από μένα, υπάρχει μια Γιαπωνέζα γιαγιά, αλλά κανένας παππούς, μπαμπάδες ένας προς εφτά μαμάδες.

Επιστρέφουμε και καθώς κοιμάται μαγειρεύω και σκέφτομαι πόσο θα ήθελα να είμαι σαν τις γιαγιάδες των διαφημίσεων, που ανοίγουν την πόρτα στα μεγάλα σπίτια τους και υποδέχονται τα εγγόνια τους κάθε Κυριακή με όλη την οικογένεια, δεν ταξιδεύουν χιλιόμετρα για να τα δουν σε ξένες πόλεις. Αλλά έτσι είμαστε τώρα. Οι φίλες μου όλες έχουν παιδιά στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ και κάθονται μήνες στο σπίτι τους όταν τα εγγόνια τους είναι μικρά. Τώρα χρειαζόμαστε ταλέντα προσαρμογής, τώρα εξασκούμαστε στην ανεκτικότητα, βγάζουμε νέες ρίζες στα γεράματα, αερόριζες, σαν εκείνους τους κάκτους στα αθηναϊκά μας ευρύχωρα διαμερίσματα που βουίζουν πλέον άδεια. Ανοιχτές και ευέλικτες οι νέες γιαγιάδες, που δεν είμαστε νέες στην πραγματικότητα γιατί ανήκουμε στις γενιές που άργησαν να κάνουν παιδιά, τα δε παιδιά μας άργησαν ακόμα περισσότερο να κάνουν δικά τους παιδιά.

Η γλωσσολόγος φίλη μου υποστηρίζει ότι το εγγόνι μου θα γίνει τρίγλωσσο, με τρεις μητρικές γλώσσες, της μαμάς, του μπαμπά και του τόπου. Λέει ότι αυτό συμβαίνει έτσι, η επιστήμη το βεβαιώνει. Εγώ έχω τις αμφιβολίες μου. Προς το παρόν το εγγονάκι μου μιλάει μόνο τη γλώσσα των βρεφών, την ακατανόητη, που τόσες γενιές ανθρώπινης σοφίας δεν κατάφεραν να αποκρυπτογραφήσουν. Μπορεί να είναι κοντά στα θεσσαλικά του παππού μου αυτή η γλώσσα, γι’ αυτό μου έρχονται στο στόμα ανεξέλεγκτα. Η επιστήμη δεν έχει αποφανθεί, ίσως περνάμε μαζί ένα στάδιο που το μεν βρέφος διανύει τις χιλιετίες της ανθρώπινης εξέλιξης μέσα σε λίγους μήνες για να γίνει ανθρωπάκι, η δε γιαγιά βυθίζεται κι αυτή μαζί του σε όσους αιώνες μπορεί, όσο φτάνει για να το πιάσει από το χέρι και να το βοηθήσει ν’ ανέβει. Και φαίνεται ότι στη διαδρομή αυτή δεν υπάρχει φόβος πια για εξάρτηση, συναισθηματικούς εκβιασμούς, έλλειψη σεβασμού. Η ίδια η ηλικία μας μάς εξασφάλισε ανοσία από κάτι τέτοια.


Πόσο δύσκολο να γίνει το προσωπικό, πολιτικό.

Τη νύχτα που έφτασε ο Καραμανλής στο Ελληνικό να αναλάβει τα ηνία της χώρας που είχε βρεθεί στο χείλος του γκρεμού, πενήντα χρόνια πριν, δεν...