Oταν πέθανε ο Αλαίν Ντελόν και γέμισε φωτογραφίες το διαδίκτυο, προσπαθούσα να θυμηθώ σε ποιους ρόλους τον είχα δει. Είχα δει σίγουρα την «Έκλειψη», τον «Κύριο Κλάιν» και τον «Γατόπαρδο», τον «Ρόκο και τ’ αδέλφια του», την «Πισίνα» και κάμποσα άλλα, αλλά δεν μου έρχονταν οι ρόλοι του στο μυαλό. Αδύνατον να θυμηθώ αν στον «Γατόπαρδο» με το μουστακάκι κάνει κάποιον ευαίσθητο αριστοκράτη, ή κυνικό προικοθήρα, κι ας είχα ξαναδεί την ταινία σχετικά πρόσφατα. Σίγουρα παίζει τον εγκληματία με το αγγελικό πρόσωπο σε ένα σωρό ταινίες, αλλά μέσα στο μυαλό μου αυτός ο συνδυασμός δεν έγραψε. Γι’ αυτό και δεν τις καταλάβαινα, έβγαινα από το σινεμά κάπως απογοητευμένη πάντα, με το παράπονο ότι η κάμερα δεν είχε δείξει αρκετά το πρόσωπό του, έχοντας ξεχάσει την υπόθεση κι όλα τα υπόλοιπα. Μα γιατί οι κάμερες μένουν τόσο πολύ στα γυναικεία πρόσωπα κι όχι στα αντρικά; Είχα φτιάξει ολόκληρη θεωρία επ’ αυτού, η οποία, κατά την ταπεινή μου γνώμη, ποτέ δεν διαψεύστηκε. Ποτέ η κάμερα δεν έμεινε όσο έπρεπε, για το δικό μου γούστο, στο πρόσωπο του Αλαίν Ντελόν.
Τελικά, ο μόνος ρόλος όπου θυμάμαι στ’ αλήθεια τον Αλαίν Ντελόν είναι όταν κάνει τον Ιούλιο Καίσαρα στον «Αστερίξ». Έχει μεγάλη πλάκα βέβαια, κι επιτέλους, έχοντας γεράσει, γράφεται στο μυαλό μου όχι σαν Ντελόν αλλά σαν Καίσαρας. Όσο ήταν νέος ήμουν τόσο θαμπωμένη από το πρόσωπο του, που δεν έβλεπα τον ρόλο. Καθώς, δε, έπαιζε πολύ συχνά τον αδίστακτο εγκληματία, πάθαινα ένα είδος βραχυκυκλώματος παρακολουθώντας την ταινία κι έχανα σίγουρα την ουσία της. Δηλαδή ούτε το πρόσωπο του Ντελόν χόρταινα (μα δείξε λίγο παραπάνω το τρουά καρ, μην απομακρύνεσαι τόσο γρήγορα, παρακαλούσα νοερά την κάμερα) ούτε το έργο καταλάβαινα, αφού δυσκολευόμουν να ταυτίσω τον αδίστακτο χαρακτήρα του ρόλου με το πρόσωπο που θαύμαζα. Πεταμένα λεφτά το εισιτήριο!
Του έδιναν συνήθως ρόλους σκληρών αντρών. Υπερβολικά συχνά έπαιζε τον ωραίο και ψυχρό εγκληματία. Οι σκηνοθέτες θα σκέφτονταν ότι μπορεί να ήταν βαρετή η ιστορία αν ένα πρόσωπο με τόσο λεπτά χαρακτηριστικά ανήκε σε κάποιον καλό άνθρωπο. Αν ενσάρκωνε την αντίφαση της ομορφιάς και της κακίας θα γινόταν πιο ενδιαφέρων. Ή, πολύ απλά, φοβόντουσαν ότι ομορφιά και καλοσύνη μαζί δεν θα δημιουργούσαν αρρενωπούς χαρακτήρες. Δεν είχαν φανταστεί ότι θα υπήρχαν θεατές τόσο απλοϊκοί σαν του λόγου μου, που προτιμούσαμε οι καλοί να είναι ωραίοι και οι κακοί να είναι άσχημοι, ή, ακόμα καλύτερα, να μη βλέπουμε καθόλου τους κακούς.
Στα αστυνομικά ήταν ο κακός που ξεγελούσε με την ομορφιά του, στα αισθηματικά ήταν απλώς ένας άντρας ωραίος. Δεν έπαιζε ρόλους όπως ο Τέρενς Σταμπ, για παράδειγμα, που η ομορφιά του έμπαινε στην ιστορία και τα τίναζε όλα στον αέρα. Γιατί έτσι έχουν τα πράγματα, η ομορφιά αναστατώνει. Αλλά για τον Αλαίν Ντελόν δεν είχαν βρεθεί τέτοιοι ρόλοι, όπως στο «Θεώρημα» για τον Τέρενς Σταμπ ή στο «Πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέι» για τον Χέλμουτ Μπέργκερ. Ωραίοι κι αυτοί, όμως εκείνος ήταν πολύ ωραιότερος και το πρόσωπό του δεν είχε τη δική τους σκληρότητα. Ήταν, κατά τη γνώμη μου, η επιτομή του κάλλους που μπορεί να βρεθεί σε άνθρωπο. Με δυο λόγια, αισθανόμουν ότι οι ταινίες τον πρόδιδαν, κατά κάποιο τρόπο.
Η μόνη λύση λοιπόν, για μένα προσωπικά, ήταν οι φωτογραφίες. Μάζευα μερικές όσο ήμουν μαθήτρια, στη συνέχεια βέβαια κιτρίνισαν και τσαλακώθηκαν, κάποια στιγμή χάθηκαν. Θα ήθελα πολύ να τις καρφιτσώσω στον τοίχο αλλά δεν τολμούσα, οι γονείς μας ήταν πολύ αυστηροί, δεν φαντάζονταν ότι μας απασχολούσε οτιδήποτε πέρα από τα μαθήματά μας, ότι κοιτούσαμε ποτέ, με τόση στοχοπροσήλωση μάλιστα, ανθρώπους από το γένος των αντρών έστω και σε φωτογραφίες, οπότε παρέμεναν κρυμμένες ανάμεσα στα σχολικά βιβλία. Έστω κι έτσι, μπορούσαν να με στηρίζουν στις δύσκολες στιγμές της εφηβείας, όταν νιώθεις τη ματαιότητα να σε τριγυρίζει. Δεν είναι ότι ελπίζεις κάπου να συναντήσεις και να κατακτήσεις αυτόν τον άνθρωπο, είναι ότι υπάρχει, αναπνέει και κυκλοφορεί κάπου στον κόσμο. Αυτή η βεβαιότητα κάπως σε ανυψώνει αισθητικά και πολιτιστικά. Σε κάνει μέτοχο πολύτιμης αλήθειας.
Τώρα που πέθανε ο Ντελόν, διάβασα ένα σωρό ιστορίες από τη ζωή του που δεν είχε τύχει να δω νωρίτερα, εξάλλου ήταν τόσο γέρος, που δεν ενδιέφερε πια κανέναν. Αλλά ξανάρθαν στην επικαιρότητα οι φωτογραφίες της νιότης του και συζητήθηκαν τα πάντα, τα παιδικά του χρόνια, οι πολιτικές του απόψεις και φιλίες, οι γάμοι, τα διαζύγια, τα παιδιά και τα σκυλιά του. Καλά θα ήταν να μάθαινα ότι υπήρξε υπόδειγμα πατέρα, συζύγου, φιλόζωου, φιλάνθρωπου, κεντροαριστερού κ.λπ., αλλά δεν μας έκανε τη χάρη εμάς, των παλιών του γκρούπις. Λες και ήθελε σώνει και καλά να ενσαρκώσει και στη ζωή ρόλους αμφιλεγόμενους, σαν αυτούς που τον έβαζαν να παίζει στο σινεμά.
Μα είναι ακριβείς οι δημοσιογραφικές περιγραφές ή παρεισφρύει κάποιο είδος ζήλειας ανεξέλεγκτο, που κάνει τους δημοσιογράφους και το κοινό τους να αντιστέκονται στη γοητεία, να την απωθούν με κάθε τρόπο; Πέρα από την οθόνη, έφερε η ομορφιά εύκολη ζωή στον κάτοχό της ή κατέληγε να φοβίζει τους ανθρώπους στην υπερβολή της; Κι αν το να είναι κάποιος εξαιρετικά ωραίος, αυτό που φανταζόμαστε οι κοινοί θνητοί ότι συνιστά προνόμιο, τον υπονομεύει από την παιδική ηλικία, δημιουργώντας γύρω του μια νησίδα ευκολίας που τον εμποδίζει να χτίσει χαρακτήρα; Τι επηρεάζει περισσότερο έναν όμορφο άνθρωπο, η αδυναμία όσων τον θαυμάζουν ή η έχθρα όσων των ζηλεύουν; Κι αν η αδυναμία των θαυμαστών τον οδηγεί τελικά να γίνει αναίσθητος, να μπορεί να φέρεται όπως ο περίφημος Ρίπλεϊ; Και μάλιστα σε συνδυασμό με τη ζήλεια των άλλων, που κι αυτή τον ωθεί να σκληραίνει, χτίζοντας γερές άμυνες γύρω του; Τότε, είναι σοφή η επιλογή των ιστοριών με ωραίους πρωταγωνιστές που αναστατώνουν και καταστρέφουν, εξαπατούν και εκμεταλλεύονται, δεν ενδιαφέρονται παρά μόνο για τον εαυτό τους, είναι μοιραία νάρκισσοι και αναίσθητοι. Μακριά από την ομορφιά, μην την αφήνετε να σας ζαλίσει, στέλνουν το μήνυμα. Ή χαρείτε τη συνειδητά για μικρή διάρκεια, όσο κρατά μια ταινία, και βγείτε από το σινεμά θεραπευμένοι! Είναι επιφάνεια η ομορφιά, μην ψάχνετε σ’ αυτήν τις μεγάλες αλήθειες! Το βάθος μπορεί να βρεθεί στην ασχήμια περισσότερο, μην παρασέρνεστε!
Αλλά και πάλι, δεν έχασα τίποτε όταν, ας πούμε, στο Δημοτικό περνούσα τις ώρες μου χαζεύοντας ατελείωτα τον όμορφο συμμαθητή μας. Είχαμε ένα αγόρι που διέθετε κι εκείνο λεπτά χαρακτηριστικά, θυμάμαι ακόμα στο προφίλ τις μακριές, συγκινητικές στην τελειότητα της καμπύλης τους βλεφαρίδες, που θα τις ζήλευαν πολλά κορίτσια. Προφίλ ή τρουά καρ έχω την εικόνα του, καθισμένοι στα θρανία είχαμε εκείνη την πολυτέλεια, να κοιτάμε διαρκώς κάποιον. Ήταν λίγο ριψοκίνδυνη, γιατί σε παρατηρούσαν οι άλλοι, μπορεί κι ο ίδιος να το αντιλαμβανόταν, και ίσως σε έπιαναν μετά στην καζούρα, αλλά ο συγκεκριμένος συγκέντρωνε όλα τα κοριτσίστικα βλέμματα οπότε χανόσουν στο πλήθος. Ανφάς δεν τολμούσα πολύ να τον κοιτάξω, ήταν ακόμα πιο δύσκολο, κοκκίνιζα υπερβολικά, τα μάτια μου είχαν την τάση να ανοιγοκλείνουν τρελά. Έμοιαζε λίγο στον Αλαίν Ντελόν αλλά όχι στους ρόλους του. Δεν ήταν πονηρός, δεν ήταν κακομαθημένος, ούτε έγινε ποτέ σκληρό αντράκι, όσο παρακολούθησα τη ζωή του. Ο ανταγωνισμός των κοριτσιών ήταν σκληρός βέβαια, κι εκείνος μάλλον προτιμούσε την πιο δυναμική της τάξης, πράγμα που μας πονούσε τις υπόλοιπες, αλλά τελικά κάτι κερδίσαμε κι εμείς γνωρίζοντας, νωρίς-νωρίς, από κοντά, την ομορφιά και τα πάθη της.
Και τώρα, αποχαιρετώντας τον Αλαίν Ντελόν στην οθόνη του λάπτοπ μου, με θαμπώνουν ξανά οι εικόνες του προσώπου του. Δεν άλλαξαν πολύ τα γούστα μου, ή τελικά αυτά τα χαρακτηριστικά είναι τέλεια, το λένε πολλοί. Χαζεύω τις φωτογραφίες στη σειρά, τη μια μετά την άλλη, με την ευκολία που προσφέρει το διαδίκτυο, και παρά την πατίνα του χρόνου και τις ξεπερασμένες πόζες που έχουν μερικές, η φρεσκάδα του προσώπου, η αθωότητά του, πάλι με ξαφνιάζει, όπως στην εφηβεία. Ίσως να βρήκαν το αληθινό βάθος της ομορφιάς τα σενάρια με ληστές κι απατεώνες, ίσως να το βρήκαν τα άλλα, με εγωιστές εραστές, ίσως να μην το βρήκε κανένα. Ήταν ένας άνθρωπος κομματιασμένος, διάβασα κάπου, που προσπαθούσε να δέσει τα κομμάτια του. Μα αυτό δεν είναι κάθε ηθοποιός; Δεν είναι το δοχείο που γεμίζει από τους ρόλους του, κάποιος που δεν θα καταλάβουμε ποτέ οι άλλοι κατά βάθος;
Ίσως να μην υπάρχει βάθος, να μην είναι η ομορφιά παρά κάτι σαν δοκιμασία της όρασης, ένα είδος άσκησης για ανέβασμα επιπέδου, μια σεμνή πολυτέλεια που οφείλουμε να απολαμβάνουμε σιωπηλά, όχι όπως ο Καβάφης ας πούμε, που παινεύεται «την ομορφιά τόσο πολύ ατένισα, που πλήρης είναι αυτής η όρασις μου». Πλήρης όχι, δεν μπορεί ποτέ να είναι. Πάντα θα υπάρχει κάποιο κενό.