Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2024

Πόσο δύσκολο να γίνει το προσωπικό, πολιτικό.

Τη νύχτα που έφτασε ο Καραμανλής στο Ελληνικό να αναλάβει τα ηνία της χώρας που είχε βρεθεί στο χείλος του γκρεμού, πενήντα χρόνια πριν, δεν είχα πάει στο αεροδρόμιο για την υποδοχή. Πήγα την επόμενη νύχτα, ή ίσως ήταν δυο μέρες μετά, να υποδεχτώ τον Μίκη Θεοδωράκη. Στήθηκα στο πλήθος που στριμωχνόταν προς τη σκάλα του αεροπλάνου, όπου  ένας αστυνομικός προσπαθούσε να επιβάλει την τάξη. Κάποια στιγμή άπλωσε τα χέρια για να μας απωθήσει προς τα πίσω,  κι έπιασε το μπράτσο μιας γυναίκας,  η οποία του κατέβασε βίαια το χέρι και του είπε με φωνή πολύ σταθερή:

-Μην με αγγίζεις. Δεν έχεις κανένα δικαίωμα να απλώνεις το χέρι σου επάνω μου! Μην ακουμπάς  το σώμα μου!

Ο αστυνομικός σα να το σκέφτηκε υπό το φως των αλλαγών που συνέβαιναν, σιωπηλά φρόντισε να απομακρυνθεί, καταπίνοντας κόκκινος το θυμό του. Εγώ είχα μείνει να την κοιτάζω με θαυμασμό. Δεν θα τολμούσα να μιλήσω έτσι σε αστυνομικό. Ώστε αυτό ήταν λοιπόν, η χούντα είχε πέσει στ’ αλήθεια. Ανέτελε η εποχή των δικαιωμάτων μας, που δεν τα ξέραμε καλά -καλά ποια θα μπορούσαν να είναι. Πιο πολύ από κάθε στιγμή το ένιωσα στα λόγια εκείνης της γυναίκας. Όλα θα άλλαζαν. Θα μαθαίναμε να αισθανόμαστε και να φερόμαστε σαν πολίτες. Τι δικαιούμασταν και τι μπορούσαμε, (ή μήπως οφείλαμε;) να διεκδικούμε. Θα μπορούσαμε να βγούμε  από τη μοναξιά των διάβασμάτων, από το φόβο των αποκαλύψεων της αληθινής μας σκέψης, κι επιτέλους με ελευθερία να προχωρήσουμε, άφοβα.

Μέχρι τότε η πολιτική συζήτηση ήταν υπόθεση στενής παρέας, και η φεμινιστική  ακόμα πιο στενής και μυστικής. Μας είχε βρει το λεγόμενο ‘δεύτερο κύμα’ του φεμινισμού στις πιο ανελεύθερες συνθήκες. Αδιανόητο στις αρχές της δεκαετίας του 70, όταν ακόμα εναντίον της χούντας δεν γίνονταν παρά κάποιες συμβολικές εκρήξεις βομβών από αντιστασιακές οργανώσεις μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού, να μιλάς για δικαιώματα των γυναικών. Ωστόσο φεμινιστικά βιβλία μεταφράζονταν ή  κυκλοφορούσαν  στα ξενόγλωσσα βιβλιοπωλεία του κέντρου. Δεν θεωρούνταν απειλή στο καθεστώς οι ανησυχίες ευαίσθητων αμερικανίδων και γαλλίδων για τη γυναικεία κατάσταση, μάλλον κάτι πολύ μακρινό και εξωτικό που δεν αφορούσε τις ‘υγιώς σκεπτόμενες ελληνίδες’. Ζούσαμε εξάλλου σε  παράξενη συνθήκη τις εκτρώσεις, ένα από τα πιο μαρτυρικά γυναικεία ζητήματα: ναι μεν οι εκτρώσεις απαγορεύονταν από το νόμο, γίνονταν ωστόσο κανονικά στα μαιευτήρια με όλες τις προδιαγραφές, κυρίως δοκιμαζόταν η αξιοπρέπεια σου. Καμία σχέση με την εφαρμογή της απαγόρευσης στη Γαλλία ή την Ιταλία. Όμορφη και παράξενη πατρίδα…

Είχαμε διαβάσει ρηξικέλευθα φεμινιστικά βιβλία την εποχή που ακόμα και σε παρέες πολύ αριστερών, πολύ προοδευτικών, πολύ τολμηρών σε ιδέες φοιτητών η λέξη φεμινισμός προκαλούσε ειρωνικά σχόλια. Μα πώς μπορούσαμε να ασχολούμαστε με τέτοια ζητήματα; Ο σοσιαλισμός θα τα έλυνε αυτομάτως, δεν ήταν αυτονόητο; Ας αναλύαμε λοιπόν ξανά και ξανά τη διαδικασία έλευσης του σοσιαλισμού σε ατέρμονες συνεδριάσεις που άρχισαν από την πρώτη μέρα της ευλογημένης εκείνης πανεπιστημιακής χρονιάς, τον Σεπτέμβριο του 74. Χαρμανιασμένες για πολιτικές συζητήσεις μετά τα εφτά χρόνια υποχρεωτικής σιωπής, περάσαμε τους πρώτες μήνες στα αμφιθέατρα να παρακολουθούμε ατελείωτες ιδεολογικές συγκρούσεις επί του καυτού αυτού θέματος, οι οποίες απαλύνονταν μόνο μπροστά σε προτάσεις που θα έκαναν πιο εύκολη τη φοίτηση στα Πανεπιστήμια, όπως μεταφορές μαθημάτων και τέτοια. Ακούραστοι ρήτορες εναλλάσσονταν στο βήμα ξεδιπλώνοντας τις ικανότητες τους αντοχής στην κούραση και στην επανάληψη δογμάτων, κι ανάμεσα τους μερικές γυναίκες, ελάχιστες, γύρω στις τρεις, για να μην πω μόνο δυο και πέσω έξω, ακόμα πιο δυναμικές κι επίμονες. Αντέξαμε μέχρι τις διακοπές των Χριστουγέννων, ύστερα μας κέρδισε ο καπιταλισμός και οι καταναλωτικές του συνήθειες. Μα πόσο ουσιαστικά προοδευτικός μπορούσε να είναι ο πολιτικός λόγος που δεν περιλάμβανε στην πρώτη γραμμή θέματα ισότητας ανδρών και γυναικών, όχι μόνο τυπικά, εντάξει, κανείς δεν θα είχε αντίρρηση, αλλά επί της ουσίας;

Γυναικεία θέματα δεν θίχτηκαν καθόλου όλους εκείνους τους μήνες. Στο κλίμα της νέας πολιτικής άνθισης, το προσωπικό αντί να γίνεται πολιτικό φαινόταν να πρέπει να είναι πιο προσωπικό από ποτέ. Έπρεπε να είσαι δυναμική, επιθετική, χαλκέντερη, να έχεις θάρρος και αντοχή, για να μπορέσεις να μιλήσεις στις συνελεύσεις, να αποκτήσεις έστω μικρή πολιτική υπόσταση. Όπως έπρεπε ως τότε να τα βγάζεις πέρα μόνη σου με όλες τις αντιξοότητες της ζωής και του έρωτα, από τα πειράγματα στο δρόμο (δεν υπήρχε η έννοια της σεξουαλικής παρενόχλησης) έως τις διευθετήσεις των ερωτικών σου σχέσεων και τις  ανεπιθύμητες εγκυμοσύνες. Δεν φαινόταν στον ορίζοντα η δυνατότητα να μπορέσουν κάποτε να μας ενώσουν όλα αυτά τα άχαρα θέματα, να βγούμε από τα βιβλία και τη στενή μας παρέα, να ανταλλάξουμε απόψεις δια ζώσης με γυναίκες που είχαν τους ίδιους προβληματισμούς, να κάνουμε το προσωπικό πολιτικό τέλος πάντων.

Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε το βιβλίο της Αννί Λεκλέρ Parole de femme. Το διάβασα στα γαλλικά πριν μεταφραστεί, ήμασταν τότε σε ευθεία σύνδεση με τις γαλλικές ιδέες, ό,τι πιο τολμηρό μπορούσε να διατυπωθεί στον κόσμο από εκεί θα ερχόταν. Συγκλονίστηκα. Δεν χρειαζόταν να είμαστε ακριβώς σαν τους άντρες, έλεγε πολύ απλά, οι παραδοσιακά γυναικείες ασχολίες και ειδικεύσεις ήταν εξίσου σημαντικές. Τι ανακούφιση και ευτυχία μου χάρισε η δυνατότητα να στραφώ με μεγαλύτερη ειλικρίνεια απέναντι στον εαυτό μου! Μα πού θα τα συζητούσαμε όλα αυτά, πώς θα πείθαμε όσους διαρκώς τα αμφισβητούσαν;

Γυναικείες ομάδες άρχισαν ωστόσο σιγά σιγά να διαμορφώνονται. Ο Σύνδεσμος για τα Δικαιώματα της Γυναίκας, ο παλιός, κλασικός φεμινιστικός φορέας που είχε αγωνιστεί για την ψήφο των γυναικών και την κατάργηση νόμων που επέβαλαν διακρίσεις,  αναβίωσε και γεννήθηκαν νέοι, κυρίως κομματικοί, μερικοί ξεκάθαρα αρνητικοί απέναντι στο φεμινισμό πρώτου και δεύτερου κύματος. Η Κίνηση Δημοκρατικών Γυναικών ήταν η πιο ανοιχτή σε σύγχρονους προβληματισμούς, και είχε την πιο ταιριαστή έδρα στα Εξάρχεια, ένα παλιό σπίτι, μεγάλο, με κήπο και δυο φοίνικες στην πρόσοψη, ιδανικό για μαζώξεις και συζητήσεις. Στη φωτεινή κουζίνα του συνάντησα μια μέρα τις φίλες μου, καθήσαμε με καφέδες στην ξύλινη τραπεζαρία και ονειρεύτηκα καθημερινές τέτοιες συναντήσεις. Δεν κράτησε όμως πολύ η λειτουργία εκείνου του σπιτιού, έπρεπε οπωσδήποτε να ακολουθήσει τη μοίρα του, τη γνωστή μοίρα των ωραίων κτιρίων της Αθήνας.

Ωστόσο ήρθε μια μέρα που βρεθήκαμε πλήθος να διαδηλώνουμε με πλακάτ έξω από το Χίλτον όπου γίνονταν τα καλλιστεία. Χάρηκα απίστευτα το πλήθος, αλλά δεν ένιωθα τελείως ειλικρινής με το αίτημα. Τα καλλιστεία μου άρεσαν κάποτε, η αναμέτρηση για την ομορφιά, πέρα από τη σάχλα βέβαια. Μα έτσι ριζωμένες ήταν οι αντιφάσεις μέσα μας. Οι φωνές μας ακούγονταν ψιλές, όχι αρκετά μαχητικές για διαδήλωση.Πώς να διατυπώσεις ξεκάθαρα συνθήματα, να συντάξεις απαιτήσεις;  Δεν θα γινόταν με διαδηλώσεις και έξυπνα συνθήματα αυτή η αλλαγή.

 Υπήρχαν οι νόμοι που έπρεπε να αλλάξουν, αυτό τουλάχιστον ήταν πολύ ξεκάθαρο. Ήμασταν ευρωπαϊκή χώρα πλέον. Το Σύνταγμα του 75 υποσχόταν ευθυγράμμιση των νόμων με την αρχή της ισότητας ανδρών και γυναικών, αλλά οι λεπτομέρειες, ας τις πούμε έτσι, έπρεπε να ρυθμιστούν σταδιακά. Η έκτρωση αποποινικοποιήθηκε το 1976, επιτρεπόταν να γίνεται για ιατρικούς λόγους μέχρι την 12η εβδομάδα. Δεν ήταν αρκετό,  ήταν η αρχή. Έπρεπε να καμφθούν αντιστάσεις. Αλλά ήταν ακαταμάχητη η ορμή για ελευθερίες, φυσούσε δυνατά ο αέρας της προόδου.

Η κυβέρνηση του ΠαΣοΚ ήταν που  άλλαξε το Οικογενειακό δίκαιο το 1982, καθιέρωσε τον πολιτικό γάμο, αποποινικοποίησε τη μοιχεία. Καταργήθηκε η προίκα και η έννοια του εξώγαμου παιδιού, η προστασία των παιδιών αναδείχτηκε ως πρωταρχική αξία. Μικρότερες και πιο άγνωστες αλλαγές χρειάστηκε να γίνουν σε πολλές διατάξεις που καθιέρωναν τη γυναίκα πολίτη δεύτερης κατηγορίας. Σε μερικά πράγματα αποκτήσαμε νόμους πιο προοδευτικούς από πολλές ευρωπαϊκές χώρες, ας πούμε το επώνυμο της γυναίκας να μην αλλάζει με το γάμο παρά μόνο αν το ζητήσει η ίδια, επί τούτου. Φαινόταν πολύ εξωτικό στην αρχή, αλλά να που στο μεταξύ μια χαρά το συνηθίσαμε, έστω κι αν μπερδεύει λίγο τη σχέση με τα παιδιά, το να έχουν δηλαδή οι γυναίκες εντελώς διαφορετικό επίθετο από τα παιδιά τους, αν δεν έχει δηλώσει το ζευγάρι στο γάμο ότι θέλουν να πάρουν τα παιδιά και τα δυο επίθετα. Δεν έχουμε παρά να το κάνουμε κι αυτό σταδιακά, αν και κάπως ο αέρας της προόδου έχει πέσει και οι συντηρητικές πλευρές της κοινωνίας επιστρέφουν δυναμικά με διάφορους τρόπους τις τελευταίες δεκαετίες.

Τότε ένα μικρό βήμα υποχώρησης σε συντηρητικές απόψεις είχε γίνει στο θέμα του γάμου.  Ο πολιτικός γάμος  δεν θα ήταν ο μόνος έγκυρος, ο θρησκευτικός θα παρέμενε ισοδύναμος. Μικρή και σεμνή εμφάνιση του κύρους της εκκλησίας, ευγενική υπενθύμιση θα λέγαμε, σε σχέση με τη σκληρή μεταγενέστερη στάση της.

 Τόσες αλλαγές  σε νόμους που αφορούσαν τη ζωή μας μαζεμένες δεν είχαν ξαναγίνει. Αλλά στις νεαρές ηλικίες όπου είχαν ήδη σκάσει τα δυο πρώτα κύματα του φεμινισμού, όπως ήμασταν τότε, φαίνονταν αυτονόητες. Οι γυναικείες ομάδες και εκδόσεις πύκνωναν, οι αναλύσεις βάθαιναν, έμενε το πολιτικό, αυτές οι νομικές κατακτήσεις, να γίνει προσωπικό, να αλλάξει τα κλισέ για τις γυναίκες παντού, από τους χώρους εργασίας και τις οικογένειες, ως τις εικόνες που οι ίδιες κατασκευάζουμε για τον εαυτό μας.

Ακόμα το παλεύουμε. Πολιτικά, εμείς εδώ  συζητάμε για τη σωστή κατάληξη του θηλυκού της λέξης βουλευτής, αλλά ταυτόχρονα βλέπουμε τις γυναίκες σε θεοκρατικά καθεστώτα να μην επιτρέπεται να ζήσουν έξω από την πόρτα του σπιτιού τους.  Μπορεί η απελευθέρωση των γυναικών να είναι κάτι σαν τοπικό  επεισόδιο στην ανθρώπινη ιστορία;  Ή μήπως  η πατριαρχία δύσκολα και με βίαιους υστερικούς σπασμούς αργοπεθαίνει;


Παρασκευή 30 Αυγούστου 2024

Tην ομορφιά έτσι πολύ ατένισα

 Oταν πέθανε ο Αλαίν Ντελόν και γέμισε φωτογραφίες το διαδίκτυο, προσπαθούσα να θυμηθώ σε ποιους ρόλους τον είχα δει. Είχα δει σίγουρα την «Έκλειψη», τον «Κύριο Κλάιν» και τον «Γατόπαρδο», τον «Ρόκο και τ’ αδέλφια του», την «Πισίνα» και κάμποσα άλλα, αλλά δεν μου έρχονταν οι ρόλοι του στο μυαλό. Αδύνατον να θυμηθώ αν στον «Γατόπαρδο» με το μουστακάκι κάνει κάποιον ευαίσθητο αριστοκράτη, ή κυνικό προικοθήρα, κι ας είχα ξαναδεί την ταινία σχετικά πρόσφατα. Σίγουρα παίζει τον εγκληματία με το αγγελικό πρόσωπο σε ένα σωρό ταινίες, αλλά μέσα στο μυαλό μου αυτός ο συνδυασμός δεν έγραψε. Γι’ αυτό και δεν τις καταλάβαινα, έβγαινα από το σινεμά κάπως απογοητευμένη πάντα, με το παράπονο ότι η κάμερα δεν είχε δείξει αρκετά το πρόσωπό του, έχοντας ξεχάσει την υπόθεση κι όλα τα υπόλοιπα. Μα γιατί οι κάμερες μένουν τόσο πολύ στα γυναικεία πρόσωπα κι όχι στα αντρικά; Είχα φτιάξει ολόκληρη θεωρία επ’ αυτού, η οποία, κατά την ταπεινή μου γνώμη, ποτέ δεν διαψεύστηκε. Ποτέ η κάμερα δεν έμεινε όσο έπρεπε, για το δικό μου γούστο, στο πρόσωπο του Αλαίν Ντελόν.

Τελικά, ο μόνος ρόλος όπου θυμάμαι στ’ αλήθεια τον Αλαίν Ντελόν είναι όταν κάνει τον Ιούλιο Καίσαρα στον «Αστερίξ». Έχει μεγάλη πλάκα βέβαια, κι επιτέλους, έχοντας γεράσει, γράφεται στο μυαλό μου όχι σαν Ντελόν αλλά σαν Καίσαρας. Όσο ήταν νέος ήμουν τόσο θαμπωμένη από το πρόσωπο του, που δεν έβλεπα τον ρόλο. Καθώς, δε, έπαιζε πολύ συχνά τον αδίστακτο εγκληματία, πάθαινα ένα είδος βραχυκυκλώματος παρακολουθώντας την ταινία κι έχανα σίγουρα την ουσία της. Δηλαδή ούτε το πρόσωπο του Ντελόν χόρταινα (μα δείξε λίγο παραπάνω το τρουά καρ, μην απομακρύνεσαι τόσο γρήγορα, παρακαλούσα νοερά την κάμερα) ούτε το έργο καταλάβαινα, αφού δυσκολευόμουν να ταυτίσω τον αδίστακτο χαρακτήρα του ρόλου με το πρόσωπο που θαύμαζα. Πεταμένα λεφτά το εισιτήριο!

Του έδιναν συνήθως ρόλους σκληρών αντρών. Υπερβολικά συχνά έπαιζε τον ωραίο και ψυχρό εγκληματία. Οι σκηνοθέτες θα σκέφτονταν ότι μπορεί να ήταν βαρετή η ιστορία αν ένα πρόσωπο με τόσο λεπτά χαρακτηριστικά ανήκε σε κάποιον καλό άνθρωπο. Αν ενσάρκωνε την αντίφαση της ομορφιάς και της κακίας θα γινόταν πιο ενδιαφέρων. Ή, πολύ απλά, φοβόντουσαν ότι ομορφιά και καλοσύνη μαζί δεν θα δημιουργούσαν αρρενωπούς χαρακτήρες. Δεν είχαν φανταστεί ότι θα υπήρχαν θεατές τόσο απλοϊκοί σαν του λόγου μου, που προτιμούσαμε οι καλοί να είναι ωραίοι και οι κακοί να είναι άσχημοι, ή, ακόμα καλύτερα, να μη βλέπουμε καθόλου τους κακούς.

Στα αστυνομικά ήταν ο κακός που ξεγελούσε με την ομορφιά του, στα αισθηματικά ήταν απλώς ένας άντρας ωραίος. Δεν έπαιζε ρόλους όπως ο Τέρενς Σταμπ, για παράδειγμα, που η ομορφιά του έμπαινε στην ιστορία και τα τίναζε όλα στον αέρα. Γιατί έτσι έχουν τα πράγματα, η ομορφιά αναστατώνει. Αλλά για τον Αλαίν Ντελόν δεν είχαν βρεθεί τέτοιοι ρόλοι, όπως στο «Θεώρημα» για τον Τέρενς Σταμπ ή στο «Πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέι» για τον Χέλμουτ Μπέργκερ. Ωραίοι κι αυτοί, όμως εκείνος ήταν πολύ ωραιότερος και το πρόσωπό του δεν είχε τη δική τους σκληρότητα. Ήταν, κατά τη γνώμη μου, η επιτομή του κάλλους που μπορεί να βρεθεί σε άνθρωπο. Με δυο λόγια, αισθανόμουν ότι οι ταινίες τον πρόδιδαν, κατά κάποιο τρόπο.

Η μόνη λύση λοιπόν, για μένα προσωπικά, ήταν οι φωτογραφίες. Μάζευα μερικές όσο ήμουν μαθήτρια, στη συνέχεια βέβαια κιτρίνισαν και τσαλακώθηκαν, κάποια στιγμή χάθηκαν. Θα ήθελα πολύ να τις καρφιτσώσω στον τοίχο αλλά δεν τολμούσα, οι γονείς μας ήταν πολύ αυστηροί, δεν φαντάζονταν ότι μας απασχολούσε οτιδήποτε πέρα από τα μαθήματά μας, ότι κοιτούσαμε ποτέ, με τόση στοχοπροσήλωση μάλιστα, ανθρώπους από το γένος των αντρών έστω και σε φωτογραφίες, οπότε παρέμεναν κρυμμένες ανάμεσα στα σχολικά βιβλία. Έστω κι έτσι, μπορούσαν να με στηρίζουν στις δύσκολες στιγμές της εφηβείας, όταν νιώθεις τη ματαιότητα να σε τριγυρίζει. Δεν είναι ότι ελπίζεις κάπου να συναντήσεις και να κατακτήσεις αυτόν τον άνθρωπο, είναι ότι υπάρχει, αναπνέει και κυκλοφορεί κάπου στον κόσμο. Αυτή η βεβαιότητα κάπως σε ανυψώνει αισθητικά και πολιτιστικά. Σε κάνει μέτοχο πολύτιμης αλήθειας.

Τώρα που πέθανε ο Ντελόν, διάβασα ένα σωρό ιστορίες από τη ζωή του που δεν είχε τύχει να δω νωρίτερα, εξάλλου ήταν τόσο γέρος, που δεν ενδιέφερε πια κανέναν. Αλλά ξανάρθαν στην επικαιρότητα οι φωτογραφίες της νιότης του και συζητήθηκαν τα πάντα, τα παιδικά του χρόνια, οι πολιτικές του απόψεις και φιλίες, οι γάμοι, τα διαζύγια, τα παιδιά και τα σκυλιά του. Καλά θα ήταν να μάθαινα ότι υπήρξε υπόδειγμα πατέρα, συζύγου, φιλόζωου, φιλάνθρωπου, κεντροαριστερού κ.λπ., αλλά δεν μας έκανε τη χάρη εμάς, των παλιών του γκρούπις. Λες και ήθελε σώνει και καλά να ενσαρκώσει και στη ζωή ρόλους αμφιλεγόμενους, σαν αυτούς που τον έβαζαν να παίζει στο σινεμά.

Μα είναι ακριβείς οι δημοσιογραφικές περιγραφές ή παρεισφρύει κάποιο είδος ζήλειας ανεξέλεγκτο, που κάνει τους δημοσιογράφους και το κοινό τους να αντιστέκονται στη γοητεία, να την απωθούν με κάθε τρόπο; Πέρα από την οθόνη, έφερε η ομορφιά εύκολη ζωή στον κάτοχό της ή κατέληγε να φοβίζει τους ανθρώπους στην υπερβολή της; Κι αν το να είναι κάποιος εξαιρετικά ωραίος, αυτό που φανταζόμαστε οι κοινοί θνητοί ότι συνιστά προνόμιο, τον υπονομεύει από την παιδική ηλικία, δημιουργώντας γύρω του μια νησίδα ευκολίας που τον εμποδίζει να χτίσει χαρακτήρα; Τι επηρεάζει περισσότερο έναν όμορφο άνθρωπο, η αδυναμία όσων τον θαυμάζουν ή η έχθρα όσων των ζηλεύουν; Κι αν η αδυναμία των θαυμαστών τον οδηγεί τελικά να γίνει αναίσθητος, να μπορεί να φέρεται όπως ο περίφημος Ρίπλεϊ; Και μάλιστα σε συνδυασμό με τη ζήλεια των άλλων, που κι αυτή τον ωθεί να σκληραίνει, χτίζοντας γερές άμυνες γύρω του; Τότε, είναι σοφή η επιλογή των ιστοριών με ωραίους πρωταγωνιστές που αναστατώνουν και καταστρέφουν, εξαπατούν και εκμεταλλεύονται, δεν ενδιαφέρονται παρά μόνο για τον εαυτό τους, είναι μοιραία νάρκισσοι και αναίσθητοι. Μακριά από την ομορφιά, μην την αφήνετε να σας ζαλίσει, στέλνουν το μήνυμα. Ή χαρείτε τη συνειδητά για μικρή διάρκεια, όσο κρατά μια ταινία, και βγείτε από το σινεμά θεραπευμένοι! Είναι επιφάνεια η ομορφιά, μην ψάχνετε σ’ αυτήν τις μεγάλες αλήθειες! Το βάθος μπορεί να βρεθεί στην ασχήμια περισσότερο, μην παρασέρνεστε!

Αλλά και πάλι, δεν έχασα τίποτε όταν, ας πούμε, στο Δημοτικό περνούσα τις ώρες μου χαζεύοντας ατελείωτα τον όμορφο συμμαθητή μας. Είχαμε ένα αγόρι που διέθετε κι εκείνο λεπτά χαρακτηριστικά, θυμάμαι ακόμα στο προφίλ τις μακριές, συγκινητικές στην τελειότητα της καμπύλης τους βλεφαρίδες, που θα τις ζήλευαν πολλά κορίτσια. Προφίλ ή τρουά καρ έχω την εικόνα του, καθισμένοι στα θρανία είχαμε εκείνη την πολυτέλεια, να κοιτάμε διαρκώς κάποιον. Ήταν λίγο ριψοκίνδυνη, γιατί σε παρατηρούσαν οι άλλοι, μπορεί κι ο ίδιος να το αντιλαμβανόταν, και ίσως σε έπιαναν μετά στην καζούρα, αλλά ο συγκεκριμένος συγκέντρωνε όλα τα κοριτσίστικα βλέμματα οπότε χανόσουν στο πλήθος. Ανφάς δεν τολμούσα πολύ να τον κοιτάξω, ήταν ακόμα πιο δύσκολο, κοκκίνιζα υπερβολικά, τα μάτια μου είχαν την τάση να ανοιγοκλείνουν τρελά. Έμοιαζε λίγο στον Αλαίν Ντελόν αλλά όχι στους ρόλους του. Δεν ήταν πονηρός, δεν ήταν κακομαθημένος, ούτε έγινε ποτέ σκληρό αντράκι, όσο παρακολούθησα τη ζωή του. Ο ανταγωνισμός των κοριτσιών ήταν σκληρός βέβαια, κι εκείνος μάλλον προτιμούσε την πιο δυναμική της τάξης, πράγμα που μας πονούσε τις υπόλοιπες, αλλά τελικά κάτι κερδίσαμε κι εμείς γνωρίζοντας, νωρίς-νωρίς, από κοντά, την ομορφιά και τα πάθη της.

Και τώρα, αποχαιρετώντας τον Αλαίν Ντελόν στην οθόνη του λάπτοπ μου, με θαμπώνουν ξανά οι εικόνες του προσώπου του. Δεν άλλαξαν πολύ τα γούστα μου, ή τελικά αυτά τα χαρακτηριστικά είναι τέλεια, το λένε πολλοί. Χαζεύω τις φωτογραφίες στη σειρά, τη μια μετά την άλλη, με την ευκολία που προσφέρει το διαδίκτυο, και παρά την πατίνα του χρόνου και τις ξεπερασμένες πόζες που έχουν μερικές, η φρεσκάδα του προσώπου, η αθωότητά του, πάλι με ξαφνιάζει, όπως στην εφηβεία. Ίσως να βρήκαν το αληθινό βάθος της ομορφιάς τα σενάρια με ληστές κι απατεώνες, ίσως να το βρήκαν τα άλλα, με εγωιστές εραστές, ίσως να μην το βρήκε κανένα. Ήταν ένας άνθρωπος κομματιασμένος, διάβασα κάπου, που προσπαθούσε να δέσει τα κομμάτια του. Μα αυτό δεν είναι κάθε ηθοποιός; Δεν είναι το δοχείο που γεμίζει από τους ρόλους του, κάποιος που δεν θα καταλάβουμε ποτέ οι άλλοι κατά βάθος;

Ίσως να μην υπάρχει βάθος, να μην είναι η ομορφιά παρά κάτι σαν δοκιμασία της όρασης, ένα είδος άσκησης για ανέβασμα επιπέδου, μια σεμνή πολυτέλεια που οφείλουμε να απολαμβάνουμε σιωπηλά, όχι όπως ο Καβάφης ας πούμε, που παινεύεται «την ομορφιά τόσο πολύ ατένισα, που πλήρης είναι αυτής η όρασις μου». Πλήρης όχι, δεν μπορεί ποτέ να είναι. Πάντα θα υπάρχει κάποιο κενό.

Παρασκευή 23 Αυγούστου 2024

Ιπτάμενες γιαγιάδες

 

Σηκώνω το εγγόνι μου αγκαλιά να πάμε στην αλλαξιέρα και καθώς το μικρό του βάρος πλημμυρίζει το σώμα μου, προφέρω ασυναίσθητα τις χαϊδευτικές φράσεις που έλεγε η μάνα μου όταν σήκωνε αγκαλιά τα παιδιά μου, έτσι όπως τις άκουγα την ώρα που έφευγα από το σπίτι έτοιμη, ντυμένη για δουλειά, και ήθελα να σταθώ να της κάνω παρατήρηση να μη λέει χαζομάρες, αλλά έδινα τόπο στην οργή κι έκλεινα πίσω μου την πόρτα. Τώρα τις λέω και γεμίζει το στόμα μου, μου φαίνονται σοφές, αστείες και γεμάτες νόημα, ενώ δεν είναι παρά ασήμαντες και παλιοκαιρίσιες σαχλαμάρες. Κάτι vintage λέξεις. Ε, όχι, δεν θα τις γράψω κιόλας. Ντροπή. Εξάλλου δεν τις θυμάμαι καν, μου έρχονται από μόνες τους την κατάλληλη στιγμή – ή μάλλον την ακατάλληλη. Μου αρέσουν ξαφνικά τόσο πολύ, σαν να διασκεδάζω με τον παλιό αυστηρό εαυτό μου, τις λέω και τις ξαναλέω, ειδικά όταν λείπουν οι γονείς του μωρού, να μη θεωρήσουν ότι ακούει αμφίβολου γούστου καλαμπούρια το παιδί. Γελάω μόνη μου, και τον κοιτάζω συνωμοτικά, θα γελάσεις κι εσύ; Γελάει. Μεταφέρω κάτι παλιό στην ακοή και τη μνήμη του, κάτι που σίγουρα δεν θα θυμάται όταν μεγαλώσει, και απλώς αντηχεί παράξενα, κάπως ξεκούδουνα στο σπιτάκι των παιδιών στο Λονδίνο. Σαν να μη μιλάω εγώ ξαφνικά, σαν να μιλάει η μητέρα μου, με τη δική της εκφορά του λόγου, ακόμα και την ανεπαίσθητη προφορά της που τη θυμόταν κι εκείνη μόνο όταν ανέτρεχε σε αστεία που είχε ακούσει από τον πατέρα της, τον χιουμορίστα παππού μου.

Δεν είχα φανταστεί ποτέ αυτό που μου συμβαίνει. Όταν μεγάλωναν τα παιδιά μου ήμουν σίγουρη ότι δεν θα βρισκόμουν ποτέ στη θέση της μαμάς μου, η οποία κάθε πρωί στις 9 μου τηλεφωνούσε για να συσκεφθούμε πάνω στο μενού της ημέρας. Εγώ ακόμα έπινα καφέ και η ιδέα του μεσημεριανού αναστάτωνε το πεπτικό μου σύστημα. Δεν ήμουν το παιδί των φρονίμων που θα μαγείρευε πριν πεινάσει. Ήθελα να ζω ελεύθερη από τέτοιες έγνοιες, να πηγαίνω μια βόλτα για street food όταν πεινούσα. Κι όμως, τώρα έχω διάθεση να ρωτήσω τα παιδιά μου, και μάλιστα ακριβώς την ίδια ώρα, γύρω στις 9 το πρωί, τι θα ήθελαν να ετοιμάσω για γεύμα. Κρατιέμαι μόνο επειδή θυμάμαι πόσο με εκνεύριζε κάποτε.

Αλλάζουν οι άνθρωποι, αλλά με τρόπο που επιλέγουν, έτσι νόμιζα. Σκέφτονται, ζυγίζουν, αποφασίζουν. Δεν μπαίνουν σε στερεότυπους ρόλους με τα μάτια κλειστά, αναπαράγοντας φράσεις, λέξεις και χειρονομίες σαν αυτόματα. Και συνταγές, οι οποίες μάλιστα δεν είναι καν καταγραμμένες κάπου, εφαρμόζονται σαν να τις ήξερα εκ γενετής. Φτιάχνω τα παραδοσιακά αλλά ελαφρά πιάτα που έφτιαχνε η μαμά μου, χωρίς να τα διαφημίζει ιδιαίτερα όπως έκανε ο πατέρας. «Έλα, μωρέ, σιγά το πράμα», έλεγε όταν την επαινούσαμε για τις δημιουργίες της. «Σιγά το πράμα» λέω κι εγώ με ειλικρίνεια, γιατί υπάρχει ακόμα μεγάλη απόσταση από εκείνους τους μουσακάδες και τις σπανακόπιτες που εμφανίζονταν κατά καιρούς χωρίς εισαγωγές και πολλά ταρατατζούμ, και μας άφηναν όλους άφωνους να ψάχνουμε να βρούμε κατάλληλους τρόπους να εκφράσουμε τον ενθουσιασμό και την ευγνωμοσύνη μας. Δεν πιστεύω ότι θα φτάσω ώς εκεί, αλλά και πάλι, πού ξέρεις; Ποιος το περίμενε να συναντήσω τη μητέρα μου στη γιαγιαδοσύνη, εγώ, που ως μητέρα ήθελα κάθε στιγμή να είμαι διαφορετική από εκείνη;

Είναι παράξενο, γιατί έκανα παιδιά σχεδόν από πείσμα απέναντι στους γονείς μου, για να τα μεγαλώσω αλλιώτικα απ’ ό,τι είχαν εκείνοι μεγαλώσει εμάς. Στα παιδικά τους χρόνια προσπαθούσα κάθε στιγμή να εφαρμόσω αυτή την απόφαση. Με είχαν κλεισμένη στο σπίτι εμένα μικρή; Κάθε μέρα έτρεχα εγώ τα παιδιά στο πάρκο. Φοβόντουσαν τις τσουλήθρες, το παιχνίδι, το δρόμο, το χώμα; Ελεύθερα τα άφηνα εγώ να σκαρφαλώνουν, κι ας είχα αγωνία μην πέσουν, την έκρυβα μέσα μου, την κατάπινα και τους χαμογελούσα. Δεν θα σας κρατάω εγώ φυλακισμένα όπως με κρατούσαν οι δικοί μου γονείς, δεν θα φοβάμαι να σας αφήσω να ζήσετε. Θα καλλιεργήσω την ανεξαρτησία σας, όχι τις ενοχές απέναντί μου. Να γίνουν τα παιδιά ανεξάρτητα, να είμαι ανεξάρτητη κι εγώ, να μην κρεμαστώ επάνω τους, να μην τα εκβιάζω συναισθηματικά, να τα σέβομαι, να με σέβονται.

– Όταν θα κάνω παιδιά και θα γίνεις γιαγιά… είχε αρχίσει να μου λέει μια μέρα ο μεγάλος μου, και τον είχα διακόψει:

– Όταν θα κάνεις παιδιά, δεν θα είμαι γιαγιά σαν τη δική σου, αυτό είναι το μόνο βέβαιο.

Λάθος, μικρέ μου, λάθος. Πιστεύω ότι υπήρξα πολύ διαφορετική ως μητέρα από τη δική μου, αλλά ως γιαγιά τη συνάντησα χωρίς ραντεβού στο δρόμο. Ελπίζω να μη θυμάσαι αυτό που σου είχα πει και να γελάς μαζί μου. Γελάω μόνο εγώ μαζί μου, γελάω κάτω από τα μουστάκια μου και κάτω από τη φωνή της γιαγιάς σου που ακούγεται τώρα πάνω από την κούνια του εγγονού μου, με το δικό μου στόμα, να διηγείται μια αστεία ιστορία του παππού με θεσσαλική προφορά αλλοιωμένη από δύο γενιές αθηναϊκής ζωής. Διότι έχει κι αυτός εμφανιστεί τώρα, ο μόνος παππούς που γνώρισα, και που έμενε μακριά μας, ακριβοθώρητος και πολυαγαπημένος. Ερχόταν κάθε τόσο στην Αθήνα και έμενε στο σπίτι μας, στον καναπέ του σαλονιού. Ηταν μέρες μεγάλης χαράς όταν μπορούσα να τρέξω το πρωί να τον ξυπνήσω και να τον βοηθήσω να φορέσει τις τιράντες του για να πάμε βόλτα στο πάρκο. Θυμάμαι ότι συνήθιζε μια παράξενη συναλλαγή μαζί μου κάθε φορά που συναντιόμασταν τα χρόνια εκείνα, που έκανες περισσότερες ώρες να ταξιδέψεις από την Αθήνα στο Αγρίνιο, όπου έμενε, απ’ όσο κάνεις τώρα να πας από την Αθήνα στο Λονδίνο. Πήγαινα λοιπόν να τον βρω κρατώντας ένα μικρό νόμισμα, ας πούμε μια δεκάρα, και ρωτούσα: «Παππού, να σου δώσω μια δεκάρα, να μου δώσεις μια δραχμή;». Ή πενηνταράκι, ή τάλιρο, ή οτιδήποτε είχα, και πάντα έβαζα το μυαλό μου να δουλέψει να ζητήσει κάτι μεγαλύτερο, έκανα υπολογισμούς, κι εκείνος συμφωνούσε και μου έδινε αυτό που ζητούσα παίρνοντας αυτά που προσέφερα. Ήξερα ότι αυτό δεν ήταν σωστό, κανένας άλλος δεν θα μπορούσε ποτέ να δεχτεί κάτι τέτοιο, φοβόμουν λίγο κάθε φορά, και όταν έλεγε το ναι και άρχιζε να ψάχνεται για να βρει κέρματα, χοροπηδούσα από τη χαρά μου. Μπορούσα να αγοράσω το παγωτό που ήθελα ή το εικονογραφημένο περιοδικό, αλλά κυρίως ανάσαινα βαθιά γιατί υπήρχε στη ζωή μου έστω και για μικρές περιόδους αυτός ο άνθρωπος που μετρούσε αλλιώς τα λεφτά επειδή με αγαπούσε χωρίς μέτρο.

Ντύνω το μωρό και βγαίνουμε για βόλτα στο πάρκο. Κάθε πρωί κάπου στη γειτονιά υπάρχει πρόγραμμα για παιδάκια μικρότερα του ενός έτους, το προσφέρουν οι δήμοι δωρεάν και είναι μάλλον το μόνο δωρεάν πράγμα που υπάρχει για την ηλικία αυτή. Δευτέρα στη βιβλιοθήκη του πάρκου, Τρίτη στη βιβλιοθήκη της γειτονιάς, Τετάρτη στην κεντρική βιβλιοθήκη της συνοικίας, και ούτω καθεξής. Από βιβλιοθήκες, άλλο τίποτε. Στην πανάκριβη αυτή πόλη τα πάρκα και οι βιβλιοθήκες είναι η μεγάλη πολυτέλεια, ανοιχτά για όλο τον κόσμο. Το πρόγραμμα για βρέφη είναι παιδικά τραγούδια με παντομίμα που συμμετέχουν γονείς και παιδιά καθισμένοι σε κύκλο. Όλα τα χρώματα και τα σχέδια της ανθρώπινης φυλής ανακατεύονται σε αυτούς τους κύκλους, αλλά τα τραγούδια είναι πάνω-κάτω τα ίδια. Κοντεύω να τα μάθω απέξω. Εκτός από μένα, υπάρχει μια Γιαπωνέζα γιαγιά, αλλά κανένας παππούς, μπαμπάδες ένας προς εφτά μαμάδες.

Επιστρέφουμε και καθώς κοιμάται μαγειρεύω και σκέφτομαι πόσο θα ήθελα να είμαι σαν τις γιαγιάδες των διαφημίσεων, που ανοίγουν την πόρτα στα μεγάλα σπίτια τους και υποδέχονται τα εγγόνια τους κάθε Κυριακή με όλη την οικογένεια, δεν ταξιδεύουν χιλιόμετρα για να τα δουν σε ξένες πόλεις. Αλλά έτσι είμαστε τώρα. Οι φίλες μου όλες έχουν παιδιά στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ και κάθονται μήνες στο σπίτι τους όταν τα εγγόνια τους είναι μικρά. Τώρα χρειαζόμαστε ταλέντα προσαρμογής, τώρα εξασκούμαστε στην ανεκτικότητα, βγάζουμε νέες ρίζες στα γεράματα, αερόριζες, σαν εκείνους τους κάκτους στα αθηναϊκά μας ευρύχωρα διαμερίσματα που βουίζουν πλέον άδεια. Ανοιχτές και ευέλικτες οι νέες γιαγιάδες, που δεν είμαστε νέες στην πραγματικότητα γιατί ανήκουμε στις γενιές που άργησαν να κάνουν παιδιά, τα δε παιδιά μας άργησαν ακόμα περισσότερο να κάνουν δικά τους παιδιά.

Η γλωσσολόγος φίλη μου υποστηρίζει ότι το εγγόνι μου θα γίνει τρίγλωσσο, με τρεις μητρικές γλώσσες, της μαμάς, του μπαμπά και του τόπου. Λέει ότι αυτό συμβαίνει έτσι, η επιστήμη το βεβαιώνει. Εγώ έχω τις αμφιβολίες μου. Προς το παρόν το εγγονάκι μου μιλάει μόνο τη γλώσσα των βρεφών, την ακατανόητη, που τόσες γενιές ανθρώπινης σοφίας δεν κατάφεραν να αποκρυπτογραφήσουν. Μπορεί να είναι κοντά στα θεσσαλικά του παππού μου αυτή η γλώσσα, γι’ αυτό μου έρχονται στο στόμα ανεξέλεγκτα. Η επιστήμη δεν έχει αποφανθεί, ίσως περνάμε μαζί ένα στάδιο που το μεν βρέφος διανύει τις χιλιετίες της ανθρώπινης εξέλιξης μέσα σε λίγους μήνες για να γίνει ανθρωπάκι, η δε γιαγιά βυθίζεται κι αυτή μαζί του σε όσους αιώνες μπορεί, όσο φτάνει για να το πιάσει από το χέρι και να το βοηθήσει ν’ ανέβει. Και φαίνεται ότι στη διαδρομή αυτή δεν υπάρχει φόβος πια για εξάρτηση, συναισθηματικούς εκβιασμούς, έλλειψη σεβασμού. Η ίδια η ηλικία μας μάς εξασφάλισε ανοσία από κάτι τέτοια.


Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024

 ΙΔΡΥΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ ΙΚΑ 

ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ ΟΣΕ

ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ ΟΤΕ 

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

Μεγάλα και βαρύγδουπα και κρατικά τα κτίρια, σαν τους οργανισμούς τους μεγάλους, τους βαρύγδουπους, τους κρατικούς. Καταργήθηκαν, μετακόμισαν, έκαναν τα κουμάντα τους, διαμοιράσαν τα ιμάτια και παράτησαν τα κτίρια τους μέσα στο κέντρο της πόλης να σαπίζουν και να βρωμάνε εκλύοντας μπόχα και αθλιότητα. Μέχρι να μας πέσουν στα κεφάλια κάνουμε πως δεν τα βλέπουμε και τα προσπερνάμε όπως όπως. Μας απασχολεί βεβαίως η αισθητική, πχ τι θα φοράνε οι ιέρειες και τέτοια υψηλά, αυτά που μας τριγυρίζουν φτύνοντας μας για την αντοχή που επιδεικνύουμε είναι πέραν κριτικής, είναι πέρα από τις λέξεις. 

Στη Μαρνη δεν αντέχω να πλησιάσω το κτίριο μαστόδοντο του ΟΣΕ που εκπέμπει κατρουλιλα σε ακτίνα χιλιομέτρου. Πειραιώς και Πατησίων για σήμερα. Δρόμοι κεντρικοί που υποτίθεται ότι εξευγενίζονται. Οποτε το κράτος πολεμα τον εξευγενισμό με τη δικη του βαρβαρότητα.

Σάββατο 9 Μαρτίου 2024

 Ti λύσσα σας έπιασε που το τραγούδι για τη Γιουροβίζιον θυμίζει Ινδία, δεν καταλαβαίνω. Τι κακό έχει η Ινδία δηλαδή; Όταν ήθελε ο Μεγαλέξανδρος να την κατακτήσει, σας άρεσε όμως. Τότε, αν ήσασταν στο στρατό του, δεν θα θέλατε να γυρίσετε back home, στις καλές σας Περσίδες και τη Βαβυλώνα με τα στρωμένα χαλιά, θα ήσασταν από αυτούς που θα φώναζαν, Μπροστά αφεντικό, κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο! 

Κι όταν ο Καζαντζίδης τα έκλεβε τα ινδικά αυτούσια και χωρίς κοπυράιτ, πάλι σας άρεζε. Και κλαίγατε με την καημένη καρδιά, πώς βαστά και δεν ραΐζει. Και πολύ σωστά. Αν δεν είναι η Ελλάδα πύλη της Ινδίας στην Ευρώπη, τότε ποιος είναι; 

Στον ψεύτη ντουνιά τόση απονιά που αντικρίζω, αναρωτιέμαι πώς δεν ραΐζω. Εδώ με την Ινδή μου φίλη, σας κοιτάμε απορημένες, αλλά και αποφασισμένες να μη ραΐσουμε.


Πέμπτη 29 Φεβρουαρίου 2024

 Βρε τους Γάλλους...

Εν αρχή ην η γαλλική πρεσβεία. Δεν έχεις ιδέα τι γραφειοκράτες είναι, μου λέει ο γιος μου, θέλουν το γνήσιο, το πρωτότυπο χαρτί του πιστοποιητικού γεννήσεως. Πρέπει να πας στο Δήμο μαμά μου, συγγνώμη που σε βάζω σε κόπο, να το πάρεις και να μου το στείλεις.

Μάλιστα. Τι άλλο να κάνει η ελληνίδα μάνα παρά να τρέξει αξημέρωτα και με χαρά που μπορεί κάτι να προσφέρει στο ξενιτεμένο, αφού βεβαίως παραλάβει ηλεκτρονικά την εξουσιοδότηση; Έχει γαλλίδα γυναίκα ο ξενιτεμένος, και το παιδάκι τους είναι τριεθνές, γεννήθηκε Άγγλος, τώρα, αν πάνε όλες οι ενέργειες καλά, θα γίνει Γάλλος κι ευρωπαίος. Αλλά οι Γάλλοι δεν χαρίζονται με τα πιστοποιητικά.

Πάω λοιπόν στην οδό Αθηνάς για το πιστοποιητικό γεννήσεως και υπάρξεως του παιδιού μου, λίγο φοβισμένη γιατί θυμάμαι την προηγούμενη φορά που είχα πάει, πριν χρόνια, και γινόταν χαμός. Κόσμος, φασαρία, και οι υπάλληλοι να φωνάζουν ο ένας στον άλλον: «Εδώ η κυρία έχει δυο οικογενειακές μερίδες!». Από τη μια άκρη της μαρμαρόστρωτης αίθουσας στην άλλη αυτό. Να ακούνε όλοι που περίμεναν στις ουρές και να με κοιτάνε επικριτικά. Ή έτσι μου φαινόταν. «Και πώς γίνεται αυτό;» να ρωτάει ο άλλος. «Εχεις δυο γάμους και παιδιά με διαφορετικό επίθετο!» και να θέλω να ανοίξει η γη να με καταπιεί, να απορώ, πρώτη φορά τους τύχαινε στο Δήμο Αθηναίων να δουν τέτοια περίπτωση και περιέφεραν τα χαρτιά κατάπληκτοι και φώναζαν, και με κοιτούσε ο κόσμος σα να έβλεπε εξωγήινο;

Μπαίνω λοιπόν ξανά στο Δημαρχείο, είκοσι χρόνια μετά ή ίσως δεκαπέντε, κι όλα έχουν αλλάξει. Καμία ουρά, άδεια τα μαρμαρένια αλώνια, συγγνώμη, τα σαλόνια, λίγο γκριζαρισμένα τα λευκά μάρμαρα. Ψάχνω τις ταμπελίτσες, βλέπω σε μια «πιστοποιητικά», πάω στο γκισέ, «Σας πειράζει να έρθετε από μέσα;» ρωτάει μια κυρία χαμογελώντας γλυκά.

Τι να με πείραζε; Έπιασα το κινητό με την ηλεκτρονική εξουσιοδότηση και μπήκα. Πέντε υπάλληλοι χαλαροί στα γραφεία τους, και η κυρία μου ξαναχαμογελάει. Εξηγώ τι θέλω. Της δείχνω την εξουσιοδότηση. Τρώει κάτι που δεν βλέπω καλά, είναι τυλιγμένο σε σακούλα. Και συνεχίζει να χαμογελάει.

-Ναι, βέβαια, θα το βρούμε το παιδάκι, μου λέει. Πατάει πλήκτρα, νάτο, το βρήκα εδώ, του Μιχαήλ δεν είναι; Μάλιστα, του Μιχαήλ. Ωραία, τώρα στείλτε μου την εξουσιοδότηση στο μέιλ, και σας βγάζω εγώ αμέσως το πιστοποιητικό. Ε, ξέρω, δεν θα είναι παιδάκι, αλλά εμείς πάντα βλέπουμε μικρά τα παιδιά μας, έτσι δεν είναι;

Κουνάω καταφατικά το κεφάλι. Μέσα μου έτσι τον έχω το σαραντάρη γιο μου, το παιδάκι μου που ζει μακριά, το παιδάκι μου που έγινε πατέρας, αλλά να στο λένε τόσο δημόσια κάπως ακούγεται. Πρέπει να της χαμογελάσω κι εγώ, σκέφτομαι, και καραδοκώ το επόμενο πλατύ χαμόγελο της, ανταποκρίνομαι. Τα φωτοτυπικά μουγκρίζουν λίγο καθώς ετοιμάζουν το χαρτί μου.

Από τους πέντε υπαλλήλους οι τέσσερεις είναι υπέρβαροι, με σοβαρό πρόβλημα κινητικότητας. Μια γυναίκα που σηκώνεται από απέναντι, δυσκολεύεται να περπατήσει, θα πρέπει να χάσει πενήντα κιλά τουλάχιστον για να μπορεί να το κάνει χωρίς δυσκολία. Κοιτάζω και τους άλλους. Ένας άντρας βυθισμένος στο θώρακα του, σε ακόμα χειρότερη κατάσταση. Μια νεώτερη κοπέλα απλώς παχουλή, με βαμμένα μυτερά νύχια. Μακάρι να ασχολείται με τα νύχια της και να μη χρειάζεται να τρώει συνέχεια, να μη γίνει σαν τους άλλους, εύχομαι σιωπηλά.

Η χαμογελαστή μου ανεμίζει το χαρτί, χα χα, έβαλα και την προσωπική μου σφραγίδα, λέει. Αλλά αμέσως μετά το τραβάει πίσω αντί να μου το δώσει και λέει στην απέναντι νεαρή: «Αχ, παραλίγο να ξεχάσω τη σφραγίδα, έλα να το σφραγίσεις!»

Ξεκινάει η νεαρή, ρίχνει τρεις μεγαλοπρεπείς σφραγίδες, ωραία, θα χαρούν οι Γάλλοι σκέφτομαι, και καθώς το κρατά να μου το δώσει:

-Πρέπει να πάτε στο υπουργείο Εσωτερικών για το αποστάιλ, μου λέει

-Τι είναι αυτό;

-Το αποστάιλ. Υπουργείο εσωτερικών, Κατεχάκη 56. Κι ύστερα θα το μεταφράσετε, αλλά πρώτα αποστάιλ!

-Δεν κατάλαβα, συγγνώμη!

-Καλά, απλώς πηγαίνετε Κατεχάκη 56. Πρέπει να πάρτε ένα χαρτί ακόμα, εντάξει; Να σας γράψω τη διεύθυνση;

Και γέρνει το κεφάλι χαμογελώντας πάλι.

-Όχι δεν πειράζει, τη θυμάμαι.

Βγαίνω ανεμίζοντας το χαρτί μου και περπατώ ως το Μοναστηράκι να πάρω το μετρό. Το κρατάω προσεχτικά, και μετά από λίγο προσέχω μια λαδιά στη μέση του κενού ανάμεσα στις σφραγίδες. Αυτό λοιπόν εννοούσε ‘προσωπική σφραγίδα’ η γλυκούλα. Και δεν σκέφτηκε να τυπώσει πάλι το χαρτί. Τι θα λένε οι Γάλλοι αν το δουν; Σίγουρα δεν θα μπορούν να φανταστούν την εικόνα των υπέρβαρων υπαλλήλων. Έχουν μείνει οι έρμοι χωρίς δουλειά, βαράνε μύγες, πλήττουν κι όλο τρων. Κύριε Πιερακάκη, μήπως το παρακάνατε με την ψηφιοποίηση;

Φτάνω με το μετρό στην Κατεχάκη. Βρήκα και θέση, τυχερή ήμουν. Περιμένω στο φανάρι κάμποσο, δεν ανάβει το πράσινο. Να πάω από την πεζογέφυρα Καλατράβα; Μπα, όχι, όλοι περιμένουν στο φανάρι. Αλλά δεν ανάβει με τίποτε. Περνούν με κόκκινο. Εγώ φοβάμαι. Αποφασίζω να πάω στη γέφυρα.

Τις σκάλες τις κλείνει μια παρέα κουρασμένων ανθρώπων που έχει απλωθεί κατά μήκος. Δεν τους ενοχλώ. Καλώ το ασανσέρ. Είναι όλο τζάμι, φοβερα βρώμικο και με χιλιάδες κολλημένα χαρτιά, αλλά δουλεύει. Πατάω το κουμπί, κάνω και το σταυρό μου.

-Μαμά, από πότε κάνεις το σταυρό σου; Νόμιζα ότι είσαι άθεη, μου είπε πριν λίγο καιρό ο μικρότερος γιος μου.

-Αποφάσισα να μεταχειρίζομαι κάθε μέθοδο αυτοκαθησυχασμού, δεν έχω δόγματα, σκέφτηκα και του απάντησα.

Γρουκου- γρούκου, δούλεψε το ασανσέρ. Έκλεισαν οι πόρτες, ανέβηκε, άνοιξαν οι πόρτες. Παίρνω βαθιά ανάσα, αναρωτιέμαι αν η καρδιά επιβαρύνεται από τρομάρες τέτοιου τύπου. Βλέπω μια γυναίκα στην απέναντι μεριά να βγαίνει από το απέναντι ασανσέρ, άρα δουλεύει κι εκείνο. Μπαίνω λίγο πιο ξεθαρρεμένη, είναι σε χειρότερη κατάσταση, αλλά βγαίνω σώα και αβλαβής. Ζήτω! Περνάω από το σκουπιδαριό του χώρου κάτω από τη σκάλα και είμαι σε κανονική πεζοδρόμιο εντος δευτερολέπτων, δηλαδή στενό, γεμάτο εμπόδια κλπ.

Ίσως όταν κανείς εχει συνηθίσει κάποιες διαδρομές, δεν του κάνουν πια εντύπωση η βρώμα και η αδιαφορία. Από αυτά τα μέρη όμως δεν έχω ξαναπεράσει και με στεναχωρούν. Αυτή η πεζογέφυρα ποιος ξέρει πόσο κόστισε, κι έχει τη γνωστή λεηλατημένη όψη όλων των δημόσιων χώρων στην Ελλάδα. Προχτές είχα τη φαεινή να κατέβω στην παραλία από το ΚΠΙΣΝ, και βρέθηκα σε φραγμένες σκάλες, εκεί που μόλις το καλοκαίρι είχαμε κατέβει για βόλτα, μπερδεύτηκα, κόντεψα να χαθώ.

Τέλος πάντων, φτάνω στο 56 της Κατεχάκη. Σφραγίδα της Χάγης το λένε το γραφείο. Μια σκουροντυμένη νεαρή μου απλώνει μια κάρτα:

-Αν χρειαστείτε επίσημη μετάφραση, είμαστε στο παραπάνω τετράγωνο, μου λέει.

Δεν ξέρω αν θα χρειαστώ μετάφραση, οπότε παίρνω την κάρτα. Ανεβαίνω από τη γνωστή βρώμικη σκάλα που έχουν όλες οι δημόσιες υπηρεσίες, βρίσκομαι σε ένα γραφείο με έναν συμπαθή νεαρό, σοβαρός και μορφωμένος φαίνεται. Του τείνω το χαρτί.

-Ξέρω, ξέρω, οι Γάλλοι επιμένουν για το αποστάιλ, ενώ έχουμε υπογράψει δυο διακρατικές συμφωνίες και είμαστε και μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, λέει. Μου ετοιμάζει ένα ακόμα χαρτί.

-Χρειάζεται και μετάφραση;

-Όχι, λεει.

-Σίγουρα;

-Σιγουρότατα. Το βάζετε σε ένα φάκελο και το στέλνετε!

Αφού είναι τόσο κατηγορηματικός, παίρνω το αποστάιλ μου και φεύγω. Τηλεφωνώ στο γιο μου.

-Καλύτερα κάνε και μια μετάφραση, μου λέει εκείνος.

Να κάνω και μετάφραση. Μπαίνω στο γραφείο που μου υπέδειξε η νεαρή, και λίγο τα χάνω. Στο τοίχο μια τεράστια τοιχογραφία με κόκκινο φόντο, δείχνει τον Λένιν να μιλάει σε μια διαδήλωση. Με πελώρια γράμματα γράφει: «Προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε!» (Στα ρώσικα. Πώς το κατάλαβα; Από τη λέξη προλετάριοι) Στον άλλο τοίχο ένα τεράστιο πορτραίτο του Τσεγκεβάρα. Στο τραπέζι ντάνες με Ριζοσπάστη. Παντού φωτογραφίες από την ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος.

-Κάνετε μεταφράσεις αγγλικά και γαλλικά; ρωτάω.

-Ναι, εξήντα ευρω τα αγγλικά, εβδομήντα τα γαλλικά. Και αργούν τρεις μέρες, τα γαλλικά.

-Τόσο ακριβά;

-Σαράντα κάνει μόνο η κρατική πιστοποίηση. Θέλετε και ΦΠΑ; Χωρίς ΦΠΑ…

Εκείνη τη στιγμή βλέπω ένα χαρτί ανάμεσα στα συνθήματα του γραφείου. «Το κατάστημα δεν διαθέτει POS, πληρωμή μόνο με μετρητά»

-Αφήστε, λέω, δεν έχω μετρητά.

-Είμαστε ανοιχτά κάθε μέρα, από τις 8 το πρωί, με πληροφορεί.

-Εντάξει, ευχαριστώ.

Έμεινα με την απορία, από πού θα το έκοβε το ΦΠΑ.

Αποφασίζω να ακολουθήσω τη συμβουλή του υπαλλήλου της σφραγίδας. Άρα θα πάω πίσω στο μετρό, να κατέβω Σύνταγμα, για το Ταχυδρομείο. Το μόνο Ταχυδρομείο πλέον που λειτουργεί και είναι ωραίο, καθαρό, σχεδόν ανταποκρίνεται στην πολυτέλεια του κτιρίου.

Βρε τους Γάλλους όμως… βρε τους Γάλλους…

Παρασκευή 12 Ιανουαρίου 2024

Poor old things

Μου αρέσει που μιλάμε με πάθος για το Poor things, ταινία που βασίζεται σε ιδιοφυές βιβλίο. Η  ιδέα του Άλασταιρ Γκραίυ με την μεταμόσχευση βρεφικού εγκεφάλου σε σώμα νεαρής γυναίκας και η φαντασία που ξεχειλίζει από κει και πέρα είναι συναρπαστικά. Γέλασα πολύ με το βιβλίο, γέλασα και με την ταινία. Αλλά πλέον με την καθημερινή συζήτηση μου έχει κολλήσει το ανάποδο. Τι θα συνέβαινε αν έμπαινε ο εγκέφαλος γριάς γυναίκας σε σώμα νέας; 

Θα μου πείτε, αυτό δεν είναι καθόλου πρωτότυπο. Περίπου μας συμβαίνει, όλες οι γριές ζούμε σε σώμα φαντασιακό, είμαστε νέες στην ψυχή, ξεχνάμε τις περισσότερες ώρες της μέρας ότι το σώμα μας έχει γεράσει. Ζωηρές κι αποφασιστικές ξεκινάμε τη μέρα, και μας ξαφνιάζει η κούραση, το λαχάνιασμα στην παραμικρή προσπάθεια, οι πόνοι των αρθρώσεων, ακόμα και το πρόσωπο μας στον καθρέφτη. 

Δεν έχει άρα το ίδιο ενδιαφέρον, αφού είναι κάτι που σχεδόν συμβαίνει στη ζωή μας, αλλά σκέφτομαι ότι λίγο πολύ ένας γηραιός εγκέφαλος που έχει κρατήσει τη μνήμη του, σε νέο σώμα, θα μπορούσε ενδεχομένως να φερθεί όπως η Μπέλα Μπάξτερ, σαν αθώο βρέφος που ανακαλύπτει τη χαρά της ζωής και της γενετήσιας ορμής. Τι θα μπορούσε να συγκρατήσει την ευτυχία της δυνατότητας να χρησιμοποιήσει κάποια ένα σώμα νεανικό έχοντας την ωριμότητα και τη γνώση του γήρατος, (si la jeunesse savait, si la vieillesse pouvait); Μια τέτοια γυναίκα θα μπορούσε να μπλέξει σε περιπέτειες πιο ενδιαφέρουσες, πιο επιλεγμένες, πιο ακραίες από της Μπέλλας, έστω και με το ίδιο τέλος (στροφή σε ιατρική καριέρα). Αν ήμουν εγώ ας πούμε που ξυπνούσα από ένα ατύχημα στο σώμα ενός κοριτσιού που μόλις μπαίνει στην εφηβεία, τι θα έκανα; 

Κατ’ αρχήν θα το κοίταζα καλά καλά το σώμα. Πώς είναι; Μ’ αρέσει; Είναι ίδιο με το δικό μου στην εφηβεία, που ήταν τέλειο αλλά δεν το ήξερα κι όλο γκρίνιαζα για το μεγάλο στήθος και τα σγουρά μαλλιά; Έχω περάσει πολλές δεκαετίες να το συλλογίζομαι, οπότε δεν μπορώ να το αρνηθώ. Α, ναι, αλήθεια, είναι αρκετά σγουρά τα μαλλιά; Γιατί τώρα πλέον ξέρω και είμαι σε θέση να εκτιμήσω, οπότε, μην ξυπνήσω με τίποτε ολόισια πράσα μαλλιά, γιατί θα τα ξερριζώσω από τσαντίλα. Ή με το στήθος -σιδερώστρα που ονειρευόμουν τότε. Όχι, πρέπει να πάρω πίσω το αίμα του εφηβικού μου κόμπλεξ, θέλω το σωματάκι μου στα 14 ολόιδιο. 

Δεν ξεκινάμε καλά, θα μου πείτε. Ας συμβιβαστώ με κάτι λιγότερο, άντε ας πούμε μέχρι το ίδιο σώμα, ολόιδιο σε ξανθιά εκδοχή με γαλάζια μάτια. Ως εκεί, τίποτε λιγότερο. Μελαχρινή εκδοχή με μαύρα μάτια; Μα για ποιο λόγο; 

Μπερδεύεται από την αρχή το σενάριο. Μικροπροβλήματα. Ας βρεθεί ένας τρόπος να έχω ακριβώς το ίδιο σώμα, το οποίο αυτή τη φορά θα το φροντίσω όπως δεν το έκανα ποτέ. Θα γραφτώ σε μπαλέτο, σε γιόγκα, σε κολύμβηση, όλα μαζί. Σε ορειβατικούς συλλόγους. Σε ιστιοπλοϊκά μαθήματα. Σε ό,τι μου γυάλιζε τέλος πάντων. Κυρίως, με βήματα μεγάλα και γεμάτα θάρρος θα εισβάλω κι εγώ σε κάθε σημείο της γης που θα μου προκαλεί ενδιαφέρον, σε χορούς, σε ακριβά ξενοδοχεία, σε παλάτια κάθε είδους, σε οίκους μόδας με σαλόνια για ατομικές επιδείξεις, και με την άνεση που ποτέ πριν δεν είχα, θα σαρώνω  βεβαίως τις κατακτήσεις κι όλα τα σχετικά. Αντί για την αμνησία της Μπέλλας θα έχω την απλή αφηρημάδα της Άννας και μνήμη βαριά από προσωπικά τραύματα που θα μου έχουν δημιουργήσει ανοσία απέναντι σε απόπειρες νέων τραυμάτων. 

Δεν θα ήταν πρωτότυπος ο χαρακτήρας. Στη λογοτεχνία ένα σωρό νέες γυναίκες έχουν μυαλό γριάς σοφής ή ενοχλητικής, συνδυάζοντας πιθανόν στο μυαλό του συγγραφέα την ωριμότητα της μαμάς τους με το κορμί του εφηβικού τους έρωτα. Πάρτε τις διάφορες Λολίτες που δίνονται στο σεξ χωρίς πρόβλημα πριν καλά καλά αναπτυχθούν σα γυναίκες. Ποτέ δεν με έπεισαν. Ενώ η Μπέλα Μπάξτερ με το μυαλό μωρού, ελεύθερη από ανατροφές και οικογένειες, αυτή μάλιστα, με πείθει ότι δίνεται στη χαρά του σεξ σαν καθαρό σώμα με καθαρό μυαλό. Και η γριά που μεταμορφώνεται σε νέα ομοίως, έχει ξεπεράσει τα ταμπού και τις αναστολές, έχει φτάσει στην πηγή ενώ την εγκαταλείπει το σαρκίο. Εκτός αν βαριέται, και το ρίξει κατευθείαν στις σπουδές, αφήνοντας τα θύματα της γοητείας της να ξεροσταλιάζουν. Παλιακό, αλλά διασκεδαστικό κι αυτό. 

Μπορεί να μην είναι και τόσο βαρετή η υπόθεση. Αν βγει η ηρωίδα αστεία τα υπόλοιπα θα λυθούν, και θα ταυτιστούμε μαζί της όλες εμείς οι απολύτως ξαφνιασμένος από τη φθορά άγουρες μαθήτριες του 60, κι ούτε καν εκδρομείς. Θα περάσουμε ωραία.

 

 

Τετάρτη 3 Ιανουαρίου 2024

Καλή θητεία δήμαρχε

 

Αγαπητέ μας δήμαρχε, εύχομαι καλή δύναμη στο δύσκολο έργο σου, θα σου χρειαστεί πολύ, αν κρίνω από την τελετή ορκωμοσίας και τις γκρίνιες που προκάλεσε. Σε κάθε βήμα σου αυτό θα συμβαίνει, κριτική από δεξιά κι από αριστερά, πολύ συχνά ανούσια και άδικη. Δεν θα είναι εύκολο να διατηρήσεις την ψυχραιμία σου, την οποία ωστόσο χρειάζεσαι πολύ, κι εμείς οι κάτοικοι αυτής της πόλης τη χρειαζόμαστε περισσότερο. 

Δήμαρχε μας, διαδέχεσαι έναν δήμαρχο που έχασε τις εκλογές για έναν παράξενο λόγο: Ο Κώστας Μπακογιάννης έσπασε τα νεύρα των Αθηναίων με τα έργα στην Πανεπιστημίου, αυτό το ράβε- ξήλωνε που κράτησε σε όλη τη θητεία του. Και λέω παράξενο επειδή συνήθως οι Αθηναίοι ψηφίζουν σα να ζουν κάπου άλλού, σαν να μην τους αφορά ό,τι συμβαίνει στην πόλη, σα να έχουν παραιτηθεί από κάθε ελπίδα βελτίωσης της καθημερινότητας και να μπορείς εύκολα να τους δελεάσεις με μια φαντασμογορική χριστουγεννιάτικη διακόσμηση.

Αυτή τη φορά όμως ψήφισαν σαν αληθινοί περιπατητές του κέντρου, σαν κάτοικοι της πόλης τους. Ίσως να έχουμε πλέον μπουχτίσει αυτή τη συμπεριφορά, ίσως είναι ευκαιρία να προσληφθεί αυτό το μήνυμα, και να ελπίσει κανείς ότι κάποια πράγματα μπορεί να αλλάξουν. 

Παίρνω το θάρρος λοιπόν δήμαρχε μας να σε συμβουλεύσω ως μακράς θητείας περιπατητής στην πόλη μας: Μην πιάσεις κι εσυ τα μεγάλα έργα, να χαρείς. Μην αρχίσεις να αναπλάθεις την Ομόνοια, την Πανεπιστημίου, τον Εθνικό κήπο, τα πάρκα, τα φαρδιά πεζοδρόμια και τις μεγάλες πλατείες, όλα τα μέρη που είναι ήδη μεγάλα και ωραία. Μόνο συντήρηση θέλουν αυτά, το έχουμε πια καταλάβει. Λίγη καθαριότητα, λίγη καθημερινή, βαρετή αλλά αναγκαία φροντίδα. Υπάρχουν όμως τόσα μέρη δίπλα σ’ αυτά που χρειάζονται αληθινή παρέμβαση. 

Πάρε την Πανεπιστημίου και την ατυχή ανάπλαση: δίπλα είναι η Σταδίου, θλιβερή και κακοποιημένη, με κλειστά μαγαζιά, μουτζουρωμένα ερείπια, και ένα πεζοδρόμια στη γωνία με Αιόλου που βυθίζεται από το 1980, όταν έβαλαν φωτιά στον Κατράντζο. Είναι κι αυτός σημαντικός δρόμος, δήμαρχε μας, και χρειάζεται πολλά. Στρέψε εκεί τη δράση και το ενδιαφέρον, θα εκτιμηθεί κάθε βήμα που ίσως καταφέρεις να κάνεις. Καταλαβαίνουμε ότι δεν είναι δουλειά δημάρχου να ζωντανέψει ένα ολόκληρο προβληματικό κομμάτι του κέντρου, όμως κάτι θα μπορεί να κάνει. Ψάξε το.

Κι έπειτα, ρίξε μια ματιά στα ερείπια του κέντρου, σκεπασμένα με κουρελιασμένες λινάτσες ή γυμνά, που σαπίζουν τριγυρισμένα από τα νέα μας πρότζεκτ, και σκέψου κι εκεί μήπως μπορεί κάτι να κάνει η δημαρχία; Και τα παρατημένα γιαπιά σε κάθε γειτονιά, ίσως κι αυτά υποπέσουν στην αντίληψη σου. Κάποιος νόμος, κάποιος κανονισμός, δεν θα υπάρχει να μπορείς να τα αλλάξεις;

Έχουμε μάθει αγαπητέ δήμαρχε να ζούμε στην πόλη αυτή με το κεφάλι κάτω, αναγκαστικά, γιατί αλλιώς θα σκοντάφτουμε σε κάθε βήμα, κι αυτή η στάση μας έχει εξασκήσει στο συμβιβασμό. Δεν ξέρουμε να ζούμε και να ζητάμε καλύτερη καθημερινότητα. Περπατάμε στους δρόμους γιατί τα πεζοδρόμια δεν μας χωράνε, η ζωή μας κινδυνεύει κάθε λεπτό. Για δες λοιπόν εκείνες οι στοές που έγιναν στις γειτονιές για να φαρδύνουν τα πεζοδρόμια, μήπως γίνεται με κάποιο τρόπο να ενωθούν μεταξύ τους; Και μη μου πεις ότι είναι θέμα υπουργείου τάδε, δεν αντέχουμε πια να ακούμε τέτοια. Βρες εσυ τα ζητήματα και πες τα, και ανάδειξε τα. Έχουμε κουραστεί και μπουχτίσει, θα τα καταλάβουμε, πιστεύω. 

Η αλήθεια είναι πως η συνεργασια με τους πολίτες δεν γίνεται αυτονόητα. Ας πούμε, ο μπλε κάδος μας ανακύκλωσης είναι καθημερινά γεμάτος σκουπίδια, οπότε, όλη η δική μου προσπάθεια, που καθαρίζω τα κεσεδάκια και τις κονσερβες, πάει χαμένη, αφού τελικά αναγκάζεται το απορριματοφόρο να τα μαζέψει όλα μαζί. Κάπως πρέπει να εκπαιδευτούν οι δημότες, και φοβάμαι ότι άλλη εκπαίδευση από τα πρόστιμα δεν έχει βρεθεί. 

Σε κάθε περίπτωση αγαπητέ δήμαρχε, σου εύχομαι καλή χρονιά και καλή θητεία. Έχω πολλές ιδέες να σου πω ακόμα, αλλά θα τελειώσω με μια γενική προτροπή. Μην απαξιώσεις όλα όσα έκανε ο προηγούμενος. Κράτα μια συνέχεια στα πεπραγμένα, στις καλές ιδέες, αναγνώρισε τις. Η πολιτική στάση απαξίωσης των αποχωρούντων, με κάποιο παράξενο τρόπο, έχει κακές επιπτώσεις στη δική μας καθημερινότητα. 

Καλή δύναμη. 

 

 

Πόσο δύσκολο να γίνει το προσωπικό, πολιτικό.

Τη νύχτα που έφτασε ο Καραμανλής στο Ελληνικό να αναλάβει τα ηνία της χώρας που είχε βρεθεί στο χείλος του γκρεμού, πενήντα χρόνια πριν, δεν...