Κυριακή 17 Δεκεμβρίου 2017

Φως στην άκρη του τούνελ


Έπρεπε να το ψυλλιαστώ όταν μπήκα στο βαγόνι βιαστικά, και το τραίνο δεν ξεκινούσε. Κόσμος, πήχτρα, μέσα κι έξω στο σταθμό της Βικτώριας. Περνάνε δυο λεπτά, περνάνε τρία, έμπαινε συνέχεια κι άλλος κόσμος. Κάτι τρέχει, ας βγω καλύτερα, σκέφτηκα, αλλά είχε ήδη πήξει ο χώρος μπροστά στην πόρτα, και τέλος πάντων ακούστηκε το σφύριγμα, έκλεισαν οι πόρτες βογγώντας, ξεκίνησε βαρύς και βασανισμένος ο συρμός. Πήγε λίγο, σταμάτησε, έσβησαν τα φώτα. Και τότε οι καθισμένοι επιβάτες μπροστά μου, επιβάτιδες μάλλον όλες, άρχισαν τις αποκαλύψεις:
-Έτσι μας πάει από τη Νέα Ιωνία, μιάμιση ώρα είμαστε μέσα!
-Μία ώρα και σαράντα λεπτά!
-Μα πώς είναι δυνατόν;
Θα είχα βγει εγώ, θα είχα ξεκινήσει με τα πόδια! Μπήκα επειδή ήταν σαρδέλες οι άνθρωποι στο τρόλεϊ, κλειστό και το κέντρο, αλλά πού να φανταστώ τι με περίμενε. Πώς μπορούν και δείχνουν τόση καρτερία, νέες γυναίκες;
Ξεκίνησε πάλι το τραίνο, πήγαινε αργά αλλά προχώρησε πολύ. Ήμουν στο τελευταίο βαγόνι, είχα σκεφτεί να πάω εκεί για να βρεθώ στο σωστό σημείο στο Μοναστηράκι για την αλλαγή. Τώρα το μετάνιωνα. Λίγο πριν την Ομόνοια στάματησε πάλι. Την υπομονή σας παρακαλώ, είπαν τα μεγάφωνα, υπάρχει διακοπή ρεύματος. Γίνονται εργασίες επιδιόρθωσης.  Έσβησαν και τα φώτα. Δυο λάμπες μόνο, μια μπρος, μια πίσω. Οι άνθρωποι όλοι σα σκιές, έμειναν ακίνητοι. Ένα μωρό κλαψούρισε στη μακρινή άλλη άκρη. Στο σκοτάδι τα πρόσωπα των καθιστών γυναικών γυάλιζαν από ιδρώτα.
Δεν έχω πάθει ποτέ κρίση πανικού, δεν έχω φοβίες απ’ όσο ξέρω, φοβιτσιάρα σε πλαίσια ελεγχόμενα όσο γίνεται, ναι. Αλλά ιστορίες φρίκης σε τούνελ έχουμε όλοι δει και διαβάσει, άσε πια το υποσυνείδητο που τις φτιάχνει μόνο του. Ίσως γι αυτό μείναμε όλοι σιωπηλοί, καμία φωνή, καμία διαμαρτυρία. Ψιθυριστά μιλούσαν οι γυναίκες:
-Θέλετε λίγο μανταρινάκι; Θα σας κάνει καλό η μυρωδιά, θα σας συνεφέρει!
-Ευχαριστώ, θα πάρω. Πόσο μακριά είμαστε απ’ το σταθμό;
Πέρασα ανάμεσα απ’ τα πόδια τους και πήγα στο παράθυρο, έβγαλα έξω το κεφάλι μου. Φαινόταν στο βάθος ο σταθμός της Ομόνοιας, πορτοκαλής.
-Κοντά είναι. Πάμε και με τα πόδια αν χρειαστεί.
-Έχει φως;
-Έχει!
-Α, ευτυχώς!
-Εγώ έχω καραμελίτσα, αν θέλετε.
-Ευχαριστώ! Μου θυμίζετε μια ελληνική ταινία με τη Δέσποινα Στυλιανοπούλου που είχε ένα καλάθι και μοίραζε στο τραίνο...
-Τα θυμάμαι τα καλάθια εκείνα, με το ραμμένο πανί...
Ξανανάβει το φως, αναστεναγμός ανακούφισης, ξανασβήνει. Πάλι και πάλι, τρεις φορές. Η κουβέντα αλλάζει τόνο, τα κακά της Ελλάδας αραδιάζονται σαν σε συνεδρία ομοιοπαθητικής, η ευθύνη των πολιτικών ζυγίζεται και υπάρχουν κάποιες διαφωνίες ως προς την κατανομή τους ανά κόμμα. Αναρωτιέμαι αν όντως είμαι άνθρωπος που μόνο φοβάται αλλά δεν έχει φοβίες, πλησιάζω πάλι στο παράθυρο να δω το φως στην άκρη του τούνελ, μετράω το χώρο δίπλα στο συρμό, χωράει να περπατήσουμε; Δύσκολο. Τα πρόσωπα γυαλίζουν όλο και πιο έντονα, βγάζουμε κασκόλ και μπουφάν στα μισότυφλα. Η έννοια της κυκλοφορίας του αίματος ταυτίζεται με τη δυνατότητα κυκλοφορίας των συρμών. Αν φτάσει στην Ομόνοια και ανοίξει τις πόρτες, δεν θα ξανακατέβω ποτέ σε τούνελ. Έχουν εγκαταλειφθεί οι φλέβες της πόλης αυτής, κάθε στιγμή μπορεί να συμβεί θρόμβωση, να γίνουμε πηγμένο αίμα. Δεν χρειάζονται τρομοκράτες καν, η απάθεια θα μας σκοτώσει.
Αφού ακούσουμε την ιστορία της ακριανής, που ζούσε στη Γαλλία κι ήρθε στην Ελλάδα το 1986, εποχή της πλαστής ευημερίας, όπως τη χαρακτήρισε η απέναντι, ξεκίνησε πάλι βογκώντας ο συρμός. Πετάχτηκα έξω στην Ομόνοια, φαινόταν όλα να πηγαίνουν καλά, αλλά δεν ήθελα να αντικρίσω την αλήθεια σχετικά με τη δυνατότητα μου να αποκτήσω φοβίες.
Ανέβηκα στην πόλη, περπάτησα ως την Ακαδημία, μπήκα σε ένα μοναδικό και πηγμένο λεωφορείο, το επόμενο θα περνούσε σε 24 λεπτά, και πήγαμε ως τη Βουκουρεστίου. Εκεί, αφού περιμέναμε τέσσερα φανάρια, μας ανακοίνωσαν ότι γίνεται πορεία στην Αμερικανική πρεσβεία και μπλοκαριστήκαμε. Κατεβήκαμε, πήγα με το πόδια τον υπόλοιπο δρόμο, ανασαίνοντας με απόλαυση τον βαρύ αέρα. Τουλάχιστον ήμουν έξω απ’ το τούνελ. Ποιοι έκαναν πορεία; Οι συνταξιούχοι. Άραγε να απήλαυσαν την επίγνωση των συνεπειών της πορείας τους; Ελπίζω ναι, γιατί να εμποδίσουν την περικοπή των συντάξεων ξέρουμε όλοι καλά ότι δεν υπάρχει περίπτωση.
http://www.athensvoice.gr/life/urban-culture/athens/408484_fos-stin-akri-toy-toynel


Τετάρτη 13 Δεκεμβρίου 2017

Του 60 η Ομόνοια

Δεν ξέρω πώς ξεκίνησε η συζήτηση για τη δεκαετία του 60, αλλά πολύ μου αρέσει. Ήμουν τότε παιδίσκη, καταλαβαίνετε. Στην Αθήνα, στο κέντρο, με πήγαινε βόλτα ο μπαμπάς μου κάθε Χριστούγεννα, στο τοπίο που θαυμάζουμε τώρα μόνο από τη φωτογραφία του Μπαλάφα. Ήταν όντως γεμάτη φώτα η Σταδίου και η Πατησίων και η Αιόλου, η οποία δεν ήταν πεζόδρομος, αλλά πεζοδρομούνταν από τους πάγκους που στήνονταν εκεί για τη χριστουγεννιάτικη αγορά. Τα φώτα νικούσαν τρόπον τινα το κρύο, είτε με τη λιγοστή τους θερμότητα,  είτε ζεσταίνοντας τις λαχτάρες και τις αισθήσεις μας. Νομίζαμε ότι μπαίναμε στην καρδιά της πόλης, που δεν ήταν φιλική γενικά για ένα παιδί, ούτε και τότε. Εκείνες τις μέρες όμως σα να γλύκαινε και να άνοιγε χαμογελαστή, σα να μας υποσχόταν ότι θα την είχαμε κάποτε δική μας, ότι θα ήταν ο τόπος όπου θα κινούμασταν κι εμείς με άνεση και θα κατακτούσαμε τα μυστικά και τους θησαυρούς της.  Με τη διαφορά ότι τότε τα παιδιά κυκλοφορούσαμε ακόμα, άρα κι οι γονείς μας θα πίστευαν ότι όσο κι αν ήταν επικίνδυνη και χαοτική, άξιζε τουλάχιστον τον κόπο να τη δει κανείς.
Δεν μπορώ να νοσταλγήσω εκείνα τα Χριστούγεννα, δεν αντέχω ουτε καν να αναλογιστώ την προσδοκία. Δεν μας άρεσε η πολυκοσμία στα λεγόμενα Χαυτεία τότε, πού να φανταστούμε την ερημιά που θα έφερνε η κάποιου είδους γκρίνια. Ποιος γκρίνιαξε, ποιος κατηγόρησε τα χαμηλά καταναλωτικά ένστικτα του λαουτζίκου, κι είκοσι χρόνια μετά βρέθηκε ο εμπρηστής του Μινιόν και του Κατράντζου και των άλλων θεωρούμενων μεγάλων μαγαζιών να τιμωρήσει τις επιθυμίες και τις ψευδαισθήσεις; Κι άλλα σαράντα κοντεύουν να περάσουν κι η περιοχή αντί να συνέλθει, αντί να βρει κουράγιο να στολιστεί, όλο και χειρότερα μιζερεύει. Ποιος θα το φανταζόταν τότε από τα παιδιά που χαζεύαμε την έστω φτηνή της λάμψη, ότι ήταν τόσο εύθραυστη, η θεωρούμενη σκληρή Ομόνοια; Λες και κάθε κουβέντα που είπαμε, κάθε κριτική, κάθε γκρίνια, κάθε εχθρική σκέψη για το δημόσιο χώρο, κάθε πίκρα και κάθε μυστική κατάρα, κάθε στιγμή θυμού, πραγματώθηκε στους τοίχους και τα μαγαζιά της, ενώ δεν μπορεί να πραγματωθεί η μετάνοιά μας, όση έχουμε, αν έχουμε.

Μόνο τσιγγανάκια και μεταναστόπουλα βλέπω πια στα μέρη αυτά, τα μαύρα κι άραχλα, που τους γυρίσαμε την πλάτη. Να ξεγελιούνται άραγε λίγο από τα εναπομείναντα φώτα, να επενδύουν κάποια επιθυμία εδώ, ανάμεσά μας; https://www.efsyn.gr/arthro/toy-60-i-omonoia

Πέμπτη 7 Δεκεμβρίου 2017

Όλα σέξι κι όποιος αντέξει



Πρέπει να είμαστε πολύ απελπισμένοι, βαθιά μέσα στην κουλτούρα μας, για να αποφασίζει μια διάσημη τραγουδίστρια να δηλώσει ότι θέλει να βγει στο βουνό αντάρτισσα για να πολεμήσει τον καπιταλισμό και τις παραφυάδες του. Πρέπει να είμαστε πολύ καθηλωμένοι σε γούστα και αισθητικούς κάλυκες, πώς να το πω αλλιώς, δεκαετίες μετά την Αλίκη Βουγιουκλάκη που δήλωνε η έρμη ότι είναι αναρχική, στον κολωφώνα της καριέρας της, για να δώσει μια νότα μοντέρνα στο πρόσωπό της, κάτι σαν πρόσθετο λίφτινγκ τότε που ακόμα οι μέθοδοι κατά των ρυτίδων δεν είχαν προχωρήσει. Με τις ρυτίδες των μυαλών τα πηγαίναμε από τότε καλύτερα, δεν ρυτιδώνουν, δεν ωριμάζουν, ολόιδιες συγκινήσεις από τότε μέχρι τώρα, αντίσταση, αντάρτισες, ληστές τραπεζών αναζητά η άλλη για το κόμμα της, πρόεδρος της Βουλής κάποτε, από τις πιο αυταρχικές παρουσίες που πέρασαν στο θέατρο της πολιτικής. Γοητεία μας ασκεί λοιπόν ακαταμάχητη το ίδιο πάντα πρότυπο του ατόμου που τίποτε δεν σέβεται, κι ας έχουμε γεμίσει υπερήλικες -κατά τις στατιστικές- που χρειάζονται σεβασμό για να επιβιώσουν, κι ας περιμένουμε σωτηρία από τη νέα γενιά που χωρίς σεβασμό και φροντίδα και στοργή, χωρίς προστασία σε κόσμο χωρίς επιθέσεις δεν μεγαλώνει και δεν ολοκληρώνεται. Εκτός κι αν αυτή η προστασία που προσφέρουν οι γονείς στα παιδιά τους είναι τόσο ολοκληρωτική, που πήζουν πια μέχρι να ενηλικιωθούν, κι η ανάγκη επίδειξης νεανικής επιθετικότητας με την οποία τους προικίζει η φύση στην εφηβεία, αγκυλώνεται πάνω τους και δεν τη χάνουν μέχρι το βαθύ γήρας. Δεν ξέρω τι άλλη εξήγηση υπάρχει γι αυτή τη μόνιμη καθήλωση σε πρότυπα βίας, γιατί άλλο δεν προβάλλεται σ’ όλ’ αυτά περισσότερο από τη βία, η ανατροπή θα μπορούσε να έχει κι άλλες μεθόδους, να γεννά κάπως πιο ποικίλες εικόνες. Αλλά η βία, έτσι γυμνή όπως την πλασάρει η ανυπόμονη λησταρχίνα, εγγυάται ότι δεν θα υπάρχει έλεος για τον αντίπαλο όταν έλθει εν τη βασιλεία της, οπότε να ελπίζουν όσοι την ακολουθήσουν πως θα πάρουν εκδίκηση άμεση και αιματηρή για τα πάντα και δια πάντα. Κι αυτό έχει πέραση, είναι σέξι, τέλος. Αρχέγονοι φόβοι, ανεξέλεγκτες γοητείες. Βοήθειά μας.

Συνεχείς πτώσεις

Οι δρόμοι της Αθήνας, τα όποια πεζοδρόμια της, είναι επικίνδυνα σε κάθε χιλιοστό τους. Η άσφαλτος της είναι γεμάτη σφάλματα. 
Έχει πλάκα που μόλις σκοντάψουμε σε κάποια σπασμένη πλάκα του πεζοδρομίου, εμείς οι Αθηναίοι, ο εμπειρότερος λαός του κόσμου σε σκοντάμματα επί σπασμένων πλακών, και κρίμα που δεν είναι ολυμπιακό άθλημα, εμείς λοιπόν οι Αθηναίοι γυρίζουμε και την κοιτάμε τη σπασμένη πλάκα, να μας πει συγνώμη ξερωγώ, ή να τη δείρουμε όπως κάνουν τα παιδιά, την κοιτάμε επιτιμητικά και ξαφνιαζόμαστε που ουδόλως συγκινείται. Το βλέμμα πάει νοερά στον εργολάβο βέβαια, στους δημάρχους που τόσα χρόνια δεν έκαναν τη μικρή επανάσταση να πουν 'τέρμα οι πλάκες, δεν ξαναστρώνουμε πεζοδρόμιο παρά μόνο με την ειδική ενιαία άσφαλτο ή ό,τι υλικό είναι, κι ας μην μπορούμε έτσι να δίνουμε λεφτά σε εργολάβους κάθε τόσο', ίσως ακόμα και στους περιπατητές που κατάφεραν να περάσουν σώοι τις ίδιες περιοχές και θα θέλαμε να δείξουν κατανόηση.
Τέλος πάντων, κατάφερα να μείνω όρθια, χάρις στον έξυπνο ελιγμό του σώματος μου, χάρις στη γιόγκα όπου μαθαίνω να ισορροπώ -λέγεται γιόγκα- χαθήνα, ειδική για χαθηναίους- και σίγουρα όχι χάρις στα αυτοκίνητα που σπάνε τις πλάκες, τις ρίζες των δέντρων που δεν πειθαρχούν και τους δημάρχους που επιμένουν σε κακές συνήθειες.


Παρασκευή 1 Δεκεμβρίου 2017

Γιόγκα Χαθήνα

Έχει πλάκα που μόλις σκοντάψουμε σε κάποια σπασμένη πλάκα του πεζοδρομίου, εμείς οι Αθηναίοι, ο εμπειρότερος λαός του κόσμου σε σκοντάμματα επί σπασμένων πλακών, και κρίμα που δεν είναι ολυμπιακό άθλημα, εμείς λοιπόν οι Αθηναίοι γυρίζουμε και την κοιτάμε τη σπασμένη πλάκα, να μας πει συγνώμη ξερωγώ, ή να τη δείρουμε όπως κάνουν τα παιδιά, την κοιτάμε επιτιμητικά και ξαφνιαζόμαστε που ουδόλως συγκινείται. Το βλέμμα πάει νοερά στον εργολάβο βέβαια, στους δημάρχους που τόσα χρόνια δεν έκαναν τη μικρή επανάσταση να πουν 'τέρμα οι πλάκες, δεν ξαναστρώνουμε πεζοδρόμιο παρά μόνο με την ειδική ενιαία άσφαλτο ή ό,τι υλικό είναι, κι ας μην μπορούμε έτσι να δίνουμε λεφτά σε εργολάβους κάθε τόσο', ίσως ακόμα και στους περιπατητές που κατάφεραν να περάσουν σώοι τις ίδιες περιοχές και θα θέλαμε να δείξουν κατανόηση.
Τέλος πάντων, κατάφερα να μείνω όρθια, χάρις στον έξυπνο ελιγμό του σώματος μου, χάρις στη γιόγκα όπου μαθαίνω να ισορροπώ -λέγεται γιόγκα- χαθήνα, ειδική για χαθηναίους- και σίγουρα όχι χάρις στα αυτοκίνητα που σπάνε τις πλάκες, τις ρίζες των δέντρων που δεν πειθαρχούν και τους δημάρχους που επιμένουν σε κακές συνήθειες.

Πόσο δύσκολο να γίνει το προσωπικό, πολιτικό.

Τη νύχτα που έφτασε ο Καραμανλής στο Ελληνικό να αναλάβει τα ηνία της χώρας που είχε βρεθεί στο χείλος του γκρεμού, πενήντα χρόνια πριν, δεν...