Το μεσημέρι της
Κυριακής 22 Μαρτίου παρακολουθήσαμε την
Αφγανική Πρωτοχρονιά στην Αθήνα, σε μια
δημοτική αίθουσα πάνω από τα Δικαστήρια.
Είχε τραγούδια, χορό, ομιλίες που δεν
καταλαβαίναμε και την απαγγελία ενός
ποιήματος του Μανώλη Αναγνωστάκη, στα
ελληνικά, από μια νέα κοπέλα. Εκείνου
που αρχίζει με το στίχο: “Όταν μιαν
άνοιξη χαμογελάσει...” και τελειώνει
“...ο γυρισμός πάντα αξίζει περισσότερο”.
Δεν ξέρω αν οι
συγκεντρωμένοι στη γιορτή ονειρεύονται
όλοι να γυρίσουν στον τόπο τους. Έφυγαν
οι περισσότεροι, από τα στρατόπεδα
προσφύγων του Ιράν, όπου είχαν περάσει
συνήθως αρκετά χρόνια χωρίς να μπορούν
να κάνουν πολλά πράγματα για να γλιτώσουν
τη μιζέρια. Στην Ελλάδα μπορεί να είναι
περαστικοί, όσοι εγώ είχα γνωρίσει έχουν
ήδη φύγει για άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Υπάρχουν σίγουρα μερικοί που ζουν χρόνια
εδώ, η νεαρή που απάγγειλε Αναγνωστάκη
θα είναι μία απ' αυτούς.
Τα παιδάκια που
έτρεχαν στο διάδρομο ή άλλαζαν αγκαλιές
στη διάρκεια της γιορτής, θα ζήσουν εδώ
άραγε; Κάποια θα μεγαλώσουν στην Αθήνα,
ή σε κάποια άλλη πόλη, και μια φορά το
χρόνο θα παίρνουν μέρος στην αρχαία
αυτή γιορτή. Θα ξέρουν τι συμβολίζουν
τα αντικείμενα πάνω στο γιορτινό τραπέζι:
μια γλάστρα με λουλούδι, ένα βιβλίο,
λίγα μήλα, μια γυάλα με χρυσόψαρο, δυο
πιατέλες με φυτρωμένη χλόη, σκόρδα,
κεριά, έναν καθρέφτη, βαζάκια με άγνωστα
μπαχαρικά. Αλλά μπορεί και να μην το
μαθαίνουν, να είναι αφηρημένα όταν τους
το λένε οι γονείς και οι παππούδες.
Η αίθουσα στη
γιορτή είναι γεμάτη, δεν περισσεύουν
καρέκλες. Κυρίως άντρες έχουν μαζευτεί,
οι γυναίκες θα μένουν στο σπίτι. Υπάρχουν
μερικές, φοράνε μαντήλα. Όχι όλες. Και
μερικά κορίτσια φοράνε μαντήλα, όχι
όμως όλα. Πόσο υποχωρούν οι αυστηρές
συνήθειες; Είναι πολύ κλειστή, πολύ
συντηρητική κοινότητα, σίγουρα. Τι
σημαίνει γι αυτούς να ζουν στην Αθήνα;
Παίζουν μουσική,
ύστερα χορεύουν. Μόνο άντρες, ένας
ανάμεσά τους ντυμένος με άσπρη κελεμπία
κουνιέται με θηλυπρέπεια. Θυμίζει την
απαγορευμένη πλέον παράδοση των “πουστ”
στην Τουρκία, νεαρούς άντρες που ντυμένοι
γυναικεία χόρευαν χορό της κοιλιάς.
Στις κουλτούρες που αποκλείουν τις
γυναίκες κάποιος πρέπει καλλιτεχνικά
να τις παριστάνει. Και στο αρχαίο θέατρο,
και στο αναγεννησιακό, έπαιζαν άντρες
τους ρόλους των γυναικών.
Ακούσαμε το
ποίημα του Αναγνωστάκη, είδαμε τους
χορούς, ετοιμαζόμασταν πια να φύγουμε,
όταν ανάγγειλαν έναν ακόμα χορό, από
συγκρότημα. Όλα ήταν πολύ γραφικά, πολύ
ενδιαφέροντα, έως συγκινητικά για τους
ανθρώπους που τόσο μακριά από τον τόπο
τους θυμούνταν τα έθιμα και τα τραγούδια
τους. Η γιορτή αυτή της Πρωτοχρονιάς
είναι πανάρχαιη, πριν το ισλάμ, και έχει
επιβιώσει και ενσωματωθεί σ' αυτό, αν
και καταπολεμήθηκε. Ίσως να βιώνεται
σαν εθνικοθρησκευτική γιορτή, πράγμα
που ταίριαζε στο ντεκόρ της αίθουσας,
κατά κάποιον τρόπο, με τα ελληνικά
σημαιάκια και τα πορτραίτα των ηρώων
του 21. Πιθανόν. Ποιος ξέρει; Αν και είχαμε
προσκληθεί, νιώθαμε ότι δεν ξέρουμε
τίποτε, δεν καταλαβαίναμε, ήταν σα να
είχαμε πάει ταξίδι. Εξωτικά, ενδιαφέροντα,
ακατανόητα.
Ο επόμενος χορός
δεν ήταν αφγανικός, ούτε φολκλόρ, ούτε
παραδοσιακός οποιασδήποτε παράδοσης.
Ήταν μοντέρνος χορός, και τον χορευτή
τον γνωρίσαμε, ήταν μαθητής μας στο
“Ανοιχτό Σχολείο της Αγοράς” στη
Φωκίωνος Νέγρη. Πάνε χρόνια που είχε
πρωτοέρθει για να μάθει ελληνικά, κι
ήταν τότε διαφορετικός, δειλός, σκυφτός,
αμίλητος. Το μόνο που τον ξεχώριζε ήταν
η επιμονή του, δεν παράτησε τα μαθήματα
παρά τις δυσκολίες. Μια μέρα ήρθε εκεί
στην Αγορά μια ελληνοαμερικανίδα
χορογράφος, η Δέσποινα-Σοφία Στάμος,
και ρώτησε αν οι μετανάστες- μαθητές
ενδιαφέρονταν να πάρουν μέρος σε μια
χορογραφία που ετοίμαζε με θέμα το
ταξίδι τους. Οι περισσότεροι επέδειξαν
συστολή, ωστόσο επιμέναμε, κάποιοι
βρέθηκαν να ξεθαρρέψουν και να δηλώσουν
ενδιαφέρον. Ένας απ' αυτούς και ο Αφγανός
χορευτής που με εξαιρετικό έλεγχο
σηκώνει στα μπράτσα του αυτή τη στιγμή
την παρτενέρ του. Είναι ένα κορίτσι από
το συγκρότημα, ελληνίδα ή κάτι άλλο,
πάντως τολμηρή, με χορευτικές κινήσεις
που θα μπορούσαν να σοκάρουν τους
συντηρητικούς Αφγανούς και τις γυναίκες
τους. Κοιτάζω γύρω μου, βλέπω πρόσωπα
λαμπερά, περήφανα, χειροκροτούν με μανία
τον συμπατριώτη τους που άλλαξε τόσο
εντυπωσιακά στα χρόνια της διαμονής
του. Κι εγώ δεν θα τον γνώριζα αν δεν τον
ήξερα τόσο καλά. Το σώμα του έχει δέσει,
οι κινήσεις του έχουν έλεγχο και νόημα,
το κεφάλι του σηκώνεται ψηλά. Είναι
άλλος άνθρωπος. Αυτό θέλουν να κάνουν
και οι άλλοι που τον παρακολουθούν με
καμάρι και ζήλια. Να εξελιχτούν, να
ζήσουν ολοκληρωμένα στην καινούργια
χώρα. Να τους δοθεί η ευκαιρία. Καλές οι
μουσικές της πατρίδας, και οι γιορτές,
και οι αναμνήσεις της καταγωγής, όμως
στο βάθος εκείνο που οδηγεί τους ανθρώπους
σε τολμηρά ταξίδια και τόσες δυσκολίες
στα μέρη όπου είναι ανεπιθύμητοι, είναι
να διακριθούν στον κόσμο αυτό, τον δυτικό
κόσμο των ελευθεριών, αυτόν που αφήνει
την ελευθερία στους ανθρώπους να
ξεδιπλώσουν τα ταλέντα τους, που
αναγνωρίζει τη δυνατότητα να χειραφετηθείς
σαν άτομο, να ξεχωρίσεις.
Μπορεί να είναι
δύσκολα τα πράγματα για τις αφγανές
γυναίκες στην Αθήνα, όμως το δηλητήριο
της ατομικής ελευθερίας έχει ήδη μπει
στις ζωές τους και τις έχει ξεσηκώσει.
Ας φορούν τη μαντήλα μερικές, κι άλλες
όχι, έχουν ήδη νιώσει τον πειρασμό της
ελευθερίας. Αυτό είναι το μεγαλείο των
χωρών που επέλεξαν να ζήσουν και να
έρθουν με τόσα ρίσκα. Αυτή η πάλη, που
θα κρατήσει μια ζωή, ανάμεσα στην καταγωγή
και στην κατάκτηση της ατομικότητας.
Αστράφτουν τα μάτια τους καθώς καμαρώνουν
τον καλλιτέχνη και την καλλιτέχνιδα,
κάθε τους μέρα θα είναι αγώνας να σταθούν
στα πόδια τους και στην ελληνική κοινωνία,
και στη δική τους.
Να το μάθημα που
μου δίνει λοιπόν ο παλιός μαθητής μου.
Είναι ο αριστούχος της τάξης αυτής που
τον χειροκροτεί τώρα συγκλονισμένη.
Τους έχει δώσει φτερά. Θυμούνται γιατί
βρίσκονται εδώ πέρα. Θυμόμαστε κι εμείς,
συνειδητοποιούμε ότι με όλα τα στραβά
της η Ελλάδα είναι δυτική χώρα, υποχρεωμένη
από τους νόμους της να σέβεται τις
ελευθερίες, να τις προστατεύει. Και τις
δίνει, τις παρέχει. Για τους ανθρώπους
αυτούς είναι τόση σημαντική, είναι στ'
αλήθεια η γη της επαγγελίας.
Δε βαστιέμαι,
θα το πω κι αυτό, η εξαιρετική δουλειά
με τους ηθοποιούς που δημιουργήθηκαν
από την πρωτοβουλία της ελληνοαμερικανίδας
χορογράφου πριν έξι- εφτά χρόνια, δεν
θα είχε γίνει αν δεν υπήρχε η Αγορά, αν
δεν είχε συμβεί εκείνη η φάση που κατάφερε
να λειτουργήσει με αυτοδιαχείριση.
Πολλοί τη συκοφάντησαν εκ των υστέρων,
ειπώθηκαν σημεία και τέρατα από ανθρώπους
με κύρος, οι οποίοι δεν αισθάνθηκαν την
ανάγκη να το ψάξουν το πράγμα, ούτε να
αναγνωρίσουν ότι μπορεί να είπαν
υπερβολές. Ωστόσο για λίγα χρόνια στο
χώρο αυτό έγιναν τέτοιες συναντήσεις
ανάμεσα σε ανθρώπους που δεν θα μπορούσαν
να βρεθούν αλλού, όπως ήταν οι μετανάστες
στην Ελλάδα και τα παιδιά Ελλήνων
μεταναστών στην Αμερική. Η όλη προσπάθεια
ήταν να ξεπεραστεί η εκατέρωθεν δυσπιστία,
να βρεθεί ένας τρόπος επαφής, η διδασκαλία
της ελληνικής γλώσσας ήταν το όχημα. Το
θεωρώ άδικο για την υστεροφημία του
εγχειρήματος να έχει επικρατήσει η
εικόνα των ακραίων εκατέρωθεν. Ακόμα
κι αν τέτοιες προσπάθειες δεν μπορούν
να λειτουργήσουν για πολύν καιρό
ανιδιοτελώς, δεν γίνεται να μην
αναγνωρίζουμε το τι προσφέρουν στο λίγο
καιρό που το καταφέρνουν.
Πέρσι ο Δήμος
Αθηναίων παραχώρησε ξανά στην ομάδα
των δασκάλων που έχουμε ονομάσει
“Γέφυρες” δυο αίθουσες για μαθήματα
ελληνικών. Για μια σχολική χρονιά
λειτούργησαν ξανά με τον ίδιο τρόπο,
σαν χώρος δυνατοτήτων. Δυνατότητα να
συναντηθείς, να μάθεις κάτι, να δείξεις
κάτι, να αναγνωρίσεις και να σε
αναγνωρίσουν, να αποκτήσεις γνώσεις
καλλιεργώντας σχέσεις εμπιστοσύνης.
Για λίγους μήνες, ύστερα ο Δήμος ανακοίνωσε
ότι το κτίριο θα ανακαινιστεί, τα μαζέψαμε
και φύγαμε. Τι θα γίνει όταν ανακαινιστεί;
Παιδική βιβλιοθήκη και λίγα μαγαζιά,
λένε οι πληροφορίες.
Μαγαζιά στην
Κυψέλη; Στη γειτονιά που έχει τόσα πολλά;
Που είναι τα περισσότερα ξενοίκιαστα
και μοιάζουν να τυλίγουν με φαντάσματα
τους δρόμους; Μα έχουμε πήξει στα μαγαζιά!
Ένας χώρος όμως όπως υπήρξε έστω και
για λίγο η Αγορά δεν υπάρχει. Έστω, η
πρόθεση για κάτι τέτοιο, που να γίνεται
υποδομή.