Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2014

Επιστροφή της Ηλέκτρας

Είχα δει όλες τις ταινίες της Φρίντας Λιάππα όταν πρωτοπαίχτηκαν. Περισσότερα από είκοσι χρόνια έχουν περάσει. Το βράδυ της Τρίτης είδα και τη μοναδική που δεν είχα δει, “Τα χρόνια της μεγάλης ζέστης”. Καταπώς φαίνεται, την είδα σε πρώτη προβολή, έστω κι αν είχε γυριστεί πριν 24 χρόνια. Κι αυτή η απόσταση την έκανε να μοιάζει με ταξίδι στο χρόνο, γιατί υπήρχε η αίσθηση αυτή, της πρώτης προβολής μιας ταινίας 24 χρόνια μετά που γυρίστηκε.
Ατόφια ξαναβρίσκω στην οθόνη τις μεγάλες αγάπες της νεότητας μας, τη φύση, τον έρωτα, τα πάθη, την ειλικρίνεια και την ελευθερία. Βλέπω στην πρώτη νιότη τους ηθοποιούς που είχα τότε γνωρίσει, την Ηλέκτρα Αλεξανδροπούλου, τη Μαριτίνα Πάσαρη, βλέπω τη θάλασσα όπως τη βλέπαμε, το παρελθόν, τις αφηγήσεις, τα ερείπια, όπως τα βλέπαμε. Όπως εγώ τα έβλεπα τουλάχιστον. Με μπόλικο δέος, σαν ιερουργία κάπως ακατανόητη. Όμως ο καιρός έχει περάσει, έχω αλλάξει, κι ενώ ξαναβρίσκω κομμάτια του νεαρού μου εαυτού στις εικόνες της οθόνης, βλέπω το έργο με τα μάτια που έχω τώρα, τόσα χρόνια μετά.
Η ηρωίδα λέγεται Ηλέκτρα, κι όχι μόνο επειδή έτσι λένε και την ηθοποιό. Είναι αναφορά στην αρχαία Ηλέκτρα, την κόρη του πατέρα της, εκείνη που εκδικήθηκε το θάνατό του. Στο παρελθόν αυτής της Ηλέκτρας υπάρχουν επίσης νεκροί, αλλά εκείνη δεν τους θυμάται. Δεν της έχουν πει την αλήθεια. Δεν είναι θεματοφύλακας της μνήμης, όπως η αρχαία Ηλέκτρα. Θεματοφύλακας ίσως άλλων πραγμάτων ναι, του πώς καθαρίζεις τα λαχανικά ας πούμε, πώς ανοίγεις τους αχινούς. Στην παραλία όπου ζει φτάνουν διάφοροι άνθρωποι που ίσως αναζητούν καταφύγιο από τη ζέστη, η οποία διευκολύνει την εξάπλωση ενός ιού που χτυπάει τα κέντρα της μνήμης. Οι άνθρωποι ξεχνάνε. Φτάνει ένας νεαρός με μεγάλα κενά μνήμης, τη συναντά, ερωτεύονται. Κι ενώ οι άλλοι ξεχνούν η Ηλέκτρα θυμάται σιγά -σιγά. Θυμάται τι ήταν αυτό που την άφησε χωρίς μνήμη: ένας φόνος. Ο πατέρας της δολοφόνησε τη μητέρα της και τον εραστή της μπροστά στα μάτια της όταν ήταν νήπιο. Με αυτή την ανάμνηση τελειώνει η αναζήτηση της μνήμης για την Ηλέκτρα. Δεν έχει να εκδικηθεί για τίποτε, δεν έχει να κάνει τίποτ' άλλο παρά να ζήσει τη δική της ζωή. Ξέρει πια τι συνέβη. Δεν έχει καθήκον άλλο απέναντι στο παρελθόν. Συγκλονίζεται, αλλά συνεχίζει. Ερωτεύεται τον νέο με τα κενά της μνήμης, μένει μαζί του κοντά στη θάλασσα.
Έχει ένα έγκλημα πίσω της η νέα Ηλέκτρα, ένα έγκλημα ανάμεσα στους γονείς της, όπως η αρχαία Ηλέκτρα. Δεν είναι η μητέρα που σκότωσε τον άντρα της με τη βοήθεια του εραστή της, είναι ο πατέρας της που σκότωσε τη μητέρα της και μαζί και τον εραστή της. Και ο φόνος όταν πια έρχεται στη μνήμη της, όταν τον ξαναβλέπει, δεν την αφορά. Ελευθερώνεται με την ανάμνηση από το βάρος της άγνοιας. Στην τελευταία σκηνή στέκεται με τον δικό της εραστή στο σημείο που είχε γίνει ο φόνος χρόνια πριν, γεμάτη θλίψη, αλλά ελευθερωμένη. Ελευθερωμένη από το παρελθόν, ελευθερωμένη από το καθήκον απέναντί του, ελευθερωμένη από τη μνήμη.
Έτσι είδα σήμερα την ταινία αυτή για πρώτη φορά. Φορτωμένη σύμβολα με πολύ πραγματικό βάρος, το ωραίο και σκληρό τοπίο του νησιού, τα ερείπια από κερκίδες αρχαίου θεάτρου όπου η άλλη Ηλέκτρα εγκλωβισμένη στο φόνο και την εκδίκηση τριγυρίζει μέχρι να εκδικηθεί στο όνομα του πατέρα, την τόσο γνώριμη και απελπιστική ζέστη που είχε καταφέρει να βάλει στην εικόνα η σκηνοθέτης. Σ' αυτή την τραγωδία όμως, που ο φόνος κινηματογραφείται, η μητέρα είναι το θύμα. Και η κόρη δεν εκδικείται. 
Πάντα με αφήνει αμήχανη η Ηλέκτρα των τραγικών, αυτή η προσήλωση στο στόχο να εκδικηθεί για τον πατέρα της, αυτή η αφοσίωση στον πατέρα. Βάζει τον έρμο τον Ορέστη να σκοτώσει τη μάνα τους χωρίς έλεος. Μια εξήγηση του Λεκατσά μόνο με φώτιζε, ότι η Ηλέκτρα είναι παιδι της νέας, πατριαρχικής τάξης πραγμάτων, και δεν αναγνωρίζει την αξία της μητερας. Πρέπει οπωσδήποτε να αποδώσει τη δικαιοσύνη αρνούμενη τη σχέση της με τη μητέρα της. 
Γι αυτό μου φάνηκε λυτρωτική η ταινίας της Λιάππα, αυτή η αντιστροφή των φόνων. Τα πράγματα είχαν γίνει ανάποδα στο παρελθόν της δικής της Ηλέκτρας, κι επιπλέον, ακόμα πιο λυτρωτικό, η σημερινή Ηλέκτρα δεν έχει καθήκον να εκδικηθεί. 
Μπορεί αν έβλεπα την ταινία τότε που γυρίστηκε, όπως είχα δει τις άλλες, να είχα σκεφτεί άλλα πράγματα. Θα με γοήτευαν περισσότερο οι εικόνες, φαντάζομαι. Ίσως δεν διέκρινα τον παραλληλισμό με τις Ηλέκτρες. Και ήθελε να τον κάνει η Φρίντα Λιάππα; Δεν θα μάθουμε ποτέ. Αλλά δεν έχει σημασία. Τα αληθινά έργα τέχνης προσφέρονται σε πολλές αναγνώσεις.
Το βέβαιο είναι ότι πέρασε μια σπουδαία καλλιτέχνης από το ελληνικό σινεμά, η οποία αντιμετώπισε ατέλειωτες δυσκολίες στη ζωή και στην καριέρα της μόνο και μόνο επειδή ήθελε να μιλήσει ελεύθερα. Φυλακή στη χούντα, κι εξορία, κι ύστερα, αφού είχε δουλέψει, και βραβευτεί και καταξιωθεί, και πια θα ήταν λογικό να συνεχίσει να εργάζεται σαν καταξιωμένη σκηνοθέτης, ξέσπασε εκείνο το σκάνδαλο με την κατηγορία για κακοποίηση παιδιού που πίκρανε τα τελευταία της χρόνια. Τι κρίμα κι άδικο.
Η ταινιοθήκη της Ελλάδος πρόβαλε τις ταινίες της στα πλαίσια φεστιβάλ Πρωτοπορειακού κινηματογράφου. Ήταν πρωτοποριακή, ήταν μοντέρνα, ποιητική και τολμηρή, ήταν απλώς δυνατή καλλιτέχνης που έψαχνε το δικό της δρόμο έκφρασης; Τουλάχιστον η προβολή αυτή που ανέσυρε το έργο της από τη λήθη ήταν μια μικρή δικαίωση. Άσε που η περιπέτεια της ταινίας θα μπορούσε να είναι ένα άλλο σενάριο από μόνη της, μια άλλη ταινία, με τον τρόπο του Φασμπίντερ μάλιστα, σε κείμενο Χάινριχ Μπελ.
Υπάρχει ακόμα κάτι. Όπως προσπαθώ να φέρω στη μνήμη μου το πρόσωπο της Φρίντας Λιάππα, την οποία είχα γνωρίσει, μου έρχεται στο νου μόνο η εικόνα της με το μπερέ, τότε που είχε χάσει τα μαλλιά από τις χημειοθεραπείες, και τη συναντήσαμε μια μέρα σε κάποιο καφέ, ή ταβέρνα, δεν θυμάμαι. Φορούσε αυτό το μπερέ, και κατάλαβα τι σήμαινε. Να πάρει η ευχή, μόνο αυτή η εικόνα της απέμεινε καθαρή, τις άλλες φορές που την έβλεπα γερή και δυνατή, το πρόσωπό της να θολώνει από το χρόνο.



Παρασκευή 28 Νοεμβρίου 2014

Ας ξανασκεφτεί και το rethink Athens

Όταν ήμουν φοιτήτρια μια θαρραλέα φίλη μας έδινε ραντεβού στο Πικαντίλυ. Ήταν ένα καφενείο στο βαλσαμωμένο κτίριο που βρίσκεται απέναντι από το Ρεξ, στην Πανεπιστημίου. Μια μεγάλη, χορταστική, ψηλοτάβανη αίθουσα, όπου θα ήμουν πολύ ευτυχής να μπαίνω, αν δεν ήταν γεμάτη με άντρες. Σήκωναν το κεφάλι και μας κοίταζαν ειρωνικά, σαρκαστικά, απαξιωτικά ή απλώς αρπακτικά, κι εμείς περήφανες περνούσαμε ανάμεσα από το ναρκοπέδιο των εχθρικών εκείνων τραπεζιών για να βρούμε μια γωνιά να καθήσουμε σα να μη συνέβαινε τίποτε. Φαντασιωνόμασταν πως ήμασταν στο Παρίσι μάλλον, κι ότι θ' άνοιγε κάποια στιγμή η πόρτα να μπει ο Σαρτρ μέσα αυτοπροσώπως και μ' ένα του μαγικό βλέμμα να κατακεραυνώσει μια και καλή όλα τ' αρσενικά. Επίσης ονειρευόμασταν, εγώ τουλάχιστον, ότι με τα χρόνια θα αποκτούσαμε αρκετή αυτοπεποίθηση για να μη μας νοιάζουν εκείνα τα βλέμματα, ή στη χειρότερη περίπτωση, θα γερνούσαμε κάποτε βρε αδερφέ και κανείς δεν θα μας έδινε σημασία όταν θα πηγαίναμε να πιούμε σ' εκείνη την ωραία αίθουσα τον καφέ μας.
Και όντως γεράσαμε, αλλά πολύ καιρό πριν απ' αυτό το προσωπικό επίτευγμα, το Πικαντίλυ είχε κλείσει. Και να ήταν μόνο αυτό; Ολόκληρο το κέντρο εγκαταλείφθηκε σταδιακά από τους άντρες που πήγαιναν στα καφενεία, κι οι γυναίκες δεν έσπευσαν να τους αντικαταστήσουν. Τα ωραία κτίρια τα έπιασαν Τράπεζες, μερικά απλώς εγκαταλείφθηκαν. Το εστιατόριο Ιντεάλ αντιστάθηκε μέχρις εσχάτων, τελικά έσκυψε κι αυτό το κεφάλι. Μόνο το ξενοδοχείο έμεινε ανοιχτό, μακάρι να μην προλαβαίνουν οι ξένοι εκεί να καταλαβαίνουν σε τι αναγάπητη πόλη έχουν έρθει. Τη λέξη τη μουρμουρίζω μόνη μου εδώ και δεκαετίες. Η πόλη που δεν αγαπιέται από τους κατοίκους της.
Δεν ήμουν αισιόδοξη για το Rethink Athens. Με ωραία σχέδια δεν αλλάζεις τις συνήθειες των ανθρώπων, όμως πάντα ελπίζει κανείς, κι έλπιζα ότι δεν θα γινόταν ό,τι έγινε στο πάρκο μας, το Πεδίο του Άρεως, το οποίο αφού το καθυστέρησαν οι “αγωνιστές” τρία χρόνια, κι αφού ξοδεύτηκαν ένα σωρό λεφτά σε σχέδια Τομπάζη, τώρα είναι χειρότερα από πριν, διότι, είπαμε, αν δεν μαζεύει κόσμο, αν δεν έχει ένα καφενείο να καθήσει άνθρωπος, κάτι να κάνει, πώς να διατηρηθεί ζωντανός ένας δημόσιος χώρος;
Όμως υπάρχει πεδίο δράσης έστω και χωρίς το μεγαλεπήβολο σχέδιο. Ας πούμε, αυτό το καφενείο, αυτό το σαβανωμένο κτίριο, αν το αγόραζε το ίδρυμα Ωνάση περιορίζοντας το στόχο του σε κάτι εντελώς συγκεκριμένο, κι έφτιαχνε εκείνη την εξαίσια αίθουσα στο ισόγειο με κάτι που θα προσέλκυε κόσμο, δεν θα άλλαζε η εικόνα του κέντρου; Δίπλα, εκείνη η έρημη πλατεία με το βαθούλωμα, δεν θα μπορούσε να γεμίσει χώμα και να φυτευτεί γρασίδι, να γίνει πόλος έλξης για βόλτα; Μικρές παρεμβάσεις δεν θα μπορούσαν να έχουν την αίγλη που ταιριάζει σ' ένα μεγάλο ίδρυμα; Δεν θα έδιναν ένα παράδειγμα που μπορεί να άλλαζε έστω κι ένα χιλιοστό την εχθρική στάση των Αθηναίων απέναντι στην πόλη τους;
 

Παρασκευή 21 Νοεμβρίου 2014

Βόλτες στην Πατησίων

Απέφυγα να περάσω χτες απο την Πατησίων. Πάντα την αποφεύγω όταν περπατώ. Μόνο με τρόλεϊ περνάω και προσπαθώ να μην βλέπω τα οχυρωμένα παράθυρα του Ιταλικού Ινστιτούτου και τη χορταριασμένη αυλή του Πολυτεχνείου απέναντι. Έμαθα ιταλικά στο Ινστιτούτο αυτό, στη δε πλευρά του Πολυτεχνείου κατέβαινα βόλτα ως έφηβη, να χαζέψω τα ωραιότερα αγόρια της Αθήνας. Εκεί τα έβλεπες τότε μαζεμένα, ήταν προνόμιο της γενιάς μου. Μπορεί τα περιοδικά να είχαν φωτογραφίες διαφόρων νεαρών από ντισκοτέκ, από πλαζ, μπορεί να έβρισκαν καλούτσικα μανεκέν, αλλά τα αληθινά ωραία, μοντέρνα, εμπνευστικά αγόρια, αυτά που παρακολουθούσε η γενειάδα τους το Παρίσι και το Μπέρκλεϊ, αυτά που πρότειναν την αθηναϊκή και γενικώς νοτιοευρωπαϊκή εκδοχή του απελευθερωμένου κάλλους της νεότητας, αυτά τα έβλεπες στο Πολυτεχνείο. Πήγαινα λοιπόν, έκανα μια περατζάδα πέρα- δώθε, δυο περατζάδες, τρεις, να γεμίσουν τα μάτια μου όψεις και προτάσεις, φούσκωνε η ψυχούλα μου επιθυμίες, ψήλωνα δέκα πόντους απο τη μία, κόνταινα είκοσι από την άλλη, γιατί είχα μπροστά μου ακόμα τις τάξεις του σχολείου, τις εισαγωγικές στο Πανεπιστήμιο και κάποια εκπαίδευση που δεν ήξερα πού την έπαιρνες για το πώς να πλησιάζεις τα ξεχωριστά αυτά πλάσματα και να τα κάνεις να σε προσέξουν.
Ύστερα επέστρεφα στη μαθητική καθημερινότητα.
Εν συνεχεία, κι αφού η ομορφιά κορυφώθηκε, που λεν και στις ειδήσεις για τις εκδηλώσεις (κορυφώθηκαν οι εκδηλώσεις για την επέτειο του Πολυτεχνείου με την καθιερωμένη πορεία...) άρχισε τα επόμενα χρόνια κάτι σαν επίθεση εναντίον της, σα να ήταν ενοχλητική και έπρεπε να εξαφανιστεί από το συγκεκριμένο δρόμο. Το σεβάσμιο ίδρυμα, το πιο εκτιμημένο της επικράτειας, όφειλε λες να τιμωρηθεί στις δεκαετίες που ακολούθησαν. Επειδή δεν ήταν προσιτό σε όλους; Σα να είχε στερήσει από κάθε άλλο κτίριο, μαγαζί, ίδρυμα, σχολή, ομάδα, τόπο, γιορτή, τη λάμψη, την εκτίμηση και τη χαρά, να τα είχε όλα συγκεντρώσει επάνω του, έπρεπε να πληρώσει τη μοναδικότητα, να καεί, να λεηλατηθεί, να καταληφθεί και να καταστραφεί ξανά και ξανά. Όσο και να έχανε όμως το Πολυτεχνείο, δεν κέρδιζε τίποτε και κανένας άλλος. Υποπτεύομαι ότι η μανία εναντίον του είναι πέρα από την επαναστατική φλόγα, είναι καθαρά καταστροφικός φθόνος, που απλώθηκε κάποια στιγμή προς τα πάνω, από Σταδίου μέχρι Σύνταγμα.
Υπάρχει ένα ταξικό θέμα στο Πολυτεχνείο, υπήρχε πάντα. Είναι σχολή των εκλεκτών, κι η εξέγερση ξεκίνησε από τους εκλεκτούς στο όνομα όλων. Πώς επιστρέφουν οι άλλοι αυτή την προσφορά; Είναι ψυχολογικά περίπλοκο, αν και στο βάθος εξαιρετικά απλό. Δύσκολη μετάβαση, επιχείρηση, μετάθεση, δεν ξέρω πώς θα το έλεγαν οι ψυχαναλυτές. Αλλά κυκλοφορώντας στην πόλη με τα κλειστά μαγαζιά, τις διμοιρίες των ΜΑΤ και τις πορείες των αναμμένων ομάδων με τα παλούκια, θα ήθελα να σβηνόταν η μέρα από το ημερολόγιο μέχρι να κάνουμε τη δέουσα ψυχοθεραπεία.

Τετάρτη 12 Νοεμβρίου 2014

Γηραιά και δύστροπη


Βρε την καημένη την Ευρώπη, να γερνά έτσι ο πληθυσμός της. Τσ, τσ, τσ δράμα. Ακόμα και την ημέρα αφιερωμένη διεθνώς στην Τρίτη ηλικία, κλαίγονταν στα μέντια που τόσο πολλοί ευρωπαίοι ανήκουν στην Τρίτη ηλικία. Γιατί ποιοί θα πληρώνουν τις συντάξεις τόσων ηλικιωμένων; Και μάλιστα όταν υπάρχει υπογεννητικότητα; Πώς να πειστούν οι μανάδες να γεννάνε περισσότερα παιδιά; Δύσκολο, ενώ είναι τόσο γλυκά τα παιδιά. Τα δικά μας, των ευρωπαίων δηλαδή, τα λευκά και γαλανομάτικα. Τα άλλα δεν μας αρέσουν, άσε που γεννιούνται περισσότερα απ' όσα πρέπει, εκείνα. Ένα παράξενο πράγμα δηλαδή.
Ποτέ δεν ακούγονται μαζί αυτά τα δύο στις ειδήσεις, τις αναλύσεις, τα δημογραφικά κλισέ, τις ημέρες τρίτης ηλικίας. Κάθε μέρα ασιάτες κι αφρικανοί, πρόσφυγες ή απλοί μετανάστες, θαλασσοπνίγονται για να φτάσουν στις ακτές της Ευρώπης, να δουλέψουν στις πιο βαριές δουλειές, με μοναδική ελπίδα να ζήσουν τα παιδιά τους καλύτερα από τους ίδιους. Έχουν μαζί τους και παιδιά, τα οποία πνίγονται κι αυτά έξω από τις ακτές της ηπείρου που κλαίει καθημερινά για τα δικά της παιδιά που δεν γεννιούνται.
Μα να πάρουν παιδιά μουσουλμάνων, μελαψά και κολλημένα- ίσως- σε βάρβαρες παραδόσεις τις θέσεις των ευρωπαίων; Τρομερό δεν θα είναι, τα παιδιά που θα μας τρέφουν, εμάς τους προνομιούχους της Τρίτης ηλικίας, να μη μοιάζουνε με μας; Δεν το δεχόμαστε, γι αυτό αρνούμαστε να τους δώσουμε ιθαγένεια, εδώ στην ευλογημένη γωνιά που γεννήθηκε η Ευρώπη. Άντε να δουλεύουν για μας, άντε να πάνε και σχολείο. Άντε να πληρώνουν και ΙΚΑ. Όχι όμως ιθαγένεια. Κι οι βορειότεροι τα ίδια, δίνουν την ιθαγένεια πιο εύκολα, αλλά κι εκεί σοκάρονται οι άνθρωποι. Τόσο παράξενη διαδοχή; Κι η βόρεια, πλούσια Ευρώπη, τόσο ξανθή, να μαζεύει όλους τους μαύρους; Κλωτσάνε κι οι Σουηδοί ακόμα, ανεβαίνουν τα ξενοφοβικά κόμματα.
Περνά ο καιρός, μεγαλώνουν τα παιδιά, τελειώνουν το σχολείο, ενηλικιώνονται κι έχουν προβλήματα με την τυπική ταυτότητα που μπορεί να γίνει ουσιαστική μ' ένα βλέμμα, με μια κουβέντα, έναν αποκλεισμό, μια αδικία, την αναπόφευκτη αδικία. Το μεγαλύτερο πρόβλημα θα είναι στο μέλλον τα παιδιά πληγωμένων γονιών, τα ψυχολογικά τους προβλήματα, οι αναλύσεις που δεν θα έχουν γίνει για τη σημερινή συμπεριφορά των Ευρωπαίων, για τις διακρίσεις που κάνουν αυτή τη στιγμή στις δημοκρατικές τους χώρες. Ακόμα τώρα, εδώ, δίπλα μας, κάθε μέρα τιμωρούμε ανθρώπους γι αυτό που είναι. Αυτούς τους ίδιους που θα στηρίζουν τα ασφαλιστικά ταμεία μας, που ήδη τα στηρίζουν. Δύστροπα γεράματα.

Τετάρτη 5 Νοεμβρίου 2014

Εξ όνυχος την πολιτική


Πριν χρόνια, αρκετό καιρό πριν την κρίση, είχα αναλάβει τη διαχείριση της πολυκατοικίας μας, αφού πρώτα έκανα ό,τι μπορούσα για να το αποφύγω. Παλιά οικοδομή, φορτωμένη προβλήματα.
Πριν περάσει εβδομάδα έσκασε στα χέρια μου το χειρότερο, το αποχετευτικό της. Πέρασα μέρες και μέρες στην Πολεοδομία, το Δήμο, την ΕΥΔΑΠ, ψάχνοντας λύση, κι ατέλειωτες ώρες να εξηγώ το πρόβλημα στους ιδιοκτήτες. Έπρεπε όλοι να ξέρουν, νόμιζα. Έμαθα τότε πολύ καλά την κατάσταση των αποχετευτικών δικτύων της Αθήνας. Οι προηγούμενοι διαχειριστές δεν ήξεραν; Μα πώς, είχαν ενημερωθεί, επέμενε η ΕΥΔΑΠ.
Όταν λύθηκε αυτό το πρόβλημα, έβαλα στόχο να βάψω την πρόσοψη, να αλλάξω πολλούς σωλήνες, να εξωραΐσω την αυλή. Ήθελα επίσης να βάλω φυσικό αέριο, κοινή κεραία τηλεόρασης, και διάφορα άλλα που δεν κατάφερα. Πολλές δαπάνες κάλυψα μόνη μου γιατί οι υπόλοιποι ιδιοκτήτες αρνούνταν να συμμετέχουν, ειδικά στους εξωραΐσμούς. Το δικό τους σπίτι άρχιζε μετά την πόρτα του διαμερίσματος.
Καθώς ο καιρός περνούσε αισθανόμουν ένα είδος υπόκωφης αντίδρασης, μια ηχώ συκοφαντίας στη γειτονιά. Αναίτια έχθρα να εκφράζεται από ανθρώπους που δεν το περίμενα. Συνιδιοκτήτες μου χτυπούσαν το κουδούνι τις πιο απίθανες ώρες, μου έλεγαν τα πιο απίθανα πράγματα. Παλιοί γνωστοί μαγαζάτορες μου μετέφεραν τρομερές κατηγορίες προς το πρόσωπό μου.
Μέχρι τότε οι διαχειριστές δεν είχαν κανένα πρόβλημα. Δεν έκαναν τίποτε, και κανένας δεν τους ενοχλούσε. Κάποια στιγμή εξαφανίστηκε το αποθεματικό, κάποια άλλη στιγμή πληρώσαμε αστρονομικό ποσό για την υποχρεωτική αλλαγή του ασανσέρ, αλλά ποτέ κανείς δεν διαμαρτυρήθηκε και δεν διανοήθηκε να ασχοληθεί με τον έλεγχο των οικονομικών. Εμένα όμως, που είχα προσπαθήσει να εξηγήσω τις ανάγκες και τα προβλήματα της πολυκατοικίας και να προτείνω λύσεις, μου έκαναν έλεγχο όταν παρέδωσα τα χαρτιά στον επόμενο, κάθε απόδειξη και κάθε χαρτί. Ούτε και τότε όμως ρώτησαν ποιος είχε πληρώσει τη μεταλλική πέργκολα και το παγκάκι που είχαν εμφανιστεί μια μέρα στην αυλή χωρίς να τα χρεωθούν, ή ποιος είχε αποζημιώσει τον πρώτο μπογιατζή που αποσύρθηκε από τη δουλειά επειδή δεν τους άρεσε. Αυτά ήταν αυτονόητα.
Δεν ήθελα να πιστέψω ότι μόνο όποιος δεν κάνει τίποτε για να αντιμετωπίσει τα προβλήματα και δεν εξηγεί τίποτε σε κείνους που τους αφορούν, γίνεται δημοφιλής. Πως το να θες να καταστήσεις τους ανθρώπους υπεύθυνους για τις επιλογές τους, να τους ανοίγεις τα μάτια και να εξηγείς, είναι ασυγχώρητο. Ότι προτιμούν να ζουν σε χειρότερες συνθήκες, προτιμούν ακόμα και ν' αφήνουν την περιουσία τους να υποβαθμίζεται, φτάνει να μην ακούσουν τα δυσάρεστα. Κι ότι όποιος προσπαθεί να βελτιώσει κάτι, δεν υπάρχει περίπτωση να μην θεωρηθεί ύποπτος, να μην του σούρουν τα πιο απίθανα, έστω κι αν επωφελούνται τελικά. Σε επίπεδο πολυκατοικίας ή σε επίπεδο χώρας, εκτιμάται η αδράνεια και η καλλιέργεια μυστηρίου και κύρους.
Το εμπέδωσα. Μυαλό δεν έβαλα, αλλά τουλάχιστον ξέρω τι περιμένει όποιον θελήσει να κάνει οποιαδήποτε συγκεκριμένη δουλειά ή βελτίωση, θεωρώντας τους ανθρώπους άξιους να καταλάβουν και να συνεισφέρουν. Κι επίσης πόση αξία έχουν οι κριτικές και οι κακίες προς τον καθένα που επιχειρεί κάτι τέτοιο.

Πόσο δύσκολο να γίνει το προσωπικό, πολιτικό.

Τη νύχτα που έφτασε ο Καραμανλής στο Ελληνικό να αναλάβει τα ηνία της χώρας που είχε βρεθεί στο χείλος του γκρεμού, πενήντα χρόνια πριν, δεν...