Η πλατεία Βικτωρίας γεμίζει πάλι πρόσφυγες. Ξεχωρίζουν πως είναι πρόσφυγες, είναι γυναίκες και παιδιά, λίγοι γέροι επίσης. Γυναίκες με τη μαντίλα όχι πολύ σφιχτή, αφήνουν τα μαλλιά να φαίνονται μπροστά. Η ποσότητα μαλλιών που φαίνονται απο τη μαντήλα είναι σήμα του κώδικα αυστηρότητας.
Πρέπει να είναι από το Ιράν κι αυτοί, Αφγανοί από τα στρατόπεδα προσφύγων του Ιράν δηλαδή, όπου ζούν χρόνια τώρα, από την εποχή των Ταλιμπάν. Οι δυο οικογένειες τέτοιων προσφύγων που γνώρισα εγώ πριν φύγουν απο την Ελλάδα, είχαν περάσει εννιά χρόνια στο στρατόπεδο. Τα μικρά παιδιά είχαν γεννηθεί εκεί. Όσοι κατεφέρνουν να φτάσουν εδώ, περιμένουν και προσπαθούν να φύγουν. Τα καταφέρνουν οι περισσότεροι.
Στην πλατεία, πίσω από το άγαλμα, κάτω από τα φώτα, μαζεύονται πολλοί, μιλάνε σε ομάδες, τα παιδιά παίζουν κοντά τους. Τους βλέπω και τη μέρα να τριγυρίζουν, ποιος ξέρει με τι στόχο, τα πιτσιρίκια απο κοντά, να παραπονιούνται στους γονείς, να τους κρατούν από τη φούστα, το παντελόνι. Κι οι γονείς χαμένοι. Don't follow me, I am lost too, θα ήθελαν ίσως να πουν καμιά φορά, αλλά βέβαια αυτά είναι φαντασίες δικές μου. Γιατί οι γονείς παραμένουν ισχυροί απέναντι στα παιδιά τους, τ' αγκαλιάζουν στοργικά, έχουν στο βλέμμα τους τη σιγουριά την ανύπαρκτη. Πρόσφυγες, ανεπιθύμητοι στη χώρα αυτή, θαλασσοπνιγμένοι, άστεγοι, που στοιβάζονται δέκα- δέκα σε διαμερίσματα για να κοιμηθούν, παραμένουν γονείς, παραμένουν προστάτες των μικρών παιδιών τους.
Ένα βράδυ γυρίζαμε από την πλατεία προς την Κυψέλη, περπατούσαμε τρεις φίλες στην οδό 3ης Σεπτεμβρίου. Ήταν σκοτεινά, όπως είναι οι περισσότεροι δρόμοι, παρόλ' αυτά είδαμε μια γυναίκα ακουμπισμένη σ' εναν τοίχο, στο μικρό πεζούλι που φτιάχνει η βιτρίνα ενός μαγαζιού με κατεβασμένα ρολά. Ένα στήριγμα για τους γοφούς πέντε εκατοστά πλάτος,όπου μπορεί ενδεχομένως να ξεκουραστεί κάποιος σε ώρα ανάγκης. Καθόταν εκεί και θήλαζε το μωρό της. Κοιταχτήκαμε και προσπεράσαμε. Δεν μπορέσαμε να κάνουμε τίποτ' άλλο. Δεν ξέραμε ούτε τι να πούμε. Μια σκιά στη σκοτεινή πόλη ήταν, τίποτ' άλλο. Μία ακόμα από τις αποφασισμένες και μοιραίες αυτές γυναίκες που δεν κάνουν φασαρία, κινούνται στην πόλη σαν επισκέπτες απο το Διάστημα, περιμένουν την ευκαιρία για τη φυγή στην αληθινή Ευρώπη, το ξέρουν ότι εδώ δεν είναι ακριβώς αυτό που λέει, Ευρώπη.
Μόνο που η γυναίκα αυτή είχε κάτι το ξεχωριστό, πέρα από το γεγονός ότι είχε καθίσει στο σκοτεινό αυτό αλλά εκτεθειμένο σημείο για να θηλάσει ήσυχα το μωρό. Ήταν όμορφη, πολύ εντυπωσιακά όμορφη, κι αυτό φαινόταν παρά το σκοτάδι και παρά τα μαύρα ρούχα που φορούσε. Ήταν τόσο όμορφη που καθώς την προσπερνούσαμε ήταν σα να άλλαζε ξαφνικά γύρω μας ο αέρας, σα να έπρεπε να τον σπρώξουμε για μια στιγμή, να γινόταν βαριά κουρτίνα για λίγα δευτερόλεπτα. Κι αν δεν είχαμε την ετοιμότητα να τραβήξουμε, να φύγουμε, να πάρουμε βαθιά ανάσα μη μας πλακώσει, μπορεί και να μέναμε εκεί για πάντα, να μας κατάπινε ένα παιχνίδι ταξιδιού στο χρόνο και να μεταφερόμασταν ξαφνικά πίσω εκατό χρόνια ή διακόσια, να εγκλωβιζόμασταν σε μια κατάσταση που δεν θα ξέραμε να διευθετήσουμε. Να μην είχαμε ξαφνικά εμείς ούτε ηλεκτρικό, ούτε άσφαλτο, ούτε φώτα στο δρόμο, ούτε πλακάκια στο πεζοδρόμιο, και φυσικά ούτε κινητά στην τσάντα, ούτε διαμέρισμα σε όροφο ν' ανεβούμε με το ασανσέρ, να βρισκόμασταν με την αληθινή μας ηλικία, όχι αυτή που μας προσφέρει ο 21ος αιώνας, σκυφτές και κουρασμένες γιαγιάδες που πρέπει να φυλάξουν εγγόνια, να κάνουν δουλειές στο σπίτι, να, να να.
Όσο κρατάει μια ανατριχίλα που σε πιάνει από τα δάχτυλα και διανύει όλο το σώμα κράτησε αυτή η αίσθηση, τη σπρώξαμε σιωπηλά την αόρατη κουρτίνα και προχωρήσαμε γρήγορα. Ακόμα σκέφτομαι, θα μπορούσαμε άραγε να σταματήσουμε λίγο, να την πλησιάσουμε, να πούμε κάτι σαν "Madam, do you need some help?"
Κι ύστερα; Τι είδους βοήθεια θα μπορούσαμε να προσφέρουμε στη μητέρα που τάιζε το παιδί της μητρικό γάλα μαζί με τη σκόνη, το καυσαέριο, το θόρυβο της 3ης Σεπτεμβρίου; Τι τρόποι έχουν επινοηθεί για να μπορείς να βοηθάς ένα τέτοιο μωρό και μια τέτοια γυναίκα, που μοιάζει ζητιάνα αλλά δεν είναι; Ακριβώς γι αυτό, μην προσβάλουμε, αμήχανες κι ανίκανες να βοηθήσουμε, περάσαμε δίπλα της σα να μην την είχαμε δει.
Πρέπει να είναι από το Ιράν κι αυτοί, Αφγανοί από τα στρατόπεδα προσφύγων του Ιράν δηλαδή, όπου ζούν χρόνια τώρα, από την εποχή των Ταλιμπάν. Οι δυο οικογένειες τέτοιων προσφύγων που γνώρισα εγώ πριν φύγουν απο την Ελλάδα, είχαν περάσει εννιά χρόνια στο στρατόπεδο. Τα μικρά παιδιά είχαν γεννηθεί εκεί. Όσοι κατεφέρνουν να φτάσουν εδώ, περιμένουν και προσπαθούν να φύγουν. Τα καταφέρνουν οι περισσότεροι.
Στην πλατεία, πίσω από το άγαλμα, κάτω από τα φώτα, μαζεύονται πολλοί, μιλάνε σε ομάδες, τα παιδιά παίζουν κοντά τους. Τους βλέπω και τη μέρα να τριγυρίζουν, ποιος ξέρει με τι στόχο, τα πιτσιρίκια απο κοντά, να παραπονιούνται στους γονείς, να τους κρατούν από τη φούστα, το παντελόνι. Κι οι γονείς χαμένοι. Don't follow me, I am lost too, θα ήθελαν ίσως να πουν καμιά φορά, αλλά βέβαια αυτά είναι φαντασίες δικές μου. Γιατί οι γονείς παραμένουν ισχυροί απέναντι στα παιδιά τους, τ' αγκαλιάζουν στοργικά, έχουν στο βλέμμα τους τη σιγουριά την ανύπαρκτη. Πρόσφυγες, ανεπιθύμητοι στη χώρα αυτή, θαλασσοπνιγμένοι, άστεγοι, που στοιβάζονται δέκα- δέκα σε διαμερίσματα για να κοιμηθούν, παραμένουν γονείς, παραμένουν προστάτες των μικρών παιδιών τους.
Ένα βράδυ γυρίζαμε από την πλατεία προς την Κυψέλη, περπατούσαμε τρεις φίλες στην οδό 3ης Σεπτεμβρίου. Ήταν σκοτεινά, όπως είναι οι περισσότεροι δρόμοι, παρόλ' αυτά είδαμε μια γυναίκα ακουμπισμένη σ' εναν τοίχο, στο μικρό πεζούλι που φτιάχνει η βιτρίνα ενός μαγαζιού με κατεβασμένα ρολά. Ένα στήριγμα για τους γοφούς πέντε εκατοστά πλάτος,όπου μπορεί ενδεχομένως να ξεκουραστεί κάποιος σε ώρα ανάγκης. Καθόταν εκεί και θήλαζε το μωρό της. Κοιταχτήκαμε και προσπεράσαμε. Δεν μπορέσαμε να κάνουμε τίποτ' άλλο. Δεν ξέραμε ούτε τι να πούμε. Μια σκιά στη σκοτεινή πόλη ήταν, τίποτ' άλλο. Μία ακόμα από τις αποφασισμένες και μοιραίες αυτές γυναίκες που δεν κάνουν φασαρία, κινούνται στην πόλη σαν επισκέπτες απο το Διάστημα, περιμένουν την ευκαιρία για τη φυγή στην αληθινή Ευρώπη, το ξέρουν ότι εδώ δεν είναι ακριβώς αυτό που λέει, Ευρώπη.
Μόνο που η γυναίκα αυτή είχε κάτι το ξεχωριστό, πέρα από το γεγονός ότι είχε καθίσει στο σκοτεινό αυτό αλλά εκτεθειμένο σημείο για να θηλάσει ήσυχα το μωρό. Ήταν όμορφη, πολύ εντυπωσιακά όμορφη, κι αυτό φαινόταν παρά το σκοτάδι και παρά τα μαύρα ρούχα που φορούσε. Ήταν τόσο όμορφη που καθώς την προσπερνούσαμε ήταν σα να άλλαζε ξαφνικά γύρω μας ο αέρας, σα να έπρεπε να τον σπρώξουμε για μια στιγμή, να γινόταν βαριά κουρτίνα για λίγα δευτερόλεπτα. Κι αν δεν είχαμε την ετοιμότητα να τραβήξουμε, να φύγουμε, να πάρουμε βαθιά ανάσα μη μας πλακώσει, μπορεί και να μέναμε εκεί για πάντα, να μας κατάπινε ένα παιχνίδι ταξιδιού στο χρόνο και να μεταφερόμασταν ξαφνικά πίσω εκατό χρόνια ή διακόσια, να εγκλωβιζόμασταν σε μια κατάσταση που δεν θα ξέραμε να διευθετήσουμε. Να μην είχαμε ξαφνικά εμείς ούτε ηλεκτρικό, ούτε άσφαλτο, ούτε φώτα στο δρόμο, ούτε πλακάκια στο πεζοδρόμιο, και φυσικά ούτε κινητά στην τσάντα, ούτε διαμέρισμα σε όροφο ν' ανεβούμε με το ασανσέρ, να βρισκόμασταν με την αληθινή μας ηλικία, όχι αυτή που μας προσφέρει ο 21ος αιώνας, σκυφτές και κουρασμένες γιαγιάδες που πρέπει να φυλάξουν εγγόνια, να κάνουν δουλειές στο σπίτι, να, να να.
Όσο κρατάει μια ανατριχίλα που σε πιάνει από τα δάχτυλα και διανύει όλο το σώμα κράτησε αυτή η αίσθηση, τη σπρώξαμε σιωπηλά την αόρατη κουρτίνα και προχωρήσαμε γρήγορα. Ακόμα σκέφτομαι, θα μπορούσαμε άραγε να σταματήσουμε λίγο, να την πλησιάσουμε, να πούμε κάτι σαν "Madam, do you need some help?"
Κι ύστερα; Τι είδους βοήθεια θα μπορούσαμε να προσφέρουμε στη μητέρα που τάιζε το παιδί της μητρικό γάλα μαζί με τη σκόνη, το καυσαέριο, το θόρυβο της 3ης Σεπτεμβρίου; Τι τρόποι έχουν επινοηθεί για να μπορείς να βοηθάς ένα τέτοιο μωρό και μια τέτοια γυναίκα, που μοιάζει ζητιάνα αλλά δεν είναι; Ακριβώς γι αυτό, μην προσβάλουμε, αμήχανες κι ανίκανες να βοηθήσουμε, περάσαμε δίπλα της σα να μην την είχαμε δει.