Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2013

Μοναξιές στη Ρώμη

Πήρα εισιτήριο για Λονδίνο μέσω Ρώμης. Στον πηγαιμό είχε στάση έξι ώρες, ευκαιρία για μια μικρή βολτίτσα στην αιώνια πόλη. Πήρα το τρένο, για να διαπιστώσω μόλις κατέβηκα στο σταθμό ότι ξετυλίγεται μπροστά μου σα να μην την έχω δει ποτέ πριν. Άγνωστη ξανά, δύσκολη μεγαλούπολη. Δεν θυμάμαι πού είναι η Φοντάνα ντι Τρέβι και η πιάτσα ντι Σπάνια, δεν μπορώ να προσανατολιστώ. Το Τραστέβερε που σταμάτησε το τρένο, δεν έμοιαζε με το Τραστέβερε που εγώ θυμόμουν. Μόνο μια εικόνα είναι οικεία, τα πεύκα  που υψώνονται στους αρχαιολογικούς χώρους. Απέναντι ακριβώς απο τον τεράστιο και πολύβουο σταθμό, μισός αρχαίος θολωτός τοίχος κοκκινίζει στον ήλιο και τα πεύκα ρίχνουν τη σκιά τους σε μια ήσυχη αυλή. Είναι το μουσείο στις Θέρμες του Διοκλητιανού.
Τα πεύκα της Ρώμης θα πρέπει να ανήκουν σε κάποιο είδος μοναδικό. Μοιάζουν με τα πρώτα δέντρα που θα ζωγράφιζε ένα παιδί. O κορμός προχωρά γυμνός και σε μεγάλο ύψος ξεκινούν τα κλαριά και το φύλλωμα που απλώνεται σαν ομπρέλα. Γέρνουν στοργικά πάνω απο βίλες, πάνω απο παγκάκια, δίπλα σε ερείπια. Πινελιές φύσης που την άφησαν να εμφανιστεί εκεί που κάποτε άστραφτε η ισχύς της αυτοκρατορίας. Της επέτρεψαν να θυμίζει ότι το πράσινο παραμονεύει να κατακτήσει την ανθρώπινη φθορά. Συγκρατημένα όμως, ίσα που δίνουν μια ρομαντική πινελιά. Λίγο παραπέρα η πόλη συνεχίζει να ζει το σύγχρονο πυρετό της, δρόμοι με τρελή κυκλοφορία, επιβλητικές προσόψεις του 19ου αιώνα, θάμνοι κουρεμένοι αυστηρά, παρτέρια πειθαρχημένα γεμάτα μαύρη σκόνη. Παρακάτω, στο επόμενο αρχαίο ερείπιο πάλι τα ίδια χαλαρά πεύκα, με την ψευδαίσθηση της ελευθερίας κινήσεων στην ακινησία τους, τη λυρική συστροφή του κορμού τους, το άπλωμα της πράσινης ομπρέλας τους σαν αγκαλιά αφ' υψηλού. 
Αχ Ρωμαίοι, Ρωμαίοι, γιατί να σας λένε Ρωμαίους; Ρωμαίους εσάς κι εμάς Ρωμιούς; Αχ, Ρωμαίοι, Ρωμαίοι, αλλάξτε τον τόνο στ' όνομα σας, να γίνουμε ένα, Ρωμιοί κι εσείς, Ρωμιοί κι εμείς. Ή μάλλον, Ρωμαίοι γιατί να σας λένε Ιταλούς εσάς κι εμάς Έλληνες; Γιατί εσείς βρήκατε να πάρετε ένα δικό σας σύγχρονο όνομα, ενώ εμείς έπρεπε να σηκώσουμε το αρχαίο; Και γενικά, γιατί δεν γίνατε ψωνάρες όσο εμείς, ενώ έχετε υποτίθεται κι εσείς μια εξίσου βαριά κληρονομιά;
Ίσως βέβαια και να εμβολιαστήκατε για τα καλά με τον Μουσολίνι, ο οποίος πήγε να αναβιώσει πολύ συστηματικά τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Ακόμα και τη λέξη φασισμό τη βρήκε στα αρχαία σύμβολα, αυτό το μάτσο βέλη μέσα στη φαρέτρα και τις κορδέλες είναι οι fasces. Φάγανε τότε ρωμαϊκό κλέος οι Ιταλοί με την κουτάλα, τους βγήκε απο τ' αυτιά, δεν θα πάρουν άλλο. Αλλά κι εμείς δεν έχουμε καταναλώσει αρχαιοπληξία με το φασισμό του μεσοπολέμου, και του μεταπολέμου, και της χούντας, γιατί δεν εμβολιαστήκαμε αρκετά; Ούτε για το φασισμό, ούτε για την αρχαιοπληξία;
Μανία κι αυτή με τις συγκρίσεις. Είναι λάθος σκέψη, το έχουμε πει. Κάθε πόλη έχει τη δική της ιστορία, τις δικές της αιτίες κι αποτελέσματα, τα δικά της συναισθήματα. Αυτή είναι η Ρώμη, η μία και αληθινή, που δεν θα προλάβω να θυμηθώ στις λίγες ώρες που διαθέτω. Όπως και τα κύματα των τουριστών που ξεχύνονται στα πεζοδρόμια, προσπαθώ κι εγώ να αποθηκεύσω λίγες εικόνες κι εντυπώσεις. Ακολουθώ μηχανικά ένα πλήθος εγγλέζων, ακούω διάφορα σχόλια για την κοσμοσυρροή. This is insane, λέει μια γυναίκα πίσω μου. Έχει πραγματικά κάτι το νοσηρό η μανία των τουριστών, αλλά δεν είναι αστείο να συμμετέχεις και να το διαπιστώνεις ο ίδιος;  
Κανονικά δεν έχω λόγο να τρέχω με τους τουρίστες να δω τ' αξιοθέατα, τα επισκεφτήκαμε όλα σχολαστικά στο τελευταίο ταξίδι, πριν εφτά χρόνια. Είχαμε έρθει οικογενειακώς, μείναμε στο φοιτητικό σπίτι του γιου μου που έκανε Εράσμους, ακόμα κι η μαμά μου ακολούθησε στο εξοντωτικό τουριστικό πρόγραμμα Έκανε κρύο τότε, έριχνε διαρκώς χιονόνερο, τουρτουρίζαμε  κάτω απο τις ομπρέλες, αλλά τα είδαμε όλα. Έτσι αναπλήρωσα τη φοιτητική μου χαζομάρα, τότε που έκανα σεμινάριο εδώ αλλά δεν είχα βρει καιρό και ενδιαφέρον να πάω στα μουσεία. Κλασσικό σπασικλάκι ελληνικού σχολείου, άργησα να καταλάβω τι σημαίνει η Ρώμη.
 Μεγαλώνουμε με μια έλλειψη απέναντι στη ρωμαϊκή ιστορία, στη ρωμαϊκή σημασία μάλλον, κι ας μαθαίνουμε στο σχολείο και λατινικά και Ρωμαϊκή Ιστορία. Δεν καταλαβαίνουμε γιατί τα μαθαίνουμε αυτά. Το σχολείο μας έχει πείσει ότι οι Ρωμαίοι ήταν κατακτητές, ότι οι Έλληνες ήταν ανώτεροι τους, ότι τους κατέκτησαν οι κατακτημένοι με τον πολιτισμό τους, οπότε γιατί μαθαίνουμε τον κατώτερο πολιτισμό εμείς οι ανώτεροι; Αυτή η απορία διατρέχει το σχολικό πνεύμα και δεν μας αφήνει ουσιαστικά να καταλάβουμε τι νόημα έχει ο κόπος μας για τα λατινικά. Στην αποξένωση βοηθάει το μίσος των ορθόδοξων παπάδων για τους καθολικούς, που καταφέρνει να επηρεάζει ακόμα και τους μη θρήσκους. Οι παπάδες ζουν πάντα στο Σχίσμα, χίλια χρόνια πριν. Έχουν παγώσει το χρόνο γενικότερα, αυτή είναι η ζωή τους. Το αποτέλεσμα είναι να μην έχουμε συνείδηση της κοινής ρωμαϊκής  κληρονομιάς που έχουν όλοι οι Ευρωπαίοι. Τσάμπα παιδευόμαστε με τη λατινική γραμματική.
Ουσιαστικά άρχισα να καταλαβαίνω τη σημασία της Ρώμης διαβάζοντας σχολική ιστορία με τα παιδιά μου. Μαζί τους θυμήθηκα, κατά κάποιο τρόπο, τα δικά μου κενά κατανόησης των ευρωπαϊκών γεγονότων, κι άρχισα να τα καλύπτω όπως- όπως καταφεύγοντας σε εγκυκλοπαίδιες και τόμους γενικής ιστορίας στο σπίτι. Όχι τίποτε ψαγμένο δηλαδή. Κατάφερα να συνδέσω τη στέψη του Καρλομάγνου στη Ρώμη με τη στέψη των αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, μέχρι και τη στέψη του Ναπολέοντα. Οι ηγεμόνες προσπαθούσαν διαρκώς μέσα στους αιώνες να συνδεθούν με το παρελθόν της Ρώμης, της αυτοκρατορίας που είχε ενώσει την Ευρώπη κι είχε βρει τον τρόπο να επιβάλει ειρήνη στα εδάφη της. Μετά την κατάλυση της Ρώμης, οι ίδιοι οι Βάρβαροι που την κατέλυσαν προσπαθούσαν να την ξαναφτιάξουν. Μέσα απο τον Χριστιανισμό η αρχαία αυτοκρατορία συνέχισε να ζει, καλούνταν να απονέμει ισχύ, να κατευνάζει και να πείθει. 
Θα μου πείτε, δεν είναι πασίγνωστα όλ' αυτά και αυτονόητα; Την Αμερική ανακάλυψες; Είναι πασίγνωστα, αλλά στο βάθος ένας απόφοιτος Λυκείου με καλούς βαθμούς τα αγνοεί, δεν έχουν περάσει στη συνείδηση του. Αν και Ρωμιοί, δεν μας αφήνει η Παιδεία μας να δεχτούμε ότι έχουμε σχέση με την κοινή ρωμαϊκή παράδοση της Ευρώπης. Μας πείθει ότι οι Ρωμαίοι, όπως και οι Βενετοί, οι Οθωμανοί, και οι Γερμανοί, ήταν κατακτητές. Απλώς πέρασαν, καταπίεσαν, σκλάβωσαν, κι ύστερα εκδιώχθηκαν. Το 'Ρωμιοί' λοιπόν είναι πλήρως εξελληνισμένο, δηλαδή δεν έχει νόημα, έχει ξεχάσει τη σχέση με τη Ρώμη. 
Στέκομαι να δω το χάρτη, ξέχασα τις αποστάσεις, τα σημεία, τα πάντα. Μόνο τα μνημεία θα γνωρίσω όταν τα δω, αλλά θα μου χρειάζονταν μέρες για ν' αποκτήσω την κάποτε κεκτημένη οικειότητα. Πάνε τα κεκτημένα, πάνε. Με μπερδεύει το πλήθος, η ανάδειξη του παρελθόντος κάθε φορά και πιο οργανωμένη, σαν επαρχιώτισσα είμαι στην πόλη που θα έπρεπε να βλέπω ως μεγάλη ευρωπαϊκή πατρίδα. Μόνο τα δέντρα της με ησυχάζουν, αυτά τα ζωγραφισμένα πεύκα. Ίσως γι αυτό τους επιτρέπουν να ψηλώνουν έτσι, να ηρεμούν ανθρώπους μόνους και χαμένους σαν εμένα. Να πηγαίνουμε ήσυχα στο πλησιέστερο καφενείο και να παίρνουμε το θάρρος να παραγγείλουμε έναν καπουτσίνο που θα πληρώσουμε περήφανα με το κοινό ευρωπαϊκό μας νόμισμα.  

Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2013

Ιδέες για την Αθήνα

Στο εργαστήρι "Αθήνα πάλι ξεκίνα" (μεταφράζω σωστά το reactivate Athens;) δέχονται ιδέες πολιτών για να ζωντανέψει η πόλη. Έχω πολλές κι ελπίζω να περάσω να τις βάλω στη λίστα. Μια ιδέα θα ήταν πάντως να άρχιζαν με κάποιο μαγικό τρόπο να γίνονται σεβαστοί οι κανόνες που ήδη υπάρχουν. Καλά, δεν εννοώ τις μοτοσικλέτες στα πεζοδρόμια, τη μέρα που θα φτάσουμε να συζητάμε κάτι τέτοιο θα έχει γίνει η μεγαλύτερη επανάσταση από καταβολής πόλης. 
Κάτι πιο απλό, ας πούμε τις περιφράξεις πεζοδρομίων και στοών από διάφορους που ενοχλούνται να περνάει ο καθένας ελεύθερα στα πεζοδρόμια. Σου λέει, εγώ μένω εδώ, να μη βάλω κι ένα κάγκελο να το καταλάβει ο κάθε άσχετος, να αισθανθεί με ποιον έχει να κάνει; Έτσι, άντε- άντε όλοι να περπατάνε στο πεζοδρόμιο; Με ποιο δικαίωμα; 
Θα το έχετε παρατηρήσει, ιδιοκτήτες σπιτιών φράζουν με κάγκελο ακόμα και χώρο που υποτίθεται έχουν παραχωρήσει για να πάρουν αντάλλαγμα με χτίσιμο παραπάνω ορόφους. Ε, τώρα τους έχτισαν, δεν θα πάει κανείς να τους γκρεμίσει! Βάλε κι ένα κάγκελο να νιώθουμε ασφαλείς.
Κανονικά η Πολεοδομία μπορεί να πάει να ξηλώσει κάθε τέτοιο κάγκελο που ιδιοποιείται δημόσιο χώρο. Τι κάνει όμως όταν ο παραβάτης είναι το ίδιο το κράτος; (θεωρητική είναι η ερώτηση. Έτσι κι αλλιώς η Πολεοδομία δεν ασχολείται με τέτοια πεζά πράγματα) 
Θαυμάστε εδώ τι έχει κάνει το Υπουργείο απασχόλησης και κοινωνικής προστασίας έξω από τα γραφεία του ΟΑΕΔ, στην οδό Σολωμού, στην καρδιά της Αθήνας, απέναντι από το αγωνιστικό Πολυτεχνείο. Όλο το χώρο της στοάς τον έχει κλείσει με κάγκελο, το οποίο κλειδώνει όταν κλείνει το μαγαζί. Προσέξτε, το κτίριο αυτό είναι πολύ ψηλό και ογκώδες, και προφανώς κατάφερε να πάρει άδεια να χτιστεί έτσι επειδή παραχώρησε στοά για πεζοδρόμιο. Τώρα όμως το κρατικό κτίριο έφραξε το πεζοδρόμιο. Κατέβα στο δρόμο πεζέ, όπου δεν χωράς, γιατί είναι πολύ στενός. Κι απέναντι είναι ένα κτίριο σαβανωμένο με λαμαρίνα που εξέχει, ούτε κι εκεί χωράς. 
Είναι όμως η οδός Σολωμού, του εθνικού ποιητού το όνομα! Ουάου! Και τι ωραίο χώρο έχουν φτιάξει! Ψάλε τον ύμνο στην ελευθερία δίπλα στο υπουργικό κάγκελο πριν απομακρυνθείς, για να γεμίσει η ψυχή σου μεγαλείο. 
Αυτή είναι η ιδέα μου. Τι λέτε, να πάω να την καταθέσω;

Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2013

Kαφές με μύρτιλλο

Στο Ηράκλειο Αττικής, στην πλατεία δίπλα στο σταθμό του Ηλεκτρικού, έφαγα την Κυριακή σφακιανή πίττα στο Μύρτιλλο, το πιο πρωτοποριακό καφέ που έχω γνωρίσει. Δεν θα καθήσω να ψάξω εντυπωσιακές λέξεις να περιγράψω το ντεκόρ, γιατί δεν είναι αυτό το θέμα, αλλά η ιδέα που το ξεκίνησε: να προσφέρει εργασία σε άτομα με ειδικές ανάγκες και σε προερχόμενα από ευάλωτες ομάδες. Όχι απλώς βοήθεια και απασχόληση σαν ίδρυμα που προστατεύει και απασχολεί τους ανθρώπους, προσπαθώντας να γεμίσει τις ατέλειωτες ώρες μιας ζωής που δεν μπορεί να ενταχθεί κοινωνικά κάπου. Κανονική δουλειά, με ωράριο, με απαιτήσεις και με αμοιβή. Δουλειά μάγειρα, σερβιτόρου, ζαχαροπλάστη, κι όποιας άλλης ειδικότητας χρειάζεται ένα καφενείο που σερβίρει και φαγητό, στην οποία θα μπορεί να εκπαιδεύεται κανείς πριν ξεκινήσει να εργάζεται. 
Την ιδέα την έφερε απο το Εδιμβούργο όπου ζούσε μέχρι πρόσφατα η Γεωργία Βαμβουνάκη, ιδρύοντας μια επιχείρηση παρόμοια με κάποια που λειτουργεί εκεί από καιρό και που έχει τις ίδιες αρχές. Για την Ελλάδα είναι πιλοτική. Το καφενείο έχει δυο βδομάδες που άνοιξε, πιλοτάρει λοιπόν αργά και προσεκτικά στα άγνωστα νερά του ανταγωνιστικού τοπίου της ψυχαγωγίας, με πολύ συγκεκριμένο πρόγραμμα και σχέδιο: Θέλει να εκπαιδεύσει τους ανθρώπους που έχουν ανάγκη από εκπαίδευση και ταυτόχρονα αυτούς που νομίζουν ότι δεν έχουν: τους κατοίκους του Ηρακλείου Αττικής ας πούμε, που μπορεί να περνούν αδιάφοροι ή δύσπιστοι έξω από το μαγαζί και να μην φαντάζονται τι είδους φιλοδοξίες έχει, να ακούνε μια γεμάτη προκατάληψη κουβέντα και να κοιτάνε με μισό μάτι. Εκπαίδευση προς τα μέσα, και προς τα έξω. 
Παντρεμένη χρόνια με Σκωτσέζο, η κα Βαμβουνάκη φέρνει από το Εδιμβούργο τις συνήθειες των οργανωμένων σχεδίων που βασίζονται σε συγκεκριμένους αριθμούς. Στο μαγαζί εκπαιδεύονται 15 ενήλικες με μέτριες μαθησιακές δυσκολίες, για δύο χρόνια, από 15 εκπαιδευτές -σπουδαστές σχολών ειδικής αγωγής, ψυχολογίας κλπ που κάνουν την πρακτική τους, και οι οποίοι αξιολογούνται και παίρνουν πιστοποιητικά από δυο επόπτες. Ταυτόχρονα, για τις ανάγκες λειτουργίας του καφενείου,  εργάζονται επαγγελματικά δέκα άτομα, οι πέντε τουλάχιστον θα πρέπει να ανήκουν πάντα σε ευάλωτες ομάδες. 
Οι εκπαιδευόμενοι μαθαίνουν όχι μόνο τις τεχνικές γύρω απο το μαγείρεμα, το σερβίρισμα και την υποδοχή που απαιτεί το καφενείο, αλλά και γενικότερα κοινωνική συμπεριφορά, συμμετέχοντας ως εθελοντές σε κοινωνικές δράσεις της γειτονιάς. Ειδικοί θεραπευτές και καλλιτέχνες συμπληρώνουν την εκπαίδευση τους, τη δική τους και τη δική μας όπως είπαμε, που αρχίζει μαζί με τον καφέ, με μια γουλιά ξεπέρασμα ταμπού, μια γουλιά συζήτηση και αναγνώριση της απλής αλήθειας που ξεχνάμε, και που είναι το μότο της επιχείρησης: οι άνθρωποι στο βάθος έχουν όλοι τις ίδιες επιθυμίες, την ίδια ψυχική δομή, την ίδια ανάγκη κοινωνικότητας. Οι μη συνηθισμένοι άνθρωποι πρέπει να βρίσκουν τους δικούς τους τρόπους, οι προνομιούχοι που μπορούν να μοιάζουν με συνηθισμένους οφείλουν να προσπαθούν να βοηθούν και να αποδέχονται.
Βάλτε στο γκουγκλ το "μύρτιλλο" και θα δείτε περισσότερο. Ξέχασα να ρωτήσω τι συμβολίζει το όνομα, αλλά ξέρω ότι το μύρτιλλο είναι ένας σπάνιος καρπός με ιδιότυπη γεύση που θέλει ειδική μεταχείριση για να προσφέρει ανεκτίμητες βιταμίνες


Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2013

Σαράντα χρόνια παρεξήγηση

Σαράντα χρόνια στρογγυλά, δεν λέω, είναι κάτι. Μια ολόκληρη ζωή. Αλλά δεν έχει σημασία, και δέκα χρόνια μετά, το 83 ας πούμε, όταν έλεγα σε νεώτερους φίλους μου ότι δεν έπρεπε να μας ζηλεύουν που "είχαμε ζήσει το Πολυτεχνείο", ότι αυτοί ήταν πολύ πιο τυχεροί γιατί πρόλαβαν να περάσουν φοιτητικά χρόνια χωρίς χούντα, ότι περνούσαμε άσχημα στην επταετία, ότι θα ήθελα πολύ να μην έχω ζήσει κανένα Πολυτεχνείο, αλλά να νιώθω πιο ελεύθερη στην εφηβεία και στη νεανική ηλικία μου, δεν με πίστευαν. 
Τη θυμάμαι αυτή τη συζήτηση γιατί με είχε ξαφνιάσει. Γινόταν με νεαρούς μουσικούς, δέκα χρόνια μικρότερους από μένα. Ήμουν τριάντα κι ήταν είκοσι, είχα μείνει κατάπληκτη που μου έλεγαν ότι ήμουν τυχερή που είχα αντισταθεί στη χούντα! Ίσως είχαν φανταστεί μια αντιστασιακή ζωή, όχι μια ζωή φοβισμένη, γεμάτη θυμό που δεν βρίσκει διέξοδο, με πολλή υποταγή και ανοχή αυθαιρεσιών, πολλή καχυποψία και πνευματική φτώχεια, πολλή μοναξιά και επιφύλαξη, σαν αυτή που είχαμε ζήσει για εφτά χρόνια. Δεν ξέρω τι είχαν φανταστεί. Υπήρχε μια τεράστια παρεξήγηση ήδη. 
Φοβάμαι πως αν ξαναπώ τα ίδια πράγματα, τώρα, σαράντα χρόνια μετά, πάλι στου κουφού την πόρτα θα τα λέω. Με ξεκουφαίνουν κλαψιάρικα τραγούδια στα μεγάφωνα, πανό κρεμασμένα στη μάντρα με κάνουν να ντρέπομαι που τα κοιτάζω. Όλο αυτό το μελό, με τα σιχαμένα κύματα των κλισέ που κάλυψαν την εξέγερση του 73 ήδη από την πρώτη επέτειο, και δεν του αντιστάθηκε κανένας, μας σάρωσε γλιτσερό κι ακαταμάχητο. Άντε να μιλήσεις για τις επιφυλάξεις, και τις απογοητεύσεις, και τις αμφιβολίες κι όλ' αυτά. 
Διάβασα ένα άρθρο του Δημήτρη Φύσσα σήμερα που μιλάει για πράγματα τα οποία έχω επίσης σκεφτεί και τα οποία, παρόλη τη φλυαρία δεν τα είπαμε ποτέ, δεν τολμήσαμε. Ας πούμε, αν δεν είχε γίνει το Πολυτεχνείο, τι θα συνέβαινε με τη 'σταδιακή μετάβαση στη δημοκρατία' που είχε αναγγείλει η χούντα και είχε αναλάβει ο Μαρκεζίνης; Τότε πάντως, την 18η Νοεμβρίου του 1973, όταν είχαμε βγει από το Πολυτεχνείο της Θεσσαλονίκης εμείς, και δεν είχαμε πάει ακόμα στο σπίτι μας, μέναμε σε μιας φίλης κάμποσοι μαζί από το φόβο μας, μέσα στη σιωπή και στην κατήφεια, εκείνη τη μέρα και τις επόμενες, σκεφτόμασταν μερικοί και το κουβεντιάζαμε μεταξύ μας, πόσο λάθος είχαμε κάνει μ' εκείνη την εξέγερση. Η χούντα είχε σκληρύνει, υπήρχαν νεκροί, είχε κηρυχτεί ξανά στρατιωτικός νόμος, τι είχαμε καταλάβει; Είχαμε ελπίσει κάτι βλέποντας στην Αθήνα να γεμίζουν κόσμο οι δρόμοι,  νομίσαμε απλό να πέσει η χούντα έτσι; 
Δεν ήμασταν στελέχη, δεν ανήκαμε σε οργάνωση, τίποτε δεν ήμασταν. Απλοί φοιτητές και φοιτήτριες, χωρίς επαφή με κανέναν, μόνοι με τις σκέψεις και τα σχέδιά μας. Ήταν πολύ δύσκολο να βρεις παρέες που να ταιριάζεις. Δεν υπήρχαν τραπεζάκια πολιτικών οργανώσεων, να διαλέξεις πού θα πας. Στα τυφλά, στα κρυφά, αν ήσουν τυχερός μπορεί να δικτυωνόσουν. Πολλοί έχουν περιγράψει στιγμές συγκινητικές με  φίλους, οργανωμένοι σε νεολαίες, αλλά την αμηχανία των ανοργάνωτων, που ήταν οι περισσότεροι, δύσκολα την περιγράφεις. 
Στη δική μας μικρή παρέα, που δεν είχε καταφέρει να κάνει μια αληθινή πολιτική συζήτηση  σοβαρή επί τρία χρόνια στο πανεπιστήμιο, αν και το ήθελε διακαώς, εκείνες τις μαύρες μέρες κλαίγαμε τη μοίρα μας. Αν και ανοργάνωτοι και απομονωμένοι, νιώθαμε τύψεις φριχτές που είχαμε γυρίσει το ρολόι πίσω, στις πρώτες σκληρές μέρες της δικτατορίας. Τύψεις για λογαριασμό όλων, αφού για λίγες μέρες είχαμε αποκτήσει συλλογική ταυτότητα, αυτό ίσως μας είχε λείψει περισσότερο, έκαναν τους μήνες που ακολούθησαν το Πολυτεχνείο να φαινεται εκ του αποτελέσματος φριχτό λάθος. Ξανάνοιξαν οι φυλακές, ξαναπιάστηκαν άνθρωποι, ξαναμπήκε λογοκρισία, ξανά, ξανά, πίσω στη δικτατορία, φόβο, στρατοκρατία, φτου κι απ΄την αρχή. 
Όταν έπεσε η χούντα τον Ιούλιο του 74 ήταν τόση η χαρά που δεν κάτσαμε να το ψειρίσουμε. Γιατί και πώς. Τα κάνανε θάλασσα στην Κύπρο οι δικτάτορες, το σκληρό καρύδι ο Ιωαννίδης ήταν μια χάρτινη τίγρη, έπεσε απλώς από ανικανότητα. Τι γύρευε στην Κύπρο ακριβώς δεν είπαμε ποτέ. Ούτε καν τι έκανε ακριβώς εκεί. Δεν έχει ανοίξει ο φάκελος. 
Κι άμα ανοίξει τι θα μάθουμε άραγε; Θα ειπωθούν τα δύσκολα κι απλά;  Ταυτίζοντας το καθεστώς εκείνο με το απόλυτο κακό, δεν ψάχναμε λογική στις κινήσεις του, όμως ο Ιωαννίδης, ο Σαμψών, είχαν κάποια σχέση με τα ελληνικά ιδανικά, δεν ήταν εξωγήινοι. Εθνικιστές και μιλιταριστές, κάπως θα είχαν φανταστεί να επιβάλουν στο Κυπριακό τη δική τους λύση. Δικτατορία, ένωση, και ποιος ξέρει τι ονειρεύονταν για την τουρκική μειονότητα.
Μετά το Πολυτεχνείο, που προφανώς ήταν αποτυχία του Παπαδόπουλου, τον ανέτρεψε ο Ιωαννίδης. Πήρε την εξουσία, δοκίμασε να κάνει πραξικόπημα εναντίον του κράτους εκείνου στην Κύπρο που είχε δυο κοινότητες, τούρκο αντιπρόεδρο, τουρκική μειονότητα με αναγνωρισμένα δικαιώματα, κλπ κλπ. Πολύ αβάσταχτα και απαράδεκτα πράγματα όλ' αυτά για μιλιταριστές εθνικιστές σκληροπυρηνικούς σαν τον Ιωαννίδη. Αποφάσισε να επιτεθεί στο πολυεθνικό -ας το πούμε- αυτό κράτος, να φτιάξει μια Κύπρο κατ' εικόνα και ομοίωση του. Αν πετύχαινε, θα ξεχνούσαν όλοι το Πολυτεχνείο, θα έμενε στην Ιστορία ως ο άνθρωπος που ένωσε την Κύπρο με την Ελλάδα. 
Μάλλον δεν ήταν πρακτοριλίκι των αμερικάνων εκείνο το πραξικόπημα. Το έκανε για να κερδίσει τις καρδιές των Ελλήνων, που είχε χάσει στο Πολυτεχνείο. Έχασε τα πάντα αυτός, έχασε πολλά η Κύπρος, κέρδισε η Ελλάδα τη δημοκρατία, βγήκε εκ των υστέρων η εξίσωση πως το Πολυτεχνείο έριξε τη χούντα. Εξίσωση των βιαστικών που από τη μανία τους για συντομεύσεις χάνουν την ουσία. 
Ίσως ποτέ δεν θα μιλήσουμε σαν άνθρωποι για όλ' αυτά,  δεν θα ξεπεράσουμε τα κλισέ των ηρωισμών και τα ταμπού των εθνικισμών.  Χαλάει η σούπα και της επανάστασης και της προδομένης Κύπρου.  
Ώρες ώρες νομίζω ότι τα χρόνια δεν πέρασαν καθόλου, ότι είμαι πάντα στον προθάλαμο της ζωής, είκοσι χρονών, και προσπαθώ να καταλάβω τις βασικές έννοιες: τι είναι δημοκρατία, ανθρώπινα δικαιώματα, ισότητα, ελευθερία, άσε πια και την αδερφοσύνη. Άστην αυτήν, μου φτάνουν τα υπόλοιπα για να στέκομαι  στον προθάλαμο.  Έφτασα εξήντα κι ακόμα δεν έχω προχωρήσει, διευκρινίζω τα βασικά. Κάποιο λάθος έχετε κάνει σας λέω. Θα περάσει η ζωή όλη και δεν θα το έχουμε ξεκαθαρίσει ακόμα.
http://www.protagon.gr/?i=protagon.el.ellada&id=29324 

Τρίτη 12 Νοεμβρίου 2013

Μανία με τις ανακωχές

-Εχουμε αργία τη Δευτέρα, μου είπε στο τηλέφωνο η φίλη από το Παρίσι, μας έρχεται τριήμερο, γιορτάζουμε την Ανακωχή!
Κι ότι κόντευαν να με πείσουν ότι μόνο στην Ελλάδα έχουμε τριήμερα.
-Ποιαν ανακωχή γιορτάζετε πάλι; Στις 9 Μαΐου δεν είν' αυτό; 
-Είναι η ανακωχή του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου!
-Καλά, δεν το πιστεύω, κι αυτή τη γιορτάζετε;
Μανία με τις ανακωχές αυτοί οι Γάλλοι. Χαριτολογούμε λίγο για τη γνωστή αντίθεση, εκείνοι να γιορτάζουν τις ανακωχές κι εμείς την είσοδο μας στον πόλεμο. Είναι κάτι ενδεικτικό, που ποτέ δεν αναλύσαμε βέβαια επαρκώς τι σημαίνει για την εκπαίδευση και την ψυχολογία των παιδιών. 
Αν το καλοσκεφτείτε, η ανακωχή ως έννοια θα πρέπει να ακούγεται πολύ περίπλοκη για μια σχολική γιορτή. Με τι καρδιά, με τι πνοή να οργανώσεις παρέλαση πίσω από το στρατό; Ενώ το κάνεις τόσο απλά για την επέτειο της εισόδου στον πόλεμο: τι έκανε τότε ο κόσμος; Πήγαινε να πολεμήσει. Άντε λοιποί στοιχηθείτε κι εσείς παιδιά, κι εν δυο. Απλά πράγματα, οι άνθρωποι είναι λαός, ο λαός γίνεται στρατός, ο ηγέτης έχει απόλυτη ευθύνη, η ιεραρχία είναι απαραίτητη, μπροστά πηγαίνει ο σημαιοφόρος κι από πίσω οι άλλοι, να εθίζονται στον μιλιταρισμό. 
Αλλά στην ανακωχή; Εκεί ο κόσμος έπρεπε να αποδεχτεί τις εκατέρωθεν απώλειες, ειδικά στον Πρώτο Πόλεμο που ήταν εκατόμβη ανθρώπινων θυμάτων για κάθε πλευρά, να ξεκινήσει να κλείνει τις πληγές, να ξαναβάλει μπρος την κανονική ζωή στην μη ηρωική της καθημερινότητα, να παραδεχτεί την ύπαρξη του άλλου δίπλα που είχε επιζήσει. Να ψάξει να βρει δουλειά. Να ξυπνά το πρωί νωρίς και να τρέχει να προλάβει το τραμ, να προσέχει τις σχέσεις που αναπτύσσονται με τους ανθρώπους γύρω του. Δύσκολη, περίπλοκη κατάσταση. Οι άνθρωποι αποκτούν ξανά την ατομικότητα τους, την προσωπική ευθύνη για τη ζωή τους. Τα ερωτικά τραγούδια που είχαν γίνει εμβατήρια, ξαναγίνονται ερωτικά τραγούδια. Στις γιορτές για τις ανακωχές χορεύουν ζευγαρωτά. Δεν ονειρεύονται να ξαναβρεθούν στοιχημένοι πίσω από τον ηγέτη και μπρος μαρς και εν δυο, να μη χρειάζεται να σκέφτονται και να παίρνουν αποφάσεις. Γιατί πρέπει να το παραδεχτούμε, ο πόλεμος με όλη του την αγριότητα σε απαλλάσσει, υποτίθεται, από το βάρος της ύπαρξης, μετέχεις σε κάτι μεγάλο, δεν έχεις να ζεις την ασημαντότητα των καθημερινών προσπαθειών της ειρήνης. Είναι τόσο απλή και καθαρή υπόθεση. Ή μάλλον μοιάζει έτσι όταν είσαι μικρούλης και μαθαίνεις το εν δυο. 
Αυτό το ωραίο αιματηρό μεθύσι είναι που έζησαν οι Ευρωπαίοι μέχρι σκασμού στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο κι αποφάσισαν να απεξαρτηθούν στο τέλος του, έστω κι αν άργησαν να το κατορθώσουν. Μέσα στα μουσκεμένα χαρακώματα ξεσηκώθηκαν οι περίπλοκες ατομικότητές τους και διεκδίκησαν στο εξής, για ολόκληρες τις ζωές τους, την πολυπλοκότητα της ειρήνης. 
Εμείς όμως ακόμα ονειρευόμαστε συλλογικά μεθύσια, ηγέτες που θα μας απαλλάσσουν από τη σκέψη, τους ανθρώπους να γίνονται μάζα, λαός και στρατός, και περιγελάμε τους Γάλλους και τη μανία τους για τις ανακωχές.
Αλλά δεν τα είπα όλ' αυτά στη φίλη μου.


Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2013

Δύση ή Ανατολή;

 Δεν κράτησα το λόγο μου, να γράφω για όλα τα βιβλία που διαβάζω. Προσπαθώ να επανέλθω. Αυτό που τέλειωσα χτες μου πήρε λίγες μέρες παραπάνω, λόγω πυκνού ύφους και πολλών σημειώσεων. 
 Παναγιώτης Γεννηματάς, "Ελλάς, Δύση ή Ανατολή;"
Είναι απ' αυτά που σε βοηθάνε να σκεφτείς τις βαθύτερες αιτίες των σημερινών ανεξήγητων καταστάσεων, τις οποίες πάντα προσπαθώ να ερμηνεύσω. Για τα σημερινά κολλήμματα ο συγγραφέας πιστεύει ότι βαραίνει υποσυνείδητα η παρακμή του Βυζαντίου, η αρτηριοσκλήρωση με την οποία αντιμετώπισε, ή μάλλον δεν αντιμετώπισε κανένα από τα προβλήματα του. Το πώς άφησε το εμπόριο, οικειοθελώς, στους Ιταλούς, το πώς έλεγχε τη μία και μίζερη ανώτατη σχολή που είχε δημιουργήσει μόνο για τις γραφειοκρατικές του ανάγκες, το πώς αναμασούσε τα περασμένα μεγαλεία, το πώς είχε παραδοθεί στην απόλυτη θεοκρατία, στην εκκλησία η οποία τελικά έρριξε το ζάρι για την πλήρη του κατάρρευση προτιμώντας στα ίσα το σαρίκιον του Τούρκου που θα της εξασφάλιζε απρόσκοπτη και μεγαλύτερη από όση είχε εξουσία. 
Υπάρχει ακόμα κάτι από θεοκρατικό καθεστώς στη σύγχρονη μανία καταδίκης των πολιτικών αντιπάλων πχ, σαν αιρετικών κάποιας θρησκείας, ή στην προσκόλληση στον κρατισμό, στο σημερινό αναμάσημα των περασμένων μεγαλείων, στην παθητικότητα των πολιτών που ακόμα και τώρα δεν αισθάνονται υπεύθυνα πολιτικά υποκείμενα, σε όλες αυτές τις συμπεριφορές που μας ταλανίζουν ενίοτε ανεξήγητα. Μπορούμε ν' αλλάξουμε συνειδητοποιώντας το βάθος και την προέλευση των προβλημάτων; Αυτό είναι το ερώτημα.

Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2013

Παπάκια θέλει μόνο

Στη μετάφραση των Αθλίων του Βίκτωρος Ουγκώ που είχα διαβάσει μικρή, υπήρχε η εικονογράφηση μιας σκηνής στον κήπο του Λουξεμβούργου. Τα παιδάκια παίζανε σε μια λιμνούλα με ιστιοφόρα καραβάκια που τα οδηγούσαν με ένα μακρύ ξύλο. Τάιζαν κουλούρι τα παπάκια. Το 1830 αυτά.  Πόση έκπληξη ένιωσα όταν πήγα στο Παρίσι πολλά χρόνια αργότερα κι είδα ίδια καραβάκια στις ίδιες λιμνούλες του Λουξεμβούργου! Το παιχνίδι συνεχίζεται εκεί με τον ίδιο τρόπο, εδώ και αιώνες. Οι αλέες είναι ίδιες κι αυτές, και οι καρέκλες παμπάλαιες. Αντίκες. Ένα κομμάτι Ιστορίας υπάρχει ζωντανό στην καρδιά της πόλης και στην καθημερινότητα της.
Στην Αθήνα, στον Εθνικό κήπο, τα παιδιά μου, γεννημένα το 90, είναι τα τελευταία που πρόλαβαν τις πάπιες στη λιμνούλα και τις δημόσιες καρέκλες τριγύρω. Ήδη φαινόταν η παραμέληση του χώρου, η εγκατάλειψη. Τώρα πια, δήθεν λόγω γρίπης των πτηνών, λόγω λειψυδρίας και δεν ξέρω τι άλλο, οι πάπιες έχουν εξαφανιστεί, οι καρέκλες ομοίως. Η στάθμη του νερού έχει χαμηλώσει στη λιμνούλα, κι άλλες μικρότερες δεν έχουν καθόλου. Περνάς δίπλα της και δεν στέκεσαι, καμία σχέση με το μικρό βιότοπο που ήταν κάποτε.
Ανακοινώθηκε πριν λίγες μέρες ανάπλαση στον Εθνικό κήπο, και με ζώσανε τα φίδια. Διαβάζω λεπτομέρειες, ευτυχώς δεν υπάρχει πρόθεση να αλλάξουν οι πέργκολες και η διαμόρφωση, μόνο φυτολογικές θα είναι οι παρεμβάσεις. Μα και τα φυτά, μια χαρά είναι. Αν χρειάζεται να ασχοληθεί κανείς με κάτι εκεί μέσα, είναι να ξαναλειτουργήσουν οι λιμνούλες, να είναι καθαρές, να φέρουν ξανά τις πάπιες και τις καρέκλες! Γιατί κανείς δεν προτείνει κάτι τόσο απλό; Δεν ήρθαν ποτέ ως παιδιά στον Κήπο οι δήμαρχοι και οι αρχιτέκτονες τοπίου, να θέλουν να υπάρχει μια σπάνια γωνίτσα σ' αυτή την άχαρη πόλη, όπου θα μπορούν κι εκείνοι να πάνε τα δικά τους παιδιά και να τους δείξουν πού έπαιζαν;
Εξηγείστε μου γιατί σ' αυτή την πόλη χαλάμε συνέχεια και ξαναφτιάχνουμε, συνήθως χειρότερα, τους λίγους δημόσιους χώρους, τις λίγες πλατείες, τους ελάχιστους κήπους; Το Πεδίο του Άρεως, επί χρόνια παραμελημένο, δεν μπορούσε να συντηρείται απλώς, έπρεπε να γίνει ολόκληρη ανάπλαση, να δώσουν ένα σωρό λεφτά, να τους κάνουν αγωγές και οι διάφοροι ταλιμπάν περίοικοι, να μείνει τρία χρόνια κλειστό μ' αυτά και μ' εκείνα, κι αφού τελοσπάντων άνοιξε και παραδόθηκε, και ήταν ωραίο και σπουδαίο, να αρχίσει πάλι να εγκαταλείπεται. Να σπάνε τα μάρμαρα, να γεμίζει σκουπίδια, να ξεραίνονται οι 'διαδρομές νερού' του Τομπάζη, να γίνεται το νέο στέκι διανομής ναρκωτικών κλπ. Γιατί όλ' αυτά; Για να πληρωθούν διάφοροι εργολάβοι, να κινηθεί η οικονομία; Μέχρι πότε θα γίνονται αυτά; Πότε θα βάλουμε μυαλό;
Τόσα λεφτά που έχουν δοθεί σε αναπλάσεις θα μπορούσαν να δοθούν σε απαλλοτριώσεις. Να αποκτηθούν νέοι δημόσιοι χώροι, να διαμορφωθούν εκείνοι από την αρχή, μοντέρνα και πρωτοποριακά. Υπάρχουν εξάλλου ήδη πολλοί ωραίοι χώροι προς διαμόρφωση, και μόνο αυτός ο Κήπος στο κέντρο της Αθήνας με αυθεντικό στυλ 19ου αιώνα. Παπάκια θέλει και φροντίδα.

Τρίτη 5 Νοεμβρίου 2013

Βόλτα στην Πειραϊκή


Όσο γερνάω καταλαβαίνω ένα σωρό πράγματα που δεν καταλάβαινα παλιότερα. Είναι από τις μεγαλύτερες ηδονές της ζωής, να γίνεται φως ξαφνικά μέσα στο μυαλό σου και να λύνεται κάποια απορία που σε βασάνιζε. Κατά πάσα πιθανότητα θα γεννηθεί άλλη σε λίγο, μάλιστα θα τη γεννήσει η ίδια η νέα κατανόηση, κι ο κύκλος ξαναρχίζει.
Μία απο τις απορίες που δεν έχω λύσει είναι το πώς καταφέρνουν οι άνθρωποι να συμφιλιώνονται με τα σκουπίδια στο δημόσιο χώρο που κυκλοφορούν. Εντάξει, μπορεί η εισαγωγή μου να σας προϊδέασε για κάτι πιο φιλοσοφικό, αλλά ειλικρινά, αυτό το πράγμα, για μένα, αποτελεί μυστήριο. Χτες στη λιακάδα η απορία ανέκυψε σε μια βόλτα στον Πειραιά και δεν μπόρεσε να λυθεί αν και περπάτησα ολόκληρη την παραλία της Πειραϊκής αρχίζοντας από τη Ζέα μέχρι το μεγάλο λιμάνι.
Μήπως μ' έχουν επηρεάσει τα τραγούδια; Το Όσκαρ μουσικής στα Παιδιά του Πειραιά και η διαβεβαίωση της Μελίνας ότι όσο κι αν ψάξει δεν βρίσκει άλλο λιμάνι; Η αλήθεια είναι ότι μεγάλωσα με τους στίχους αυτούς και τόσο βαθιά τους πίστεψα που δεν θέλησα ποτέ μου να ψάξω άλλο λιμάνι, αφού είχαν προηγουμένως αποβεί μάταιες οι έρευνες της Μελίνας. Κι ίσως ακόμα και τώρα εξαιτίας του τραγουδιού να μη μπορώ να συνηθίσω το σκουπιδαριό που αντικρίζει ο περιπατητής ακολουθώντας την ακτογραμμή πάνω απο τα αρχαία τείχη και τ' ακόμα αρχαιότερα βράχια.
Να γέρνει ο ήλιος περιπαθώς πάνω απο τη θάλασσα, να την κάνει ν' αστράφτει, να περνάνε στο βάθος καραβάκια με πανί, να νομίζεις ότι αρκεί να σηκώσεις τα μπράτσα για να μπορέσεις κι εσύ, το δίπουν άπτερον, να πετάξεις, να τρώνε οι οικογένειες ψαράκι στις ταβέρνες και στα ουζερί, να τρέχουν τα γκαρσόνια ιδρωμένα να προλάβουν, και δίπλα, σε απόσταση αναπνοής, να συσσωρεύονται τα απορρίματα πάσης φύσεως, οργανικής και ανοργάνου. Να παλεύουν οι ευκάλυπτοι να καλύψουν τις άγριες μυρωδιές σαπίλας και συσσώρευσης, κι οι κυρίες να παίρνουν βαθιές αναπνοές κοιτάζοντας μακριά, αγνοώντας και τις μυρωδιές και το θέαμα, απολαμβάνοντας το τοπίο. Κι οι κύριοι να ρεμβάζουν, ή να ετοιμάζονται για ψάρεμα, κι οι νεαροί να πηγαίνουν για κολύμπι ή να επιστρέφουν περνώντας αδιάφορα δίπλα απο ένα σωρό σιχαμένα αντικείμενα πεταμένα στο χώμα και τις πέτρες.
Μα πώς το καταφέρνουν; Πίσω απο το δρόμο υψώνονται πολυκατοικίες με θέα τη θάλασσα, τις χτυπά ο ήλιος καθώς δύει, θα πρέπει να είναι μεγάλο προνόμιο να μένεις εδώ. Αυτοί δεν ενοχλούνται άραγε, ή μήπως σκέφτονται ότι μπορεί να τους λυπηθούμε λίγο για τα σκουπίδια και να τους συγχωρήσουμε για τη θέα φάτσα στη θάλασσα; Δεν ξέρω, ειλικρινά, η απορία παραμένει.
Πέρα απο την οικοδομική γραμμή, καταμεσής στα βράχια βλέπω κι ένα προσκυνητάρι με την αυλίτσα του, πιο πέρα ένα εκκλησάκι. Τα θρησκευτικά κτίσματα δεν υποκύπτουν σε πολεοδομικούς κανόνες. Μια οικογένεια δηλώνει μεγαλόφωνα πως πάει να προσκυνήσει στο δεύτερο εκκλησάκι, το τριγυρισμένο από τα πιο βρωμερά απορρίματα της βόλτας. Χαζεύω με περιέργεια τα παιδιά και τους γονείς, τρεχοβολάνε ανενόχλητοι ανάμεσα σε πλήθος βρωμερά χαρτιά πρώην υγείας και νυν αηδίας, σα να βρίσκονται σε καθαρό λιβάδι,  μπαίνουν στο εκκλησάκι χωρίς να χάσουν το κέφι τους. Θαύμα, θαύμα!

Πόσο δύσκολο να γίνει το προσωπικό, πολιτικό.

Τη νύχτα που έφτασε ο Καραμανλής στο Ελληνικό να αναλάβει τα ηνία της χώρας που είχε βρεθεί στο χείλος του γκρεμού, πενήντα χρόνια πριν, δεν...